Της Μαρίας Κατσουνάκη, από την Καθημερινή
"Είναι λυπηρό, για μια τόσο σημαντική ανασκαφική έρευνα, οι πολυεμφανιζόμενοι μη αρχαιολόγοι στα ΜΜΕ, και ειδικά στα ηλεκτρονικά, να περιορίζονται μόνον σε πικρόχολα σχόλια για τον τρόπο που δουλεύουμε, χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν έναν καλό λόγο για όλη την προσπάθεια και τον αγώνα των ανθρώπων, όλων των ειδικοτήτων, που εργάζονται καθημερινά, κάτω από δύσκολες συνθήκες, στο ταφικό μνημείο". Είναι μέρος της απάντησης που έδωσε η αρχαιολόγος Κατερίνα Περιστέρη, υπεύθυνη της ανασκαφής στην Αμφίπολη, στις βολές που δέχεται, για τον τρόπο εργασίας και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί, από μέρος της επιστημονικής κοινότητας.
Η εισαγωγή είναι μόνο για να απομονώσουμε τη φράση «να αρθρώσουν έναν καλό λόγο» και όχι για να αναφερθούμε στη διένεξη. Ποιος έχει δίκιο ή άδικο δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε. Η απόρριψη, όμως, του άλλου είναι πλέον κοινός τόπος. Γενικευμένος. Σαρώνει η αρνητική εικόνα για τον τάδε ή δείνα επώνυμο, επιτυχημένο ή αποτυχημένο, αλλά και για τον απλώς γνωστό, συνάδελφο ή ακόμα και «φίλο», σε κουβέντες δημόσιες ή ιδιωτικές. Είμαστε έτοιμοι, πάνοπλοι, να αποκαθηλώσουμε, να απαξιώσουμε, να υποτιμήσουμε, να υποβαθμίσουμε αλλά όχι να επαινέσουμε, να κατανοήσουμε, να αποτιμήσουμε με ψυχραιμία. Είναι στατιστικά παρατηρημένο: μόλις διατυπωθεί καλή κουβέντα ή κρίση για κάποιον, ενεργοποιούνται επιθετικά ανακλαστικά. Η ανθρωποφαγία καιροφυλακτεί ως άμεση αντίδραση στην όποια διάκριση προσώπου εντός ελληνικής επικράτειας. Η ζήλια, το διαρκές αδικαίωτο «εγώ», ορθώνει τείχη ανάμεσα στην επιτυχία του άλλου και τη δική μας μη αναγνώριση. Μηδενική ανοχή στην επαγγελματική άνοδο, βράβευση, θαυμασμό ή ικανότητα, που συγκεντρώνει ο διπλανός, γνωστός ή ξένος.
Το Facebook και το Twitter σέρνουν τον χορό του φθόνου και της μνησικακίας. Μέσα από τις ηλεκτρονικές αναρτήσεις και «συνομιλίες» γιγαντώνεται και πολλαπλασιάζεται η αποστροφή που φωλιάζει στον καθένα για τον καθένα, χρήστη ή μη. Η εδραίωση αυτής της «εμπόλεμης» συνθήκης προδίδει πολλά για εμάς και για την κοινωνία. Η «γνώση εαυτού» είναι το αιτούμενο της ψυχαναλυτικής επιστήμης. Γιατί όμως η ελληνική κοινωνία βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπη -δεν είναι αποκλειστικά σύμπτωμα της σφοδρής οικονομικής κρίσης- με συνεχόμενους πνιγμούς; Με αδηφαγία, φόβους, σκοτεινές και ασυνείδητες πλευρές, αδυναμία αποδοχής, εντέλει, του άλλου; Με ένα φαντασιακό που οργιάζει ερήμην της πραγματικότητας;
Η αξιολόγηση και η αξιοκρατία, εκτός από πολιτειακή και πολιτική ανάγκη, ανήκει και στα ψυχικά σημαίνοντα. Η ταραγμένη διαδρομή μιας θεσμικής ανάγκης που δυσκολεύεται όχι μόνο να καθιερωθεί αναίμακτα αλλά και να πείσει πρωτογενώς για τη σπουδαιότητά της, διατρέχει οριζοντίως και καθέτως την ελληνική κοινωνία. Το πολιτικό σύστημα δεν θέλει να την επιβάλλει, υπολογίζοντας τη δυσαρέσκεια και το κόστος που θα προκαλέσει, ένα μέρος των πολιτών έχει μάθει να επιβιώνει και προσπορίζεται οφέλη από τη μη αξιολόγηση. Ακριβώς αυτό. Μια σιωπηρή συμφωνία πολιτικού συστήματος και μέρους της κοινωνίας.
Τι σημαίνει; Διασάλευση, αν όχι καταστροφή, κριτηρίου. Παραμερίζονται οι ικανότητες, οι αξίες, η δημιουργική επένδυση στους άριστους, για να θριαμβεύσουν οι «παρέες», τα «κονέ», οι «κολλητοί». Το μέτρο προτάσσεται ως ανάγκη αλλά κατ’ επίφαση. Στην ουσία κανείς δεν το θέλει γιατί προϋποθέτει τη δύσκολη, σχεδόν αδύνατη, αναγνώριση της αξίας και της υπεροχής του άλλου. Προϋποθέτει, δηλαδή, τη γνώση των δικών μας ορίων. Προϋποθέτει τη «γνώση εαυτού». Διαδικασία αρκετά μοναχική, κυρίως επώδυνη. Για να προχωρήσουμε, όμως, ως άτομα και ως κοινωνία, χρειάζεται να μπορούμε να «αρθρώσουμε έναν καλό λόγο» για τον άλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου