Του Χριστόφορου Σαρδελή, αναδημοσίευση από τη μεταρρύθμιση
Σε μια οικονομία που έχει υποστεί μια σωρευτική απώλεια του εθνικού προϊόντος κατά 25% και με την ανεργία να προσεγγίζει το 30%, θα ήταν περίεργο να μην θεωρείται η ανάπτυξη ως η πρώτη προτεραιότητα. Το ερώτημα όμως είναι τι εννοεί ο καθένας με τον όρο «ανάπτυξη» και τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε ως οργανωμένη κοινωνία για να διασφαλίσουμε μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία. Προφανώς πρέπει να διαλέξουμε δρόμο διαφορετικό απ’ αυτόν που, έπειτα από πολλά χρόνια «ανάπτυξης», οδήγησε στη σημερινή τραγωδία.
Με τον εθισμό στην επί δεκαετίες τόνωση της εγχώριας ζήτησης, το πολιτικό αίτημα για άμεση μεταφορά πόρων από τα κοινοτικά ταμεία για τα έργα του ΕΣΠΑ, όπως και η ενίσχυση της ρευστότητας είναι εύλογο, αλλά και πολιτικά ανώδυνο . Η σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, με το πραγματικό ΑΕΠ να υπολείπεται κατά 14,4% του δυνητικού σύμφωνα με τη Eurostat, πληροί όλα τα βασικά κριτήρια για μια κλασική Κεϊνσιανή παρέμβαση. Ένα τέτοιο αίτημα μπορούν να προσυπογράψουν οι οικονομολόγοι των περισσοτέρων σχολών σκέψης και, φυσικά, όλες οι πολιτικές παρατάξεις. Όμως, παρεμβάσεις αυτού του είδους ανήκουν στην κατηγορία της σταθεροποιητικής πολιτικής, όχι της αναπτυξιακής. Η ατζέντα της ανάπτυξης φέρνει στο προσκήνιο άλλους δρόμους σκέψης, σχεδόν ξένους με τις πολιτικές παραδόσεις που επικράτησαν τα τελευταία χρόνια.
Ας πάρουμε για παράδειγμα μια κεντρική έννοια, αυτή της «δημιουργικής καταστροφής» του Schumpeter, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη σχετίζεται με τους ρυθμούς με τους οποίους οι παραγωγικοί πόροι μεταφέρονται από παρωχημένους σε καινοτόμους κλάδους ή μονάδες και από θέσεις χαμηλής παραγωγικότητας σε υψηλής. Ακούγεται καλό, αλλά, όπως έλεγε ο Μακιαβέλλι, σε κάθε αλλαγή οι θιγόμενοι έχουν ονοματεπώνυμο ενώ οι δυνητικά ωφελούμενοι είναι ανώνυμοι. Εδώ αναδύονται, επομένως, πολιτικά διλήμματα και οι ιδεολογικοπολιτικές παραδόσεις κάθε χώρας παίζουν σημαντικό ρόλο ως το ποιος δρόμος θα ακολουθηθεί. Η πολιτική της ανάπτυξης δεν είναι πολιτικά ουδέτερη. Δίνονται μάχες εμπροσθοφυλακής και μάχες οπισθοφυλακής.
Υπάρχουν χώρες που μέσα από ένα καλό κοινωνικό σχεδιασμό ξεπέρασαν αυτά τα διλήμματα. Το χαρακτηριστικότερο ιστορικό παράδειγμα είναι οι Σκανδιναβικές, όπου βασική μέριμνα της αναπτυξιακής πολιτικής ήταν το πώς θα επιταχυνθεί η διαδικασία της «δημιουργικής καταστροφής». Δεν πρόκειται δηλαδή για χώρες που υπηρετούσαν υποτακτικά τις ανάγκες του κεφαλαίου, αδιαφορώντας για τα θύματα των αλλαγών, ή με αδύναμο συνδικαλισμό.
Τουναντίον μάλιστα, αναγνωρίζοντας ότι η κατάργηση υπαρκτών θέσεων εργασίας επιφέρει οικονομικό και ψυχολογικό βάρος στον εργαζόμενο, με την ενεργό συνδρομή του εργατικού κινήματος αναπτύχθηκαν πολιτικές που το άμβλυναν. Προγράμματα διασφάλισης βιοτικού επιπέδου σε περίπτωση ανεργίας, προγράμματα επιμόρφωσης, ενεργός στεγαστική πολιτική, επιδοτήσεις μετακόμισης, περιφερειακή πολιτική κλπ, ενθάρρυναν με επιτυχία την αναζήτηση πιο παραγωγικών και πιο καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας, επιταχύνοντας το μαρασμό παρωχημένων παραγωγικών δομών. Μέρος του νέου πλούτου που παραγόταν μέσω αυτής της διαδικασίας χρηματοδοτούσε αυτές τις πολιτικές, όπως και όλες τις άλλες κατακτήσεις που σήμερα θέλουμε να μιμηθούμε. Αυτό ήταν άλλωστε και το μυστικό της επιτυχίας του σοσιαλδημοκρατικού υποδείγματος. Διαρκής μετεξέλιξη της παραγωγικής βάσης, χωρίς φοβικά σύνδρομα και με συναίνεση των κοινωνικών εταίρων. Η κοινωνική πολιτική αποτελούσε εργαλείο ανάπτυξης και το συνδικαλιστικό κίνημα από αμυντικός μηχανισμός είχε αναβαθμιστεί σε συνδιαμορφωτή των κοινωνικών εξελίξεων.
Το μεγάλο ερώτημα επομένως είναι κατά πόσο το ελληνικό εργατικό κίνημα, με τις ποικιλόμορφες ιστορικές και ιδεολογικές του καταβολές, είναι ώριμο και ικανό να υπηρετήσει τέτοιες «συστημικού» τύπου αναπτυξιακές στρατηγικές. Όταν καινούργιος πλούτος δεν παράγεται, οι όποιες διεκδικήσεις εξ ορισμού έχουν το χαρακτήρα παιγνίου μηδενικού, αν όχι αρνητικού, αθροίσματος. Και όταν όλες οι ομάδες πιέζουν για κάτι που δεν υπάρχει, η «αναδιανομή» δημιουργεί βαθύτερες ανισορροπίες, οι οποίες, όταν εκδηλωθούν, έχουν το χαρακτήρα μιας μη δημιουργικής καταστροφής, σαν αυτή που βιώνουμε σήμερα.
Το βασικό ερώτημα επομένως είναι αν ο πολιτικός πολιτισμός που διαμορφώθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης είναι ικανός να υπηρετήσει αναπτυξιακές στρατηγικές. Η προφανής απάντηση είναι μάλλον όχι, επειδή κάτι τέτοιο απαιτεί να θυσιαστούν παγιωμένα προνόμια, προσοδοφόρες ιδεοληψίες και πελατειακές σχέσεις. Πρέπει επομένως να πάμε ένα βήμα πιο πίσω και, αντί να ζητάμε το προϊόν της ανάπτυξης, να κατανοήσουμε τις προϋποθέσεις παραγωγής του.
Με τον εθισμό στην επί δεκαετίες τόνωση της εγχώριας ζήτησης, το πολιτικό αίτημα για άμεση μεταφορά πόρων από τα κοινοτικά ταμεία για τα έργα του ΕΣΠΑ, όπως και η ενίσχυση της ρευστότητας είναι εύλογο, αλλά και πολιτικά ανώδυνο . Η σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, με το πραγματικό ΑΕΠ να υπολείπεται κατά 14,4% του δυνητικού σύμφωνα με τη Eurostat, πληροί όλα τα βασικά κριτήρια για μια κλασική Κεϊνσιανή παρέμβαση. Ένα τέτοιο αίτημα μπορούν να προσυπογράψουν οι οικονομολόγοι των περισσοτέρων σχολών σκέψης και, φυσικά, όλες οι πολιτικές παρατάξεις. Όμως, παρεμβάσεις αυτού του είδους ανήκουν στην κατηγορία της σταθεροποιητικής πολιτικής, όχι της αναπτυξιακής. Η ατζέντα της ανάπτυξης φέρνει στο προσκήνιο άλλους δρόμους σκέψης, σχεδόν ξένους με τις πολιτικές παραδόσεις που επικράτησαν τα τελευταία χρόνια.
Ας πάρουμε για παράδειγμα μια κεντρική έννοια, αυτή της «δημιουργικής καταστροφής» του Schumpeter, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη σχετίζεται με τους ρυθμούς με τους οποίους οι παραγωγικοί πόροι μεταφέρονται από παρωχημένους σε καινοτόμους κλάδους ή μονάδες και από θέσεις χαμηλής παραγωγικότητας σε υψηλής. Ακούγεται καλό, αλλά, όπως έλεγε ο Μακιαβέλλι, σε κάθε αλλαγή οι θιγόμενοι έχουν ονοματεπώνυμο ενώ οι δυνητικά ωφελούμενοι είναι ανώνυμοι. Εδώ αναδύονται, επομένως, πολιτικά διλήμματα και οι ιδεολογικοπολιτικές παραδόσεις κάθε χώρας παίζουν σημαντικό ρόλο ως το ποιος δρόμος θα ακολουθηθεί. Η πολιτική της ανάπτυξης δεν είναι πολιτικά ουδέτερη. Δίνονται μάχες εμπροσθοφυλακής και μάχες οπισθοφυλακής.
Υπάρχουν χώρες που μέσα από ένα καλό κοινωνικό σχεδιασμό ξεπέρασαν αυτά τα διλήμματα. Το χαρακτηριστικότερο ιστορικό παράδειγμα είναι οι Σκανδιναβικές, όπου βασική μέριμνα της αναπτυξιακής πολιτικής ήταν το πώς θα επιταχυνθεί η διαδικασία της «δημιουργικής καταστροφής». Δεν πρόκειται δηλαδή για χώρες που υπηρετούσαν υποτακτικά τις ανάγκες του κεφαλαίου, αδιαφορώντας για τα θύματα των αλλαγών, ή με αδύναμο συνδικαλισμό.
Τουναντίον μάλιστα, αναγνωρίζοντας ότι η κατάργηση υπαρκτών θέσεων εργασίας επιφέρει οικονομικό και ψυχολογικό βάρος στον εργαζόμενο, με την ενεργό συνδρομή του εργατικού κινήματος αναπτύχθηκαν πολιτικές που το άμβλυναν. Προγράμματα διασφάλισης βιοτικού επιπέδου σε περίπτωση ανεργίας, προγράμματα επιμόρφωσης, ενεργός στεγαστική πολιτική, επιδοτήσεις μετακόμισης, περιφερειακή πολιτική κλπ, ενθάρρυναν με επιτυχία την αναζήτηση πιο παραγωγικών και πιο καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας, επιταχύνοντας το μαρασμό παρωχημένων παραγωγικών δομών. Μέρος του νέου πλούτου που παραγόταν μέσω αυτής της διαδικασίας χρηματοδοτούσε αυτές τις πολιτικές, όπως και όλες τις άλλες κατακτήσεις που σήμερα θέλουμε να μιμηθούμε. Αυτό ήταν άλλωστε και το μυστικό της επιτυχίας του σοσιαλδημοκρατικού υποδείγματος. Διαρκής μετεξέλιξη της παραγωγικής βάσης, χωρίς φοβικά σύνδρομα και με συναίνεση των κοινωνικών εταίρων. Η κοινωνική πολιτική αποτελούσε εργαλείο ανάπτυξης και το συνδικαλιστικό κίνημα από αμυντικός μηχανισμός είχε αναβαθμιστεί σε συνδιαμορφωτή των κοινωνικών εξελίξεων.
Το μεγάλο ερώτημα επομένως είναι κατά πόσο το ελληνικό εργατικό κίνημα, με τις ποικιλόμορφες ιστορικές και ιδεολογικές του καταβολές, είναι ώριμο και ικανό να υπηρετήσει τέτοιες «συστημικού» τύπου αναπτυξιακές στρατηγικές. Όταν καινούργιος πλούτος δεν παράγεται, οι όποιες διεκδικήσεις εξ ορισμού έχουν το χαρακτήρα παιγνίου μηδενικού, αν όχι αρνητικού, αθροίσματος. Και όταν όλες οι ομάδες πιέζουν για κάτι που δεν υπάρχει, η «αναδιανομή» δημιουργεί βαθύτερες ανισορροπίες, οι οποίες, όταν εκδηλωθούν, έχουν το χαρακτήρα μιας μη δημιουργικής καταστροφής, σαν αυτή που βιώνουμε σήμερα.
Το βασικό ερώτημα επομένως είναι αν ο πολιτικός πολιτισμός που διαμορφώθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης είναι ικανός να υπηρετήσει αναπτυξιακές στρατηγικές. Η προφανής απάντηση είναι μάλλον όχι, επειδή κάτι τέτοιο απαιτεί να θυσιαστούν παγιωμένα προνόμια, προσοδοφόρες ιδεοληψίες και πελατειακές σχέσεις. Πρέπει επομένως να πάμε ένα βήμα πιο πίσω και, αντί να ζητάμε το προϊόν της ανάπτυξης, να κατανοήσουμε τις προϋποθέσεις παραγωγής του.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του «Κοινωνικού Συνδέσμου»