Στην Ιρλανδία ο κατώτατος μισθός είναι 1462 ευρώ. Στην Ελλάδα 751. Η τρόϊκα, η ίδια τρόϊκα που εποπτεύει και τις δύο χώρες, δεν συμπεριέλαβε στην ατζέντα των προτεινομένων μέτρων προς τους Ιρλανδούς πρόταση για μείωση του κατώτατου μισθού. Στην Ελλάδα όμως επιμένει φορτικά να προσαρμοστεί η κατώτατη αμοιβή 22% χαμηλότερα, στα 586 ευρώ. Δεν σας προξενεί εντύπωση η διαφορετική αντιμετώπιση; Γιατί το κάνει; Επειδή μας μισεί; Επειδή στοχοποίησε τους Έλληνες εργαζομένους και προσπαθεί να τους εξοντώσει; Ας προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε τα δεδομένα και τις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών.
Δυστυχώς για το κατεστημένο, αριστερό, σοσιαλίζον και λαϊκοδεξιό, τα δεδομένα και οι αριθμοί φίλοι μου λένε πάντα την αλήθεια. Η οικονομία της Ιρλανδίας δεν έχει προβλήματα διαρθρωτικά, ούτε ανταγωνιστικότητας. Άλλωστε την έχουν επιλέξει για να επενδύσουν εκεί όλοι οι μεγάλοι Αμερικανικοί κολοσσοί της πληροφορικής. Τη χρησιμοποιούν ως βάση εισόδου στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό σημαίνει πως τη βρίσκουν ελκυστική ως επενδυτικό προορισμό.
Η Ιρλανδία είναι μια απολύτως ανταγωνιστική, δυναμική και ισχυρή οικονομία. Απλώς είχε την ατυχία να διαθέτει ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα, που γιγαντώθηκε υπέρμετρα, που αύξησε το ενεργητικό του δυσανάλογα, σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας. Στη προσπάθεια αυτής της πιστωτικής επέκτασης ανέλαβε ιδιαίτερα μεγάλους κινδύνους. Η ύφεση και η κατάρρευση των τιμών των ακινήτων δημιούργησαν τεράστιες επισφάλειες.
Οι τράπεζες, είτε θα αφήνονταν να χρεοκοπήσουν, διασπείροντας το πρόβλημα εντός και εκτός της χώρας, είτε θα διασώζωνταν από το κράτος. Καλώς η κακώς η χώρα επέλεξε τη δεύτερη επιλογή. Τώρα υφίσταται τις συνέπειες της επιλογής της. Η οικονομία της όμως έχει ήδη περάσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ το χρέος της παραμένει σχετικά χαμηλό και βιώσιμο. Ουδείς λόγος υπάρχει λοιπόν για παρέμβαση στη πολιτική μισθών, εφόσον η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της Ιρλανδικής οικονομίας είναι δεδομένες.
Στη χώρα μας αντιθέτως το πρόβλημα της οικονομίας είναι απολύτως διαρθρωτικό. Οφείλεται στο τετραπλό έλλειμμα της. Προϋπολογισμού, ανταγωνιστικότητας, εμπορικού ισοζυγίου, ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Εάν τα μεγέθη αυτά δεν διορθωθούν, δεν υπάρχει μέλλον. Έχουμε δημιουργήσει μια οικονομία μεταπρατική, απολύτως παρασιτική. Όλοι προσβλέπουν στο ψωμισμό τους από τις κρατικές προσόδους. Το δημόσιο ελέγχει κάθε οικονομική δραστηριότητα, είναι υπερτροφικό και σπαταλά για τη συντήρηση του τεράστιους πόρους, σε σχέση με τη δυνατότητα είσπραξης υγιών φορολογικών εσόδων. Και ο ιδιωτικός παραγωγικός τομέας διαπαιδαγωγήθηκε να είναι προσαρμοσμένος και προσκολλημένος στο κράτος. Από τη συναλλαγή του με αυτό προέρχεται μεγάλο μέρος των εσόδων του. Τις επιχειρήσεις, που προσπάθησαν να βαδίσουν το δικό τους μοναχικό δρόμο, το κράτος τις εκδικήθηκε με κάθε τρόπο.
Τις εξόντωσε. Λίγες είναι σήμερα οι υγιείς παραγωγικές επιχειρήσεις που στέκονται αυτόνομα στην αγορά κι ακόμη λιγότερες οι μεγάλες και εξωστρεφείς. Ο πλούτος που παράγουν είναι λιγοστός σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας. Μοιραία και τα φορολογικά έσοδα, που μπορεί να αντλήσει από αυτές το κράτος, είναι εξ ίσου λιγοστά. Σε αντιστάθμισμα, αντί να επιχειρηθεί προσαρμογή των δαπανών στο χαμηλό επίπεδο των εισροών, οι κυβερνήσεις επέλεξαν διαχρονικά να αυξάνουν με κάθε τρόπο τα έσοδα, μη επιθυμώντας να μειώσουν δαπάνες και να δυσαρεστήσουν κανένα αποδέκτη κρατικής προσόδου. Στη προσπάθεια τους αυτή επιβαρύνουν τη κοινωνία με την επιβολή τεράστιας έκτασης εμμέσους φόρους, ενώ καλύπτουν την τελική υστέρηση προσφεύγοντας σε άκρατο δανεισμό. Το τέρας που δημιούργησαν, το αντιλαμβάνονται και το διακρίνουν πιά όλοι οι πολίτες.
Εδώ αναλαμβάνουν ρόλο τα παπαγαλάκια, οι απολογητές των κρατικοδίαιατων αριστεροδεξιών συμφερόντων. Η συνταγή του μνημονίου, ολοφύρονται, ευθύνεται για τη μεγάλη ύφεση, τη συνεχή μείωση των εισοδημάτων, το δρόμο προς τη "δουλεία". Και προσπαθούν να εξορκίσουν την ύφεση ομνύοντας στο όνομα της κατανάλωσης. Εντοπίζουν λοιπόν το πρόβλημα της οικονομίας στην αδυναμία κατανάλωσης των πολιτών, η οποία είναι απότοκος της μείωσης των κρατικών προσόδων και συνακόλουθα των ιδιωτικών εισοδημάτων. Η συνταγή που προτείνουν συνίσταται στη συνέχιση της επεκτατικής πολιτικής δημιουργίας προσόδων από το κράτος, προκειμένου η αυξημένη ικανότητα κατανάλωσης, η οποία θα επέλθει ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των εισοδημάτων, να κινήσει την αγορά και συνακόλουθα το σύνολο της οικονομίας.
Λυπάμαι, αλλά διαφωνώ. Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε καθολικά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ ως κυβερνήσεις ακολούθησαν επεκτατικές πολιτικές και μάλιστα σε περιόδους έντονης μεγέθυνσης του ΑΕΠ, γεγονός που θα έκανε και τον Κέϋνς να φρίξει. Αποσύνδεσαν ακόμη την ανταγωνιστικότητα και τη παραγωγικότητα (η καλύτερα την απουσία τους) από την αποδοτικότητα και την αξιολόγηση. Τροφοδότησαν με πάθος το παρασιτισμό.
Υπηρέτησαν τη προσοδοθηρία. Αποσύνδεσαν την αμοιβή από την εργασία. Τη μετέτρεψαν σε "κοινωνικό διακαίωμα", σε ένα είδος προνοιακής υποστήριξης που δικαιούνται οι πάντες. Ο ιδιότυπος αυτός πατερναλισμός απονεύρωσε τη διάθεση για κοπιαστική εργασία και αφαίρεσε το κίνητρο για προσπάθεια επίτευξης του καλύτερου. Το κράτος δανειζόταν ασύστολα για να αποκτά έσοδα και να διανέμει εισοδήματα. Ασχέτως εάν τα χρήματα δεν κατευθύνονταν σε παραγωγικούς σκοπούς, ασχέτως εάν δημιουργούσαν η όχι κάποιο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, ασχέτως εάν υποθήκευαν τη χώρα και τις επόμενες γενεές, προκειμένου να συντηρήσουν ένα επίπεδο τεχνητά ωθούμενης υψηλής κατανάλωσης, ένα επίπλαστο αίσθημα πλασματικής ευημερίας.
Που δεν υπστηριζόταν από τα μεγέθη και τα χαρακτηριστικά της οικονομίας και θα κατέρρεε αμέσως μόλις έπαυε η πολιτική παροχής προσόδων. Κάτι αναμενόμενο, που τελικά συνέβη. Ποιά ήσαν τα αποτελέσματα; Πώς αξιοποιήθηκε και πώς επενδύθηκε αυτός ο δανεισμός; Πού διοχετεύτηκαν τα 24 δίς του ελλείμματος του 2008 και πού τα 36 δίς του αντίστοιχου του 2009; Πουθενά, που να πιάσουν τόπο. Έγιναν εισοδήματα στις τσέπες κάποιων, η αγορά κινήθηκε με φρενήρεις ρυθμούς και οι εισαγωγές αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Η Ελλάδα ήταν μια πενόμενη χώρα με πλούσιους πολίτες. Σήμερα που η χώρα βρίσκεται σε διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης και απομόχλευσης, τα παπαγαλάκια συνεχίζουν να προτείνουν ως λύση το ίδιο αδιέξοδο μοντέλο. Κι έχουν απήχηση, μεγάλη απήχηση. Γιατί μεγάλο μέρος της κοινωνίας πιέζεται από την απώλεια που επιφέρει στα εισοδήματα του η μείωση της προσοδοθηρικής πολιτικής. Και δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις ανειλλημμένες υποχρεώσεις του. Οι οποίες δημιουργήθηκαν σε περιόδους προσοδοθηρικής ευφορίας. Λογικό είναι ο κόσμος να δέχεται ευνοϊκά προτάσεις που (του υπόσχονται) τη δυνατότητα να συνεχίσει να ζεί όπως έμαθε.
Αλλά φεύ, δεν είναι ούτε διατηρήσιμη, ούτε εφικτή η συνέχιση μιας παρομοίου μίγματος πολιτικής. Δεν υπάρχουν οι πόροι για τη χρηματοδότηση της. Αλλά και να εξασφαλίζονταν, το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να μεγαλώσει έτι περαιτέρω τα ελλείμματα και το χρέος, χωρίς να βοηθήσει έστω κατ΄ ελάχιστο την ελληνική οικονομία, αφού περί το 80% των προϊόντων που καταναλώνουμε έχουν αλλοδαπή προέλευση. Το πολύ να στηρίξει το τζίρο των εμπορικών καταστημάτων που διαθέτουν στην αγορά εισαγώμενα αγαθά. (εξού και οι κορώνες του κου Κορκίδη και των εμπορικών συλλόγων για το πόσο κακό κάνει η μείωση των μισθών και η συμφωνία τους στο αμετάβλητο του κατώτατου μισθού). Θα μεγαλώσει κι άλλο τη ψαλίδα των τετραπλών ελλειμμάτων, ενώ θα στηρίξει και θα επαυξήσει θέσεις εργασίας όχι στην Ελλάδα, αλλά στις εξαγωγικές χώρες, από τις οποίες εισάγουμε.Το πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας αφορά πρωτίστως στη παραγωγή. Εστιάζεται στην απουσία παραγωγικής βάσης. Δεν παράγουμε προϊόντα, ούτε αρκετά, ούτε ανταγωνιστικού κόστους, ούτε ποικίλα, ούτε ποιοτικά, ώστε κάποιοι στο εξωτερικό να θέλουν να τα προμηθευτούν. Εάν αυτό δεν αλλάξει, δεν πρόκειται να δρομολογηθεί και η αντιστροφή της οικονομίας σε αναπτυξιακή πορεία.Βέβαια, η ανάπτυξη δεν είναι μια μηχανιστική διαδικασία, που υλοποιείται άνευ προϋποθέσεων, με πομπώδεις εξαγγελίες και υπουργικά διατάγματα. Για να υπάρξει ανάπτυξη χρειάζεται σχέδιο, βούληση, κίνητρα (όχι επιδοτήσεις). Χρειάζεται τόνωση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών (και όχι της κατανάλωσης), αυτή με τη σειρά της απαιτεί κεφάλαια, επενδύσεις, δημιουργία θέσεων εργασίας. Τότε θα παραχθεί πλούτος κατά τρόπο υγιή. Για να εισρεύσουν όμως και να επενδυθούν κεφάλαια, πρέπει ως χώρα να καταστούμε ελκυστικός προορισμός υποδοχής επενδύσεων. Απαιτείται σταθερό και φιλικό φορολογικό περιβάλλον, προσιτό κόστος εργασίας, απουσία γραφειοκρατικών επιβαρύνσεων. Να λοιπόν προς ποιά κατεύθυνση οφείλουμε να κινηθούμε συλλογικά. Έχουμε χρέος όλα αυτά να τα επικοινωνήσουμε στους πολίτες. Να δείξουμε το δρόμο. Να τους εξηγήσουμε ότι δεν υφίστανται δεινά και εισοδηματικές περικοπές, επειδή κάποιοι κακοί αλλοδαποί τεχνοκράτες συνωμότησαν εναντίον τους, ούτε έχουν νόημα οι τυφλές αντιδράσεις και εκδηλώσεις οργής κατά πάντων. Δεν μειώνει μισθούς η τρόϊκα, η τραγική κατάσταση της οικονομίας τους μειώνει. (όταν καθίσταται αδύνατη η "επιδότηση" τους). Την οργή τους οι πολίτες ας τη διοχετεύσουν εκεί που πρέπει, στο πολιτικοσυνδικαλιστικό σύμπλεγμα, που τους υπονόμευσε ένα σταθερά ανοδικό μέλλον, παραδίδοντας το βορά σε πρόσκαιρα ωφέλη. Χρήματα δεν υπάρχουν για να διανεμηθούν, δεν τα κατέχουν κάποιοι στα σεντούκια τους, ώστε ο εντοπισμός τους να μας κάνει όλους πλούσιους. Τα δανειζόμασταν για να τα καταναλώνουμε. Δεν ήσαν δικά μας.
Η αδυναμία μας να εξυπηρετούμε ομαλά τις δανειακές μας υποχρεώσεις, αφύπνισε τους δανειστές, που διαπίστωσαν ότι έχασαν πολλά και κινδυνεύουν να χάσουν περισσότερα στην ελληνική χοάνη. Διαπίστωσαν ακόμη πόσο χάρτινη είναι η οικονομία μας και ότι αποτελεί το λιγότερο ασφαλή προορισμό κεφαλαίων παγκοσμίως. Και αποσύρθηκαν, είναι απρόθυμοι να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους. Οφείλουμε να προσαρμοστούμε. Να μάθουμε να ζούμε με τα απαραίτητα στην αρχή. Και να δουλέψουμε όλοι σκληρά. Για να θέσουμε την οικονομία σε μόνιμη ανοδική τροχιά. Μόνο τότε θα είναι βιώσιμη και διατηρήσιμη η προσδοκία μας για βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου. Υποχρέωση όλων μας είναι να επιβάλλουμε αυτή την ατζέντα στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου.
Ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, παραγωγικό, εξωστρεφές, συνοδευόμενο από αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, που θα υποστηριχτεί από νέες αναδιαρθρωμένες φιλικές προς το επιχειρείν δομές, σε περιβάλλον μεταφοράς πόρων από το παρασιτικό στο παραγωγικό τομέα της οικονομίας, είναι η μόνη ορθολογική απάντηση για την απαγκίστρωση της χώρας από τη δυναμική της κατάρρευσης.
Δυστυχώς για το κατεστημένο, αριστερό, σοσιαλίζον και λαϊκοδεξιό, τα δεδομένα και οι αριθμοί φίλοι μου λένε πάντα την αλήθεια. Η οικονομία της Ιρλανδίας δεν έχει προβλήματα διαρθρωτικά, ούτε ανταγωνιστικότητας. Άλλωστε την έχουν επιλέξει για να επενδύσουν εκεί όλοι οι μεγάλοι Αμερικανικοί κολοσσοί της πληροφορικής. Τη χρησιμοποιούν ως βάση εισόδου στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό σημαίνει πως τη βρίσκουν ελκυστική ως επενδυτικό προορισμό.
Η Ιρλανδία είναι μια απολύτως ανταγωνιστική, δυναμική και ισχυρή οικονομία. Απλώς είχε την ατυχία να διαθέτει ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα, που γιγαντώθηκε υπέρμετρα, που αύξησε το ενεργητικό του δυσανάλογα, σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας. Στη προσπάθεια αυτής της πιστωτικής επέκτασης ανέλαβε ιδιαίτερα μεγάλους κινδύνους. Η ύφεση και η κατάρρευση των τιμών των ακινήτων δημιούργησαν τεράστιες επισφάλειες.
Οι τράπεζες, είτε θα αφήνονταν να χρεοκοπήσουν, διασπείροντας το πρόβλημα εντός και εκτός της χώρας, είτε θα διασώζωνταν από το κράτος. Καλώς η κακώς η χώρα επέλεξε τη δεύτερη επιλογή. Τώρα υφίσταται τις συνέπειες της επιλογής της. Η οικονομία της όμως έχει ήδη περάσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ το χρέος της παραμένει σχετικά χαμηλό και βιώσιμο. Ουδείς λόγος υπάρχει λοιπόν για παρέμβαση στη πολιτική μισθών, εφόσον η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της Ιρλανδικής οικονομίας είναι δεδομένες.
Στη χώρα μας αντιθέτως το πρόβλημα της οικονομίας είναι απολύτως διαρθρωτικό. Οφείλεται στο τετραπλό έλλειμμα της. Προϋπολογισμού, ανταγωνιστικότητας, εμπορικού ισοζυγίου, ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Εάν τα μεγέθη αυτά δεν διορθωθούν, δεν υπάρχει μέλλον. Έχουμε δημιουργήσει μια οικονομία μεταπρατική, απολύτως παρασιτική. Όλοι προσβλέπουν στο ψωμισμό τους από τις κρατικές προσόδους. Το δημόσιο ελέγχει κάθε οικονομική δραστηριότητα, είναι υπερτροφικό και σπαταλά για τη συντήρηση του τεράστιους πόρους, σε σχέση με τη δυνατότητα είσπραξης υγιών φορολογικών εσόδων. Και ο ιδιωτικός παραγωγικός τομέας διαπαιδαγωγήθηκε να είναι προσαρμοσμένος και προσκολλημένος στο κράτος. Από τη συναλλαγή του με αυτό προέρχεται μεγάλο μέρος των εσόδων του. Τις επιχειρήσεις, που προσπάθησαν να βαδίσουν το δικό τους μοναχικό δρόμο, το κράτος τις εκδικήθηκε με κάθε τρόπο.
Τις εξόντωσε. Λίγες είναι σήμερα οι υγιείς παραγωγικές επιχειρήσεις που στέκονται αυτόνομα στην αγορά κι ακόμη λιγότερες οι μεγάλες και εξωστρεφείς. Ο πλούτος που παράγουν είναι λιγοστός σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας. Μοιραία και τα φορολογικά έσοδα, που μπορεί να αντλήσει από αυτές το κράτος, είναι εξ ίσου λιγοστά. Σε αντιστάθμισμα, αντί να επιχειρηθεί προσαρμογή των δαπανών στο χαμηλό επίπεδο των εισροών, οι κυβερνήσεις επέλεξαν διαχρονικά να αυξάνουν με κάθε τρόπο τα έσοδα, μη επιθυμώντας να μειώσουν δαπάνες και να δυσαρεστήσουν κανένα αποδέκτη κρατικής προσόδου. Στη προσπάθεια τους αυτή επιβαρύνουν τη κοινωνία με την επιβολή τεράστιας έκτασης εμμέσους φόρους, ενώ καλύπτουν την τελική υστέρηση προσφεύγοντας σε άκρατο δανεισμό. Το τέρας που δημιούργησαν, το αντιλαμβάνονται και το διακρίνουν πιά όλοι οι πολίτες.
Εδώ αναλαμβάνουν ρόλο τα παπαγαλάκια, οι απολογητές των κρατικοδίαιατων αριστεροδεξιών συμφερόντων. Η συνταγή του μνημονίου, ολοφύρονται, ευθύνεται για τη μεγάλη ύφεση, τη συνεχή μείωση των εισοδημάτων, το δρόμο προς τη "δουλεία". Και προσπαθούν να εξορκίσουν την ύφεση ομνύοντας στο όνομα της κατανάλωσης. Εντοπίζουν λοιπόν το πρόβλημα της οικονομίας στην αδυναμία κατανάλωσης των πολιτών, η οποία είναι απότοκος της μείωσης των κρατικών προσόδων και συνακόλουθα των ιδιωτικών εισοδημάτων. Η συνταγή που προτείνουν συνίσταται στη συνέχιση της επεκτατικής πολιτικής δημιουργίας προσόδων από το κράτος, προκειμένου η αυξημένη ικανότητα κατανάλωσης, η οποία θα επέλθει ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των εισοδημάτων, να κινήσει την αγορά και συνακόλουθα το σύνολο της οικονομίας.
Λυπάμαι, αλλά διαφωνώ. Το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε καθολικά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ ως κυβερνήσεις ακολούθησαν επεκτατικές πολιτικές και μάλιστα σε περιόδους έντονης μεγέθυνσης του ΑΕΠ, γεγονός που θα έκανε και τον Κέϋνς να φρίξει. Αποσύνδεσαν ακόμη την ανταγωνιστικότητα και τη παραγωγικότητα (η καλύτερα την απουσία τους) από την αποδοτικότητα και την αξιολόγηση. Τροφοδότησαν με πάθος το παρασιτισμό.
Υπηρέτησαν τη προσοδοθηρία. Αποσύνδεσαν την αμοιβή από την εργασία. Τη μετέτρεψαν σε "κοινωνικό διακαίωμα", σε ένα είδος προνοιακής υποστήριξης που δικαιούνται οι πάντες. Ο ιδιότυπος αυτός πατερναλισμός απονεύρωσε τη διάθεση για κοπιαστική εργασία και αφαίρεσε το κίνητρο για προσπάθεια επίτευξης του καλύτερου. Το κράτος δανειζόταν ασύστολα για να αποκτά έσοδα και να διανέμει εισοδήματα. Ασχέτως εάν τα χρήματα δεν κατευθύνονταν σε παραγωγικούς σκοπούς, ασχέτως εάν δημιουργούσαν η όχι κάποιο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, ασχέτως εάν υποθήκευαν τη χώρα και τις επόμενες γενεές, προκειμένου να συντηρήσουν ένα επίπεδο τεχνητά ωθούμενης υψηλής κατανάλωσης, ένα επίπλαστο αίσθημα πλασματικής ευημερίας.
Που δεν υπστηριζόταν από τα μεγέθη και τα χαρακτηριστικά της οικονομίας και θα κατέρρεε αμέσως μόλις έπαυε η πολιτική παροχής προσόδων. Κάτι αναμενόμενο, που τελικά συνέβη. Ποιά ήσαν τα αποτελέσματα; Πώς αξιοποιήθηκε και πώς επενδύθηκε αυτός ο δανεισμός; Πού διοχετεύτηκαν τα 24 δίς του ελλείμματος του 2008 και πού τα 36 δίς του αντίστοιχου του 2009; Πουθενά, που να πιάσουν τόπο. Έγιναν εισοδήματα στις τσέπες κάποιων, η αγορά κινήθηκε με φρενήρεις ρυθμούς και οι εισαγωγές αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Η Ελλάδα ήταν μια πενόμενη χώρα με πλούσιους πολίτες. Σήμερα που η χώρα βρίσκεται σε διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης και απομόχλευσης, τα παπαγαλάκια συνεχίζουν να προτείνουν ως λύση το ίδιο αδιέξοδο μοντέλο. Κι έχουν απήχηση, μεγάλη απήχηση. Γιατί μεγάλο μέρος της κοινωνίας πιέζεται από την απώλεια που επιφέρει στα εισοδήματα του η μείωση της προσοδοθηρικής πολιτικής. Και δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις ανειλλημμένες υποχρεώσεις του. Οι οποίες δημιουργήθηκαν σε περιόδους προσοδοθηρικής ευφορίας. Λογικό είναι ο κόσμος να δέχεται ευνοϊκά προτάσεις που (του υπόσχονται) τη δυνατότητα να συνεχίσει να ζεί όπως έμαθε.
Αλλά φεύ, δεν είναι ούτε διατηρήσιμη, ούτε εφικτή η συνέχιση μιας παρομοίου μίγματος πολιτικής. Δεν υπάρχουν οι πόροι για τη χρηματοδότηση της. Αλλά και να εξασφαλίζονταν, το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να μεγαλώσει έτι περαιτέρω τα ελλείμματα και το χρέος, χωρίς να βοηθήσει έστω κατ΄ ελάχιστο την ελληνική οικονομία, αφού περί το 80% των προϊόντων που καταναλώνουμε έχουν αλλοδαπή προέλευση. Το πολύ να στηρίξει το τζίρο των εμπορικών καταστημάτων που διαθέτουν στην αγορά εισαγώμενα αγαθά. (εξού και οι κορώνες του κου Κορκίδη και των εμπορικών συλλόγων για το πόσο κακό κάνει η μείωση των μισθών και η συμφωνία τους στο αμετάβλητο του κατώτατου μισθού). Θα μεγαλώσει κι άλλο τη ψαλίδα των τετραπλών ελλειμμάτων, ενώ θα στηρίξει και θα επαυξήσει θέσεις εργασίας όχι στην Ελλάδα, αλλά στις εξαγωγικές χώρες, από τις οποίες εισάγουμε.Το πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας αφορά πρωτίστως στη παραγωγή. Εστιάζεται στην απουσία παραγωγικής βάσης. Δεν παράγουμε προϊόντα, ούτε αρκετά, ούτε ανταγωνιστικού κόστους, ούτε ποικίλα, ούτε ποιοτικά, ώστε κάποιοι στο εξωτερικό να θέλουν να τα προμηθευτούν. Εάν αυτό δεν αλλάξει, δεν πρόκειται να δρομολογηθεί και η αντιστροφή της οικονομίας σε αναπτυξιακή πορεία.Βέβαια, η ανάπτυξη δεν είναι μια μηχανιστική διαδικασία, που υλοποιείται άνευ προϋποθέσεων, με πομπώδεις εξαγγελίες και υπουργικά διατάγματα. Για να υπάρξει ανάπτυξη χρειάζεται σχέδιο, βούληση, κίνητρα (όχι επιδοτήσεις). Χρειάζεται τόνωση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών (και όχι της κατανάλωσης), αυτή με τη σειρά της απαιτεί κεφάλαια, επενδύσεις, δημιουργία θέσεων εργασίας. Τότε θα παραχθεί πλούτος κατά τρόπο υγιή. Για να εισρεύσουν όμως και να επενδυθούν κεφάλαια, πρέπει ως χώρα να καταστούμε ελκυστικός προορισμός υποδοχής επενδύσεων. Απαιτείται σταθερό και φιλικό φορολογικό περιβάλλον, προσιτό κόστος εργασίας, απουσία γραφειοκρατικών επιβαρύνσεων. Να λοιπόν προς ποιά κατεύθυνση οφείλουμε να κινηθούμε συλλογικά. Έχουμε χρέος όλα αυτά να τα επικοινωνήσουμε στους πολίτες. Να δείξουμε το δρόμο. Να τους εξηγήσουμε ότι δεν υφίστανται δεινά και εισοδηματικές περικοπές, επειδή κάποιοι κακοί αλλοδαποί τεχνοκράτες συνωμότησαν εναντίον τους, ούτε έχουν νόημα οι τυφλές αντιδράσεις και εκδηλώσεις οργής κατά πάντων. Δεν μειώνει μισθούς η τρόϊκα, η τραγική κατάσταση της οικονομίας τους μειώνει. (όταν καθίσταται αδύνατη η "επιδότηση" τους). Την οργή τους οι πολίτες ας τη διοχετεύσουν εκεί που πρέπει, στο πολιτικοσυνδικαλιστικό σύμπλεγμα, που τους υπονόμευσε ένα σταθερά ανοδικό μέλλον, παραδίδοντας το βορά σε πρόσκαιρα ωφέλη. Χρήματα δεν υπάρχουν για να διανεμηθούν, δεν τα κατέχουν κάποιοι στα σεντούκια τους, ώστε ο εντοπισμός τους να μας κάνει όλους πλούσιους. Τα δανειζόμασταν για να τα καταναλώνουμε. Δεν ήσαν δικά μας.
Η αδυναμία μας να εξυπηρετούμε ομαλά τις δανειακές μας υποχρεώσεις, αφύπνισε τους δανειστές, που διαπίστωσαν ότι έχασαν πολλά και κινδυνεύουν να χάσουν περισσότερα στην ελληνική χοάνη. Διαπίστωσαν ακόμη πόσο χάρτινη είναι η οικονομία μας και ότι αποτελεί το λιγότερο ασφαλή προορισμό κεφαλαίων παγκοσμίως. Και αποσύρθηκαν, είναι απρόθυμοι να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους. Οφείλουμε να προσαρμοστούμε. Να μάθουμε να ζούμε με τα απαραίτητα στην αρχή. Και να δουλέψουμε όλοι σκληρά. Για να θέσουμε την οικονομία σε μόνιμη ανοδική τροχιά. Μόνο τότε θα είναι βιώσιμη και διατηρήσιμη η προσδοκία μας για βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου. Υποχρέωση όλων μας είναι να επιβάλλουμε αυτή την ατζέντα στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου.
Ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, παραγωγικό, εξωστρεφές, συνοδευόμενο από αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, που θα υποστηριχτεί από νέες αναδιαρθρωμένες φιλικές προς το επιχειρείν δομές, σε περιβάλλον μεταφοράς πόρων από το παρασιτικό στο παραγωγικό τομέα της οικονομίας, είναι η μόνη ορθολογική απάντηση για την απαγκίστρωση της χώρας από τη δυναμική της κατάρρευσης.
Του Γιώργου Μπιλλίνη, από το capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου