Οι προσπάθειες που αναπτύσσονται τελευταία για το μέλλον της δημοκρατικής
παράταξης στην πατρίδα μας, συναρτώνται άμεσα με την εξέλιξη που θα έχει το
μεγάλο εθνικό στοίχημα: η έξοδος της χώρας από την κρίση.
Μετά τις επανειλημμένες αποτυχίες δυόμισι χρόνων, το ζητούμενο περί την κρίση σήμερα επικεντρώνεται σε έναν πραγματιστικό στόχο: την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, εν αναμονή μιας συνολικότερης ρύθμισης προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης. Αναγκαίες προϋποθέσεις μιας τέτοιας προοπτικής αποτελούν η δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας, η τήρηση των δεσμεύσεων προς εταίρους και δανειστές, η άμεση ψήφιση των μέτρων των 11,88 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η αποδοχή των μέτρων συναντά, δικαιολογημένα, μεγάλες αντιδράσεις. Οι έως τώρα θυσίες, μέχρις εξαντλήσεως για μεγάλα κοινωνικά στρώματα, φαίνεται να πήγαν χαμένες. Η αυξανόμενη ανεργία και η ύφεση θέτουν σε αμφισβήτηση τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς πως τα νέα μέτρα θα είναι τα τελευταία. Στο κλίμα δυσπιστίας για τους κυβερνητικούς χειρισμούς συντείνουν η δυστοκία περί την οριστικοποίηση των μέτρων, η εμφανής καθυστέρηση στο πεδίο των διαρθρωτικών αλλαγών και η έλλειψη εθνικού οράματος, ολοκληρωμένου σχεδίου με χρονοδιάγραμμα πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Σχέδιο που να πείθει για την ανάγκη των νέων (και τελευταίων) αυτών θυσιών.
Αν η κυβέρνηση ολιγωρεί στην εκπόνηση παρόμοιου σχεδίου, είναι υποχρέωση της δημοκρατικής παράταξης να προσπαθήσει να το εκπονήσει και να αναζητήσει τρόπους εφαρμογής του. Είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για το μέλλον της χώρας - και της ίδιας.
Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας δεν είναι αποτέλεσμα λανθασμένων χειρισμών ή ολιγωρίας κάποιων κυβερνήσεων (όσο και αν παρόμοια συμβάντα συνέβαλαν στην επιτάχυνση και την ένταση του φαινομένου). Είναι απόρροια του κοινωνικού συμβολαίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση, ολοκληρώθηκε και εφαρμόστηκε στη μακρά πασοκική διακυβέρνηση με τα μεγάλα, νεοδημοκρατικά διαλείμματα.
Στην περίοδο αυτή, αντί της κατάργησης των πολιτικών και κοινωνικών προνομίων του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς, προτάθηκε η επιλεκτική και εκτεταμένη παροχή «προνομίων» προς τις κοινωνικές ομάδες, αναλόγως των ιδιαίτερων επιθυμιών τους, αλλά και του συναλλακτικού πλεονεκτήματος που παρείχετο στην εκάστοτε πολιτική εξουσία. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια ιδιότυπη «δημοκρατία των προνομίων». Το άγραφο «σύνταγμα» αυτής της δημοκρατίας είχε ως βασικά του άρθρα την περιφρόνηση του δημόσιου χώρου, τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, την παροχή εν αφθονία μη βιώσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Βασικός νόμος ήταν η μη εφαρμογή των νόμων, η γενικευμένη ανομία. Το πολιτικό σύστημα άλλαξε ρόλο: από υπερασπιστής του δημόσιου συμφέροντος, μετατράπηκε σε διαχειριστή της πλαστής και εφήμερης ευημερίας της κοινωνίας, εξασφαλίζοντας τη δική του πραγματική ευημερία και μακροημέρευση. Η ευρεία συναίνεση επιτεύχθηκε με την απόκρυψη του γεγονότος πως η άκοπη απόλαυση των πολλών ισοδυναμούσε με την υποθήκευση του μέλλοντος των επόμενων γενεών.
Γνωρίζουμε πια πως η μέγιστη ευθύνη γι’ αυτή την εξέλιξη βαρύνει τους τότε κυβερνώντες. Ευθύνες έχει και η Αριστερά, στα ιδεολογήματα και τις διεκδικήσεις της οποίας στηρίχθηκε, εν πολλοίς, αυτό το μοντέλο. Γνωρίζουμε επίσης πως αρκετοί από αυτούς που σήμερα συγκροτούν την ευρύτερη δημοκρατική παράταξη «έπαιξαν» στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης. Αυτό το παρελθόν τούς «σημαδεύει» και δυσκολεύει το σήμερα.
Η σωτηρία της χώρας συναντά πολλαπλές δυσκολίες. Μοιάζει να χρειάζεται μια δημοκρατική «μετάλλαξη» της κοινωνίας και των πολιτικών της δυνάμεων, ιδιαίτερα της δημοκρατικής παράταξης. Μια υπέρβαση του προηγούμενου εαυτού τους, αφού δεν μπορεί να ελπίζει κανείς σε παρθενογένεση.
Με όπλο τη διδαχή από το παρελθόν η χώρα και η δημοκρατική παράταξη μπορεί να ελπίζουν στο μέλλον.
Μετά τις επανειλημμένες αποτυχίες δυόμισι χρόνων, το ζητούμενο περί την κρίση σήμερα επικεντρώνεται σε έναν πραγματιστικό στόχο: την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, εν αναμονή μιας συνολικότερης ρύθμισης προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης. Αναγκαίες προϋποθέσεις μιας τέτοιας προοπτικής αποτελούν η δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας, η τήρηση των δεσμεύσεων προς εταίρους και δανειστές, η άμεση ψήφιση των μέτρων των 11,88 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η αποδοχή των μέτρων συναντά, δικαιολογημένα, μεγάλες αντιδράσεις. Οι έως τώρα θυσίες, μέχρις εξαντλήσεως για μεγάλα κοινωνικά στρώματα, φαίνεται να πήγαν χαμένες. Η αυξανόμενη ανεργία και η ύφεση θέτουν σε αμφισβήτηση τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς πως τα νέα μέτρα θα είναι τα τελευταία. Στο κλίμα δυσπιστίας για τους κυβερνητικούς χειρισμούς συντείνουν η δυστοκία περί την οριστικοποίηση των μέτρων, η εμφανής καθυστέρηση στο πεδίο των διαρθρωτικών αλλαγών και η έλλειψη εθνικού οράματος, ολοκληρωμένου σχεδίου με χρονοδιάγραμμα πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Σχέδιο που να πείθει για την ανάγκη των νέων (και τελευταίων) αυτών θυσιών.
Αν η κυβέρνηση ολιγωρεί στην εκπόνηση παρόμοιου σχεδίου, είναι υποχρέωση της δημοκρατικής παράταξης να προσπαθήσει να το εκπονήσει και να αναζητήσει τρόπους εφαρμογής του. Είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για το μέλλον της χώρας - και της ίδιας.
Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας δεν είναι αποτέλεσμα λανθασμένων χειρισμών ή ολιγωρίας κάποιων κυβερνήσεων (όσο και αν παρόμοια συμβάντα συνέβαλαν στην επιτάχυνση και την ένταση του φαινομένου). Είναι απόρροια του κοινωνικού συμβολαίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση, ολοκληρώθηκε και εφαρμόστηκε στη μακρά πασοκική διακυβέρνηση με τα μεγάλα, νεοδημοκρατικά διαλείμματα.
Στην περίοδο αυτή, αντί της κατάργησης των πολιτικών και κοινωνικών προνομίων του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς, προτάθηκε η επιλεκτική και εκτεταμένη παροχή «προνομίων» προς τις κοινωνικές ομάδες, αναλόγως των ιδιαίτερων επιθυμιών τους, αλλά και του συναλλακτικού πλεονεκτήματος που παρείχετο στην εκάστοτε πολιτική εξουσία. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια ιδιότυπη «δημοκρατία των προνομίων». Το άγραφο «σύνταγμα» αυτής της δημοκρατίας είχε ως βασικά του άρθρα την περιφρόνηση του δημόσιου χώρου, τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, την παροχή εν αφθονία μη βιώσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Βασικός νόμος ήταν η μη εφαρμογή των νόμων, η γενικευμένη ανομία. Το πολιτικό σύστημα άλλαξε ρόλο: από υπερασπιστής του δημόσιου συμφέροντος, μετατράπηκε σε διαχειριστή της πλαστής και εφήμερης ευημερίας της κοινωνίας, εξασφαλίζοντας τη δική του πραγματική ευημερία και μακροημέρευση. Η ευρεία συναίνεση επιτεύχθηκε με την απόκρυψη του γεγονότος πως η άκοπη απόλαυση των πολλών ισοδυναμούσε με την υποθήκευση του μέλλοντος των επόμενων γενεών.
Γνωρίζουμε πια πως η μέγιστη ευθύνη γι’ αυτή την εξέλιξη βαρύνει τους τότε κυβερνώντες. Ευθύνες έχει και η Αριστερά, στα ιδεολογήματα και τις διεκδικήσεις της οποίας στηρίχθηκε, εν πολλοίς, αυτό το μοντέλο. Γνωρίζουμε επίσης πως αρκετοί από αυτούς που σήμερα συγκροτούν την ευρύτερη δημοκρατική παράταξη «έπαιξαν» στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης. Αυτό το παρελθόν τούς «σημαδεύει» και δυσκολεύει το σήμερα.
Η σωτηρία της χώρας συναντά πολλαπλές δυσκολίες. Μοιάζει να χρειάζεται μια δημοκρατική «μετάλλαξη» της κοινωνίας και των πολιτικών της δυνάμεων, ιδιαίτερα της δημοκρατικής παράταξης. Μια υπέρβαση του προηγούμενου εαυτού τους, αφού δεν μπορεί να ελπίζει κανείς σε παρθενογένεση.
Με όπλο τη διδαχή από το παρελθόν η χώρα και η δημοκρατική παράταξη μπορεί να ελπίζουν στο μέλλον.
Του Σταύρου Λιβαδά, από τα Νέα, 10/09/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου