Η χώρα πορεύεται, εκτός απροόπτου, προς τις εκλογές. Πριν από μερικές εβδομάδες, με όλα τα μεγάλα μέτωπα ανοιχτά, κάτι τέτοιο φάνταζε σαν καταστροφή. Η διαπίστωση αυτή αντιμετωπίστηκε από ορισμένες πλευρές ως αντιδημοκρατική εκτροπή. Αν και είναι κοινότοπο, δεν πειράζει να το επαναλάβουμε. Η στήριξη μιας κυβέρνησης από την πλειοψηφία μιας νόμιμα εκλεγμένης Βουλής, κατά τη διάρκεια της νόμιμης θητείας της, είναι απολύτως θεμιτή, ιδιαίτερα όταν επικρατούν οριακές συνθήκες και το σύστημα βρίσκεται εκτός θερμοδυναμικής ισορροπίας.
Η πολιτική σταθερότητα των τελευταίων μηνών, ωφέλησε τη δημοκρατία, απέτρεψε την έξοδο ή την αποπομπή της χώρας από τις ευρωπαϊκές δομές, πολιτικές και οικονομικές, αποσαφήνισε θολές πολιτικές γραμμές. Η επιτυχής αναδιάρθρωση του χρέους και η υπερψήφιση της δανειακής σύμβασης και των εφαρμοστικών νόμων, εν τέλει, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τις εκλογές. Το πολιτικό σύστημα υπέστη πρωτοφανείς κραδασμούς, ανταποκρίθηκε όμως. Έχω την υποψία ότι ακόμη και οι πιο ακραίες πλευρές του, νιώθουν ανακούφιση από την εξέλιξη αυτή. Θα αποτελούσε βέβαια εμφανή αδικία, να μην πιστωθεί αυτή η θετική εξέλιξη και στον Λουκά Παπαδήμο, που κλήθηκε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Η παρακαταθήκη του είναι ανεκτίμητη και πιθανότατα θα αξιοποιηθεί και μετά τις εκλογές. Η χώρα έχει πλέον πίσω της δύο χρόνια σκληρής αυτογνωσίας, παρά το γεγονός ότι φαινομενικά τα στερεότυπα του παρελθόντος αντέχουν. Οι ισορροπίες είναι μετασταθείς και τίποτα δεν έχει κερδηθεί ακόμη από τη σκοπιά του ρεφορμισμού. Από τα δύο, λεγόμενα πλέον, μεγάλα κόμματα αποσπάστηκαν λαϊκιστικά στοιχεία, τα οποία σχημάτισαν μια πλειάδα συσσωματώσεων, που κατά τη γνώμη του γράφοντος δεν πρόκειται να επιβιώσουν περισσότερο από μερικούς μήνες, ανεξάρτητα από την εκλογική τους επίδοση, αν φτάσουν μέχρι τις εκλογές.
Εν τω μεταξύ, και πάλι φαινομενικά, διαιωνίζεται η άγονη συζήτηση για το αν πρέπει πρώτα να υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις, ή αν πρέπει πρώτα να αλλάξει διεύθυνση και φορά ο ευρωπαϊκός πολιτικός άξονας. Στην πραγματικότητα, στη χώρα συνυπάρχουν δύο μεγάλα ρεύματα, στο εσωτερικό των οποίων συναντά κανείς την κλασσική πολιτική κατανομή αριστεράς-κεντροαριστεράς- κεντροδεξιάς -δεξιάς, τα οποία, ο γράφων χαρακτηρίζει, μόνον χάριν της οικονομίας, ως το «ευρωπαϊκό» και το «βαλκανικό». Στο πρώτο ρεύμα περιλαμβάνονται σχηματικά η ΝΔ, η ΔΗΣΥ, η Δράση, το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και υβρίδια κινήσεων πολιτών (π.χ. «Για την Ελλάδα, τώρα», «Κοινωνικός Σύνδεσμος», «Δημιουργία Ξανά» κ.λπ.), ενώ στο δεύτερο ο ΛΑΟΣ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, η Κοινωνική Συμφωνία, το Άρμα Πολιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και υβρίδια κινήσεων πολιτών (πχ «Σπίθα», «Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας» κ.λπ.). Με όρους Φυσικής, πρόκειται για δύο παράλληλα σύμπαντα. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών της χώρας, εντάσσουν τον εαυτό τους σε ένα από τα δύο αυτά σύμπαντα, ανεξάρτητα από την αυτοτοποθέτησή τους, στον άξονα αριστερά-δεξιά. Για να προλάβουμε τις ενστάσεις, τα συστήματα αυτά δεν είναι βέβαια αδιαβατικά και οι διεπιφάνειες, μέσω τον οποίων συντελείται ενδοδιάχυση, είναι υπαρκτές. Στο πολιτικό προσωπικό του πρώτου ρεύματος, έχει γίνει οδυνηρό βίωμα και αναγκαστική συνείδηση, ότι το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο κινείται, έχει αλλάξει δραματικά. Παρά το γεγονός ότι το πολιτικό προσωπικό αυτού του ρεύματος αντιστέκεται με ακατανόητο τρόπο στις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις, εν τούτοις γνωρίζει ότι τα περιθώρια των κινήσεών του είναι ασφυκτικά περιορισμένα. Το διακύβευμα κάθε εκλογικής αναμέτρησης, είναι η διακυβέρνηση της χώρας. Ανεξάρτητα από πολιτικές προτιμήσεις, ιδεολογικές ή/και ιδεοληπτικές αναφορές, αυτό που κρίνεται στις επόμενες εκλογές είναι, ποιος από τους δύο «κόσμους» θα κληθεί να κυβερνήσει τη χώρα, ανεξάρτητα από το αν στη νέα κυβέρνηση θα συμμετάσχουν ή όχι όλες οι συνιστώσες του.
Ο γράφων δεν έχει κρύψει την ισχυρή προτίμησή του στον έναν από τους δύο κόσμους, τον «ευρωπαϊκό». Γιατί είναι πεπεισμένος ότι μόνον αυτός ο δρόμος αφήνει ανοιχτή την προοπτική της κοινωνικής δικαιοσύνης και της μέριμνας «για τον καημό τού εν γένει πάσχοντος ανθρώπου». Για τον άλλον, τον «βαλκανικό», μπορεί απλώς να καταθέσει “Das ist nicht meine Welt”. Από τη σκοπιά της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας και της (επώδυνης) εξόδου από την κρίση, η άμεση πολιτική προτεραιότητα είναι η επικράτηση του πρώτου ρεύματος. Με άλλα λόγια, ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης, που θα στηριχθεί σε μια ισχυρή «ευρωπαϊκή» κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μόνον αν εξασφαλιστεί αυτό, αποκτά νόημα το ζήτημα της ηγεμονίας των κεντροαριστερών δυνάμεων στο εσωτερικό του «ευρωπαϊκού» ρεύματος. Μετά το σχηματισμό της «βαλκανικής» συνιστώσας των Κατσέλη-Καστανίδη, στο ΠΑΣΟΚ φαίνεται να επικρατεί, λιγότερο ή περισσότερο, η «ευρωπαϊκή» συνιστώσα, αν και θα πρέπει να περιμένουμε το σχηματισμό της νέας ηγετικής ομάδας και ιδίως, αν σε αυτή θα έχουν σημαντικό ρόλο στελέχη, όπως η Άννα Διαμαντοπούλου, ο Γιάννης Ραγκούσης και ο Ηλίας Μόσιαλος. Από τη σκοπιά αυτή, στο εσωτερικό του «ευρωπαϊκού» στρατοπέδου και μάλιστα στο κεντροαριστερό του κέρας, η σημαντικότερη εξέλιξη των τελευταίων εβδομάδων είναι, αναμφίβολα, η, επιτέλους, ισχυρή δέσμευση της ΔΗΜΑΡ, όπως εκφράστηκε με τη συνέντευξη του Φώτη Κουβέλη στην Καθημερινή, «…ότι τα όσα έχει συμφωνήσει η παρούσα κυβέρνηση και τα οποία έχουν ψηφιστεί με τη συγκεκριμένη πλειοψηφία στη Βουλή, διαμορφώνουν, ούτως ή άλλως, δεσμευτικό πλαίσιο για τη χώρα», που πρέπει να διαβαστεί μαζί με το απόσπασμα «…επαναδιαπραγμάτευση, με την έννοια της αναθεώρησης ρυθμίσεων της δανειακής σύμβασης, διότι στο πλαίσιο του πολιτικού ρεαλισμού μια συνολική διαπραγμάτευση έχει εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες. Αλλά δυνατότητα αναδιαπραγμάτευσης και αναθεώρησης ρυθμίσεων της δανειακής σύμβασης, είναι δυνατό να υπάρξουν».
Έτσι, αποκτά νόημα και η αναζήτηση της λεπτής υφής εντός των σχηματισμών της «ευρωπαϊκής» κεντροαριστεράς, καθώς, για προφανείς ιστορικούς λόγους, η μεταρρυθμιστική συνιστώσα, αν και επικρατέστερη στο επίπεδο των πολιτών που την παρακολουθούν, ασθμαίνει στο εσωτερικό των κομματικών μηχανισμών, που χάνονται στη μετάφραση του προσήμου. Καθώς οι «ευρωπαϊκές» δεσμεύσεις του ΠΑΣΟΚ είναι πιο στερεές, ο επιθετικός εισοδισμός στη ΔΗΜΑΡ, που επιδεικνύουν πρώην βουλευτές και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, ύστερα από μια συνοπτική και τυπική διαδικασία «αυτοκριτικής», καθιστά, ως αντίβαρο, επιτακτική τη στήριξη των μεταρρυθμιστικών ροπών εντός της ΔΗΜΑΡ και την ενθάρρυνση για περισσότερη σαφήνεια και ισχυρότερη δέσμευση σε σχέση με την πρόσδεσή της στο «ευρωπαϊκό» ρεύμα. Μια τέτοιου είδους κριτική υποστήριξη, θα ενδυναμώσει την προοπτική επικράτησης του «ευρωπαϊκού» κόσμου στις επερχόμενες εκλογές, αλλά και θα συμβάλει στη μετατόπιση του άξονά του προς το κεντροαριστερό του κέρας. Φυσικά, μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι αυτοσκοπός. Έχει νόημα, μόνον αν οδηγήσει σε μια ριζοσπαστική μετατόπιση παραδείγματος, που θα σπάσει τις βαλκανικές δομές της χώρας και θα την καταστήσει περισσότερο ευρωπαϊκή, χωρίς εισαγωγικά. Μόνο με μια τέτοια εξέλιξη θα είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί η προσδοκώμενη αλλαγή στη διεύθυνση και φορά του ευρωπαϊκού πολιτικού άξονα.
Του Ορέστη Καλογήρου, καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, από Μεταρρύθμιση
Η πολιτική σταθερότητα των τελευταίων μηνών, ωφέλησε τη δημοκρατία, απέτρεψε την έξοδο ή την αποπομπή της χώρας από τις ευρωπαϊκές δομές, πολιτικές και οικονομικές, αποσαφήνισε θολές πολιτικές γραμμές. Η επιτυχής αναδιάρθρωση του χρέους και η υπερψήφιση της δανειακής σύμβασης και των εφαρμοστικών νόμων, εν τέλει, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τις εκλογές. Το πολιτικό σύστημα υπέστη πρωτοφανείς κραδασμούς, ανταποκρίθηκε όμως. Έχω την υποψία ότι ακόμη και οι πιο ακραίες πλευρές του, νιώθουν ανακούφιση από την εξέλιξη αυτή. Θα αποτελούσε βέβαια εμφανή αδικία, να μην πιστωθεί αυτή η θετική εξέλιξη και στον Λουκά Παπαδήμο, που κλήθηκε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Η παρακαταθήκη του είναι ανεκτίμητη και πιθανότατα θα αξιοποιηθεί και μετά τις εκλογές. Η χώρα έχει πλέον πίσω της δύο χρόνια σκληρής αυτογνωσίας, παρά το γεγονός ότι φαινομενικά τα στερεότυπα του παρελθόντος αντέχουν. Οι ισορροπίες είναι μετασταθείς και τίποτα δεν έχει κερδηθεί ακόμη από τη σκοπιά του ρεφορμισμού. Από τα δύο, λεγόμενα πλέον, μεγάλα κόμματα αποσπάστηκαν λαϊκιστικά στοιχεία, τα οποία σχημάτισαν μια πλειάδα συσσωματώσεων, που κατά τη γνώμη του γράφοντος δεν πρόκειται να επιβιώσουν περισσότερο από μερικούς μήνες, ανεξάρτητα από την εκλογική τους επίδοση, αν φτάσουν μέχρι τις εκλογές.
Εν τω μεταξύ, και πάλι φαινομενικά, διαιωνίζεται η άγονη συζήτηση για το αν πρέπει πρώτα να υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις, ή αν πρέπει πρώτα να αλλάξει διεύθυνση και φορά ο ευρωπαϊκός πολιτικός άξονας. Στην πραγματικότητα, στη χώρα συνυπάρχουν δύο μεγάλα ρεύματα, στο εσωτερικό των οποίων συναντά κανείς την κλασσική πολιτική κατανομή αριστεράς-κεντροαριστεράς- κεντροδεξιάς -δεξιάς, τα οποία, ο γράφων χαρακτηρίζει, μόνον χάριν της οικονομίας, ως το «ευρωπαϊκό» και το «βαλκανικό». Στο πρώτο ρεύμα περιλαμβάνονται σχηματικά η ΝΔ, η ΔΗΣΥ, η Δράση, το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και υβρίδια κινήσεων πολιτών (π.χ. «Για την Ελλάδα, τώρα», «Κοινωνικός Σύνδεσμος», «Δημιουργία Ξανά» κ.λπ.), ενώ στο δεύτερο ο ΛΑΟΣ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, η Κοινωνική Συμφωνία, το Άρμα Πολιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και υβρίδια κινήσεων πολιτών (πχ «Σπίθα», «Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας» κ.λπ.). Με όρους Φυσικής, πρόκειται για δύο παράλληλα σύμπαντα. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών της χώρας, εντάσσουν τον εαυτό τους σε ένα από τα δύο αυτά σύμπαντα, ανεξάρτητα από την αυτοτοποθέτησή τους, στον άξονα αριστερά-δεξιά. Για να προλάβουμε τις ενστάσεις, τα συστήματα αυτά δεν είναι βέβαια αδιαβατικά και οι διεπιφάνειες, μέσω τον οποίων συντελείται ενδοδιάχυση, είναι υπαρκτές. Στο πολιτικό προσωπικό του πρώτου ρεύματος, έχει γίνει οδυνηρό βίωμα και αναγκαστική συνείδηση, ότι το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο κινείται, έχει αλλάξει δραματικά. Παρά το γεγονός ότι το πολιτικό προσωπικό αυτού του ρεύματος αντιστέκεται με ακατανόητο τρόπο στις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις, εν τούτοις γνωρίζει ότι τα περιθώρια των κινήσεών του είναι ασφυκτικά περιορισμένα. Το διακύβευμα κάθε εκλογικής αναμέτρησης, είναι η διακυβέρνηση της χώρας. Ανεξάρτητα από πολιτικές προτιμήσεις, ιδεολογικές ή/και ιδεοληπτικές αναφορές, αυτό που κρίνεται στις επόμενες εκλογές είναι, ποιος από τους δύο «κόσμους» θα κληθεί να κυβερνήσει τη χώρα, ανεξάρτητα από το αν στη νέα κυβέρνηση θα συμμετάσχουν ή όχι όλες οι συνιστώσες του.
Ο γράφων δεν έχει κρύψει την ισχυρή προτίμησή του στον έναν από τους δύο κόσμους, τον «ευρωπαϊκό». Γιατί είναι πεπεισμένος ότι μόνον αυτός ο δρόμος αφήνει ανοιχτή την προοπτική της κοινωνικής δικαιοσύνης και της μέριμνας «για τον καημό τού εν γένει πάσχοντος ανθρώπου». Για τον άλλον, τον «βαλκανικό», μπορεί απλώς να καταθέσει “Das ist nicht meine Welt”. Από τη σκοπιά της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας και της (επώδυνης) εξόδου από την κρίση, η άμεση πολιτική προτεραιότητα είναι η επικράτηση του πρώτου ρεύματος. Με άλλα λόγια, ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης, που θα στηριχθεί σε μια ισχυρή «ευρωπαϊκή» κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μόνον αν εξασφαλιστεί αυτό, αποκτά νόημα το ζήτημα της ηγεμονίας των κεντροαριστερών δυνάμεων στο εσωτερικό του «ευρωπαϊκού» ρεύματος. Μετά το σχηματισμό της «βαλκανικής» συνιστώσας των Κατσέλη-Καστανίδη, στο ΠΑΣΟΚ φαίνεται να επικρατεί, λιγότερο ή περισσότερο, η «ευρωπαϊκή» συνιστώσα, αν και θα πρέπει να περιμένουμε το σχηματισμό της νέας ηγετικής ομάδας και ιδίως, αν σε αυτή θα έχουν σημαντικό ρόλο στελέχη, όπως η Άννα Διαμαντοπούλου, ο Γιάννης Ραγκούσης και ο Ηλίας Μόσιαλος. Από τη σκοπιά αυτή, στο εσωτερικό του «ευρωπαϊκού» στρατοπέδου και μάλιστα στο κεντροαριστερό του κέρας, η σημαντικότερη εξέλιξη των τελευταίων εβδομάδων είναι, αναμφίβολα, η, επιτέλους, ισχυρή δέσμευση της ΔΗΜΑΡ, όπως εκφράστηκε με τη συνέντευξη του Φώτη Κουβέλη στην Καθημερινή, «…ότι τα όσα έχει συμφωνήσει η παρούσα κυβέρνηση και τα οποία έχουν ψηφιστεί με τη συγκεκριμένη πλειοψηφία στη Βουλή, διαμορφώνουν, ούτως ή άλλως, δεσμευτικό πλαίσιο για τη χώρα», που πρέπει να διαβαστεί μαζί με το απόσπασμα «…επαναδιαπραγμάτευση, με την έννοια της αναθεώρησης ρυθμίσεων της δανειακής σύμβασης, διότι στο πλαίσιο του πολιτικού ρεαλισμού μια συνολική διαπραγμάτευση έχει εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες. Αλλά δυνατότητα αναδιαπραγμάτευσης και αναθεώρησης ρυθμίσεων της δανειακής σύμβασης, είναι δυνατό να υπάρξουν».
Έτσι, αποκτά νόημα και η αναζήτηση της λεπτής υφής εντός των σχηματισμών της «ευρωπαϊκής» κεντροαριστεράς, καθώς, για προφανείς ιστορικούς λόγους, η μεταρρυθμιστική συνιστώσα, αν και επικρατέστερη στο επίπεδο των πολιτών που την παρακολουθούν, ασθμαίνει στο εσωτερικό των κομματικών μηχανισμών, που χάνονται στη μετάφραση του προσήμου. Καθώς οι «ευρωπαϊκές» δεσμεύσεις του ΠΑΣΟΚ είναι πιο στερεές, ο επιθετικός εισοδισμός στη ΔΗΜΑΡ, που επιδεικνύουν πρώην βουλευτές και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, ύστερα από μια συνοπτική και τυπική διαδικασία «αυτοκριτικής», καθιστά, ως αντίβαρο, επιτακτική τη στήριξη των μεταρρυθμιστικών ροπών εντός της ΔΗΜΑΡ και την ενθάρρυνση για περισσότερη σαφήνεια και ισχυρότερη δέσμευση σε σχέση με την πρόσδεσή της στο «ευρωπαϊκό» ρεύμα. Μια τέτοιου είδους κριτική υποστήριξη, θα ενδυναμώσει την προοπτική επικράτησης του «ευρωπαϊκού» κόσμου στις επερχόμενες εκλογές, αλλά και θα συμβάλει στη μετατόπιση του άξονά του προς το κεντροαριστερό του κέρας. Φυσικά, μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι αυτοσκοπός. Έχει νόημα, μόνον αν οδηγήσει σε μια ριζοσπαστική μετατόπιση παραδείγματος, που θα σπάσει τις βαλκανικές δομές της χώρας και θα την καταστήσει περισσότερο ευρωπαϊκή, χωρίς εισαγωγικά. Μόνο με μια τέτοια εξέλιξη θα είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί η προσδοκώμενη αλλαγή στη διεύθυνση και φορά του ευρωπαϊκού πολιτικού άξονα.
Του Ορέστη Καλογήρου, καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, από Μεταρρύθμιση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου