"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

25 Ιουλ 2010

Η δολοφονία είναι η ακραία μορφή λογοκρισίας


«Η δολοφονία είναι η ακραία μορφή λογοκρισίας», είχε πει ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο. Μέχρι σήμερα αυτή τη μορφή λογοκρισίας την ασκούσαν μόνο τα εκτός Δύσης αυταρχικά καθεστώτα, όπως ισλαμοφασιστικά ή δικτατορικά, ψευτοδημοκρατίες τύπου Πούτιν και οι ποικίλες μαφίες του τρίτου κόσμου. Στην Ελλάδα, οι ανερμάτιστοι δολοφόνοι αποφάσισαν να μιμηθούν τις πρακτικές του υπόκοσμου ή και να συνεργαστούν μαζί τους, στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης επανάστασης.
Με τη δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια, ο στόχος των φονιάδων ήταν διττός. Από τη μια να λογοκρίνουν το μόνο μέσο πληροφόρησης που δεν μπορεί πια να ελεγχθεί, λόγω της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κι αυτό δεν είναι άλλο παρά ο χώρος του ηλεκτρονικού ιστότοπου , τα αναρίθμητα δηλαδή μπλογκς, τα οποία έχουν εξελιχθεί πια στο πιο ανεξάρτητο και πιο μαζικό σε κίνηση Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης της χώρας, με τις συνεχείς καταγγελίες, αποκαλύψεις και σχολιασμούς τους. Ο νεκρός δημοσιογράφος άλλωστε ήταν ο βασικός εμπνευστής του «τροκτικού» και ως τέτοιος σηματοδοτούσε το νέο τρόπο ενημέρωσης, πληροφόρησης και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης που εγκαθιδρύεται και στον ελληνικό χώρο. Ο συγκεκριμένος στόχος τους σε αυτό το επίπεδο ήταν να φοβήσουν και να φιμώσουν τις ανεξάρτητες και ανεξέλεγκτες φωνές, οι οποίες συνθέτουν μια διαφορετική, μετανεοτερική πολιτική άποψη για την ελληνική κοινωνία, πέρα και πάνω από την άρρωστη, που το καζάνι της μεταπολίτευσης παρήγαγε. Γι αυτό βρίσκω καταδηλωτική την ακροτελεύτια ανάρτηση του «τρωκτικού»: «Καληνύχτα Ελλάδα, ο τόπος που γέννησε την Δημοκρατία κατάντησε να σκοτώνει την ελευθερία της έκφρασης».


Από την άλλη, η δεύτερη γενιά των τρομοκρατών, γνήσια παιδιά της καταναλωτικής κοινωνίας και της ρηχής και χωρίς ίχνος αναστοχασμού παιδείας μας, σκορπάει ασυλλόγιστα σφαίρες σε άοπλους ανθρώπους, με τον ίδιο τρόπο που σκοτώνει τους «άλλους» στα αγαπημένα βίντεο γκέιμς. Η πρακτική τους δεν επιζητεί καν την κοινωνική συναίνεση και οι νέοι τρομοκράτες δε θέλουν καν να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Αυτοί οι τρομοκράτες δεν κουβαλούν ούτε καν τα αποστήματα της αριστερής παράδοσης, όπως οι προηγούμενοι. Δεν έχουν σχέση με ιδεολογικές επεξεργασίες. Χύνουν αίμα μόνο για τη δράση. Μοναδικός τους στόχος είναι να δημιουργήσουν θόρυβο, ζουν μόνο για τη μέθεξη του συμβάντος.
Αυτή η νέα γενιά τρομοκρατών είναι πιο επικίνδυνη από τις προηγούμενες, αλλά ευτυχώς η διεθνής εμπειρία υπονοεί ότι θα είναι βραχύβια. Αρκεί να ανασηκώσουν τα μανίκια οι αξιωματικοί της αντιτρομοκρατικής και να σκεφτούν αντισυμβατικά.

Ελπήνωρ

17 Ιουλ 2010

Το πραγματικό πρόσωπο της κοκκινοσκουφίτσας

O Ευγένιος Τριβιζάς, μας έχει συνηθίσει στις ανατροπές των κλασικών παραμυθιών. Το 1993 με τα «Τρία Μικρά Λυκάκια»  αναποδογύρισε το γνωστό παραμύθι,  "Τα τρία γουρουνάκια" με μεγάλη επιτυχία.
Τώρα στο νέο του έργο με τίτλο, «Για μια φούχτα μπάμιες» αντιστρέφει τους ρόλους του καλού και του κακού : η εύθραυστη Κοκκινοσκουφίτσα των αδελφών Γκριμ εμφανίζεται εδώ πανίσχυρη, με γνώσεις ζίου ζίτσου και ατομικό μηχανάκι για τις μετακινήσεις της. Οι δύο φτωχοί λύκοι του ερημωμένου δάσους καλούνται με αντιμισθία «μια φούχτα μπάμιες» να γίνουν σεκιουριτάδες στη φυτεία του κυνηγού μπαμπά της. Αυτή τη φορά στην ευρηματική του παράσταση «Για μια χούφτα μπάμιες» μας αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της Κοκκινοσκουφίτσας.  Στο νέο του έργο, που προέκυψε μετά από παραγγελία της Θεατρικής Εταιρείας «Σκαραβαίοι», ο Ευγένιος Τριβιζάς ασχολείται για πρώτη φορά στη θεατρική του καριέρα με το θέμα της καταστροφής της πανίδας του δάσους από την αλόγιστη ανάπτυξη και τον «πολιτισμό» , αναμειγνύοντας έντεχνα το γνωστό παραμυθικό μοτίβο της κοκκινοσκουφίτσας με σύγχρονα στοιχεία της κοινωνικής μας πραγματικότητας.
Το έργο στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου τρόπου σκέψης στα νεαρά άτομα, την απεξάρτησή τους από τα στερεότυπα και την ευαισθητοποίησή τους στα σύγχρονα προβλήματα και τον κίνδυνο ολοκληρωτικής αλλοίωσης του πλανήτη. Με τον γνωστό  ιδιαίτερο τρόπο γραφής του ο Τριβιζάς αποφεύγει συνειδητά το διδακτικό ύφος και ξετυλίγει με την ευφορία μιας τρελής σάτιρας, που θυμίζει περισσότερο ατμόσφαιρα τσίρκου.

Το έργο παίχτηκε το χειμώνα στο θέατρο Πειραιώς 131, ενώ  θα παρουσιαστεί στις 20 Ιουλίου στο Θέατρο Άλσους Δημήτριου Κιντή, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Ηλιούπολης και στη συνέχεια θα περιοδεύσει στην υπόλοιπη Ελλάδα.
H παράσταση τελεί υπό την αιγίδα της «WWF», της «Καλλιστώ», πραγματοποιείται με την στενή συνεργασία της «Αρκτούρος» και είναι δοκιμασμένη με επιτυχία σε παιδιά από 2 ½ ετών έως και μεγάλους εφήβους.
Ελπήνωρ

14 Ιουλ 2010

Η ντροπή της Σρεμπρένιτσα

Ο Αχιλλέας Πεκλάρης θυμάται ένα παλιό, βαλκανικό western και το πόσο εύκολα πήραμε θέση…


Πέρασαν κιόλας δεκαπέντε χρόνια από τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα. Μαύρη επέτειος. Κι όμως, θυμάμαι πολύ καθαρά, λες και ήταν χθες, εκείνη την εποχή, εκείνες τις μέρες και τα χρόνια που ακολούθησαν. Όλη η Ελλάδα ήταν ανάστατη, σε πολεμικό συναγερμό. Είμασταν έτοιμοι να πάρουμε τα όπλα και να ανηφορήσουμε βόρεια. Ελλάς – Σερβία – Συμμαχία! Όχι στους βομβαρδισμούς. Δεν μπορούσαμε να ανεχθούμε την αδικία. Βράζαμε, ουρλιάζαμε, χτυπιόμασταν. Στα τηλεοπτικά παράθυρα ήταν οι ίδιες φάτσες (...) και ωρύοντο πιο δυνατά απ’ όλους, για να δώσουν το ρυθμό. Μπροστάρης η Εκκλησία του συγχωρεμένου του Χριστόδουλου. Και από πίσω, όλος ο υπόλοιπος εθνικοπατριωτικός διακομματικός συρφετός, που πάντοτε αυτο-επιστρατεύεται ενστικτωδώς σε τέτοιες περιπτώσεις. Η μικρά πλην έντιμος Ελλάς ήταν και πάλι κατά των ισχυρών. Γερά, με τσαμπουκά. Τα άτακτα παιδιά (του καναπέ) της Ευρώπης.
Τα πράγματα, ευτυχώς, ήταν πάρα πολύ ξεκάθαρα. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει και σε ΟΛΕΣ τις περιπτώσεις που ο Ελληνικός λαός καλείται να πάρει θέση απέναντι σε ένα διεθνές θέμα. Έτσι, και τούτη τη φορά είχαμε μπροστά μας ένα πολύ ωραίο, βολικό και εύκολο δίλημμα να απαντήσουμε:
-Από τη μιά μεριά, ήταν οι Σέρβοι του Μιλόσεβιτς και του Κάρατζιτς, τα κυνηγημένα «αδέλφια μας», με το Μεγαλόσταυρο μόστρα στο καπέλο τους. Χριστιανοί Ορθόδοξοι μέχρι το κόκκαλο. Μικροί, αδύναμοι, φτωχοί, βαλκάνιοι και καταφρονεμένοι. Εχθροί των ακατονόμαστων εχθρών μας. Αντίσταση στο «ισλαμικό τόξο». Να ανάβουν κεριά στις εκκλησίες τους, να καίνε λιβάνια, να σταυροκοπιούνται.
-Κι από την άλλη; Οι κακοί, σιδηρόφρακτοι Αμερικάνοι του Μπιλ Κλίντον και της Μαντλίν Όλμπραϊτ. Μαζί τους, οι γνωστοί φονιάδες του ΝΑΤΟ. Πάνοπλοι και πάμπλουτοι. Ισχυροί και αδίστακτοι. Κατά της Ορθοδοξίας μας, του Χριστούλη και της Παναγίτσας. Υπέρ των επίσης «κακών» μουσουλμάνων. Δυτικοί, ακαταλαβίστικοι, ξένοι, αδησώπητοι. Κρύοι άνθρωποι της Εσπερίας. Εξ ορισμού φονιάδες των λαών.
(...ΕΣΥ ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ; Με μας ή με τους άλλους;)
Η απάντηση, όπως πάντα, ήταν πανεύκολη. Θα είμαστε υπέρ των «καλών και αδύναμων». Θα είμαστε κατά των «κακών και παντοδύναμων». Θα μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς; Ούτως ή άλλως, όπως λέει και ο Νίκος ο Ζαχαριάδης, ψοφάμε για διλήμματα τύπου western. Που δεν χρειάζονται ιδιαίτερη σκέψη, ανάλυση, προβληματισμό. Διλήμματα τύπου «άσπρο» vs «μαύρο». «Καουμπόηδες» εναντίον «ινδιάνων». Όλοι ξέρουμε τί πρέπει να κάνουμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Πάμε με τον αδύναμο, ακόμα κι αν σφάζει. Πάμε με τον ομόδοξο, ακόμα κι αν δολοφονεί. Το σίγουρο είναι ότι εξ ορισμού ΔΕΝ πάμε με τον πιο δυνατό. Ακόμα κι αν έχει δίκιο – ή έστω, ψήγματα δίκιου.
Άλλωστε, η απάντηση σε τέτοιου είδους διλήμματα των Ελλήνων δεν έχει να κάνει (ποτέ δεν είχε...) ούτε με τη λογική, ούτε με το ποιός έχει δίκιο. Έχει αποκλειστικά να κάνει με το βαθύ συναίσθημα και το προσωπικό γούστο του μέσου Έλληνος πατριώτου. Τί τον κάνει να πορώνεται περισσότερο. Τί ταιριάζει με τη δική του κοσμο-θεωρία της συνομωσίας. Τί του λέει η καρδιά του. Όπως όταν βλέπεις μια ταινία. Η λογική δεν έχει καμία θέση εδώ, άλλωστε τα πτώματα δεν είναι αληθινά, το αίμα είναι κέτσαπ. Οπότε, δεν έχεις και τύψεις. Ταινία είναι, βρε χαζό...
'ΟΜΩΣ, φευ, κάπου ανάμεσα σ’ αυτό το υπέροχο, απλοϊκό, πατριωτικό δίλημμα υπήρχαν και κάποιες χιλιάδες σφαγμένοι στη Σρεμπρένιτσα. Και το χειρότερο; Κανονικά σφαγμένοι, όχι με κέτσαπ. Oκτώ χιλιάδες άνθρωποι. Οκτώ χιλιάδες ψυχές. Οκτώ χιλιάδες πτώματα. Η μεγαλύτερη σφαγή – γενοκτονία που έγινε στην Ευρώπη, μετά τον Β.Π.Π.. Η πλειοψηφία των σφαγμένων ήταν αγόρια κάτω από 15 χρόνων και άνδρες πάνω από 65 χρόνων. Άμαχοι. Οι Σέρβοι «αδελφοί μας» τους παραχώσανε σε ομαδικούς τάφους. Ήταν μουσουλμάνοι. Άρα, εξ ορισμού «κακοί» (στο συγκεκριμένο δίλημμα).
Για άλλη μια φορά, αντιδράσαμε σαν ανώριμοι έφηβοι. Άρνηση. «Δεν υπάρχει σφαγή, είναι όλα προπαγάνδα των κακών Αμερικάνων». Κι όταν βρέθηκαν τα πτώματα; Όταν μετρήθηκαν τα σφαγμένα κορμιά στους λάκκους; Τότε, σιγή. Απόλυτη σιγή. Σαν την απόλυτη ντροπή. Αλλαγή συζήτησης. Βλέμματα στο κενό, πότε στον ουρανό, πότε στο πάτωμα. Πότε παραδεχθήκαμε το λάθος μας, για να το παραδεχτούμε στην περίπτωση της Σρεμπρένιτσα;
Μη μου τους (φαύλους) κύκλους τάρατε...
Συγνώμη, αλλά αηδίασα. Δεν γράφω άλλο.

Του Αχιλλέα Πεκλάρη, αναρτήθηκε στο www.athensvoice.gr, στις 12/7/2010

11 Ιουλ 2010

Τα ερωτήματα της κρίσης

Σε κάθε περίοδο κρίσης πληθαίνουν οι ερωτήσεις για το μέλλον: «πού πάμε;», «θα τα βγάλουμε πέρα;», «υπάρχει φως στον ορίζοντα;» «θα πιάσουν τόπο οι θυσίες των πολιτών;», «το “η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει” ισχύει, ή ήταν κι αυτό ένας από τους μύθους της μεταπολίτευσης;» κ. ά. Αντιθέτως σε περιόδους ευημερίας (πραγματικής ή πλασματικής) το ερωτηματολόγιο περιορίζεται στο «πού θα πάμε το βράδυ;».
Στα παραπάνω ερωτήματα δεν υπάρχει σαφής απάντηση, αλλά ένα από τα καλά της κρίσης είναι ότι μας αναγκάζει να στοχαστούμε όχι μόνο για το «πού πάει η χώρα;», αλλά κυρίως για το «πού θέλουμε να πάει η χώρα». Για την Αριστερά κι ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ η απάντηση είναι εύκολη: «στο παρελθόν» · τότε που είχαμε μεγάλο δημόσιο τομέα, δηλαδή τότε που κάναμε δέκα χρόνια να βάλουμε τηλέφωνο κι έπρεπε να έχουμε μπάρμπα βουλευτή για να εγκριθεί το στεγαστικό δάνειο πριν πεθάνουμε.
Είναι όμως η Ελλάδα του παρελθόντος που θέλουμε, ή απλώς έχουμε σκιαχτεί τόσο πολύ από το παρόν που φτιάχνουμε ένα ρόδινο χθες για να κρατηθούμε; Διότι ακόμη και πριν από την κρίση δεν είχαμε πολλά πράγματα τα οποία δεν γκρινιάζαμε. Ο δημόσιος τομέας ήταν διεφθαρμένος κι αναποτελεσματικός, η ζωή στις πόλεις αφόρητη, η ακρίβεια μεγάλη κ.λ.π. Σύμφωνοι! Αλλάζει το ασφαλιστικό. Αλλά μεταξύ μας: όλοι δεν ψιθυρίζαμε ότι το σύστημα δεν βγαίνει και χαριτολογούσαμε με εκείνους τους συναδέλφους που «πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη»;
Η ύφεση θα είναι ένα πλήγμα, αλλά αν έχουν δίκιο οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, η οικονομία θα υποχωρήσει στα επίπεδα που ήταν το 2007, για να βρεθεί και πάλι σε θετικό έδαφος. Οσο δε για το σταθεροποιητικό πρόγραμμα, συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια: Περάσαμε ένα το 1985-1987, ένα το 1990-1993, ένα το 1994-2000 και θα περάσουμε ένα ακόμη το 2010-2013. Τα νούμερα -για τα οποία ανησυχούν οι πιστωτές μας και κοιτούν οι επιτηρητές μας- θα διορθωθούν. Το ερώτημα είναι άλλο: εμείς θα αφήσουμε αυτήν την κρίση να πάει χαμένη; Ή μήπως πρέπει να σκεφτούμε τι δεν κάναμε καλά ώστε μετά από κάθε σταθεροποιητικό πρόγραμμα να χρειαζόμαστε το επόμενο;
Το ερώτημα λοιπόν τώρα δεν είναι αν «θα τα βγάλουμε πέρα», αλλά οι όροι εξόδου από την κρίση. Μπορούμε να «τα βγάλουμε πέρα», όπως τα βγάζαμε στο παρελθόν, χωρίς δηλαδή να αλλάζουμε τις δομικές παθογένειες που μάς έφεραν ώς εδώ, με αποτέλεσμα να χρειαζόμαστε κάθε λίγο και λιγάκι νέα προγράμματα. Ή μπορούμε να σκεφτούμε τους τρόπους για να μην επανέλθουμε ποτέ στη σημερινή δυσχερή θέση. Κυρίως πρέπει να σκεφτούμε πώς αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα. Περιμένουμε απλώς να διογκώνονται μέχρι να σκάσουν (όπως κάναμε με την οικονομία, το κράτος, το ασφαλιστικό και τόσα άλλα), ή διορθώνουμε την πορεία μας όταν τα προβλήματα δεν βρίσκονται σε όξυνση, τότε δηλαδή που η θεραπεία είναι λιγότερο επώδυνη;
Η κρίση είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία. Οχι μόνο για να φτιάξουμε τα δημοσιονομικά, ώστε να μην είμαστε εκτεθειμένοι στους ανέμους της αγοράς. Αλλά, κυρίως, για να αλλάξουμε και όλα εκείνα που μας πλήγωναν και πριν από την κρίση. Να αποκεντρώσουμε το κράτος για να γίνει πιο λειτουργικό, να αποκρατικοποιήσουμε τον κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα για να γίνει παραγωγικός, να φτιάξουμε τις πόλεις για να είναι ανθρώπινες. Και αυτό είναι ένα στοίχημα που ακόμη έχουμε μπροστά μας...
Του Πάσχου Μανδραβέλη, από την Καθημερινή, 11-07-10.

1 Ιουλ 2010

Οταν η Αριστερά αυτοκτονεί


Ενώ ο καπιταλισμός βυθίζεται σε βαθιά διαρθρωτική κρίση, η Αριστερά στην εποχή μας αυτοκτονεί, τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρώπη. Η παράδοξη εμπειρία του 1930 επαναλαμβάνεται: ο φιλελεύθερος και ασύδοτος καπιταλισμός καταβαραθρώθηκε τότε, όπως και σήμερα, όμως η υπέρβασή του δεν προήλθε από την Αριστερά, αλλά από δυνάμεις που η Αριστερά εσπίλωνε ως «μη-ταξικές», «μικροαστικές», «ουτοπικές».
Ο Βρετανός οικονομολόγος Κέινς (1883-1947) και ο Αμερικανός πρόεδρος Ρούζβελτ (1882-1945) υλοποίησαν αυτό που οι ακεραιόφρονες της Αριστεράς κατήγγειλαν ως «απατηλή ουτοπία»: ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, με ανακατανομή εισοδήματος, άμβλυνση ανισοτήτων, σχετική κοινωνική δικαιοσύνη, το «Νιου Ντιλ» (1935), που, λόγω της επιτυχίας του, γενικεύθηκε μεταπολεμικά στην Ευρώπη. Ο,τι είχε θεωρηθεί «ουτοπία» έλαβε σάρκα και οστά. Από το 1930, οι ακεραιόφρονες της συντηρητικής πλευράς, όπως και της προοδευτικής, διαβεβαίωναν ότι οι δημόσιες δαπάνες κατέστελναν τις ιδιωτικές, ότι η επέκταση του κράτους συρρίκνωνε την οικονομία και την κοινωνία. Ομως, ο έμπρακτος απολογισμός τού μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους αποδείχθηκε συντριπτικός: ποτέ άλλοτε στην ιστορία ο καπιταλισμός δεν πραγματοποίησε τόσο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, συσσώρευσης κεφαλαίου και κερδών, και ποτέ άλλοτε δεν έφθασε τόσο κοντά στη συρρίκνωση της ανεργίας και πλήρη απασχόληση. Οι κοινωνικές κατακτήσεις κατοχυρώθηκαν από τον μεταπολεμικό καπιταλισμό με το αζημίωτο.
Στην προχιτλερική Γερμανία του 1930, όπως επισημαίνει ο Σουμπέτερ (1883-1950), μόνον τα εργατικά συνδικάτα διεκδικούσαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ενώ η δογματική Αριστερά μετά βδελυγμίας απέρριπτε κάθε δυνατότητα συμβιβασμού μεταξύ των δύο πόλων της κοινωνίας. Φανταζόταν ότι έτσι θα αποκόμιζε οφέλη από την αύξουσα κοινωνική ανυποληψία του πολιτικού συστήματος. Ομως, με τον αυτοαποκλεισμό της από τις αναζητήσεις διεξόδου από την κρίση, στην ουσία θεωρήθηκε η ίδια παράγων συντήρησης του ανυπόληπτου πολιτικού συστήματος.
Ενώ η γερμανική κοινωνία σπαρασσόταν από κοινωνικά κινήματα, η ακεραιόφρων Αριστερά έθεσε εαυτήν εκτός πολιτικής, στιγματίζοντας όσους μετείχαν αυτής, εκτιμώντας ότι η επερχόμενη κατάρρευση θα απέβαινε σε όφελός της. Το στοίχημα χάθηκε: η ολιγωρία της Αριστεράς κατανοήθηκε από την κοινωνία ως έμμεση κάλυψη του καταρρέοντος συστήματος και η ίδια ως ιδιότυπο, αλλά αναπόσπαστο ανάχωμα αυτού. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης σαρώθηκε, όχι από το κεφάλαιο, αλλά με τη λαϊκή ετυμηγορία των θυμάτων του αποπληθωρισμού και της εκρηκτικής ανεργίας, που επέβαλαν οι τράπεζες, με συγκατάνευση της Αριστεράς. Η τελευταία ύψωσε σημαία της τον αποπληθωρισμό, συνέπλευσε με τους τραπεζίτες, με πρόσχημα την προστασία του εργατικού εισοδήματος από τον πληθωρισμό, υπό την παραπλανητική ρητορεία περί «ταξικής συσπείρωσης».
Στην εποχή μας, το παράδοξο επαναλαμβάνεται: τα ιδανικά της Αριστεράς συναντούν ασύγκριτα ευρύτερη κοινωνική απήχηση απ' ό,τι οι πολιτικοί σχηματισμοί της. Η γοητεία των ιδεών της αντισταθμίζεται με τη δυσπιστία και την καχυποψία, στην οποία προσκρούουν οι πολιτικοί σχηματισμοί της. Βασική εξήγηση θα ήταν ότι οι συγκεκριμένοι πολιτικοί φορείς της Αριστεράς δεν πείθουν πως υπηρετούν πράγματι τα ιδανικά που επαγγέλλονται.
Η μεγάλη πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού των αριστερών σχηματισμών αφιερώνει ασύγκριτα περισσότερο χρόνο στα οργανωτικά και στην εκκαθάριση εσωτερικών λογαριασμών, παρά στην εγκαθίδρυση σταθερών και δημιουργικών δεσμών με την κοινωνία. Αντί να είναι κοινωνιοκεντρικοί, παραμένουν εξουσιοκεντρικοί. Αντί να απευθύνονται προς την κοινωνία, της στρέφουν τα νώτα και απλώς την επικαλούνται καιροσκοπικά στις μεταξύ τους διενέξεις. Αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός της γραφειοκρατικοποίησης των αριστερών σχημάτων και μορφωμάτων, που καταλήγουν σήμερα να εμπνέουν περισσότερη καχυποψία, παρά εμπιστοσύνη. Καταγεγραμμένη φιλοδοξία όλων είναι να ηγεμονεύσουν σε κάποιο μυθικό κοινωνικό κίνημα, που φαντάζονται ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ηγεσία τους.
Ομως, η ιστορία διδάσκει ότι οι κοινωνικές ανατροπές δεν είναι ποτέ προϊόν οργανωτικών αποφάσεων ούτε ηγεσιών, όσο φωτισμένες και αν υποτεθούν αυτές. Οι κοινωνικές εξελίξεις ακολουθούν ανελέητο και ανεξέλεγκτο δικό τους ρυθμό, ενώ πρόβλημα των πολιτικών σχηματισμών παραμένει σταθερά ότι αιφνιδιάζονται πάντα από τα κοινωνικά γεγονότα και τρέχουν με υστέρηση πίσω από αυτά, προκειμένου να συμμετάσχουν στη φάση της περιστολής τους. Δεν εξαρτάται ποτέ η ιστορία από την Αριστερά, αλλά πάντοτε η Αριστερά από την ιστορία.
Στην παρούσα ιστορική στιγμή, η Αριστερά δεν σώζεται με αναδίπλωση σε κανένα προκατασκευασμένο δόγμα ούτε με την απομονωτική αυτοανακηρυγμένη «ταξική πολιτική». Αλλά δεν σώζεται επίσης ούτε με καιροσκοπικό «άνοιγμα» στον χώρο του πολιτικού δικομματισμού, ο οποίος σήμερα έχει δυσφημισθεί όσο ποτέ άλλοτε.
Φυσικά και αβίαστα, μοναδική οδός για την Αριστερά θα ήταν η ανεπιφύλακτη επάνοδός της στην κοινωνία, χωρίς βεβαίως να αφήνει ανεκμετάλλευτες τις δυνατότητες που μπορεί εκάστοτε να προκύπτουν από τις αντιφάσεις του σημερινού, έστω και καταρρέοντος, πολιτικού συστήματος. Αλλωστε, σπάνιες είναι οι ιστορικές στιγμές που το πολιτικό σύστημα ανασκευάζεται μέσω μετωπικής σύγκρουσης με «εξωτερικές» δυνάμεις. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο: υπό την αύξουσα κοινωνική πίεση, κάποιες δυνάμεις από το εσωτερικό του πολιτικού συστήματος αναλαμβάνουν μεταρρύθμιση προς διάσωσή του, που όμως μπορεί να καταλήγει ακόμη και στην κατάρρευση και ανατροπή του.
Η Αριστερά σήμερα επισημαίνει έλλειμμα κοινωνικής ευαισθησίας των αστικών πολιτικών δυνάμεων, όμως η ίδια, σε όλες τις παραλλαγές της, με την αποκλειστική προσήλωσή της στην οργανωτικιστική και εσωστρεφή κατανόηση του κοινωνικού προβλήματος, αποδεικνύεται περισσότερο αμείλικτη και άστοργη κοινωνικά απ' ό,τι οι υποτιθέμενοι αντίπαλοί της. Η επιχείρηση ένταξης των λαϊκών κινητοποιήσεων σε προκατασκευασμένα από το παρελθόν σχήματα δεν συνιστά αριστερή πολιτική, αλλά γραφειοκρατικό εγχείρημα. Πρόβλημα της Αριστεράς σήμερα δεν είναι το έλλειμμα προγράμματος, αλλά η δυσπιστία της απέναντι στη φαντασία, την ευρηματικότητα και την ανεξέλεγκτη δυναμική των κοινωνικών δυνάμεων: η υπόνοια ότι δεν ενθαρρύνει την κοινωνία να εκφρασθεί, όσο κυρίως πασχίζει να την οικειοποιηθεί. Εάν η αυτοκτονία της κατανοηθεί ως αναγνώριση του προβλήματος, αυτό θα συνιστούσε για την κοινωνία απαρχή για μια νέα ελπίδα.

Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ.Δημοσιεύθυκε στην έντυπη έκδοση της Ελευθεροτυπίας στις 30 -6-2010