Μέσα σε μία παράγραφο και με τον στεγνό τίτλο «Πέθανε ο αντικομουνιστής Χάβελ» παρουσίασε ο Ριζοσπάστης το θάνατο του Τσέχου διανοούμενου, αντιφρονούντα κατά τα χρόνια του κομμουνισμού και πρώην προέδρου της Δημοκρατίας της Τσεχίας, Βάτσλαβ Χάβελ. Αρκετοί που διάβασαν την ιδιότυπη αυτή νεκρολογία, αναρωτήθηκαν: μα επιτέλους, αυτοί οι άνθρωποι δεν ντρέπονται καθόλου; Δεν κατάλαβαν τι συνέβη το 1989;
Κι όμως, δεν βρίσκω πιο ακριβή περιγραφή για τον Χάβελ από τον τίτλο που διάλεξε ο Ριζοσπάστης. Έχω μάλιστα την πεποίθηση πως και ο ίδιος θα ήθελε να τον θυμόμαστε ως τέτοιον: έναν πεισματάρη αντικομουνιστή που αφιέρωσε τη ζωή του αντιστεκόμενος στο σύστημα που μετέτρεψε τη μισή Ευρώπη σε απέραντη φυλακή. Ο Χάβελ υπήρξε ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της διεθνούς αντικομουνιστικής κοινότητας στους χαλεπούς καιρούς. Όπως έγραψε ο πολωνός Μίχνικ, παλιό στέλεχος της Αλληλεγγύης, ο Χάβελ απεχθανόταν το κομμουνιστικό καθεστώς και το έδειχνε διαρκώς τόσο στα θεατρικά του έργα όσο και στα άρθρα του.
Ο Τσέχος συγγραφέας εγγράφεται στο ρεύμα αυτών που υπερασπίστηκαν με πάθος τη δημοκρατία, την ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και εντέλει την ανοικτή κοινωνία. Υπήρξε, εξάλλου, ένας από τους λίγους Ευρωπαίους διανοούμενους που δεν υπέπεσαν ποτέ στον πειρασμό του ολοκληρωτισμού. Με το προσωπικό του παράδειγμα, υπό συνθήκες που απαιτούσαν μεγάλη γενναιότητα, έδειξε πως ο ολοκληρωτισμός δεν ήταν ανίκητος. Αυτό το ρεύμα διανοουμένων ανέδειξε το πόσο αποκρουστικός ήταν ο κομμουνισμός υπογραμμίζοντας, επίσης, πόσο αφελής –αν όχι επικίνδυνη- ήταν η ιδέα πως μπορούσε να υπάρχει κομμουνισμός με ανθρώπινο πρόσωπο.
Σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα δύο σημαντικά πνευματικά και πολιτικά κινήματα σημάδεψαν τη δράση των Ευρωπαίων διανοουμένων: ο αντιφασισμός και ο αντικομουνισμός. Πολλοί στρατεύθηκαν είτε στο ένα, είτε στο άλλο κίνημα. Αρκετοί, όπως ο Χάβελ, και στα δύο.
Ο φασισμός ηττήθηκε το 1945 και κατέρρευσε ως πολιτική ιδεολογία. Ο κομμουνισμός όμως, χάρη στη νίκη της ΕΣΣΔ εξαπλώθηκε. Αυτό σήμανε την υποδούλωση εκατομμυρίων ανθρώπων στη σοβιετική εξουσία ενώ εκατομμύρια άλλοι στη Δύση μαγεύτηκαν από την επαγγελία του κομμουνιστικού «παραδείσου». Οι μηχανισμοί προπαγάνδας και καταστολής της ΕΣΣΔ σε Δύση και Ανατολή πέτυχαν για πολλά χρόνια να αποκρύψουν την αληθινή τραγωδία των ανθρώπων στα κομμουνιστικά καθεστώτα.
Χάρη σε ανθρώπους σαν τον Χάβελ, ο απάνθρωπος χαρακτήρας του κομμουνισμού έγινε αντιληπτός από τη συντριπτική πλειονότητα των δυτικοευρωπαίων πολιτών. Ως αποτέλεσμα, τα κομμουνιστικά κόμματα περιθωριοποιούνταν διαρκώς, χάνοντας σε αίγλη και μαζικότητα. Μόνο σε λίγες χώρες, οι καταγγελίες διανοουμένων όπως ο Σολζενίτσιν και ο Ζαχάρωφ περνούσαν απαρατήρητες. Δυστυχώς, μια χονδροκομμένη φιλοσοβιετική κουλτούρα εμπόδισε πολλούς στη χώρα μας να αντιληφθούν αυτό που αλλού θεωρούνταν αυτονόητο.
Στα ανοιχτά αρχεία της Ανατολικής Ευρώπης, μετά το 1989, εντοπίστηκαν οι αποδείξεις για τα εγκλήματα του κομμουνισμού. Από τη δολοφονία του Κατίν μέχρι τη ψυχοπαθολογία της ανατολικογερμανικής Στάζι, και από τα σταλινικά γκουλάγκ και τον ουκρανικό λιμό μέχρι το αλβανικό κολαστήριο του Ενβέρ Χότζα, όλα ήρθαν στο φως. Τώρα, πλέον, γνωρίζουμε∙ δεν υπάρχει δικαιολογία. Ο Χάβελ συνέχισε, δικαιωμένος, να αγωνίζεται εναντίον του κομμουνισμού. Συνέβαλε στην καθιέρωση της Ευρωπαϊκής ημέρας μνήμης για τα θύματα του Ναζισμού και του Σταλινισμού. Ο στόχος προφανής: να μην ξεχάσουν οι Ευρωπαίοι τα εγκλήματα του ολοκληρωτισμού για να μην χρειαστεί ποτέ να τα ξαναδούν μπροστά τους.
Η δράση των φιλελεύθερων αντικομουνιστών διανοουμένων, όπως ο Χάβελ, ελάχιστα επηρέασε τη χώρα μας. Κανένα κόμμα του ελληνικού κοινοβουλίου δεν υπερψήφισε το ευρωπαϊκό μνημόνιο για την πολιτική και ηθική καταδίκη των εγκλημάτων που διέπραξαν τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα. Όλοι σύσσωμοι, δεξιοί και αριστεροί, σε μια επίδειξη πολιτικού κυνισμού, για να μην τα «χαλάσουν» με το ΚΚΕ και τους φίλους του, αρνήθηκαν να πράξουν το αυτονόητο: να δείξουν το πρέποντα σεβασμό στα εκατομμύρια θύματα μιας απάνθρωπης εξουσίας. Ακόμη και σημαντικό τμήμα της ελληνικής διανόησης σιώπησε κρυμμένο πίσω από τη βολική για τη συνείδησή του δικαιολογία «πως δεν πρέπει να συγκρίνουμε το ναζισμό με τον κομμουνισμό».
Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Στην Ελλάδα, στις κρίσιμες στιγμές της πολιτικής μετάβασης που καθόρισαν τη φυσιογνωμία της χώρας ο πολιτικός φιλελευθερισμός βγήκε και τις δύο φορές ηττημένος. Τόσο το 1944, όταν ο εμφύλιος είχε ως αποτέλεσμα την ηγεμονία να αποκτήσει μια αυταρχική και φοβική «εθνικοφροσύνη», όσο και αργότερα, στη μεταπολίτευση, όταν ηγεμόνευσε ο κρατικοδίαιτος εξισωτισμός αυταρχικής ιδιοσυστασίας και αυτός. Η φιλελεύθερη δημοκρατία εκτιμήθηκε στη χώρα μας, μόνο ως πηγή που αναβλύζει δολάρια και ευρώ, γιατί για πολλούς, το ζήτημα δεν ήταν πως θα βελτιώσουμε τον κοινοβουλευτισμό μας αλλά από ποια πόρτα θα βγούμε απ’ αυτόν.
Έστω κι έτσι, λοιπόν, ο Ριζοσπάστης, μας κάνει να θυμόμαστε ανθρώπους σαν τον Χάβελ, που είχαν την ατυχία να παρακολουθήσουν μερικά από τα πιο τερατώδη εγκλήματα της Ιστορίας, τόσο τρομερά που ο κόσμος συχνά δεν μπορεί να πιστέψει πως αυτά πράγματι συνέβησαν.
Του Νίκου Μαραντζίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου