Ο πολιτικός εκφυλισμός αποτυπώνεται και στη γλώσσα. Στο υπέροχο δοκίμιό του «Πολιτική και η Αγγλική γλώσσα», ο Τζωρτζ Οργουελ σχολιάζει διεισδυτικά το βρόχο ανατροφοδότησης μεταξύ πολιτικής και γλώσσας. Η παρακμή της γλώσσας έχει πολιτικά και οικονομικά αίτια, παρατηρεί. Αλλά, όπως ο άνθρωπος που πίνει γιατί αισθάνεται αποτυχημένος και μετά η εξάρτησή του από το ποτό τον οδηγεί σε αποτυχίες, έτσι και η γλώσσα «γίνεται άσχημη και ανακριβής διότι οι σκέψεις μας είναι ανόητες, αλλά η ατημελησία της γλώσσας μας καθιστά πιο εύκολο να έχουμε ανόητες σκέψεις».
Ένα παράδειγμα. Απευθυνόμενος πρόσφατα στην κυβέρνηση Παπανδρέου, στη Βουλή, ο βουλευτής του ΛΑΟΣ κ. Α. Ροντούλης είπε: «Είστε ψεύτες, απατεώνες και γομάρια». Η φράση σχολιάστηκε στα ΜΜΕ, όχι όμως ολόκληρη. Οι ακραίοι χαρακτηρισμοί «ψεύτες» και «απατεώνες» πέρασαν απαρατήρητοι, πιθανότατα γιατί είναι διάχυτη η προσδοκία ότι οι πολιτικοί μας είναι ψεύτες και απατεώνες, άρα δεν εκπλήσσεται κανείς. Αν, αντιθέτως, στη Βρετανική Βουλή είχαν διατυπωθεί ανάλογοι χαρακτηρισμοί (μεταφράστε τους στα αγγλικά για να συνειδητοποιήσετε τη βαρύτητά τους), να είστε σίγουροι ότι θα είχε προκληθεί σάλος.
Γιατί; Διότι θεμελιώδης αρχή του δημόσιου ήθους σε μια ώριμη δημοκρατία είναι η εντιμότητα που αναμένεται να διακρίνει τους πολιτικούς εκπροσώπους, οπότε οποιαδήποτε αμφισβήτησή της απαιτείται να διατυπωθεί με αυξημένες αξιώσεις λογικής συγκρότησης και εμπειρικής τεκμηρίωσης. Σε μια ανώριμη δημοκρατία, αντιθέτως, δεν υπάρχουν αντίστοιχες απαιτήσεις. Όχι μόνο γιατί εδώ οι λέξεις τείνουν να μην μεταφέρουν ακριβές νοηματικό φορτίο και δεν υπάρχει αξίωση από τους ομιλητές να είναι διαυγείς και τεκμηριωμένοι, αλλά και γιατί η ευκολία με την οποία διατυπώνονται ακραίοι χαρακτηρισμοί αντανακλά ευρύτατα αποδεκτές παραδοχές για τα κυρίαρχα πολιτικά ήθη. Στο μέτρο δε που η ρητορική ακρότητα περνά απαρατήρητη, απο-καλύπτεται το ήθος της κοινότητας – τι θεωρεί αυτονόητο και τι όχι.
Το «γομάρια» όμως εξέπληξε. Σε τηλεοπτική συνέντευξή του σε δελτίο δήθεν ειδήσεων, ο κ.Ροντούλης, με προφορά και ύφος Χατζηχρήστου, προσπάθησε να εξηγήσει τη φρασεολογία του: «Εγώ είμαι χωριάτης και θα πρέπει να μεταφέρω ακριβώς την επικρατούσα άποψη […] Ο κόσμος έχει σκάσει»! Εξήγησε ότι ήταν συναισθηματικά φορτισμένος διότι είχε δεχθεί ένα τηλεφώνημα από μια μητέρα πολυμελούς οικογένειας, η οποία του περιέγραψε τις τεράστιες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Και συνέχισε: «Γιατί το γομάρια είναι ύβρις; Άμα δεν ακούν τι να κάνουμε; Στο χωριό μου έτσι μιλάμε… Εσείς κρατείστε το σαβουάρ βιβρ του Κολωνακίου. […]».
Το πιο ενδιαφέρον εδώ δεν είναι το αγοραίο ύφος του κ.Ροντούλη. Περισσότερο ενδιαφέρουσα είναι η γλώσσα με την οποία υπερασπίζεται τη γλώσσα του. Προσέξτε πόσο ταυτολογικό είναι το επιχείρημά του: μιλάω έτσι, γιατί έτσι έμαθα να μιλάω! Δεν μπορεί ο δύστυχος βουλευτής να αρθρώσει κάποιο σοβαρό επιχείρημα για να υπερασπίσει τη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Ανακυκλώνεται! Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κατασκευάσει ρητορικά τη «λαϊκή» καταγωγή του («εγώ είμαι χωριάτης») και να ταυτίσει έμμεσα το λογοπλαίσιο (discourse) του «χωριού» με αυτό της Βουλής. Για να είναι δε πειστική η κατασκευή του πρέπει να αντιδιασταλεί με μιαν άλλη – το «σαβουάρ βιβρ του Κολωνακίου»! Το υπόρρητο συμπέρασμα είναι ότι οι «αστοί» του Κολωνακίου υποκρίνονται, ενώ εγώ ως «λαϊκός» μιλώ με ειλικρίνεια. Η Βουλή πρέπει να μοιάζει περισσότερο με το καφενείο του χωριού και λιγότερο με τα «καλά σπίτια» του Κολωνακίου!
Υποδυόμενος το ρόλο του Χατζηχρήστου, ο κ. Ροντούλης δεν αντιλαμβάνεται δύο πράγματα.
Πρώτον, ακόμα και στο καφενείο του χωριού σπάνια χαρακτηρίζει κάποιος τον συνομιλητή του «γομάρι», εκτός κι αν είναι αποφασισμένος να διαρρήξει τη σχέση μαζί του. Μπορεί ο κ.Ροντούλης να μην το έχει αντιληφθεί, αλλά όλα τα ρητορικά πλαίσια, από τα πιο «λαϊκά» μέχρι τα πιο «αστικά», έχουν τους δικούς τους κώδικες κοσμιότητας. Ο λόγος που δεν αποκαλούμε δημοσίως τον συνομιλητή μας «γομάρι» είναι απλός: τέτοιοι χαρακτηρισμοί θέτουν τον συνομιλητή εκτός της κοινότητας των έλλογων όντων, τερματίζουν τη σχέση. Καταστατική αρχή της Βουλής είναι το βουλεύεσθαι, η έλλογη συ-ζήτηση. Ως βουλευτής μπορώ να μιλώ επειδή ο θεσμός στον οποίο μετέχω θεμελιώνεται στο διά-λογο και στον απορρέοντα σεβασμό του συν-ομιλητή. Βουλεύομαι, στο μέτρο που δημιουργώ χώρο μέσα μου να συναντηθώ διαλογικά με τον άλλο. Με τα «γομάρια» δεν μπορώ να διαλεχθώ, άρα αυτο-ακυρώνομαι…
Δεύτερον, ο κ.Ροντούλης θεωρεί ότι ο ρόλος του είναι απλώς να μεταφέρει στην εκτελεστική εξουσία τα αισθήματα των πολιτών. Δεν του περνά από το μυαλό ότι, ως εκπρόσωπός τους, καλείται να κάνει κάτι πιο απαιτητικό: και να συγκινηθεί από το δράμα ενός πολίτη και να αναζητήσει έλλογους τρόπους περιγραφής και αντιμετώπισής του. Το συναίσθημα παρέχει την αναγκαία ενέργεια για δράση, αλλά χρειάζεται ο επεξεργασμένος λόγος για να αποκτήσει ακρίβεια η έκφρασή μας και σαφήνεια η σκέψη μας. Μόνο τότε μπορούμε να κάνουμε τις απαραίτητες αναλυτικές διακρίσεις, να στοχαστούμε, και να σχεδιάσουμε ορθολογικές πολιτικές. Από τους βουλευτές έχουμε την αξίωση όχι να είναι απλοί αναμεταδότες λαϊκών αισθημάτων αλλά και μετασχηματιστές αντιλήψεων. Ξέρω ότι ζητάμε πολλά.
«Το να σκέφτεσαι καθαρά», λέει ο Οργουελ, «είναι το απαραίτητο πρώτο βήμα προς την πολιτική αναγέννηση». Παρατηρώντας τη γλώσσα του κ.Ροντούλη και άλλων πολιτικάντηδων, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η πολιτική αναγέννηση είναι τόσο δύσκολο να συμβεί στην Ελλάδα της χρεοκοπίας. Η γλώσσα των ηγετών μας απο-καλύπτει τον πυρήνα της κακοδαιμονίας μας – την προσποίηση, τη μεταμφίεση, τη σύγχυση. Ατημέλητη γλώσσα, ανόητες σκέψεις – και αντιστρόφως
Του Χαρίδημου Τσούκα, αναδημοσίευση από το Blog, Έναρθρη κραυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου