Του Δημήτρη Ραυτόπουλου, από την athensvoice.gr
Δεν ήταν παρόλα που ξέφυγε από το έρκος υφυπουργικών οδόντων η δήλωση ότι η αυτονόμηση των ΜΜΕ είναι παθογένεια της Δημοκρατίας. Το επαναβεβαίωσε ο ίδιος ο κ. Χρ. Βερναρδάκης με αγωνιστική παρρησία, εξηγώντας ότι η άποψή του δεν ήταν τυχαία, αλλά αποτελεί ιδεολογικό προαπαιτούμενο. Και ως προς αυτό έχει δίκιο. Η ιδεολογία της ριζοσπαστικής αριστεράς θέλει την ενημέρωση των πολιτών κρατική υπόθεση· με τον έλεγχο, εννοείται, του κόμματος μονιμοποιημένου στην εξουσία. Διαφορετικά δεν θα ήθελε, βέβαια, κηδεμονία των ΜΜΕ από μια δεξιά κυβέρνηση π.χ., αφού η «παθογένεια» της Δημοκρατίας επιτρέπει την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία…
Η ριζική θεραπεία, επομένως, είναι η απαλλαγή από την αρχιπαθογένεια: τη Δημοκρατία.
Οι κυβερνητικές απόπειρες για τον έλεγχο των ιδιωτικών ΜΜΕ, μετά την ΥΕΝΕΔοποίηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, δεν είναι απλό επεισόδιο αυταρχισμού μιας διακυβέρνησης καταστροφικής και ανίκανης. Μαζί με την κομματικοποίηση του κράτους, εντάσσεται σε μια ολοκληρωτική αντίληψη ηγεμονίας λενινοσταλινικής μορφής.
Αυτού του είδους οι τάσεις ονομάζονται συνήθως φασιστικές, αλλά ορθότερο θα ήταν το επίθετο λενινικές. «Ο Μουσολίνι είναι ο πίθηκος του Λένιν» είχε πει ο Καρλ Κάουτσκι, θεωρητικός του μαρξισμού και ηγετική μορφή της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας («αποστάτης» βέβαια).
Πράγματι. Τον ολοκληρωτισμό, που σακάτεψε την ανθρωπότητα τον περασμένο αιώνα, τον μοιράστηκαν φασισμός/ναζισμός και λενινοσταλινισμός, αλλά την αναμφισβήτητη πρωτιά την είχε ο δεύτερος. Όχι μόνο στη λογοκρισία και στον έλεγχο κάθε μορφής έκφρασης αλλά γενικότερα στην όλη επιστροφή στη βαρβαρότητα, με την κατάργηση του κράτους δικαίου και της κοινωνίας των πολιτών, με την ανθρωποκτηνοτροφία των στρατοπέδων, τις γενοκτονίες, τις μαζικές σφαγές.
Ας περιοριστούμε όμως στον έλεγχο του λόγου, γιατί είναι η προϋπόθεση, ο όρος για την υποταγή και την κοπαδοποίηση των «μαζών». Ο Λένιν την προγραμμάτισε κατά την πρώτη απόπειρα κατάληψης της εξουσίας, το 1905. Και την εφάρμοσε από την πρώτη μέρα της εξουσίας του, τον Οκτώβριο του 1917. Έγραφε το 1905: «Οι εκδόσεις, τα τυπογραφεία, τα βιβλιοπωλεία, τα αναγνωστήρια, οι βιβλιοθήκες, όλα όσα σχετίζονται με την παραγωγή και τη διακίνηση του βιβλίου πρέπει να τεθούν κάτω από τον έλεγχο του κόμματος και να του δίνουν λογαριασμό». Αν υπήρχε τότε ραδιοτηλεόραση, λέτε να την άφηνε ξεκαπίστρωτη ο Βλαδίμηρος Ίλιτς; Ή μήπως θα ήταν η πρώτη στον κατάλογο; Οπωσδήποτε, η πρώτη πράξη της σοβιετικής εξουσίας ήταν η απαγόρευση των άλλων κομμάτων και των εφημερίδων. Εφεξής, στη σοβιετική επικράτεια μόνο δύο εφημερίδες κυκλοφορούσαν, η πρωινή «Πράβδα», όργανο της Κ.Ε. του κόμματος, και η απογευματινή «Ισβέστια», όργανο της κυβέρνησης. Στις μεγάλες πόλεις ανατυπώνονταν με προσθήκες ανακοινώσεων των τοπικών κομματικών και διοικητικών αρχών. Έτσι π.χ. στην Ουκρανία, την εποχή του διωγμού των «κουλάκων», της κολλεκτιβοποίησης (κολχόζ, σοβχόζ) και της μεγάλης πείνας με εκατομμύρια νεκρούς και μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών, ακόμα και εθνοτήτων, οι εφημερίδες πανηγύριζαν νίκες του σοσιαλισμού, αφθονία αγαθών, γενική ευτυχία, απομόνωση των προδοτών. (Μόνο έτσι εξηγείται το γεγονός της υποδοχής ως ελευθερωτών των ναζιστικών ορδών στην Ουκρανία το 1941, αλλά και των φασιστικών απηχήσεων σήμερα).
Ο Λ. Τρότσκυ, τότε (1905), υπερασπιζόταν τη λογοκρισία και τον κομματικό έλεγχο της πληροφόρησης, με μια εμπαθή ρητορική που θύμιζε συριζέικα επιχειρήματα περί διαπλοκής και νεοφιλελεύθερης συνωμοσίας των ΜΜΕ. «Δεν μειώνει κατά τίποτα την ελευθερία του Τύπου η απαγόρευση αντιδραστικών και φιλελεύθερων συκοφαντιών» έγραφε.
Ο έλεγχος της πληροφορίας, της σκέψης και της έκφρασης ήταν ταυτόσημος στα δύο ολοκληρωτικά συστήματα, το λενινοσταλινισμό και το ναζισμό. Όπως ο Λένιν, έτσι και ο Χίτλερ στο «Mein Kampf» (1931) προέβλεπε: «Πρέπει κάθε έντυπο, από το αλφαβητάριο όπου το παιδί μαθαίνει να διαβάζει, μέχρι την τελευταία εφημερίδα, κάθε θέατρο και κάθε κινηματογράφος, κάθε κολώνα αφισοκόλλησης, κάθε τοίχος μάντρας να είναι στην υπηρεσία αυτής της μοναδικής αποστολής» (του ναζισμού). Στην ολοκληρωτική οργάνωση της κοινωνίας και του κράτους, ο λενινικός κομμουνισμός προηγήθηκε κατά πολύ του ναζισμού. «Ο Λένιν τη δίδαξε όχι μόνο στον Στάλιν αλλά και στον Μουσολίνι και έμμεσα, μέσω των Γερμανών κομμουνιστών, στον Χίτλερ».
Η λενινική ντιρεκτίβα του 1905 αναφερόταν κατά κύριο λόγο στη λογοτεχνία και χρωματιζόταν από μόλις συγκρατούμενο μίσος κατά της πολυφωνίας, της διαλογικότητας, της ελευθερίας του πνεύματος και της φαντασίας. Έπρεπε να γίνει η λογοτεχνία «γρανάζι» και «μπουλόνι» της κομματικής προπαγάνδας. Έγραφε ο Λένιν: «Η λογοτεχνία πρέπει να είναι η λογοτεχνία του κόμματος. Το σοσιαλιστικό προλεταριάτο πρέπει να αξιοποιήσει την αρχή της κομματικής λογοτεχνίας και να τη μεταχειριστεί σαν αντίβαρο στην εξουσία του φιλελεύθερου Τύπου της μερκαντιλιστικής μπουρζουαζίας, αντίβαρο στον "αριστοκρατικό αναρχισμό" και στο κυνήγι του κέρδους […] Έξω οι άνθρωποι των Γραμμάτων που σνομπάρουν το κίνημα! Έξω οι υπεράνθρωποι της γραφής! Η λογοτεχνική δραστηριότητα πρέπει να είναι το γρανάζι και το μπουλόνι ενός μεγάλου σοσιαλδημοκρατικού μηχανισμού που κινείται κάτω από την άγρυπνη πρωτοπορία της εργατικής τάξης […] Οι άνθρωποι των Γραμμάτων οφείλουν να τεθούν στην υπηρεσία των οργανώσεων του κόμματος».
Το άρθρο του Λένιν μεταφράστηκε στα γερμανικά το 1924 και έγινε το εγκόλπιο των κομμουνιστών διανοούμενων. Θεωρείται ότι αυτές οι λενινικές αρχές ενέπνευσαν τον Μάο Τσε Τουνγκ, αλλά και τον Μουσολίνι που ήταν, στα νιάτα του, θαυμαστής του Λένιν. Το κυριότερο είναι ότι εφαρμόστηκαν με εξίσου βάρβαρο τρόπο από τη σοβιετική εξουσία· με τον τερατώδη μηχανισμό λογοκρισίας και προπαγάνδας που διεύθυνε η Agitprop, τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής, με το «Επιτροπάτο του λαού για τη διαπαιδαγώγηση» και τον ΙΖΟ (τομέα Καλών Τεχνών).
Έτσι δολοφονήθηκε (είναι η αρμόδια λέξη) μία από τις μεγαλύτερες εθνικές λογοτεχνίες, εκείνη που έδωσε στον κόσμο μορφές σαν του Ντοστογιέφσκι, του Γκόγκολ, του Τσέχωφ, του Τολστόι, του Πούσκιν. Η ποίηση εξαφανίστηκε κυριολεκτικά, η πεζογραφία πνίγηκε από τη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, οι πρωτοπορίες στη λογοτεχνία και την τέχνη κατέληξαν σε αυτοκτονίες, αυτοεξορία στη Δύση, Γκουλάγκ, σιωπή. Είναι το μόνο καθεστώς στην ιστορία, όπως είπε ο Κορν. Καστοριάδης, που δεν άφησε ίχνη πολιτισμού. Μόνο οι κλασικές ερμηνευτικές τέχνες, δηλαδή η δεξιοτεχνία και όχι η καθαυτό δημιουργία, είχαν καλές επιδόσεις (μπαλέτο, όπερα, σολίστ, σκηνοθεσία) και αυτό είναι κραυγαλέο χαρακτηριστικό στραγγαλισμού της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας από ένα τυραννικό καθεστώς. Κατά μια –δυσανάλογη έστω– αντιστοιχία, το ίχνος πολιτισμού που θα αφήσει η «πρώτη φορά Αριστερά» θα είναι μάλλον το ανέβασμα του Ξηρού στο Εθνικό (ως πρωτοπορία, στην Πειραματική σκηνή), ο Λαζόπουλος και οι ξενέρωτες γυροβολιές στην πίστα ή στις εκλογικές εξέδρες.
Οι αυταρχικές παρορμήσεις για τον έλεγχο του λόγου εκδηλώθηκαν πάντα, στην ιστορία, στο βαθμό που μεγάλωνε η εμβέλεια του λόγου και διευρυνόταν το κοινό. Αυτό έγινε στην Αθηναϊκή Πολιτεία με τη θανάτωση του Σωκράτη –το πρώτο έγκλημα της Δημοκρατίας–, με τη δίωξη του Αναξαγόρα, με τις επεμβάσεις κατά του Αριστοφάνη, που η «παρρησία» του ενοχλούσε τον Κλέωνα, όχι όμως τον Περικλή… Αυτό έγινε με τη διάδοση της τυπογραφίας του 16ου αιώνα που προκάλεσε τη βαρβαρότητα της θρησκευτικής λογοκρισίας επί 4 αιώνες, με τον Κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων του Βατικανού. Αυτό έγινε στην Αγγλία του 17ου αιώνα με την ανάπτυξη του αστικού φιλελευθερισμού και του Τύπου.
Το μέτρο που καθιέρωνε κρατική άδεια για την έκδοση εφημερίδας και η λογοκρισία ήταν η θρυαλλίδα των φιλελεύθερων επαναστάσεων που επέβαλαν το πρώτο σύγχρονο Σύνταγμα, το Bill of Rights, το 1689. Ακριβώς έναν αιώνα αργότερα, το 1789, η Γαλλική Επανάσταση έδωσε στο δυτικό πολιτισμό τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, όπου το άρθρο 11, γραμμένο από τον Μιραμπώ, ορίζει: «Η ελεύθερη ανακοίνωση σκέψεων και γνωμών είναι από τα πολυτιμότερα δικαιώματα. Κάθε άνθρωπος μπορεί να μιλάει, να γράφει και να τυπώνει ελεύθερα και είναι υπεύθυνος για την κατάχρηση αυτής της ελευθερίας στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος». Σ’ αυτή τη σειρά των ιστορικών «89» προστέθηκε, στη διακοσιοστή επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης, το 1989, η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο διάβολος και του Μανώλη η σκούφια: εκείνη τη χρονιά δημιουργήθηκε στη μικρή μας Ελλάδα η πρώτη ανεξάρτητη αρχή, θεσμός προστασίας της νομιμότητας και της ανεξαρτησίας του Τύπου, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Και τώρα, αναγεννημένος ο ανύπαρκτος «υπαρκτός» με τη συνδρομή και της ολίγης ακροδεξιάς, αχρηστεύει το ΕΣΡ και ονειρεύεται Λένιν (βλ. παραπάνω).
Γι’ αυτό ο πρωθυπουργός, με ευσεβή αναφορά στο λενινοσταλινικό κομμουνισμό, μας θύμισε το ανέκδοτο του Σοβιετικού Συντάγματος, που καταργούσε την εκμετάλλευση ανθρώπων από άνθρωπο! Πράγματι, αυτό βεβαίωνε στο προοίμιό του το αναθεωρημένο σοβιετικό Σύνταγμα του 1946, και μάλιστα όχι ως επαγγελία, αλλά ως πραγμάτωση: «Η Σοβιετική εξουσία προγραμμάτισε βαθύτατες κοινωνικο-οικονομικές μεταρρυθμίσεις, έβαλε τέλος για πάντα στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο…»
Στην πραγματικότητα, το σοβιετικό καθεστώς ξεπέρασε και τον πιο άγριο καπιταλισμό στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αν πάρουμε στοιχεία από την αγορά εργασίας και χωρίς να λογαριάσουμε την αναβίωση της δουλοκτησίας, με δουλοκτήτη το κράτος και δούλους τον πληθυσμό του «αρχιπελάγους Γκούλαγκ». Έγραφε ο Λ. Τρότσκυ το 1936: «Υπάρχουν μισθοί 100 ρουβλίων και άλλοι 8-10 χιλιάδων ρουβλίων.
Οι μεν ζουν σε τρώγλες, με τρύπια παπούτσια, οι άλλοι μετακινούνται με πολυτελή αυτοκίνητα και διαθέτουν πολυτελή διαμερίσματα, βίλα κοντά στη Μόσχα και άλλη βίλα στον Καύκασο».
Ο Γάλλος κομμουνιστής οικονομολόγος Σαρλ Μπετελέμ διαπίστωνε την εξής εισοδηματική κλίμακα: εργάτης 100 ρούβλια, διευθυντής 3000 ρ., συγγραφέας (καλός κομματικός) 16.000 ρ., αντιπρόεδρος της κυβέρνησης 25.000 ρ. (250 εργατικοί μισθοί).
Κατά τον Κορνήλιο Καστοριάδη («Η γραφειοκρατική κοινωνία», 1973) το 15% του σοβιετικού πληθυσμού καρπούται το 84% του κοινωνικού προϊόντος και ο λαός –το 85% του πληθυσμού– το 16%, έχουμε δηλαδή μια σχέση αντιστρόφως ανάλογη.
Τα προνόμια και τη χλιδή της νομενκλατούρας δεν τα είχε, μετά το μεσαίωνα, καμιά κοινωνική τάξη στη Δύση. Αντίστοιχα, το προλεταριάτο (που η δικτατορία ήταν δική του!...) ζούσε στη μιζέρια: από τη διατροφή, τη στέγαση, την περίθαλψη, ως τις συντάξεις πείνας. Πασίγνωστες είναι οι τεράστιες ουρές για προμήθεια τροφής και οι άθλιες συνθήκες κατοικίας: 4-9 τ.μ. κατ’ άτομο, κοινή κουζίνα, τουαλέτα, λουτρό… (κατά όροφο).
Τα πλήρη αποκαλυπτήρια αυτής της βάναυσης εκμεταλλεύτριαςτάξης έγιναν το 1980 με την έκδοση στη Γαλλία και στη Γερμανία του βιβλίου του σοβιετικού ιστορικού Μίκαελ Βοσλένσκτυ, «Η Νομενκλατούρα - Οι προνομιούχοι στην ΕΣΣΔ». Το σύνολο των προνομιούχων υπολογιζόταν σε 750.000 – 3 εκατ. με τα μέλη των οικογενειών τους, δηλαδή λιγότερο από 1,5% του σοβιετικού πληθυσμού. Το 1970, σε διευθυντικές θέσεις του κόμματος και του κράτους σημειώνονται 76.847 πρόσωπα: είναι η αφρόκρεμα της ελίτ. Συνολικά 250.000 πρόσωπα ασκούν εξουσία, μικρή ή μεγάλη: το 1 τοις χιλίοις του πληθυσμού. Η περιγραφή των προνομίων τους, των αηδιαστικών ηθών τους, του τρόπου ζωής τους θα προκαλούσε ντροπή και σε πίθηκο. Ήταν η μόνη άρχουσα τάξη που είχε το «λίμπρο ντ’ όρο» και στην εποχή μας. Νομενκλατούρα = ονομαστικός κατάλογος. Ο νομενκλάτωρ ήταν ισόβιος, όσο ανίκανος ή διεφθαρμένος και αν αποδειχνόταν. Επιλεγόταν για να γραφτεί στη Νομενκλατούρα με κριτήρια κομματικά (καλή ώρα…) και όχι ικανότητες. Παρέμενε στη νομενκλατούρα ισοβίως, ακόμα και αν έχανε το πόστο του, εκτός αν έκανε κομματικό στραβοπάτημα. Επιζούσε το «μπαξίς» στις υπηρεσίες, αλλά και το απίστευτο: αγοραπωλησία των πόστων, με ταρίφες που σημειώνονταν σε εμπιστευτικές εκθέσεις. Αναφερόταν π.χ. ότι το 1969 το πόστο του α΄ κομματικού γραμματέα περιοχής του Αζερμπαϊτζάν κόστιζε 200.000 ρούβλια (2 χιλιάδες μισθοί εργάτη ). Ο λόγος που το κόμμα (του ηθικού πλεονεκτήματος) ανεχόταν τη διαφθορά-θεσμό ήταν απλός: η αγοραπωλησία και η υψηλή ταρίφα εξασφάλιζαν τη διαδοχή στα πόστα ανθρώπων της νομενκλατούρας, των μόνων που διέθεταν κεφάλαια!... Η άρχουσα τάξη στην ΕΣΣΔ ήταν κληρονομική και δεν είχε τους κινδύνους της Γουώλ Στρητ, των κρίσεων, του Χρηματιστηρίου. Ο νομενκλάτωρ ροχάλιζε ήσυχος.
Δεν ήταν έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι κατά την εξέγερση των εργατών στην Πολωνία, από τα κυριότερα αιτήματα ήταν «η κατάργηση της Νομενκλατούρας». Τότε έγινε παγκόσμια γνωστή η λέξη. Οι μόνες εργατικές εξεγέρσεις στη μεταπολεμική Ευρώπη έγιναν στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Έχω όμως μια απορία: γιατί ο πρωθυπουργός χρειάστηκε να επικαλεστεί το Σοβιετικό Σύνταγμα. Δεν είχε παρά να επαναλάβει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης· η 13η σύνταξη φτάνει από ώρα σε ώρα. Για να πάρει φόρα κάνει πίσω. Είμαστε ακόμα στην 7η…
Αντίθετα, δεν είναι τυχαίο ότι ανέσυρε τη σοβιετική κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο κατά τη συζήτηση για τον έλεγχο των ΜΜΕ. Το Σοβιετικό Σύνταγμα, πάλι, εκτός από την παραδείσια ισότητα, κατοχύρωνε και την ελευθερία του Τύπου. Αλλά: «Άρθρο 50. Σε αντιστοιχία με τα συμφέροντα των εργαζομένων και με σκοπό το δυνάμωμα του σοσιαλιστικού συστήματος, στους πολίτες της ΕΣΣΔ εξασφαλίζεται η ελευθερία του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων…» κ.λπ. Εξασφάλιζε, δηλαδή, την ελευθερία να συμφωνούν.
Το λαμπρό εκείνο Σύνταγμα του '18 του Λένιν και του '41 του Στάλιν κατοχύρωναν, με τον ίδιο τρόπο, τις πολιτικές ελευθερίες, την κριτική (άρθρο 49: Καταδίωξη για κριτική απαγορεύεται), τις ελεύθερες εκλογές (με ένα κόμμα!).
Για τους διαφωνούντες, απρόθυμους, μη ζητωκραυγαστές υπήρχε η τρομοκρατία, το Γκούλακ, οι αγγαρείες, η πείνα. Αυτά τα τελευταία τα διαφήμιζε ως απόλυτο όπλο του σοσιαλισμού, ο μεγάαααλος Λένιν:
«Το μονοπώλιο του ψωμιού, το δελτίο ψωμιού, η γενικευμένη αγγαρεία, ιδού ποιο είναι, στα χέρια των παντοδύναμων Σοβιέτ, το καλύτερο μέσον ελέγχου […], πιο τρομερό και από την γκιλοτίνα. Η γκιλοτίνα απλώς τρομοκρατούσε, εξουδετέρωνε τις δραστικές αντιστάσεις. Θέλουμε κάτι περισσότερο […] θέλουμε να τσακίσουμε την παθητική αντίσταση, που είναι πιο επίφοβη και επιβλαβής. Και έχουμε το μέσον. Αυτό είναι το μονοπώλιο του ψωμιού, το δελτίο, η γενικευμένη αγγαρεία».
Αυτό, βέβαια, είναι ένα μάξιμουμ πρόγραμμα. Το ιδανικό, η κατάργηση της εκμετάλλευσης... κ.τ.λ. η γενικευμένη φτώχεια, η καταστροφή της ιδιωτικής οικονομίας, η εξαφάνιση της μεσαίας τάξης, το μαύρο στον εγκέφαλο. Για την ώρα, προϋπόθεση είναι ο έλεγχος του Τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού, ένα άλλο παράλληλο πρόγραμμα.
Κατά της διαπλοκής, βεβαίως-βεβαίως…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου