Ενώ ο καπιταλισμός βυθίζεται σε βαθιά διαρθρωτική κρίση, η Αριστερά στην εποχή μας αυτοκτονεί, τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρώπη. Η παράδοξη εμπειρία του 1930 επαναλαμβάνεται: ο φιλελεύθερος και ασύδοτος καπιταλισμός καταβαραθρώθηκε τότε, όπως και σήμερα, όμως η υπέρβασή του δεν προήλθε από την Αριστερά, αλλά από δυνάμεις που η Αριστερά εσπίλωνε ως «μη-ταξικές», «μικροαστικές», «ουτοπικές».
Ο Βρετανός οικονομολόγος Κέινς (1883-1947) και ο Αμερικανός πρόεδρος Ρούζβελτ (1882-1945) υλοποίησαν αυτό που οι ακεραιόφρονες της Αριστεράς κατήγγειλαν ως «απατηλή ουτοπία»: ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, με ανακατανομή εισοδήματος, άμβλυνση ανισοτήτων, σχετική κοινωνική δικαιοσύνη, το «Νιου Ντιλ» (1935), που, λόγω της επιτυχίας του, γενικεύθηκε μεταπολεμικά στην Ευρώπη. Ο,τι είχε θεωρηθεί «ουτοπία» έλαβε σάρκα και οστά. Από το 1930, οι ακεραιόφρονες της συντηρητικής πλευράς, όπως και της προοδευτικής, διαβεβαίωναν ότι οι δημόσιες δαπάνες κατέστελναν τις ιδιωτικές, ότι η επέκταση του κράτους συρρίκνωνε την οικονομία και την κοινωνία. Ομως, ο έμπρακτος απολογισμός τού μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους αποδείχθηκε συντριπτικός: ποτέ άλλοτε στην ιστορία ο καπιταλισμός δεν πραγματοποίησε τόσο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, συσσώρευσης κεφαλαίου και κερδών, και ποτέ άλλοτε δεν έφθασε τόσο κοντά στη συρρίκνωση της ανεργίας και πλήρη απασχόληση. Οι κοινωνικές κατακτήσεις κατοχυρώθηκαν από τον μεταπολεμικό καπιταλισμό με το αζημίωτο.
Στην προχιτλερική Γερμανία του 1930, όπως επισημαίνει ο Σουμπέτερ (1883-1950), μόνον τα εργατικά συνδικάτα διεκδικούσαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ενώ η δογματική Αριστερά μετά βδελυγμίας απέρριπτε κάθε δυνατότητα συμβιβασμού μεταξύ των δύο πόλων της κοινωνίας. Φανταζόταν ότι έτσι θα αποκόμιζε οφέλη από την αύξουσα κοινωνική ανυποληψία του πολιτικού συστήματος. Ομως, με τον αυτοαποκλεισμό της από τις αναζητήσεις διεξόδου από την κρίση, στην ουσία θεωρήθηκε η ίδια παράγων συντήρησης του ανυπόληπτου πολιτικού συστήματος.
Ενώ η γερμανική κοινωνία σπαρασσόταν από κοινωνικά κινήματα, η ακεραιόφρων Αριστερά έθεσε εαυτήν εκτός πολιτικής, στιγματίζοντας όσους μετείχαν αυτής, εκτιμώντας ότι η επερχόμενη κατάρρευση θα απέβαινε σε όφελός της. Το στοίχημα χάθηκε: η ολιγωρία της Αριστεράς κατανοήθηκε από την κοινωνία ως έμμεση κάλυψη του καταρρέοντος συστήματος και η ίδια ως ιδιότυπο, αλλά αναπόσπαστο ανάχωμα αυτού. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης σαρώθηκε, όχι από το κεφάλαιο, αλλά με τη λαϊκή ετυμηγορία των θυμάτων του αποπληθωρισμού και της εκρηκτικής ανεργίας, που επέβαλαν οι τράπεζες, με συγκατάνευση της Αριστεράς. Η τελευταία ύψωσε σημαία της τον αποπληθωρισμό, συνέπλευσε με τους τραπεζίτες, με πρόσχημα την προστασία του εργατικού εισοδήματος από τον πληθωρισμό, υπό την παραπλανητική ρητορεία περί «ταξικής συσπείρωσης».
Στην εποχή μας, το παράδοξο επαναλαμβάνεται: τα ιδανικά της Αριστεράς συναντούν ασύγκριτα ευρύτερη κοινωνική απήχηση απ' ό,τι οι πολιτικοί σχηματισμοί της. Η γοητεία των ιδεών της αντισταθμίζεται με τη δυσπιστία και την καχυποψία, στην οποία προσκρούουν οι πολιτικοί σχηματισμοί της. Βασική εξήγηση θα ήταν ότι οι συγκεκριμένοι πολιτικοί φορείς της Αριστεράς δεν πείθουν πως υπηρετούν πράγματι τα ιδανικά που επαγγέλλονται.
Η μεγάλη πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού των αριστερών σχηματισμών αφιερώνει ασύγκριτα περισσότερο χρόνο στα οργανωτικά και στην εκκαθάριση εσωτερικών λογαριασμών, παρά στην εγκαθίδρυση σταθερών και δημιουργικών δεσμών με την κοινωνία. Αντί να είναι κοινωνιοκεντρικοί, παραμένουν εξουσιοκεντρικοί. Αντί να απευθύνονται προς την κοινωνία, της στρέφουν τα νώτα και απλώς την επικαλούνται καιροσκοπικά στις μεταξύ τους διενέξεις. Αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός της γραφειοκρατικοποίησης των αριστερών σχημάτων και μορφωμάτων, που καταλήγουν σήμερα να εμπνέουν περισσότερη καχυποψία, παρά εμπιστοσύνη. Καταγεγραμμένη φιλοδοξία όλων είναι να ηγεμονεύσουν σε κάποιο μυθικό κοινωνικό κίνημα, που φαντάζονται ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ηγεσία τους.
Ομως, η ιστορία διδάσκει ότι οι κοινωνικές ανατροπές δεν είναι ποτέ προϊόν οργανωτικών αποφάσεων ούτε ηγεσιών, όσο φωτισμένες και αν υποτεθούν αυτές. Οι κοινωνικές εξελίξεις ακολουθούν ανελέητο και ανεξέλεγκτο δικό τους ρυθμό, ενώ πρόβλημα των πολιτικών σχηματισμών παραμένει σταθερά ότι αιφνιδιάζονται πάντα από τα κοινωνικά γεγονότα και τρέχουν με υστέρηση πίσω από αυτά, προκειμένου να συμμετάσχουν στη φάση της περιστολής τους. Δεν εξαρτάται ποτέ η ιστορία από την Αριστερά, αλλά πάντοτε η Αριστερά από την ιστορία.
Στην παρούσα ιστορική στιγμή, η Αριστερά δεν σώζεται με αναδίπλωση σε κανένα προκατασκευασμένο δόγμα ούτε με την απομονωτική αυτοανακηρυγμένη «ταξική πολιτική». Αλλά δεν σώζεται επίσης ούτε με καιροσκοπικό «άνοιγμα» στον χώρο του πολιτικού δικομματισμού, ο οποίος σήμερα έχει δυσφημισθεί όσο ποτέ άλλοτε.
Φυσικά και αβίαστα, μοναδική οδός για την Αριστερά θα ήταν η ανεπιφύλακτη επάνοδός της στην κοινωνία, χωρίς βεβαίως να αφήνει ανεκμετάλλευτες τις δυνατότητες που μπορεί εκάστοτε να προκύπτουν από τις αντιφάσεις του σημερινού, έστω και καταρρέοντος, πολιτικού συστήματος. Αλλωστε, σπάνιες είναι οι ιστορικές στιγμές που το πολιτικό σύστημα ανασκευάζεται μέσω μετωπικής σύγκρουσης με «εξωτερικές» δυνάμεις. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο: υπό την αύξουσα κοινωνική πίεση, κάποιες δυνάμεις από το εσωτερικό του πολιτικού συστήματος αναλαμβάνουν μεταρρύθμιση προς διάσωσή του, που όμως μπορεί να καταλήγει ακόμη και στην κατάρρευση και ανατροπή του.
Η Αριστερά σήμερα επισημαίνει έλλειμμα κοινωνικής ευαισθησίας των αστικών πολιτικών δυνάμεων, όμως η ίδια, σε όλες τις παραλλαγές της, με την αποκλειστική προσήλωσή της στην οργανωτικιστική και εσωστρεφή κατανόηση του κοινωνικού προβλήματος, αποδεικνύεται περισσότερο αμείλικτη και άστοργη κοινωνικά απ' ό,τι οι υποτιθέμενοι αντίπαλοί της. Η επιχείρηση ένταξης των λαϊκών κινητοποιήσεων σε προκατασκευασμένα από το παρελθόν σχήματα δεν συνιστά αριστερή πολιτική, αλλά γραφειοκρατικό εγχείρημα. Πρόβλημα της Αριστεράς σήμερα δεν είναι το έλλειμμα προγράμματος, αλλά η δυσπιστία της απέναντι στη φαντασία, την ευρηματικότητα και την ανεξέλεγκτη δυναμική των κοινωνικών δυνάμεων: η υπόνοια ότι δεν ενθαρρύνει την κοινωνία να εκφρασθεί, όσο κυρίως πασχίζει να την οικειοποιηθεί. Εάν η αυτοκτονία της κατανοηθεί ως αναγνώριση του προβλήματος, αυτό θα συνιστούσε για την κοινωνία απαρχή για μια νέα ελπίδα.
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ.Δημοσιεύθυκε στην έντυπη έκδοση της Ελευθεροτυπίας στις 30 -6-2010