«Τώρα που ακρίβυναν τα εισιτήρια, δεν κάνεις ένα ρεπορτάζ πόσα λεφτά θέλει μια τετραμελής οικογένεια για να πάει διακοπές στα νησιά;» μου είπε μια μέρα πριν λίγα χρόνια ο τότε διευθυντής μου. «Όχι, δεν κάνω» του απάντησα. «Γιατί να το κάνω; Αν μια τετραμελής οικογένεια δεν έχει την άνεση να πάει στη Ρόδο ή τη Σκιάθο, γιατί πρέπει να την τσιγκλάμε μονίμως; Το μόνο που πετυχαίνουμε με αυτά τα ρεπορτάζ είναι να συντηρούμε τη δημιουργία αναγκών που δεν μπορούν να καλυφθούν και να κάνουμε τον κόσμο να νιώθει άσχημα επειδή δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Ας πάει στο χωριό η τετραμελής οικογένεια αν δεν έχει λεφτά να πάει στα νησιά!»
Πείστηκε – δεν πείστηκε, έκτοτε ο διευθυντής μου δεν μου ξαναζήτησε κάτι ανάλογο.
Πείστηκε – δεν πείστηκε, έκτοτε ο διευθυντής μου δεν μου ξαναζήτησε κάτι ανάλογο.
Μη βιαστείτε να με θεωρήσετε ελιτίστρια, βολεμένη και δεν ξέρω γω τι άλλο. Εμείς αλλά κι όλες οι οικογένειες που θυμάμαι «στην εποχή μου», δηλαδή πριν την επέλαση της ιδιωτικής τηλεόρασης και του –λέμε τώρα- lifestyle, αν δεν είχαμε λεφτά, δεν πηγαίναμε διακοπές ή πηγαίναμε «στο χωριό».
Αυτές ήταν οι σκέψεις που έκανα επί πολλά χρόνια, θυμωμένη με τον διαρκή βομβαρδισμό από πλευράς καναλιών για τις «διακοπές της τετραμελούς οικογένειας». Η «τετραμελής οικογένεια» κι οι οποιεσδήποτε «ανάγκες» της έγιναν ο δείκτης των αναγκών μιας ολόκληρης χώρας. Η «τετραμελής οικογένεια», αξιοσέβαστη ως δομικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας, καπέλωνε οποιαδήποτε φωνή διαφοροποίησης ή οποιαδήποτε αντίρρηση τολμούσε να αρθρωθεί. «Εσύ μη μιλάς, δεν έχεις παιδιά και δεν ξέρεις τι σημαίνουν οι ανάγκες των παιδιών» είναι το πιο συχνό που ακούω από τους «οικογενειάρχες». Τουμπεκί εγώ λοιπόν, κι ας είμαι σίγουρη ότι ένα παιδί έχει ανάγκη από Prada, Timberland και Abercrombie μόνο εφόσον του τα δείξουν. Αν δεν του τα βάλουν στο κεφαλάκι του, το παιδί είναι καταχαρούμενο παίζοντας με μια μπάλα και τρέχοντας ξυπόλητο όλη μέρα.
Φυσικά, οι διακοπές ή τα Vans των παιδιών είναι το κερασάκι στην τούρτα, καθώς η «τετραμελής οικογένεια» σημαίνει πολύ περισσότερα. Ο ορισμός «τετραμελής» γίνεται για την οικονομία της συζήτησης, μπορεί να πρόκειται για τριμελή, πενταμελή κλπ οικογένεια. Εννοείται η ελληνική οικογένεια, αυτή που κάτω από τις φτερούγες της φυλάγει γερά τα μέλη της. Για την ελληνική οικογένεια που πάντοτε είναι πρόθυμη να βοηθήσει, να χαρεί, να πονέσει, να γελάσει, να προστατεύσει, να θυσιαστεί για τα μέλη της κι αλίμονο σε όποιον τα πειράξει! Υπέροχα ως εδώ!
Από την άλλη, όμως, η «τετραμελής οικογένεια» φυλάγει τα μέλη της σ’ ένα κουκούλι εμποδίζοντάς τα απ’ το να γίνουν μέλη μιας κοινωνίας, κάτι που αναπόφευκτα θα γίνει κάποια στιγμή. Η «τετραμελής οικογένεια» συχνά είναι ένας μικρόκοσμος που προστατεύεται φανατικά και αδιαφορεί για το γεγονός ότι μπορεί να βλάψει τους άλλους. «Εμείς να είμαστε καλά» που λέει ο λόγος…
Τα θυμήθηκα αυτά με αφορμή την υπόθεση της θυγατέρας του Βύρωνα Πολύδωρα και του απαράδεκτου διορισμού της από τον πατέρα – πρόεδρο της μιας ημέρας. Ειλικρινά, δεν έχω λόγια να γράψω, θα μπορούσα να γεμίσω τη σελίδα βρισιές για την αναίσθητη αυτή οικογένεια.
Θυμήθηκα, όμως, κι άλλα. Θυμήθηκα συναδέρφους στην ΕΡΤ3 που ήθελαν πάση θυσία «να βάλουν το παιδί» στη δουλειά. Οι περισσότεροι τα κατάφεραν. Άλλοι, πάλι, καταφέρονταν εναντίον των ιθυνόντων που «δεν μου παίρνει το παιδί» στη δουλειά. Αυτοί οι τελευταίοι περίμεναν «ν’ αλλάξουν τα πράγματα», να έρθει κάποιος γενικός «δικός μας», να αναγνωρίσει την αδικία του προηγούμενου και τελικά «να βολέψει και το παιδί μου». Άσχετα αν «το παιδί» αξίζει κι άσχετα αν «το παιδί» καταλάβει τη θέση εις βάρος κάποιου περισσότερο άξιου, έτσι;
Θυμήθηκα και τη δικαιολογία που ακούγεται πολλές φορές από δράστες κλοπής ή υπεξαίρεσης: «έχω και δυο παιδάκια να θρέψω…».
Θυμήθηκα κι ένα περιστατικό που με σημάδεψε. Πριν λίγα χρόνια, πήγαινα σε μια μοδίστρα η οποία θεωρούσε ότι είμαι άνθρωπος «στα μέσα και στα έξω». Μάταια της εξηγούσα πόσο πλανάται. Μια μέρα, με είδε να περνώ απέξω, βγήκε και με φώναξε: «Σε χρειάζομαι». Μπήκα στο μαγαζί της. Μου έδειξε τη φωτογραφία του στρουμπουλού, πλαδαρού κι απολύτως άβουλου γιου της –τον είχα γνωρίσει, γι αυτό τον περιγράφω έτσι. Πιστεύω ότι ο ευνουχισμός της μητέρας του αποτυπωνόταν στην πλαδαρότητα της φυσιογνωμίας του γιου. «Το παιδί πήγε φαντάρος. Σε ένα χρόνο που θα απολυθεί πρέπει να του βρω δουλειά. Πόσα θες; Πες μου, πόσα θες να του βρεις κάπου να βολευτεί; Πες ένα ποσό και θα στο δώσω». Παραδόξως, δεν αντέδρασα πολύ έντονα εκείνη την ώρα. Σε λίγο καιρό άλλαξα σπίτι, γειτονιά και δεν ξαναπέρασα ούτε απ’ έξω.
Αλλά τι δικαίωμα έχω εγώ να μιλάω; Η ανεπρόκοπη, είμαι άτεκνη. Και πού να μπορώ εγώ να καταλάβω την ανάγκη ενός παιδιού να του βρει δουλειά η μαμά του…
Της Χριστίνας Ταχιάου, από protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου