Οι εκλογές για την αυτοδιοίκηση έδωσαν την ευκαιρία να επαναληφθεί η γνωστή συζήτηση για τα όρια της κομματικής δημοκρατίας. Μπροστά στις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις, που απαιτεί η συνέχεια του έργου διάσωσης της χώρας, ποιος, πραγματικά, φοβάται να προχωρήσει; Το πιθανότερο είναι ότι οι πολιτικοί φοβούνται. Αβουλοι, με ελάχιστες γνώσεις, οι περισσότεροι, σε ό,τι αφορά τον τρόπο λειτουργίας ενός σύγχρονου κράτους, με δυσκολίες κατανόησης των περίπλοκων δεσμών που έχει εξυφάνει η χώρα μας με τη διεθνή οικονομία, πιστεύουν ότι αρκεί να «αρνηθούν» τα γεγονότα, ώστε εκείνα να σταματήσουν. Ζητούμε πολλά όταν περιμένουμε απ’ αυτούς να εξηγήσουν στους ίδιους ψηφοφόρους, που τους παραγέμιζαν τα μυαλά με ψεύτικες υποσχέσεις, πως τώρα η πατρίδα χρειάζεται αλλαγή σε βάθος.
Βεβαίως, τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα. Οχι όμως με την έννοια που χρησιμοποίησε ο Λένιν – την εντελώς πολιτική και υποκειμενική του αντίληψη για την ευκαιρία που είχε το κόμμα των μπολσεβίκων να αρπάξει την εξουσία, προκαλώντας την εξέγερση των εξαθλιωμένων μαζών. Θα ήταν προτιμότερο να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις ως «ξεροκέφαλες». Δεν μπορείς να νικήσεις το χρέος. Μπορείς να το αποπληρώσεις ή να σε καταπιεί. Το δεύτερο φαίνεται πιθανότερο κάθε φορά που οι πολιτικοί μας ολιγωρούν στο ελάχιστο καθήκον τους, που δεν είναι παρά η άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης.
Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται «προπαγανδιστές της πεντάρας», τα δάνεια που διασφαλίζει η χώρα με τη συμφωνία του Μνημονίου, αυξάνουν και δεν περιορίζουν την εθνική κυριαρχία. Για όσο διάστημα αποφεύγει η χώρα τη χρεοκοπία, κερδίζει χρόνο να σκεφτεί βαθύτερα και να οργανώσει αποτελεσματικότερα την ουσιαστική προσαρμογή της. Πραγματικά ξεροκέφαλη, όπως τα γεγονότα, είναι η προσαρμογή και όχι η αποφυγή της. Οσοι υποστηρίζουν πως μπορούμε να επιτύχουμε τη διαρθρωτική αλλαγή χωρίς πόνο, το κάνουν εκ του πονηρού.
Εύχονται την πτώχευση. Γελούν ενδομύχως με τον θρυμματισμό της αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Προτιμούν, όπως εξηγούσε ο Βλαδίμηρος, να αφήσουν τους εξεγερμένους χωρικούς να μοιράσουν το σιτάρι που μετέφεραν τα τρένα στους σταθμούς των εξαθλιωμένων κατοίκων της ηττημένης από τον πόλεμο Ρωσίας. Εξέγερση «εναντίον των ιδιοκτητών γης, των καπιταλιστών και των εκμεταλλευτών», όπως ακριβώς τη φαντάζονται κάποιοι να συμβαίνει και στα δικά μας μέρη.
Οσοι σπεύσατε να απορρίψετε την προηγούμενη σκέψη, το κάνατε με ειλικρίνεια, επειδή προφανώς πιστεύετε ότι ακόμη και ο τελευταίος σκληρός «κομμουνιστής» παραμένει, ως Ελληνας, οπαδός της ατομικής ιδιοκτησίας και μάλιστα με την πολύ στενή έννοια. Κι ενώ κανείς δεν είναι έτοιμος να αμφισβητήσει αυτή την παραδοχή, οι κυβερνήτες διστάζουν να αποφασίσουν την υποταγή του ατομικού «συμφέροντος» στο συλλογικό καθήκον. Γιατί, τελικά, αυτό που πρέπει να γίνει τώρα είναι η επένδυση όλων των διαθέσιμων πόρων στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Καθώς όμως δεν υπάρχουν πλέον διαθέσιμοι εξωτερικοί πόροι για να χρηματοδοτήσουν, χωρίς να συνάψουμε νέο δανεισμό, τις απαραίτητες επενδύσεις, χρειάζεται να συνεισφέρουμε από τον σωρευμένο πλούτο των πολλών προηγουμένων ετών. Ξένοι προσεκτικοί παρατηρητές των εξελίξεων στην Ελλάδα, αμφιβάλλουν κατά πόσο η σύλληψη της φοροδιαφυγής είναι εφικτή. Σε άρθρο, που πρόσφατα έγραψε ο τετραπέρατος Αμερικανός συγγραφέας Μάικλ Λιούις (Vanity Fair, Οκτώβριος 2010), παρατηρούσε σχετικά: «Η δομή της ελληνικής οικονομίας είναι κολεκτιβίστικη, το πνεύμα που κυριαρχεί στη χώρα είναι το ακριβώς αντίθετο από τον κολεκτιβισμό. Η πραγματική δομή της είναι ο καθένας για την πάρτη του».
Σε τελική ανάλυση, αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να αλλάξει. Ακούμε, στο θέμα της φοροδιαφυγής, για παράδειγμα, «Ας πιάσει πρώτα τους μεγάλους και μετά θα πληρώσω κι εγώ ό,τι οφείλω». Είναι αυταπόδεικτο πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί. Δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη σειρά προτεραιότητας. Η προσφυγή στην περαίωση, η οποία θα επιτύχει σε κάποιο βαθμό τον στόχο της, αποδεικνύει πως απέναντι σε ένα αυταρχικό κράτος, το οποίο σου στέλνει τον έφορο με απόλυτες εξουσίες, έξω από κάθε λογική και σίγουρα χωρίς κανόνες, πολλοί θα προτιμήσουν να πληρώσουν απευθείας το κράτος.
Παρόλη την χαμηλότατη συμμετοχή μας στα κοινά βάρη, η απαίτηση για κρατικώς παρεχόμενες υπηρεσίες «υψηλότατου επιπέδου», προηγείται. Βεβαίως, την ίδια στιγμή που δεχόμαστε το εξευτελιστικά χαμηλό επίπεδο σπουδών στα δύο τελευταία έτη της Μέσης Εκπαίδευσης, η πλειοψηφία των πολιτών εμπιστεύεται με τα χρήματά του, την αποδοτικότητα των Φροντιστηρίων. Αν όμως το κράτος καταργούσε τη δωρεάν Μέση Εκπαίδευση, επιστρέφοντας στους φορολογουμένους το ποσό που αναλογεί, η αντίδραση θα ήταν ουρανομήκης.
Το 2011 θα είναι το πρώτο έτος κατά το οποίο το κράτος θα επιχειρήσει να αλλάξει αυτή τη χονδροειδή και αντιπαραγωγική προσέγγιση που έχουμε σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρήμα. Δεκάδες υπηρεσίες τις οποίες παρέχει το κράτος θα καταργηθούν. Δεκάδες άλλες, που θα παραμείνουν στη δικαιοδοσία του δημοσίου, θα περάσουν ένα μέρος του κόστους στον καταναλωτή της συγκεκριμένης υπηρεσίας.
Η δύναμη του κράτους να επιβάλει στους πολίτες τους φόρους που χρειάζονται για να πληρωθούν ατελείωτες, απερίσκεπτες και άλλες πελατειακές υποσχέσεις των πολιτικών, θα μειωθεί χαρακτηριστικά. Θα ήταν καλύτερο για όλους να συνειδητοποιήσουμε ότι η συνεχής ζήτηση για περισσότερο κράτος, είναι αυτή που μας οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο και τόσο κοντά στην πτώχευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου