Του Θανάση Γκότοβου, από aixmi.gr
Ότι το σχέδιο «Αθηνά» δεν θα ανάβλυζε τόση σοφία, όση υποβάλλει η Θεά που του δάνεισε το όνομα, ήταν αναμενόμενο. Ότι, όμως, η Θεά θα συνέδεε το όνομά της με προχειρότητα και ατολμία, μόνο οι ορκισμένοι αντίπαλοι του Υπουργείου Παιδείας είχαν προβλέψει. Και μάλλον δεν έπεσαν έξω αυτή τη φορά.
Οι άνθρωποι στην τρικομματική κυβέρνηση έχουν πάρει (ερήμην των γεγονότων) τέτοια φόρα, που πλέον οι κινήσεις τους στα εκπαιδευτικά έχουν γίνει άκομψες. Και τόσο άγαρμπες, που επισκιάζουν και τις θετικές πτυχές του σχεδίου, όπως λ.χ. τις συγχωνεύσεις ορισμένων Τμημάτων με συγγενή ή παρεμφερή γνωστικά αντικείμενα και την υπαγωγή άλλων με πολύ μικρούς αριθμούς διδασκόντων και φοιτητών πιο βιώσιμα.
Η σπορά Ιδρυμάτων και Τμημάτων, κυρίως ΤΕΙ αλλά και ΑΕΙ – να φανταστείτε ότι έχουμε δεκαεννέα Παιδαγωγικά Τμήματα στην Ελλάδα που καλύπτουν τις ανάγκες για νηπιαγωγούς και δασκάλους μιας χώρας που ψάχνει για παιδιά - δεν ήταν αποτέλεσμα ορθολογικού σχεδιασμού, αλλά αποτέλεσμα της επενέργειας άλλων δυνάμεων.
Ορισμένοι, όχι και τόσο δεινοί περί τα εκπαιδευτικά, δείχνουν με το δάκτυλο τις τοπικές κοινωνίες που μέσω των πολιτευτών τους πίεζαν στο παρελθόν τις κυβερνήσεις για ένα Ίδρυμα ή Τμήμα στην πόλη τους. Για τις τοπικές κοινωνίες και τις οικονομίες τους, προφανώς, οι νέες εκπαιδευτικές δομές ήταν ευπρόσδεκτες, αλλά δεν είναι αυτές που τις προκάλεσαν.
Πάρτε ως παράδειγμα τη διασπορά των προαναφερθέντων Τμημάτων σε όλη την επικράτεια, η οποία δεν οφείλεται στις τοπικές κοινωνίες, αλλά κυρίως στην πίεση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας (στελέχη της οποίας αποτελούν διαχρονικά και διακομματικά τη ραχοκοκαλιά της κεντρικής διοίκησης του υπουργείου Παιδείας μέχρι σήμερα) όχι μόνον να αναβαθμιστούν σε Πανεπιστημιακά Τμήματα οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες και οι Σχολές Νηπιαγωγών, αλλά και να υπερβούν τον αριθμό των προκατόχων τους.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: ρωτήστε τους εκπαιδευτικούς της Δευτεροβάθμιας με τι εφόδια εγγράφονται στην Α΄ Γυμνασίου οι σημερινοί μαθητές της Στ΄ Δημοτικού. Αφού μέχρι το τέλος του Δημοτικού το σύστημα δεν προβλέπει καμία απολύτως έγκυρη και αξιόπιστη αποτίμηση του μαθησιακού αποτελέσματος, αυτός είναι ο μόνος δείκτης που μπορούμε να επικαλεστούμε. Η κατάσταση είναι κάτι περισσότερο από προβληματική.
Από σήμερα και μέχρι την τελική διατύπωση του σχεδίου «Αθηνά», μετά τη «διαβούλευση», θα γραφούν και θα ακουστούν πολλά. Η «Αθηνά» θα γίνει ο μπερντές πίσω από τον οποίο θα σκιαμαχήσουν ξανά αγέρωχοι μνημονιακοί εκσυγχρονιστές και μαχητικοί αντιμνημονιακοί σοσιαλιστές και πατριώτες. Από τώρα, όμως, φαίνονται πολύ καθαρά πέντε χτυπητά σφάλματα στο όλο εγχείρημα. Τα δύο είναι διαδικαστικά, τα άλλα τρία πραγματολογικά.
Πρώτον, πώς μπορεί να πάρει κανείς στα σοβαρά ένα υπουργείο που κόπτεται υπέρ της αρχής της αυτοτέλειας των ΑΕΙ – μάλιστα έδωσε και μάχη για να εκλεγούν Συμβούλια που θα την εμπεδώσουν και θα τη διασφαλίσουν καλύτερα – και πριν ακόμη εκδοθούν τα ΦΕΚ διορισμού των Συμβουλίων έρχεται να κάνει ακριβώς αυτό που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να κάνουν τα Συμβούλια σε συνεργασία με τις Συγκλήτους; Υπάρχει μεγαλύτερη αντίφαση και ανακολουθία από κάτι τέτοιο;
Ποιος πιστεύει πια το Υπουργείο κάτω από αυτές τις συνθήκες; Και στο κάτω-κάτω, αν ήθελε το ίδιο αυτοτελώς να αναδιατάξει τον χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, γιατί θεσμοθετεί τα Συμβούλια και τους δίνει αντίστοιχες αρμοδιότητες; Αναρωτιέμαι πώς θα αντιδράσουν τα Συμβούλια μετά από αυτό, αν δηλαδή αποδεχθούν χωρίς διαμαρτυρία έναν ρόλο που τα θέλει απλώς παρόντα στις εορτές, τις δεξιώσεις και τις πανηγύρεις. Οι παραστάσεις των πολιτικών ad usum troicanorum αρχίζουν και κουράζουν.
Δεύτερον, αποδεικνύεται ότι το σεβαστό υπουργείο έχει άποψη όχι μόνο για το τι είναι συγχωνεύσιμο – χωρίς να ερωτηθούν ο συγχωνεύων και ο συγχωνευόμενος – αλλά και για το πώς θα ονομαστεί το νέο Τμήμα ή η νέα Σχολή. Μια παράδοση μισού αιώνα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων π.χ. διαγράφεται διαμιάς, επειδή ένα Τμήμα που κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς για ποιο λόγο δημιουργήθηκε και ακόμη αναζητά επαγγελματικό χώρο για τους πτυχιούχους του, προστίθεται στη Φιλοσοφική Σχολή, η οποία λόγω αυτής της προσκόλλησης οφείλει, σύμφωνα με τους μανδαρίνους, να αλλάξει όνομα και να γίνει «Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών και Επιστημών της Τέχνης».
Ουδείς από τη Φιλοσοφική Σχολή ρωτήθηκε αν το αντικείμενο που υπηρετεί το Τμήμα Πλαστικών Τεχνών έχει κάποια, έστω μικρή, συνάφεια με τα αντικείμενα των τριών Τμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής και αν έχει κάποιο νόημα με τέτοια τεχνητή συγκόλληση.
Τρίτον, για πρώτη φορά στα ακαδημαϊκά χρονικά θα χρειαστεί να μετακομίσουν φοιτητές σε άλλη πόλη προκειμένου να περατώσουν τις σπουδές τους. Αυτό παραείναι ορθολογικό για να θεωρηθεί λογικό. Είναι δυνατόν να ξεκινά μια τέτοιας κλίμακας αναδιάρθρωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης χωρίς μεταβατική περίοδο, ώστε χιλιάδες φοιτητές να μπορέσουν να περατώσουν τις σπουδές τους με τους όρους που τις ξεκίνησαν; Μπορούν οι φοιτητές να εξομοιώνονται με βαλίτσες; Είπαμε για τομές, αλλά όχι και για μπηχτές…
Τέταρτον, θα μειωθεί ο αριθμός των εισακτέων φέτος αλλά και στο μέλλον επειδή, λέει, πολλά πτυχία δεν έχουν αντίκρισμα στην αγορά εργασίας. Ευτυχώς που έχουν αντίκρισμα τα κόμματα και το προσωπικό τους και δεν θα χρειαστεί να μειωθεί ο αριθμός των στελεχών και των βουλευτών. Διότι το επιχείρημα του «αντικρίσματος» συνιστά την απόλυτη υποκρισία.
Όλοι γνωρίζουμε, πλέον, ότι το πολιτικό μας προσωπικό, οι ηγεσίες μας, έκαναν τόσο λαμπρή δουλειά όλα αυτά τα χρόνια, που πολύ λίγα πανεπιστημιακά χαρτιά έχουν «αντίκρισμα» στη χώρα αυτή. Γι αυτό και οι κάτοχοί τους μεταναστεύουν διαρκώς. Αλλά μεταναστεύουν έχοντας, τουλάχιστον, κάτι στις αποσκευές τους.
Θα περίμενε κανείς από τους υπευθύνους, αφού αποδείχτηκαν ανίκανοι να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή παραμονή των νέων στη χώρα, να βοηθήσουν στην αποκατάστασή τους αλλού, παρέχοντάς τους τα αναγκαία επαγγελματικά εφόδια. Ο χώρος απασχόλησης των νέων μας σήμερα, πολύ περισσότερο μετά την κρίση, δεν είναι αποκλειστικά η Ελλάδα, είναι ολόκληρη η Ευρώπη.
Αλλά οι υπολογισμοί των υποστηρικτών της μείωσης του αριθμού των εισακτέων είναι πολύ πρακτικοί και πολύ διαφανείς. Επιθυμούν πολύ απλά να μετακυλίσουν το κόστος των σπουδών στις οικογένειες των φοιτητών μέσω της ενθάρρυνσης των ιδιωτικών φορέων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και της δημιουργίας ενός ρεύματος αποφοίτων Λυκείου προς τους φορείς αυτούς, είτε με ευθύ (απόφαση για μείωση του αριθμού των εισακτέων), είτε με πλάγιο (θεσμοθέτηση της βάσης του δέκα) τρόπο, είτε συνδυαστικά. Ας είναι ειλικρινείς, ας πουν επιτέλους ντόμπρα ότι δεν υπάρχουν λεφτά.
Πέμπτον, και σημαντικότερο: η σχεδιαζόμενη αναδιάταξη του χάρτη των ΑΕΙ ήταν μια χρυσή ευκαιρία για την ορθολογική αντιμετώπιση ενός χαοτικού συστήματος εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Το υπουργείο Παιδείας ούτε μπόρεσε ούτε θέλησε να δει αυτή την ευκαιρία. Είναι φανερό ότι μια πραγματική μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών είναι πέρα από τον μεταρρυθμιστικό ορίζοντα της σημερινής κυβέρνησης εκτάκτου ανάγκης, όπως είναι φανερό ότι κάτι τέτοιο υπερβαίνει τις δυνατότητές της. Το σχέδιο «Αθηνά», με τις όποιες μελλοντικές βελτιώσεις του, αποδεικνύεται μια παράσταση που στο τέλος μπορεί να απογοητεύσει και τις δύο πλευρές: και αυτούς που περίμεναν έναν πραγματικό εξορθολογισμό του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης, και εκείνους που επιθυμούν να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Ας ελπίσουμε ότι θα αρέσει στην Τρόϊκα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου