Ένας από τους νεαρότερους γόνους της οικογένειας de Rothschield γιόρτασε τα γενέθλια των 40 χρόνων του στο Μαυροβούνιο. Ένας άλλος γόνος της γαλλικής μπουρζουαζίας, της οικογενείας των Στρος Καν, ζούσε την ολική επαναφορά του στη Νέα Υόρκη δειπνώντας σε ένα πολύ καλό εστιατόριο παρέα με την κληρονόμο της μεγάλης περιουσίας των Sinclair, εμπόρων τέχνης της γηραιάς ηπείρου. Από το πρώτο στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία κράτος των μαφιόζων, το Montenegro, έως τη χλιδή των πλουσίων του κεντρικού Μανχάταν, η απόσταση είναι ελάχιστη. Όσο ένα κλικ στο φορητό υπολογιστή ενός δισεκατομμυριούχου ο οποίος με μία απλή κίνηση ενός δακτύλου μεταφέρει τα λεφτά του από έναν τραπεζικό λογαριασμό στον άλλον σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Σε αυτό τον κόσμο των άυλων αξιογράφων και της εικονικής μεν αλλά υπαρκτής πραγματικότητας, καλείται να κολυμπήσει η μικρή και άνυδρη χώρα της βαλκανικής η οποία τώρα υποχρεούται να αποτινάξει τους μύθους οι οποίοι την έτρεφαν.
Ο πραγματικός εχθρός είναι το είδωλο στον καθρέφτη. Όχι, λοιπόν. Αυτή η μικρή χώρα δεν συγκαταλέγεται στους περιούσιους λαούς των θεών. Δεν υπάρχουν άλλωστε περιούσιοι λαοί. Δεν της οφείλει κανείς αλλά αυτή οφείλει σε πολλούς. Απελευθερώθηκε από τα δεσμά της διότι η ύπαρξή της, τότε, θεωρήθηκε «χρήσιμη» από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Στη συνέχεια διασώθηκε διότι θεωρήθηκε «χρήσιμη» από τις κυρίαρχες χώρες της Ευρώπης. Αργότερα επιβίωσε διότι οι υπεραντλαντικοί στρατηγοί την αντιμετώπισαν ως «χρήσιμο» πιόνι στη σκακιέρα των εικονικών πολέμων κατά της σοβιετικής απειλής. Τώρα διασώζεται διότι θα προξενούσε δυσανάλογα μεγάλο κακό στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία από τον πραγματικό οικονομικό της όγκο. Η Ελλάδα είναι μία «υπόθεση μελέτης», ένα πειραματόζωο για ερευνητές με γερά νεύρα.
Μεγάλωσε με το μύθο ότι αποτελεί συνέχεια των Αρχαίων. Ενηλικιώθηκε πιστεύοντας πως η παγκόσμια κοινότητα της χρωστά τον Πολιτισμό. Έφθασε στη μέση ηλικία σίγουρη πως η ευμάρειά της οφείλεται στο χαρισματικό γονίδιό της. Κολακεύτηκε επειδή ένας πρόσφυγας από τα Βουρλά της Σμύρνης και ένας Αιολός με καταγωγή από τη Λέσβο και τόπο γέννησης την Κρήτη, κατάφεραν να κερδίσουν το Νόμπελ λογοτεχνίας. Έζησε και κατανάλωσε τη σάρκα της Ιστορίας και των λίγων ταλέντων της. Ξύπνησε απότομα αντιλαμβανόμενη πως οι όρκοι των εραστών της ερμηνεύτηκαν δυστυχώς μονομερώς. Ασπάστηκε τη Δύση με άλλοθι την «ανατολικότητά της». Πρόδωσε τον ίδιο το φυσικό της πλούτο προφασιζόμενη πως τελικά μπορεί να διαδραματίσει το ρόλο της παλλακίδας της Ιστορίας. Τελικά κατάφερε να κοροϊδέψει μόνο τον εαυτό της γιατί οι πλούσιοι που την υιοθέτησαν ποτέ δεν πίστεψαν τους μύθους που τη σέρβιραν. Έγινε θύμα του ίδιου της του μύθου.
Εκείνο το καταραμένο πρωϊνό που ξύπνησε απότομα μετά από τριακονταετή λήθαργο, της είπαν πως δεν της ανήκουν πια ούτε το σπίτι ούτε και ο αέρας του οικοπέδου. Έψαξε στην τσέπη της και μάζεψε μόνο μερικά μεταλλικά κέρματα. Τίναξε το κεφάλι της και θυμήθηκε το παρελθόν της. Έβγαλε από τα μπαούλα την Ιστορία και ξανάρχισε το γυρολόι. Και τι δεν θυμήθηκε περπατώντας ρακένδυτη και με το χέρι απλωμένο στη ζητιανιά. Μιλούσε για το Ελμπασάν, για τους εχθρούς Οθωμανούς, τους λεηλατούντες Βούλγαρους, τους χαιρέκακους Σκοπιανούς, τους Αλβανούς, τον αιμοσταγή Μπαραμπαρόσα. Θυμήθηκε τον Διάκο και τον Ανδρούτσο. Οι δανειστές της την κοιτούσαν με περιέργεια στην αρχή, με απορία αργότερα, να μουτζώνει τον Κοινοβούλιό της, να προπηλακίζει τους πολιτικούς της, να βρίζει και να βιαπραγεί. Την παρατηρούσαν να βάζει φωτιά στον ίδιο της το χιτώνα.
Delirium TremensΕκείνο το καταραμένο πρωϊνό που ξύπνησε απότομα μετά από τριακονταετή λήθαργο, της είπαν πως δεν της ανήκουν πια ούτε το σπίτι ούτε και ο αέρας του οικοπέδου. Έψαξε στην τσέπη της και μάζεψε μόνο μερικά μεταλλικά κέρματα. Τίναξε το κεφάλι της και θυμήθηκε το παρελθόν της. Έβγαλε από τα μπαούλα την Ιστορία και ξανάρχισε το γυρολόι. Και τι δεν θυμήθηκε περπατώντας ρακένδυτη και με το χέρι απλωμένο στη ζητιανιά. Μιλούσε για το Ελμπασάν, για τους εχθρούς Οθωμανούς, τους λεηλατούντες Βούλγαρους, τους χαιρέκακους Σκοπιανούς, τους Αλβανούς, τον αιμοσταγή Μπαραμπαρόσα. Θυμήθηκε τον Διάκο και τον Ανδρούτσο. Οι δανειστές της την κοιτούσαν με περιέργεια στην αρχή, με απορία αργότερα, να μουτζώνει τον Κοινοβούλιό της, να προπηλακίζει τους πολιτικούς της, να βρίζει και να βιαπραγεί. Την παρατηρούσαν να βάζει φωτιά στον ίδιο της το χιτώνα.
Οι πλατείες γέμισαν με πατριώτες, τα τηλεπαράθυρα με λάτρεις του Ελληνισμού. Το μέγα πλήθος μιλούσε ασυνάρτητα για την Ορθοδοξία, το Έθνος, το Γένος και τη Φυλή. Οι ξένοι έγιναν όλοι ανεξαιρέτως, εχθροί. Οι ντόπιοι θύματα. Η Πολιτική, η κοιτίδα της προδοσίας. Πανεπιστημιακοί κήρυτταν τη χρεοκοπία. Κληρικοί ζητούσαν την επιστροφή στις εποχές της «αθώας» περιόδου της Παλιγγενεσίας. Μετά άρχισαν οι επιθέσεις. Στην αρχή ήταν ένας βουλευτής. Μετά περισσότεροι βουλευτές. Στο τέλος η οργή κυριάρχησε. Έγινε σλόγκαν. Μετά σύνθημα. Μετά πέτρες από μάρμαρο. Κατέληξε σαν μία κραυγή με γεύση πικρή, σαν διάλυμα οξειδίου του χαλκού στο στόμα. Σε μία σκοτεινή στοά, στην Όθωνος 10, στο Σύνταγμα, εξελίχθηκε σε μικρογραφία το δράμα του νεολληνικού αδιεξόδου. Πέντε ακροδεξιοί συνδικαλιστές δημόσιας εταιρείας, της ΕΘΕΛ, μπλοκαρίστηκαν από ομάδα ακροαριστερών και ξυλοκοπήθηκαν έως τη στιγμή που η κρατική αστυνομία συνέδραμε τους ακροδεξιούς ξυλοκοπώντας τους ακροαριστερούς. Οι ακροδεξιοί κατέφυγαν σε ασφαλές μέρος, στην αγκαλιά των αστυνομικών. Οι ακροαριστεροί προσήχθησαν στην Ασφάλεια. Απέμειναν οι καπνοί των χημικών ουσιών, τα σπασμένα μάρμαρα και η αδυσώπητη οργή κρεμασμένη στα φορητά κιγκλιδώματα. Απέμεινε και ο φόβος. Κοινωνία που φοβάται είναι μία επικίνδυνη κοινωνία. Πολίτης που τρέμει είναι ένας ανελεύθερος πολίτης.
Εγκαταλείποντας το Καράκιοι Όταν η Πολυξένη ανέβαινε τα απότομα σκαλιά, ήταν η πρώτη της φορά που θα ταξίδευε πάνω στο νερό. Κρατούσε σφιχτά το χέρι του τετράχρονου γιού της, του Κυριάκου. Άφηνε τη χώρα της και τη μεγάλη Πόλη για το ταξίδι χωρίς επιστροφή. Πίστεψε και μαζί της πίστεψαν οι άλλοι και έχτισαν σε αυτή τη νέα χώρα. Έκαναν τα χώματα δικά τους. Τα υπερασπίστηκαν με το αίμα τους και τα πότισαν με τον ιδρώτα τους. Πάλεψαν για τη Δημοκρατία σε αυτή τη μικρή και άνυδρη χώρα. Έκαψαν με την ανάσα τους τα προδομένα όνειρά τους στις φυλακές και τα ξερονήσια. Σήκωσαν το ντουφέκι σε ξένους και αδελφούς. Κοίταξαν μπροστά και γρατζούνισαν με τα χέρια τους την Ιστορία αφήνοντας χαραματιές πάνω στο κορμί της. Ένας δικός μας από τα Βουρλά, ένας σχεδόν δικός μας από τη Μυτιλήνη, δύο ποιητάδες που σκάλισαν λέξεις στο βράχο και τις λέξεις τις έκαναν στίχους, και ένας Αλεξανδρινός, έκαναν γνωστή τη γλώσσα του Αιγαίου και των Κυδωνιών, σε όλο τον κόσμο. Ήταν… είναι αυτή η γλώσσα ο μοναδικός πλούτος. Ο διάλογος του Σωκράτη με τους μαθητές του είναι μοναδική πανανθρώπινη αναφορά στη Δημοκρατία. Ο «Επιτάφιος» του γόνου των Αλκμαιωνιδών η μοναδική προσευχή στην όαση της Ελευθερίας. Η Πολυξένη σιχαινόταν τις κραυγές και τις ύβρεις. Σιχαινόταν τις μεγάλες κουβέντες για το Έθνος και το Γένος. Ήξερε πως οι μεγαλοστομίες εκστομίζονται από εκείνους που στην κρίσιμη ώρα λακίζουν πρώτοι. Το ένιωσε τότε το 1922, το ξανάνιωσε στον πόλεμο, το έζησε στον Εμφύλιο, το αισθανόταν στις αρχές του ’60. Ήξερε πως οι μεγάλες κουβέντες είναι παραπάνω από κούφιες. Είναι επικίνδυνες.
Η μικρή άνυδρη χώρα ξύπνησε απότομα με εφιάλτες. Έμαθε να ζει με τους μύθους και τώρα, ξυπόλητη, τα βάζει με τους μυθοπλάστες. Δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, αλλά χυδαία μυαλά. Φαίνεται πως τριάντα χρόνια ευημερίας τα πολλαπλασίασαν επικίνδυνα, ώστε τώρα να κραδαίνουν τη χατζάρα της απειλής σε ρυθμούς ανελευθερίας. Ο πραγματικός εχθρός είναι αυτός που βλέπει ο καθένας στο δικό του καθρέφτη.
Του Νίκου Γεωργιάδη, από το athensvoice
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου