Στο εσωτερικό ηχείο ακούμε: H ΑΔΕΔΥ αντιτίθεται στο Ευρώ, ο Αλαβάνος βλέπει ότι η πλατεία μπορεί να εξελιχθεί σε αντισυστημικό πολιτικό υποκείμενο, η Αλέκα κάνει delete στο χρέος, απόστρατοι αξιωματικοί βγάζουν τις στολές τους από τη ναφθαλίνη, οι αγανακτισμένοι συμμετέχουν στις απεργιακές φρουρές της ΓΕΝΟΠ, το μεσοπρόθεσμο του Βενιζέλου είναι χειρότερο από αυτό του προκατόχου του. Ταυτόχρονα το άλλο ηχείο, αυτό του εξωτερικού, παίζει ότι: η Süddeutsche Zeitung περιγράφει το Σαμαρά ως «κερδοσκόπο της κατάρρευσης, ανεύθυνο και εγωπαθή», ο Μπεν Μπερνάκι φοβάται ότι μια άτακτη χρεοκοπία σαν τη δική μας θα συντάρασσε τις αγορές, 70 μάναντζερς των μεγαλύτερων πολυεθνικών της Γαλλίας και της Γερμανίας ζητούν από τους προέδρους των χωρών τους να σώσουν την Ελλάδα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζητά από τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις να στηρίξουν τα νέα μέτρα και ανοίγει την κάνουλα της πρόσθετης χρηματοδότησης.
Η απομόνωση της οχλοβοής και των παρασίτων από τις ταυτόχρονες εκπομπές και η στοιχειώδης ορθολογική επεξεργασία των διαφορετικών μηνυμάτων μπορεί να οδηγήσει βάσιμα στο συμπέρασμα ότι οι ευρωπαίοι εταίροι μας υπό όρους αγωνίζονται να μας σώσουν. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση απρόθυμα και με βαριά καρδιά αναγκάζεται να συναινέσει. Οι υπόλοιποι ζουν σε άλλο τόπο και άλλο χρόνο. Ωστόσο οι πάντες, αντιδρώντας με τα παραδοσιακά ανακλαστικά του πολιτικού συστήματος, σκέπτονται και δρουν έχοντας το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές.
Οι ευρωπαϊκές και διεθνείς ελίτ συνεχίζουν να ποντάρουν στην αποφυγή της ελληνικής χρεοκοπίας. Συνεχίζουν να χρηματοδοτούν τα ελληνικά ελλείμματα ακόμα και με εμφανή την πιθανότητα να χάσουν, προκειμένου να προστατέψουν το Ευρώ και τις αγορές του, να σωθεί η ευρωζώνη από το ενδεχόμενο της διάλυσης. Η οικονομική βοήθεια που μας δίνουν είναι χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων, η οποία συνεχίζει να νομιμοποιείται ιδεολογικά με αναφορά στο ιδεώδες της ενωμένης Ευρώπης. Μέσα στους κόλπους της, αυτοί έζησαν και ζουν καλά, παρά τα όποια προβλήματα. Εμείς ζήσαμε καλύτερα με τα δανεικά, αλλά δυστυχώς ήρθε η ώρα να πάμε στο ταμείο και δεν θέλουμε. Αλλά όλα αυτά δεν κρατάνε για πάντα. Την ίδια στιγμή, οι φωνές που λένε αφήστε τους Έλληνες να καταρρεύσουν πληθαίνουν. Αν η Ιρλανδία και η Πορτογαλία καταφέρουν να γυρίσουν το παιχνίδι και η Ευρώπη ασφαλιστεί από τις επιπτώσεις του θανάτου μας, οι πιθανότητες να αφεθούμε στην τύχη μας ανεβαίνουν επικίνδυνα. Μέσα στη διαπάλη των διαφορετικών συμφερόντων και στρατηγικών, ένα ατύχημα, μια απρόβλεπτη δυσμενής συγκυρία μπορεί να αποβούν μοιραία.
Στο εγχώριο περιβάλλον τα πράγματα γίνονται όλο και πιο συγκεχυμένα. Πανικόβλητος ο πρωθυπουργός αναζητά κάποιον να μοιραστεί μαζί του την εξουσία, αλλά και τις ευθύνες. Δεν βρίσκει το Σαμαρά και καταλήγει στο Βενιζέλο. Το σύστημα ΠΑΣΟΚ, ατενίζει τον εφιάλτη της εκλογικής ήττας να πλησιάζει και σκέφτεται να ανατιναχτεί, σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι. Να ρίξει τη δική του κυβέρνηση και τη χώρα προκειμένου να διατηρήσει την επαφή με τους αγανακτισμένους ψηφοφόρους και να διασωθεί πολιτικά μέσα στο επερχόμενο τοπίο της καταστροφής, στη βαλκανική Ελλάδα που θα θυμίζει χλιδάτη Αλβανία. Ο ελιγμός της επιλογής Βενιζέλου προσέφερε μία πρόσκαιρη ανακούφιση, όμως η απαίτηση των εταίρων και της τρόικας να ψηφιστούν μαζί μεσοπρόθεσμο και εφαρμοστικός νόμος, καταργεί τους πρόσκαιρους εφησυχασμούς, ενώ τα σύννεφα εν όψει της επικείμενης ψηφοφορίας για το Μεσοπρόθεσμο πληθαίνουν. Κάπου στο βάθος όλοι βλέπουν ότι τα ψέματα τελείωσαν. Η κυβέρνηση πλέον δεν έχει κανένα περιθώριο να μην συμπράξει επί της ουσίας, χωρίς τους γνωστούς ελιγμούς και τα πασοκτζίδικα κόλπα στην εφαρμογή των όρων του Μεσοπροθέσμου, που σκληραίνουν επικίνδυνα. Η τύχη της χώρας κρέμεται από τις ψήφους του Κουρουπλή, της Τόνιας Αντωνίου και δεν συμμαζεύεται.
Ο Σαμαράς πιέζεται από τους δεξιούς Ευρωπαίους ηγέτες να συναινέσει. Αυτός όμως δεν διστάζει να μετακινηθεί σε θέσεις που θυμίζουν ΚΚΕ, προκειμένου να ανέβει στην εξουσία και να διαχειριστεί αυτός και το κόμμα του τη νέα βοήθεια που έρχεται από τους «κουτόφραγκους». Την ίδια στιγμή βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης δείχνουν πρόθυμοι να ψηφίσουν το μεσοπρόθεσμο αναλογιζόμενοι την κρισιμότητα της ψηφοφορίας.
Η «εναλλακτική Αριστερά», ΣΥΡΙΖΑ και πέρα, αριστερίστικη όσο ποτέ, πασχίζει να καταλάβει τι είναι αυτό που έρχεται, επαναστατικό τσουνάμι, εθνικιστική καταιγίδα ή κατάρρευση των πάντων. Στηρίζει την κάθε συντεχνία, την πλατεία και τη Σπίθα, ζητά διορισμούς και εκλογές. Δεν τη νοιάζει τι συμφέρει το λαό που δήθεν εκπροσωπεί. Ρητορεύει εν κενώ εναντίον του ανύπαρκτου ελληνικού νεοφιλελευθερισμού και ποντάρει πολιτικά στη χρεοκοπία της χώρας. Ακολουθεί τον κλασσικό κανόνα του πολιτικαντισμού και προσδοκώντας κέρδη από τα ερείπια, υποκρίνεται ότι θα είναι αυτή ο νικητής με το 4% και όχι η δεξιά του Φαήλου και του Χρύσανθου που έρχεται τρεχάτη.
Το ΚΚΕ, ως ιδεολογικός μονόλιθος, πασχίζει να τελειοποιήσει τις παρελάσεις του στους δρόμους της Αθήνας. Δηλώνει αδιάφορο και πέραν της τρέχουσας πολιτικής, καλώντας την κοινωνία να αντισταθεί στην επέλαση του κεφαλαίου και να στρατευτεί στην υπόθεση μιας κοσμικής Δευτέρας Παρουσίας. Ούτε θέλει αλλά ούτε και μπορεί να προτείνει τίποτα. Στο βάθος του γερασμένου μυαλού του κατοικεί μόνο ο σοβιετικός εφιάλτης.
Η Δημοκρατική Αριστερά μετεωρίζεται ανάμεσα στην υιοθέτηση μιας πολιτικής χρήσιμης δύναμης για τη χώρα και την κοινωνία από τη μια, και από την άλλη στην ήπια αναπαραγωγή του γνωστού αταβιστικού αριστερού αρνητισμού με τα συνακόλουθα λαϊκίστικα συμφραζόμενα. Η κατάσταση αυτή στο προγραμματικό επίπεδο είναι το απότοκο μιας αδυναμίας απαλλαγής από τα θεωρητικά κλισέ του παρελθόντος, στο πλαίσιο των οποίων η ελληνική κρίση γίνεται εν πολλοίς αντιληπτή αποκλειστικά ως μία παράπλευρη απώλεια της κρίσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και οι κοινωνικές της συνέπειες ερμηνεύονται ως ένα ακόμα περιστατικό της αιώνιας σύγκρουσης κεφαλαίου και εργασίας. Στο πολιτικό επίπεδο εκφράζεται με την τάση ήπιας προσαρμογής στις προσδοκίες των παραδοσιακών αριστερών ακροατηρίων σε ζητήματα τρέχουσας πολιτικής και συμμαχιών. Ο τύπος αυτής της προσαρμογής αφήνει βεβαίως περιθώρια ανοιγμάτων έξω από τα όρια του συνήθους αριστερού δημόσιου λόγου, τα οποία όμως τις πιο πολλές φορές συρρικνώνονται ή κλείνουν στην επόμενη κίνηση. Στο ψυχολογικό επίπεδο παρωθείται από τα ενοχικά σύνδρομα μιας πιθανής απώλειας της αριστερής ψυχής. Η ταλάντευση αυτή καθόρισε και εν πολλοίς καθορίζει τη στάση του κόμματος και για το μνημόνιο και για την επικείμενη ψηφοφορία για το μεσοπρόθεσμο.
Στο βάθος της εικόνας ολόκληρο σύστημα, πολιτικές ελίτ, ραντιέρηδες και κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, έμποροι της ενημέρωσης, υψηλόμισθοι υπάλληλοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα, συνδικαλιστικές μαφίες, πάμπλουτοι και φοροδιαφεύγοντες ελεύθεροι επαγγελματίες αγωνιούν. Ανάλογα με τα συμφέροντά τους άλλοι θέλουν και άλλοι όχι να μείνει η χώρα στο Ευρώ. Όλοι όμως θέλουν πρώτιστα να σωθούν οι ίδιοι. Να ζήσουν και να αφήσουν τους άλλους να πεθάνουν. Ας γυρίσει ο κόσμος ανάποδα, αρκεί να μην χαθούν τα συμφέροντα, αρκεί το διεφθαρμένο, κρατικιστικό μοντέλο οικονομίας που τους εξέθρεψε να συνεχίσει να υπάρχει, το μετασοβιετικό σύστημα να συνεχίζει να αναπαράγεται με αυτούς στο ρόλο του επιβήτορα. Πολιτικός εθισμός σε καταστροφικά μοντέλα. Μπίζνες θα γίνονται πάντοτε ακόμα και στην μετά - ευρώ έρημο.
Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι κανείς από τους ορκισμένους εχθρούς του μνημονίου δεν αιτείται τη διακοπή της χρηματοδότησης. Τα καλά και συμφέροντα.
Μέσα σ’ αυτή τη θολούρα, με το λαϊκισμό να καλπάζει και με δεδομένη την απουσία μιας πολιτικής ηγεμονίας του ορθού λόγου και της υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος, ένα μέρος της κοινωνίας παγιδεύεται στις πλατείες με τις αρλούμπες της αμεσοδημοκρατίας, αγανακτεί για τη διάψευση των προσδοκιών της δανεικής ευημερίας, δείχνει εξαιρετικά ευεπίφορο στην καταφυγή στους μύθους της εθνικής μοναξιάς και στον αντικοινοβουλευτισμό.
Οι υπόλοιποι, η συντριπτική πλειοψηφία, τρομοκρατημένοι από την εξέλιξη της κρίσης και τους εμπόρους των λύσεων, απέχουν από την ενεργό πολιτική δράση, ενώ ταυτόχρονα πολιτικολογούν ασύστολα. Κοιτάζουν τη δουλειά ή την αναδουλειά τους και ελπίζουν, όταν ελπίζουν, στην έλευση παλιών ή νέων supermen. Η μεσαία τάξη οργίζεται και δικαίως επειδή καλείται να πληρώσει αυτή το μάρμαρο, αλλά αδυνατεί να ταξινομήσει τις προτεραιότητες, να επιλέξει συμμάχους, να εμπιστευθεί ένα αναξιόπιστο πλέον πολιτικό προσωπικό. Το ρήγμα το πολιτικό σύστημα αποτυπώνεται στα ποσοστά του λευκού ή της αποχής.
Σ’ αυτό το γκρίζο τοπίο υπάρχει ένα μειοψηφικό ρεύμα με βάσιμες ελπίδες ανάπτυξης. Είναι όλοι όσοι κοιτάζουν και βλέπουν μέσα από τους καπνούς της απελπισίας στο φάσμα του υπέρυθρου. Κόντρα στο ρεύμα του καλπάζοντος λαϊκισμού ιχνηλατούν και αναζητούν του δρόμους του ορθού λόγου. Οι περισσότεροι ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς και της ρεφορμιστικής αριστεράς, εκεί όπου και ο διάλογος έχει αρχίσει εδώ και καιρό. Αρκετοί συσπειρώνονται μέσα και γύρω από τη ΔΗΜΑΡ, την οποία θεωρούν προνομιακό χώρο δημιουργίας νέων πολιτικών προταγμάτων. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα χρειαστεί και εκεί να αγωνιστούν για να πείσουν, αντιπαλεύοντας αδράνειες που πηγάζουν από αριστερά στερεότυπα. Αντιλαμβάνονται το έλλειμμα μιας ευρύτερης, ρωμαλέας και καινοτόμας πολιτικής ηγεσίας, αλλά ταυτόχρονα θεωρούν ότι οι δραματικές εξελίξεις και τα ρήγματα που αυτές δημιουργούν, είναι εμβρυουλκός νέων πολιτικών συμμαχιών και ως εκ τούτου και παράγοντας γέννησης νέων πολιτικών ηγεσιών.
Η γενικευμένη ρευστότητα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, παρέχει σημαντικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη τολμηρών πρωτοβουλιών και δράσεων. Το ρεύμα αυτό μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην τελεσίδικη αποκοπή από την αριστερή παράδοση της ανεύθυνης αντιπολιτευτικής εθελοτυφλίας. Να απευθυνθεί και σε άλλα ευρύτερα πολιτικά ακροατήρια της κεντροαριστεράς. Να μετατρέψει τις επιλογές Καμίνη και Μπουτάρη σε μπούσουλα πολιτικής ναυσιπλοΐας εν μέσω τρικυμίας. Να ιεραρχήσει ανάγκες και να θέσει προτεραιότητες που δεν θα υπαγορεύονται από το παραδοσιακό αριστερό φαντασιακό, αλλά από το δημόσιο συμφέρον, το συμφέρον του κόσμου της εργασίας στα πλαίσια της Ευρώπης.
Αυτό το εν τη γενέσει πολιτικό ρεύμα δεν φιλοδοξεί να βρει μόνο τεχνικές λύσεις στα προβλήματα του χρέους, της ανασύστασης του κράτους ή της πράσινης ανάπτυξης. Αυτές ούτως ή άλλως είναι υπόθεση των ειδικών. Καλείται κυρίως να δώσει πολιτικές κατευθύνσεις, να καθορίσει όρια και παραμέτρους, να διαπραγματευτεί τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Καλείται να παρέμβει με ιδιαίτερα ρηξικέλευθες δράσεις ώστε να πείσει την κοινωνία για την κρισιμότητα της εθνικής μας υπόθεσης. Καλείται να αποκαταστήσει επαφή με νησίδες λογικής και ευθύνης στο μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού φάσματος. Καλείται να φωνάξει «παρών» στο προσκλητήριο για τη σωτηρία της πατρίδας, καθώς τα φώτα σβήνουν και τα παλλόμενα laser αδυνατούν να δείξουν το δρόμο.
Των Γιάννη Αντωνίου και Λεωνίδα Καστανά, από το φιλικό Blog, Μη μαδάς τη μαργαρίτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου