του Λεωνίδα Καστανά, από το Blog μη μαδάς τη μαργαρίτα
Μας αρέσει να συζητάμε για το επιτυχημένο Φιλανδικό εκπαιδευτικό μοντέλο. Αν θέλουμε να το εφαρμόσουμε και στη πατρίδα μας ευελπιστώντας σε ανάλογα αποτελέσματα θα πρέπει να μεταφέρουμε και το κλίμα, τη μορφολογία του εδάφους, τις παραδόσεις του Φιλανδικού έθνους. Το γεγονός ότι λόγω των μεγάλων χειμώνων και της μικρής ηλιοφάνειας, ο Φιλανδός μαθητής έχει μάθει να ανακαλύπτει τον κόσμο μέσα από τα βιβλία, δηλαδή με το διάβασμα φοβάμαι ότι είναι καθοριστικό. Μια διαδικασία για την οποία δε νομίζω ότι μπορεί να καυχιέται το αντίστοιχο ελληνικό έθνος. Θέλω να πω ότι κάθε μοντέλο επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει σε συγκεκριμένες συνθήκες, σε συγκεκριμένο λαό με δεδομένη νοοτροπία. Γιατί η νοοτροπία κάνει τη διαφορά. Και σε αυτήν λίγοι δίνουν σημασία στον τόπο μας.
Στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση μέχρι τις μέρες μας η ιστορία του ελληνικού σχολείου ακολουθεί την εξής διαδρομή όπως σημειώνει ο δάσκαλος Ευθύμης Δημόπουλος: το αυταρχικό σχολείο της Δεξιάς και της Χούντας υποχωρεί και τελικά καταρρέει υπό την επίδραση μιας μακράς περιόδου πολιτικού και εκπαιδευτικού εκδημοκρατισμού. Στη θέση της αναδύεται σταδιακά το νέο αντιαυταρχικό και μαθητοκεντρικό παιδαγωγικό παράδειγμα. Μόνο που όπως και σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής η φάση αυτή εξελίχθηκε ασύμμετρα, χωρίς ισορροπίες και παρήγαγε νέα προβλήματα. Αυτά τα προβλήματα βιώνει η σημερινή εκπαίδευση. Παρ όλες τις συνεχείς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις το αποτέλεσμα είναι συνεχώς και χειρότερο. Μεταρρύθμιση στη νοοτροπία δεν γίνεται.
Η αντιαυταρχική αγωγή όπως μας την κληροδότησε ο Ρουσώ σημαίνει σεβασμό στην παιδική και εφηβική φύση, με ελευθερία επιλογών, εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας και κυρίως ψυχική ικανοποίηση του μαθητή στο χώρο του σχολείου. Ταυτόχρονα όμως η σύγχρονη παιδαγωγική επιβάλλει και την καλλιέργεια της αυτοπειθαρχίας, του σεβασμού των συλλογικών κανόνων και ορίων, την τήρηση των υποχρεώσεων, τη συνεργασία όλων μέσα στο χώρο του σχολείου με σεβασμό στη διαφορετικότητα. Αυτά τα δύο σκέλη αλληλοεξαρτώνται. Πρέπει να ισορροπούν κάθε στιγμή σε κάθε πρόβλημα που διαχειριζόμαστε.
Στο ελληνικό σχολείο η ισορροπία αυτή συνεχώς ανατρέπεται. Υπερτροφεί η αντιαυταρχική συνιστώσα και ο σεβασμός των κανόνων και των ορίων ατροφεί και εξαφανίζεται. Εδώ εμφανίζεται ένας ιδιότυπος παιδαγωγικός λαϊκισμός, οι μαθητές αλλά και οι γονείς τους μετατρέπονται σε πελάτες βαθμών και τίτλων και ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Η ρηχή αντιαυταρχική παιδαγωγική είναι ευθυνόφοβη και τείνει να εξομοιώσει το μαθητή με τον καθηγητή, λειτουργεί ως πατερναλιστική περιποίηση, όπου όλα επιτρέπονται για να μη θιγεί δήθεν η παιδική και εφηβική ψυχή. Ο δάσκαλος πρέπει να εμψυχώνει αλλά ταυτόχρονα πρέπει να είναι και ο αδέκαστος κριτής που θα απελευθερώνει τις δυνάμεις του μαθητή και δεν θα τον κανακεύει. Και μεις απλά κανακεύουμε.
Χαρακτηριστικό αυτής της ιδεολογίας είναι η βαθμολογία. Από το Δημοτικό ο μαθητής και η μαθήτρια μαθαίνουν ότι υπάρχει μόνο το Άριστα 10 και το 9 το παίρνουν μόνο όσοι έχουν μαθησιακά προβλήματα. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο οι βαθμοί και οι εξετάσεις είναι παρωδία. Μετεξεταστέοι δεν υπάρχουν πια. Ο καθηγητής φροντίζει να δίνει από την προηγούμενη τα θέματα των εξετάσεων ώστε όλοι, μα όλοι να γράψουν όσο το δυνατόν καλύτερα γίνεται. Η μαθητική αντίδραση στην Τράπεζα Θεμάτων οφείλεται ακριβώς σε αυτό. Τώρα δύο στα τέσσερα θέμα θα είναι άγνωστα. Στην Γ λυκείου ο βαθμός απολυτηρίου είναι συνήθως πάνω από 18 ακόμα και αυτών που γράφουν κατά με΄σο όρο κάτω από τη βάση στις Πανελλαδικές. Το όριο των απουσιών ειδικά στο Λύκειο και ειδικότερα στα ΕΠΑΛ είναι λάστιχο με μεγάλη ελαστικότητα. Ο σύλλογος των διδασκόντων στην ειδική συνεδρίαση μπορεί να σβήσει απουσίες και μάλιστα όλες τις απουσίες λόγω αποβολών με αποτέλεσμα η υψηλότερη ποινή, όπως η αποβολή, να έχει ευεργετικό χαρακτήρα, δηλ. ο μαθητής αναπαύεται χωρίς καμιά αρνητική συνέπεια. Η ώρα προσέλευσης στην τάξη, ειδικά την 1η ώρα, παρουσιάζει επίσης υπερβολική ελαστικότητα κάτι που εθίζει το νέο και τη νέα στο να μην τηρούν ούτε τη βασική υποχρέωση να βρίσκονται εγκαίρως στη εργασία τους. Οι καταλήψεις έχουν πλέον καθιερωθεί ως οι φθινοπωρινές διακοπές και νομιμοποιούνται κοινωνικά επειδή προβάλλουν κάποια γενικόλογα πολιτικά αιτήματα στα οποία πατούν τα κόμματα της Αριστεράς για να τις υποστηρίξουν, αν όχι να τις υποδαυλίσουν.
Στην κατάσταση αυτή κεντρικό ρόλο έχουν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές που έχουν καταπιεί αμάσητη την αντιαυταρχική ρητορική είτε γιατί εμφορούνται από «αριστερά» και «αντιεξουσιαστικά» ιδεώδη, είτε γιατί λυπούνται τους μαθητές, είτε γιατί με τον τρόπο αυτό γίνονται αρεστοί και μπορούν κάνουν ήσυχοι τη δουλειά τους. Αλλά και οι αρχές, ο διευθυντής, ο προϊστάμενος και το Υπουργείο έχουν σημαντική ευθύνη γιατί ενώ ξέρουν τι συμβαίνει κάνουν τα στραβά μάτια στα πλαίσια του πελατειακού κράτους. Για παράδειγμα, μπορεί το Υπουργείο να λέει ότι οι μέρες κατάληψης θα αναπληρωθούν στις διακοπές του Πάσχα αλλά ξέρει πολύ καλά ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει.
Το ίδιο το υπουργείο θέσπισε την Τράπεζα Θεμάτων όχι για παιδαγωγικούς λόγους αλλά για να δώσει μια αξιοπιστία στην εξεταστική διαδικασία στο Λύκειο. Να αναγκάσει τους μαθητές να ασχολούνται με όλα τα μαθήματα αλλά και για να έχουν κάποια στοιχειώδη αξία οι επιδόσεις τους στο μέτρο που αυτές πλέον επηρεάζουν το βαθμό πρόσβασης στα ΑΕΙ. Όπως όμως λέγεται στα σχολεία, ο καθηγητής εκφωνεί τα θέματα και δίνει «διευκρινήσεις» και φυσικά ο οικείος καθηγητής διορθώνει και βαθμολογεί τα γραπτά με ότι αυτό συνεπάγεται.
Το Λύκειο απαξιώθηκε όχι γιατί συνδέθηκε με τις πανελλαδικές εξετάσεις αλλά γιατί μοιράζει βαθμούς και απολυτήρια χωρίς καμία ουσιαστική κρίση. Ειδικά τα ΕΠΑΛ είναι εδώ και χρόνια «parking εφήβων» γιατί μοιράζουν απολυτήρια και πτυχία ειδικότητας με εξετάσεις παρωδία σε παιδιά που στην συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν δομικές γνωστικές ελλείψεις. Σε ένα τέτοιο σχολείο κανείς δεν θέλει να πάει, κανείς δεν μαθαίνει σχεδόν τίποτα και κανείς δεν περνάει καλά. Ο απόφοιτος κάθε τύπου Λυκείου δεν διαθέτει καμιά δεξιότητα και φυσικά είναι αδύνατο να βγει στην αγορά εργασίας και να ζητήσει δουλειά εκτός από αυτή του ανειδίκευτου εργάτη, ή του κατώτερου δημόσιου υπάλληλου.
Η διδασκαλία στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Η έλλειψη αξιολόγησης, ενός έστω στοιχειώδους ελέγχου για το τι κάνει ο κάθε δάσκαλος στην τάξη, έχει επιφέρει ένα εκπαιδευτικό αλαλούμ. Πολλοί δεν τελειώνουν την ύλη, ο καθένας διδάσκει ότι θέλει και όπως θέλει, εργαστήρια δεν γίνονται γιατί θέλουν προετοιμασία, ο καθένας δίνει βάρος σε ότι αυτός νομίζει κοκ. Γι αυτό και αρκετοί δάσκαλοι εναντιώνονται στην Τράπεζα Θεμάτων, γιατί τους επιβάλλει να βγάλουν όλη την ύλη, πράγμα συχνά αδύνατο εκ των πραγμάτων. Ο διδακτικός χρόνος είναι σαφές ότι δεν επαρκεί (160 μέρες περίπου ανά έτος) γιατί το μόνο εύκολο είναι να χαθούν διδακτικές ώρες. Το πρόγραμμα αργεί να σταθεροποιηθεί λόγω και ελλείψεως καθηγητών, απεργίες γίνονται για ψύλλου πήδημα, καταλήψεις, συνδικαλιστική ενημέρωση σε ώρα μαθήματος, συνεδριάσεις συλλόγου καθηγητών και προγράμματα που εκτελούνται την ώρα λειτουργίας του σχολείου και όχι μετά τις 2μμ όπως ορίζει ο νομοθέτης. Συνεπώς είναι αδύνατον το σχολείο να προετοιμάσει τους μαθητές για τις πανελλαδικές εξετάσεις οποιουδήποτε τύπου, ειδικά σε αυτές με τις αυξημένες έως παράλογες απαιτήσεις. Ακόμα και αν ο καθηγητής είναι ικανός και θέλει να δουλέψει. Πράγμα που δεν συμβαίνει πάντοτε αφού δεν υπάρχουν ασφαλή κριτήρια για το ποιος διδάσκει τα μαθήματα κατεύθυνσης στη Β και Γ Λυκείου και αν μπορεί να τα διδάξει επαρκώς. Γενικά στο σχολείο, το τι γνωρίζει και το τι μπορεί να διδάξει ένας καθηγητής δεν μπαίνει ποτέ όχι σε κρίση αλλά ούτε σε συζήτηση. Αν ένα τμήμα πάει στον διευθυντή και διαμαρτυρηθεί για την ανεπάρκεια ή αδιαφορία ενός διδάσκοντα και ζητήσει την αντικατάστασή του, δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα να βρεθεί λύση.
Το πελατειακό σύστημα οδηγεί το μαθητή σε ένα σχολείο απίστευτα χαλαρό και πολιτιστικά υποβαθμισμένο, χωρίς να νοιάζεται για το τι αυτός μαθαίνει και κυρίως επικίνδυνο για τη ψυχική του υγεία και ισορροπία. Κανείς δεν λογοδοτεί για το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα. Τον οδηγεί μέχρι την Γ Λυκείου χωρίς καμιά ευθύνη και εκεί τον υποβάλει στις ψυχοφθόρες πανελλαδικές εξετάσεις τα θέματα των οποίων είναι πολύ δυσκολότερα από αυτά που προτείνονται στα σχολικά βιβλία ή διδάσκονται στη σχολική τάξη. Έτσι το φροντιστήριο καθίσταται απαραίτητο. Όχι για να μάθουν τα παιδιά μας να σκέπτονται και να κρίνουν αλλά για να μάθουν άχρηστες λεπτομέρειες και τεχνικές επίλυσης φανταστικών προβλημάτων τα οποία θα ξεχάσουν αμέσως μετά τη λήξη των εξετάσεων. Γιατί αυτό επιτάσσει ένας υποκριτικός, ανεπαρκής και συχνά άστοχος μηχανισμός επιλογής.
Το δωρεάν και πληθωρικό σύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τους 70000 εισακτέους κάνει ελκυστικά τα πανεπιστήμια σε όλα τα ελληνικά βαλάντια. Η εκπαίδευση ενός νέου γιατρού κοστίζει στο ελληνικό κράτος 90000 euro. Αν ήθελε ή αναγκάζονταν να σπουδάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού θα έπρεπε να δαπανήσει ένα ανάλογο ή πολύ μεγαλύτερο ποσό. Η μεσαία και η ανώτερη τάξη θέλει να βάλει τους γόνους της στις καλές σχολές και για να το πετύχει θέλει ένα σύστημα αξιόπιστο και αδιάβλητο πλην όμως ταξικό. Όποιος μπορεί να πληρώσει καλά ιδιαίτερα μαθήματα με έμπειρους καθηγητές που ξέρουν τη δουλειά μπορεί να διδαχθεί τις παράλογες και άχρηστες τεχνικές των Μαθηματικών, Φυσικής και Χημείας που απαιτούνται και να μπει στην Ιατρική ή στο Πολυτεχνείο. Τα προς εξέταση μαθήματα που κάθε τόσο αλλάζουν και η δυσκολία των θεμάτων που επίσης μεταβάλλεται αναίτια, ρυθμίζουν απλά την αγορά των φροντιστηρίων και ειδικά των ιδιαιτέρων. Οι υπόλοιποι μαθητές μπορούν να βολευτούν σε υποδεέστερες σχολές που οδηγούν (ή οδηγούσαν) όμως είτε στο διορισμό στο Δημόσιο είτε σε καλά προστατευμένα κλειστά επαγγέλματα. Το σύστημα διαθέτει και απίθανα, ερημωμένα ΤΕΙ στην επαρχία στα οποία οι επιτυχόντες γράφονται αλλά συνήθως δεν φοιτούν. Βοηθούν ίσως την οικονομία της περιοχής.
Το κλίμα διάλυσης που επικρατεί στα Λύκεια έχει όμως εθίσει τους μαθητές που μετά την υπερπροσπάθεια των πανελλαδικών θεωρούν δικαίωμά τους να χαλαρώσουν. Αυτό είναι η μια αιτία που πολλοί (ες) δυσκολεύονται να τελειώσουν τη σχολή στην οποία με τόσο κόπο και χρήμα επέτυχαν. Σε ένα περιβάλλον που οι διδάσκοντες είναι πολύ λίγοι ανά φοιτητή, που η φροντιστηριακή υπερπροστασία και η καθοδήγηση σπουσιάζουν, που οι δυσκολίες των αντικειμένων και η ερευνητική διαδικασία απαιτούν κρίση, αφοσίωση και πολύ δουλειά, πολλοί «επιτυχόντες» συναντούν ανυπέρβλητα εμπόδια. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε την παντελή έλλειψη επαγγελματικού προσανατολισμού και ειδικών τεστ ικανοτήτων για τη συγκεκριμένη επιστήμη που επέλεξαν πράγμα που στέλνει παιδιά σε «λάθος σχολές» που είναι αδύνατον να τελειώσουν. Το κλίμα επιβαρύνεται και από την αδυναμία οριζόντιας μετακίνησης εντός των πανεπιστημίων που εγκλωβίζει πολλούς σε μια επιλογή που έκαναν αυθαίρετα. Το αίσθημα αποτυχίας και η χαμηλή αυτοεκτίμηση αρκετών φοιτητών φέρνει την αδιαφορία, την εγκατάλειψη, και φυσικά τις διαμαρτυρίες και τις καταλήψεις. Το εκπαιδευτικό μας αδιέξοδο βαφτίζεται σήμερα φοιτητικό κίνημα και νομιμοποιείται πολιτικά. Ένα κίνημα απελπισμένων νέων που στην ουσία αιτείται με κάθε τρόπο ευκολότερο πτυχίο, με λιγότερη δουλειά και τελικά συνήθως το επιτυγχάνει. Όχι στην εντατικοποίηση των σπουδών.
Αξίζει να σημειώσουμε μια λεπτομέρεια. Το πελατειακό σύστημα αφού μοιράσει πτυχία στους μαθητές των ΕΠΑΛ δίνει τη δυνατότητα στους καλύτερους εξ αυτών να εισαχθούν με σχετικά εύκολες πανελλαδικές εξετάσεις στα ΑΤΕΙ στα οποία όμως οι περισσότεροι αδυνατούν να προχωρήσουν λόγω μεγάλων και δικαιολογημένων ελλείψεων σε βασικές γνώσεις μαθηματικών, φυσικής, χημείας, βιολογίας κλπ. Ένα δώρο του συστήματος που για πολλούς γίνεται άδωρο.
Φυσικά μέσα στο σύστημα υπάρχουν και τα διαμάντια για τα οποία μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι. Είναι αυτές και αυτοί που δεν θα δουν ποτέ το πρόσωπό τους στα πρωτοσέλιδα. Δεν αδειάζουν σκουπιδοσακούλες στο γραφείο του πρύτανη, δεν συνθηματολογούν, ούτε προπηλακίζουν κανένα. Σπουδάζουν στις πιο αντίξοες συνθήκες, παίρνουν πτυχία, κάνουν μεταπτυχιακά και έρευνα και φυσικά πολλοί από αυτούς και αυτές επιλέγουν να συνεχίσουν ή να εργαστούν στο εξωτερικό. Και όλα αυτά τα επιτυγχάνουν με σκληρή προσωπική εργασία αλλά και χάρη στην αυταπάρνηση κάποιων σπουδαίων δασκάλων που κοσμούν το ελληνικό πανεπιστήμιο και διακρίνονται διεθνώς.
Η υπόθεση της ελληνικής εκπαίδευσης από το Γυμνάσιο μέχρι το Πανεπιστήμιο είναι μια υπόθεση νησίδων αριστείας ή έστω αξιόπιστης λειτουργίας των εκπαιδευτικών θεσμών και όχι μιας συνεκτικής καθολικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Το ίδιο το σύστημα βάζει εμπόδια ή ανέχεται όσους βάζουν εμπόδια σε κάθε εστία πραγματικής παιδείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Πρότυπα Πειραματικά σχολεία, που με τόσο κόπο έγιναν δημόσια σχολεία αριστείας χάρη στην δράση μιας «ηρωικής» μειοψηφίας εκπαιδευτικών είναι απλά ανεκτά από το σύστημα και κινδυνεύουν άμεσα με διάλυση μόλις αλλάξει η πολιτική κατάσταση και αναλάβουν την εξουσία οι ορκισμένοι εχθροί τους.
Συνεπώς, τόσο πριν όσο και μετά το Λύκειο το εκπαιδευτικό σύστημα ταλαιπωρείται από αντιαυταρχική λαϊκίστικη ρητορική, πλημμελή ή ανύπαρκτη αξιολόγηση, πολιτιστική υποβάθμιση και φυσικά απουσία επαγγελματικών εφοδίων προς τους μαθητές ή φοιτητές. Τεράστια χρηματικά ποσά κυριολεκτικά πετιούνται στο δρόμο, προσπάθειες γίνονται στον αέρα, μοντέλα στήνονται και επιτόπου αναθεωρούνται, μεταρρυθμίσεις γίνονται και ξεγίνονται χωρίς να υπάρχει θετικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ ένας μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κόστιζε ετησίως το 2002, 2375 eurο και το 2011, 5000euro. Για να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις του συστήματος αξιολόγησης PISA.
Τι θα μπορούσε να γίνει; Ενδεικτικά αναφέρω.
1. Φυσικά να αλλάξει η νοοτροπία να μπουν κανόνες και να τηρούνται από όλους Υπουργείο, καθηγητές, μαθητές. Nα θεσπιστούν ανεξάρτητες αρχές παντού και να προχωρήσουν οι αξιολογήσεις των πάντων με πραγματικές συνέπειες. Η αλλαγή της νοοτροπίας μπορεί να επιβληθεί αν οι ταγοί θελήσουν να εφαρμόσουν πραγματικά τους νόμους και εγκαταλείψουν την πελατειακή λογική.
2. Να περιοριστούν τα μαθήματα και η ύλη στα Δημοτικά και Γυμνάσια και το σύστημα να επιμένει στα απαραίτητα, στα βασικά και κυρίως στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης και δεξιότητας. Να γίνει αξιόπιστη η βαθμολογία ώστε να επιλέγονται οι απόφοιτοι Γυμνασίου που θα συνεχίσουν στο Λύκειο με τη βοήθεια προσωπικού επαγγελματικού προσανατολισμού.
3. Να καταργηθούν τα ΕΠΑΛ ως έχουν τώρα. Να μη δίνουν απολυτήρια Λυκείου ούτε να οδηγούν στα ΑΤΕΙ. Να μετατραπούν σε σοβαρές δευτεροβάθμιες Τεχνικές Επαγγελματικές Σχολές με αποκλειστικά μαθήματα ειδικότητας, πολλά εργαστήρια, επαφή με την αγορά εργασίας και νομαρχιακές εξετάσεις απόκτησης πτυχίου ειδικότητας (τύπου 3). Οι θεωρητικές γνώσεις και τα Αγγλικά που απαιτούνται να διδάσκονται μέσα στα εργαστήρια, στην πράξη. Η λογοτεχνία, η Γλώσσα και η Ιστορία να γίνονται μέσω προγραμμάτων σεμιναρίων και project. Οι απόφοιτοι να συνεχίζουν στα ΙΕΚ ( πτυχία τύπου 4) ή στην αγορά εργασίας με πραγματικά επαγγελματικά εφόδια.
4. Να καθιερωθεί ένας τύπος Λυκείου με κατευθύνσεις που θα υποδέχεται μαθητές με κάποιο κριτήριο βαθμολογίας από τα Γυμνάσια. Αλλαγή νοοτροπίας με αυστηρή τήρηση κανόνων, αξιολόγηση δομών, καθηγητών και διευθυντών. Η διεύθυνση του σχολείου να γίνεται από Συμβούλιο Διοίκησης στο οποίο να μετέχουν και επιφανείς δημότες της πόλης. Αναθεώρηση και ορθολογικοποίηση αναλυτικών προγραμμάτων και πανελλαδικές εξετάσεις προς την απόκτηση Εθνικού Απολυτηρίου, που θα εστιάζουν στην κριτική ικανότητα και όχι στην αποστήθιση και στις στείρες τεχνικές. Να ιδρυθεί μια πολλαπλή ηλεκτρονική βιβλιοθήκη και να καταργηθεί το ένα σχολικό βιβλίο τουλάχιστον στο λύκειο.
5. Λιγότερα πανεπιστήμια, καλά χρηματοδοτούμενα με επαρκή αριθμό καθηγητών και ερευνητική κατεύθυνση. Με λιγότερους εισακτέους και επαναφορά της βάσης του 10, θα ανακοπεί η ροή προς την τριτοβάθμια και θα τονωθεί η τεχνική εκπαίδευση που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος. Να το πάρουμε απόφαση δεν κάνουν όλοι για το πανεπιστήμιο, δεν χρειαζόμαστε άλλους αρχιτέκτονες, δεν μπορούμε να εισάγουμε στην ανώτατη εκπαίδευση 70.000 κάθε χρόνο, πολλοί εκ των οποίων εγκαταλείπουν την προσπάθεια αβοήθητοι.
6. Εισαγωγή στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα με κριτήριο το βαθμό του Εθνικού Απολυτηρίου και άλλα αξιόπιστα και αδιάβλητα κριτήρια που θα θέτει η κάθε σχολή. Θεσμοθέτηση οριζόντιας κινητικότητας εντός των σχολών.
7. Ίδρυση μη κρατικών αξιόπιστων πανεπιστημίων που λόγω του ανταγωνισμού θα μπορούσαν να βοηθήσουν και τα δημόσια, αλλά και να προσελκύσουν φοιτητές από την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Όλα αυτά απαιτούν την υποχώρηση της πελατειακής λογικής, σκληρή δουλειά από όλους και καθολικό εκσυγχρονισμό των αντικειμένων και του τρόπου διδασκαλίας. Απαιτούν να τολμήσουμε ως έθνος να πούμε στα παιδιά μας την αλήθεια. Να τους δώσουμε πραγματικά εφόδια που θα τα κάνουν ευτυχισμένα και όχι φρούδες ελπίδες μιας νόθος κοινωνικής ανέλιξης. Δεν είμαι αισιόδοξος. Το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο είναι η αλλαγή νοοτροπίας και η έκπτωση της πελατειακής λογικής του πολιτικού μας συστήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου