Του Μιχάλη Ντόστα, Πρωτοδίκη Γρεβενών |
Όταν το 2004 στην ακριτική Σάμο ορκίστηκα δικαστής λαμβάνοντας έτσι από την Ελληνική Πολιτεία την ύψιστη τιμή να κρίνω τους συμπολίτες μου, σε καμία περίπτωση δεν σκέφτηκα ότι θα βρισκόμουν σε δίλημμα για την τήρηση του όρκου αυτού ή όχι. Ότι δηλ. θα κλυδωνιζόμουν σχετικά με το αν έπρεπε να τηρήσω κάποια συνταγματική διάταξη ή όχι. Θεωρούσα ότι ποτέ δεν θα υπήρχε το ενδεχόμενο να κληθώ να παραβιάσω το Σύνταγμα. Λίγο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 νομίζαμε όλοι ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί για την Ελλάδα καταστάσεις όπως οι μέρες του ’36, ο αδελφοκτόνος πόλεμος 1946 – 49, τα Ιουλιανά του 1965, τα Απριλιανά του 1967 και άλλα πολλά. Καταστάσεις, που δυστυχώς όλα δείχνουν ότι μπορεί να τις ξαναζήσουμε. Στο πλαίσιο αυτό είχα τη θέληση να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου γράφοντας δικαστικές αποφάσεις, άντε και καμιά νομική πραγματεία και όχι δημοσιογραφικά άρθρα. «Οι δικαστές μιλούν με τις αποφάσεις τους» ήταν και το δικό μου δόγμα. Να όμως που με το παρόν άρθρο θα παραβιάσω αυτή την αρχή από ανάγκη. Από ανάγκη να εξηγήσω στους συναδέλφους μου και στους υπόλοιπους συμπολίτες μου γιατί τελικά δεν θα παραβιάσω το Σύνταγμα και ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 εδ. β΄ αυτού, κατά την οποία «απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ’ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας» (τα ίδια λέει και η διάταξη του άρθρου 40 παρ.5 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων). Τις τελευταίες ημέρες οι δικαστικοί λειτουργοί καλούμαστε από τη διοίκηση της Ένωσής μας να απέχουμε από τα καθήκοντα μας καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του εργάσιμου ωραρίου και να δικάζουμε μόνο 9 – 10 το πρωί (…. ώστε να θεωρηθεί ότι κάνουμε αποχή και όχι απεργία – ύψιστο νομικό επιχείρημα). Σε όσους μιλάνε για αντισυνταγματικότητα η απάντηση είναι άμεση: Μα και η κυβέρνηση παραβιάζει το άρθρο 88 παρ.2 του Συντάγματος, κατά το οποίο « …… οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους». Μερικοί πάνε ακόμη παραπέρα και λένε ότι οι τρεις κρατικές λειτουργίες είναι ισότιμες και ισόκυρες και μεταφράζουν αυτό με μία και μόνη απαίτηση: μισθολογική εξομοίωση. Το πώς θα γίνει αυτό ακριβώς δεν το διευκρινίζουν, αν λ.χ. ο Πρωτοδίκης Γρεβενών πρέπει να αμείβεται όσο ο βουλευτής, όσο ο Υπουργός Εξωτερικών ή ο Πρωθυπουργός. Άλλωστε ο συνδικαλιστικός λόγος στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να είναι ακριβής. Αρκεί να είναι σκληρός. Ας το δεχτούμε και αυτό, αν και ως δημοκρατικός Έλληνας πολίτης έχω μία δυσκολία να αποδεχτώ ότι η απευθείας από τον ελληνικό Λαό εκλεγμένη νομοθετική εξουσία (Βουλή) δεν έχει τα πρωτεία κύρους έναντι των άλλων δύο εξουσιών (ενόψει του ότι κατ’ άρθρο 1 παρ.2 του Συντάγματος «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» ενώ κατά το άρθρο 50 ανήκει στη Βουλή το λεγόμενο «τεκμήριο της αρμοδιότητας»). Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά. Οι δικοί μου πολιτειολογικοί προβληματισμοί είναι λεπτομέρειες. Άλλωστε τώρα είναι στη μόδα το «να καεί να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Ας γυρίσουμε στο επιχείρημα «αφού οι άλλοι (ήτοι, η εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας) παραβιάζουν το άρθρο 88 παρ. 2 του Σ, ας παραβιάσουμε και εμείς το άρθρο 23 παρ.2». Αυτή ήταν εν ολίγοις η απάντηση της προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κας Θάνου στον κ. Βενιζέλο, που επεσήμανε την αντίθεση προς το Σύνταγμα των κινητοποιήσεων με τη μορφή αποχής του κλάδου μας (το αν βέβαια συμβιβάζεται η πρόεδρος μιας δικαστικής ένωσης να ανοίγει «διάλογο» και μάλιστα σε υψηλούς τόνους με τα πολιτικά κόμματα και τους αρχηγούς τους με τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ.3 του Σ και 40 παρ.6 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, που καθιερώνουν την πολιτική ουδετερότητα των δικαστών, επίσης με προβληματίζει). Αυτό και αν είναι ύψιστο νομικό επιχείρημα: Η θεωρητική θεμελίωση της αυτοδικίας και μάλιστα από τους επαγγελματίες εφαρμοστές του δικαίου. Το ότι η επιχειρηματολογία αυτή ταυτίζεται ουσιαστικά με το προσφάτως ακουσθέν από κάποιους άλλους συμπολίτες μας επιχείρημα ότι «αφού οι κρατικές αρχές δεν πάνε να συμμαζέψουν το παραεμπόριο στα παζάρια, θα το κάνουμε εμείς αναποδογυρίζοντας και κανά πάγκο» δεν φαίνεται να απασχόλησε κανέναν. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι λίγοι (;) που λένε ότι οι κινητοποιήσεις των δικαστών με τη μορφή αποχής είναι νομιμότατες ως καλυπτόμενες από το άρθρο 120 του Συντάγματος, κατά την παρ. 4 του οποίου «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Κατ’ αυτούς λοιπόν η επικείμενη ψήφιση από τη Βουλή νόμου, που θα προβλέπει δυσανάλογες περικοπές στο μισθολόγιο των δικαστών, ισοδυναμεί με βίαιη κατάλυση του πολιτεύματος, η οποία δικαιολογεί κάθε αντίδραση, και ο πατριωτισμός του Έλληνα δικαστή κρίνεται από το πόσο δυναμικά θα υπερασπιστεί το μισθολόγιο του (το ομηρικό «εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης» ίσως έπρεπε να διατυπωθεί ως «αμύνεσθαι περί πάρτης»). Δεν μπορεί κανείς να ασχοληθεί στα σοβαρά με αυτό το επιχείρημα. Μόνο ως προσβολή μπορεί να εκληφθεί στη μνήμη εκείνων, που πράγματι αγωνίστηκαν σε ανώμαλες περιόδους για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ίσως όμως οι συνάδελφοι, που το υιοθετούν, θα έπρεπε να αναρωτηθούν αν ταιριάζει με τη συνείδησή τους να υπηρετούν ως δικαστές μία πολιτεία, στην οποία κατά τη γνώμη τους έχει καταλυθεί βιαίως το πολίτευμα. Δυστυχώς, όμως, υπάρχει ακόμη και ανακοίνωση του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που φαίνεται να υιοθετεί ακόμη και αυτή την άποψη προειδοποιώντας ότι «…..αν απαιτηθεί θα οδηγηθούμε σε ρήξη με τις άλλες δύο Εξουσίες (Νομοθετική και Εκτελεστική), εάν αυτές επιμείνουν να αγνοούν το ισότιμο των Λειτουργών της Δικαστικής Εξουσίας» (βλ. την από 3.9.2012 ανακοίνωση για διοργάνωση πανδικαστικών συγκεντρώσεων στις 5 και 17.9.2012). Και πάλι το ισότιμο μεταφράζεται σε «ισόμισθο». Ποιοι είναι όμως αυτοί που απειλούν με ρήξη την εκλεγμένη Βουλή και Κυβέρνηση; Και πώς εννοούν τη ρήξη; Ότι θα ρίξουν την Κυβέρνηση; Στη Δημοκρατία οι κυβερνήσεις αλλάζουν μόνο με εκλογές ή με απόσυρση της εμπιστοσύνης της Βουλής και όχι με συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις. Η μόνη κυβέρνηση, που έπεσε με συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις (των φορτηγατζήδων) ήταν η Κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή και αντικαταστάθηκε από τη χούντα του Πινοσέτ. Πιστεύω ότι οι συντάκτες της ανακοίνωσης λόγω και της έντασης των ημερών δεν το πολυσκέφτηκαν, γιατί αλλιώς είναι σοβαρά τα πράγματα. Οι τελευταίοι, που διανοήθηκαν στην Ελληνική ιστορία να έρθουν σε ρήξη με την εκλεγμένη Βουλή και Κυβέρνηση, ήταν οι Απριλιανοί του 1967 και περικύκλωσαν με τανκς τη Βουλή, τα τότε Ανάκτορα και άλλα κυβερνητικά κτίρια. Είμαι βέβαιος ότι οι συνδικαλιστές μας δεν θα ήθελαν ποτέ να ταυτιστούν με αυτούς. Για αυτό λίγο περισσότερη προσοχή στις ανακοινώσεις τους δεν βλάπτει. Είπαμε ο συνδικαλιστικός λόγος πρέπει να είναι σκληρός αλλά όχι και έτσι.
Ας αφήσουμε όμως τα νομικά και ας έλθουμε στην ουσία. Θα διερωτηθεί κανείς προς το συντάκτη του κειμένου αυτού: Α) «Μα καλά, εσύ είσαι δικαστής, δεν σε νοιάζει που θα χάσεις 500 – 600 ευρώ το μήνα από το μισθό σου; Θα τα βγάλεις πέρα; Δεν έχεις υλικές ανάγκες;» Το αντιμετωπίζω κάθε μέρα στις ερωτήσεις ή στις εκφράσεις απορίας των συναδέλφων μου, των φίλων μου, των άλλων συλλειτουργών της Δικαιοσύνης (δικηγόρων, γραμματέων), με τους οποίους συνομιλώ και τους λέω ότι θα συνεχίσω να ασκώ κανονικά τα καθήκοντά μου. Υπάρχουν και αυτοί που θεωρούν ότι κάτι κρύβεται από πίσω (πολιτικές διασυνδέσεις και φιλοδοξίες, που με κάνουν να θέλω να γίνω αρεστός σε κάποιους αφανείς για την ώρα πολιτικούς, δημοσιογράφους κλπ). Τι να κάνουμε; Ζούμε στη χώρα της καχυποψίας. Υπάρχει και το τελείως αντίθετο ερώτημα (από απλούς πολίτες μη σχετιζόμενους με το χώρο της Δικαιοσύνης): Β) Δεν είναι υπερβολικό την σήμερον ημέρα ένας Πρωτοδίκης να αμείβεται με 2.500 ευρώ καθαρά το μήνα; Υπάρχουν και άλλοι νέοι επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, εκπαιδευτικοί) που είναι άνεργοι, αμείβονται με 1.000 ευρώ το μήνα ή αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό. Ας ξεκινήσω με το Β ερώτημα. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι υπερβολικό: Η ζωή του δικαστή είναι δύσκολη. Συνεχές διάβασμα και γράψιμο χωρίς ωράριο. Εμπλοκή με δικομανείς και καχύποπτους πολίτες, που ανά πάσα ώρα και στιγμή είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναφορά ή μήνυση για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Συνεχείς υπηρεσιακές μετακινήσεις (αλλού η οικογένεια αλλού ο δικαστής – υπάρχουν και τα κωλύματα εντοπιότητας) με τα αντίστοιχα έξοδα. Περιορισμοί στην προσωπική ζωή ιδίως στην επαρχία (πρέπει να υπάρχει και η «έξωθεν καλή μαρτυρία»). Συνειδησιακά διλήμματα και το αντίστοιχο ψυχικό κόστος. Αυξημένα επαγγελματικά έξοδα λόγω και της ελλιπούς υποδομής των δικαστηρίων (αγορά νομικών βιβλίων, συνδρομές σε νομικά περιοδικά, γραφική ύλη, επίσημο ντύσιμο, μίσθωση ή αγορά μεγαλύτερου διαμερίσματος για διατήρηση γραφείου και βιβλιοθήκης). Ο δικαστής πρέπει να ζει άνετα για να μπορεί να κάνει τη δουλειά του απερίσπαστος. Δεν μπορεί όμως να παραβλεφθεί ότι υπάρχει και μία μειοψηφία (αισθητή πάντως και όχι ασήμαντη) που δεν έχει συναίσθηση του ρόλου και των ευθυνών του δικαστή. Το λειτούργημα τους είναι δευτερεύουσα ή τριτεύουσα προτεραιότητα στη ζωή τους και κοιτάζουν πώς να τη βγάλουν έτσι. Βρίσκονται πάντα οι «χρήσιμοι βλάκες» – συνάδελφοί τους, που επιβαρυνόμενοι κάτι παραπάνω βγάζουν και τη δουλειά που αναλογεί στους υπόλοιπους «για να μην εκτεθεί η υπηρεσία». Οπότε οι τελευταίοι απολαμβάνουν ένα «ακριβοπληρωμένο δημοσιοϋπαλληλίκι». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ορισμένων Προέδρων Πρωτοδικών σε μικρά επαρχιακά Πρωτοδικεία, που εμφανίζονται ελάχιστα στα δικαστήρια, που υποτίθεται ότι διευθύνουν, «φορτώνοντας» τη δουλειά τους στους Πρωτοδίκες, που έχουν μάθει «ότι δεν λες όχι στον Πρόεδρο». Και ας έλθουμε στο Α΄ Ερώτημα: Οι περικοπές, που ετοιμάζονται, θα είναι άδικες ειδικά για τους δικαστές του πρώτου βαθμού. Υπάρχουν δικαστές, που δεν εργάζεται ο σύζυγός τους ή που την περίοδο της «δανεικής ευημερίας» έλαβαν υψηλά δάνεια για αγορά κατοικίας κλπ., όταν κανείς δεν φανταζόταν ότι η Χώρα θα χρεωκοπήσει και ότι θα έχουμε μειώσεις μισθών. Που δεν υπηρετούν στον τόπο τους και ξοδεύουν το μισό τους μισθό σε εισιτήρια και ξενοδοχεία. Όμως, επειδή ακριβώς είναι δικαστές, δεν μπορούν να απαντήσουν στην αδικία με αδικία. Και ένα Γ΄ ερώτημα: Είναι οι υψηλές αποδοχές εγγύηση της ανεξαρτησίας του Δικαστή; Ασφαλώς το να έχει ο δικαστής λυμένο το βιοποριστικό του πρόβλημα αλλά και μια άνετη ζωή βοηθάει στην ψυχική του ισορροπία άρα και στην ευθυκρισία του. Επίσης, βοηθάει στο να έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί την επιστήμη του με μεγαλύτερη άνεση αλλά και να μην αποσπάται από το λειτούργημά του λόγω αλλότριων υποχρεώσεων (λ.χ. να κάτσει να μελετήσει μια υπόθεση χωρίς να έχει το άγχος να καθαρίσει το σπίτι του ή να διαβάσει τα παιδιά του, αφού μπορεί να πληρώσει κάποιον άλλον να το κάνει). Ωστόσο, η ανεξαρτησία του δικαστή (και ως τέτοια εννοώ το να δει μία υπόθεση αμερόληπτα χωρίς άλλο κριτήριο πέραν του νόμου και της συνείδησής του και χωρίς να δέχεται επιρροές από τρίτους και όχι το να μπορεί βάζει «λουκέτο» στα δικαστήρια όποτε θέλει, να κάνει τον τιμητή των πάντων στον δημόσιο λόγο χωρίς να ανέχεται κριτική από κανέναν κ.ο.κ.) είναι κατά 90% εσωτερική του υπόθεση. Εξαρτάται από τη δική του συνείδηση και προσωπικότητα. Αν ο δικαστής δεν θέλει να επηρεαστεί, δεν επηρεάζεται. Ιστορικές μορφές της Δικαιοσύνης όπως ενδεικτικά οι Χρ. Σαρτζετάκης, Π. Δελαπόρτας αλλά και πιο πρόσφατες περιπτώσεις όπως εισαγγελείς του «Βατοπεδίου» κ.κ. Ηλ. Κολιούσης και Ελ. Σωτηροπούλου δεν έδειξαν τη στάση που έδειξαν, επειδή πληρώνονταν καλά. Την έδειξαν, επειδή είχαν ακέραιη προσωπικότητα, επίγνωση του ρόλου τους και ψυχικό σθένος. Στα δύσκολα προτίμησαν ακόμη και να χάσουν την εργασία και τον μισθό τους παρά να συμβιβαστούν. Επομένως, ας τελειώνει το παραμύθι ότι οι καλές αποδοχές είναι εγγύηση της ανεξαρτησίας του δικαστή. Βοηθούν αλλά δεν έχουν καταλυτικό ρόλο. Υπάρχουν άλλες εγγυήσεις, όπως η αξιοκρατία στις προαγωγές και μεταθέσεις και το αμετάθετο (που σε άλλες χώρες κατοχυρώνεται συνταγματικά όχι όμως και στη δική μας), που μπορούν να έχουν πολύ πιο αποφασιστική συμβολή στην προσωπική ανεξαρτησία του δικαστή. Ωστόσο, όταν πριν από λίγα χρόνια πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων διώχθηκε πειθαρχικά, επειδή ζήτησε την τήρηση αντικειμενικών κριτηρίων για τις υπηρεσιακές μεταβολές, η δική μας Ένωση (Δικαστών και Εισαγγελέων) δεν αντέδρασε καν επίσημα αλλά μόνο ατομικά κάποια μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, όταν Δικηγορικοί Σύλλογοι πιέζουν για την απομάκρυνση «ανεπιθύμητων» δικαστών (ακόμη και με αποχές) ή καθιερώνουν δικά τους κωλύματα εντοπιότητας, κανείς δεν συγκινείται. Επομένως, τα δάκρυα για την περιστολή της ανεξαρτησίας των δικαστών λόγω μείωσης των αποδοχών τους είναι κροκοδείλια.
Και ας έρθουμε στο συμπέρασμα: Οι επικείμενες περικοπές είναι για τους δικαστές και ιδίως τους χαμηλόβαθμους δυσανάλογες και άδικες. Δικαιολογούν αντιδράσεις αλλά πάντα στα όρια της νομιμότητας (προσπάθεια να πειστεί η πολιτική ηγεσία αλλά και ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα και κυρίως η Ελληνική κοινωνία ότι η ποιότητα στην απονομή της δικαιοσύνης προϋποθέτει αξιοπρεπείς αποδοχές των λειτουργών της, προσφυγές στο αρμόδιο Δικαστήριο από όσους συναδέλφους το επιθυμούν, ακόμη και πανδικαστικές συγκεντρώσεις). Ωστόσο, η καταφυγή στην ευθέως παράνομη πρακτική της αποχής από τα καθήκοντά μας δεν δικαιολογείται. Αφαιρεί κάθε ηθική νομιμοποίηση από τον δικαστή να επιτελέσει το έργο του. Πώς άραγε ο δικαστής αυτός θα τιμωρήσει τον οποιονδήποτε παραβάτη έστω και με την ελάχιστη ποινή, αν και ο ίδιος έχει παρανομήσει για να διαφυλάξει τα «δίκαια» του κλάδου του; Με ποιο έρεισμα θα κρίνει την απεργία «παράνομη και καταχρηστική», όταν ο ίδιος απήργησε παρά τη ρητή συνταγματική απαγόρευση; Ο ρόλος του δικαστή δεν είναι μόνο να διεκπεραιώνει δικογραφίες. Είναι και παραδειγματικός. Οφείλει να αποτελεί υπόδειγμα για όλους τους υπόλοιπους και να τους διδάσκει με το παράδειγμά του ότι θεμέλιο της κοινωνικής ειρήνης είναι η ευνομία, όσο δυσάρεστο και αν είναι μερικές φορές για κάποιον να πειθαρχήσει στους νόμους, που ψηφίζει η δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή. Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε στη χώρα του Σωκράτη, ο οποίος, παρά το ότι καταδικάστηκε άδικα σε θάνατο και είχε την ευκαιρία να δραπετεύσει, προτίμησε να πιει το κώνειο μόνο και μόνο για να τηρηθούν οι νόμοι της πόλης. Εν ανάγκη και εμείς θα υποστούμε τις θυσίες ή και την αδικία μόνο και μόνο για να δείξουμε σε μία δύσκολη για τη πατρίδα περίοδο ότι δεν υπάρχουν πατρίκιοι και πληβείοι. Ότι όλοι είμαστε στο ίδιο σκάφος. Ο ρόλος μας είναι να δημιουργήσουμε μία Δικαιοσύνη υψηλού επιπέδου με πίστη του κάθε πολίτη ότι θα δικαστεί δίκαια και αμερόληπτα, με ταχύτητα στην απονομή της χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα, με δικαστές αφοσιωμένους στο έργο τους και όχι δημοσιοϋπαλληλίσκους, που ασχολούνται μόνο με τον μισθό τους. Η τιμή να κρίνεις τους συμπολίτες σου δεν εξαργυρώνεται με κανέναν μισθό. Η ιδιότητα του λειτουργού κατακτάται από τον καθένα ξεχωριστά. Δεν απονέμεται. Δεν μειώθηκε το κύρος του Καποδίστρια από το ότι δεν ελάμβανε μισθό ούτε το κύρος του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το ότι έχυσε το νερό στην έρημο, επειδή δεν είχαν και οι στρατιώτες του να πιουν. Αυτές είναι οι ακατάλυτες αξίες του Ελληνισμού («μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς και σεμνώτερον και αγιώτερον» για να θυμηθούμε και πάλι τον Σωκράτη) και όχι οι συνδικαλιστικές ιαχές («θα βάλουμε λουκέτο», «θα έρθουμε σε ρήξη ……», «θα βγάζουμε τους νόμους αντισυνταγματικούς»). Αυτά δεν βοηθούν ούτε την προώθηση των αιτημάτων μας ούτε ενισχύουν το κύρος του Δικαστικού Σώματος. Αυτά μπορεί ίσως να βοηθήσουν κάποιους συνδικαλιστές να πάρουν περισσότερες ψήφους στις επόμενες αρχαιρεσίες των δικαστικών ενώσεων και τίποτε παραπάνω. Αν ευημερήσει και πάλι η Ελλάδα, θα ευημερήσουμε όλοι μας. Αν δεν τα καταφέρει, θα την πατήσουμε όλοι μας. Ούτε βέβαια μπορεί να μας εκφράζει η υποκρυπτόμενη αντίληψη μερικών ότι ας σώσουμε εμείς τις αποδοχές μας και οι άλλοι ας πάνε να πνιγούν. Δεν μπορεί η φιλοδοξία μας να είναι το να είμαστε μέλη μιας καλοπληρωμένης κρατικής ελίτ στο πλαίσιο μιας «μπανανίας» μεσανατολικού ή λατινοαμερικανικού τύπου (όπως λ.χ. συνέβαινε με τον Στρατό και το Δικαστικό Σώμα στην προ Ερντογάν Τουρκία). Η θέση της Ελλάδας είναι στην Ευρώπη και, αν αυτό κατοχυρωθεί, θέλω να πιστεύω ότι και η μεταχείριση του Δικαστικού της Σώματος θα είναι η ανάλογη.
Αναδημοσίευση από e-Θέμις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου