Από το 2009 μέχρι σήμερα ζούμε ένα κλίμα απογοήτευσης και ματαίωσης. Πετύχαμε σε μέτωπα που όμως δεν αγγίζουν άμεσα την προσωπική κατάσταση του πολίτη. Αποτύχαμε να πείσουμε την κοινωνία ότι χρειάζονται αλλαγές για να υπάρξει μια αισιόδοξη προοπτική και ότι για να βγούμε από τη σημερινή κατάσταση θα χρειαστεί μια συγκροτημένη και ξεκάθαρη στρατηγική για αρκετά χρόνια.
Αυτό που μπορεί να συζητηθεί είναι το περιεχόμενο της στρατηγικής αυτής, που συνοψίζεται σε ένα διπλό ερώτημα: Πώς αναστρέφονται οι θεμελιακές ανισορροπίες στον δημόσιο βίο (και όχι απλά στα δημόσια οικονομικά) της χώρας και πώς δίνουμε στην οικονομία μας μια νέα ανταγωνιστική και αναπτυξιακή διάσταση. Από τις απαντήσεις αυτές απορρέουν μετά όλα τα άλλα: η καταπολέμηση της ανεργίας, το κοινωνικό σύστημα, η δημοσιονομική προσαρμογή, η κοινωνική δικαιοσύνη, οι διαρθρωτικές αλλαγές, η λειτουργία του κράτους. Στα πεδία αυτά, ελάχιστοι τόλμησαν να διατυπώσουν μια πειστική στρατηγική για την υπέρβαση της κρίσης. Γιατί κάθε πειστική στρατηγική είναι επώδυνη. Ετσι, ένας ολόκληρος κόσμος που κατάλαβε -και καταλαβαίνει- την κρισιμότητα της κατάστασης δέχθηκε θυσίες και πρωτόγνωρες ανατροπές στην οικογενειακή του ζωή, αλλά έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Αγνοεί πού θα φτάσει.
Ό,τι μπορούσε να βελτιώσει την κατάστασή μας πολεμήθηκε ιδεολογικά και πολιτικά από τα δόγματα που κλονίζονταν. Την ίδια ώρα που πολιτικές και μέτρα είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται, ακόμα και να αποδίδουν, η ιδεολογία της ανάπτυξης, της ανάταξης και της προσπάθειας υπονομευόταν λυσσαλέα εκ των ένδον.
Ζούμε μια μοναδική διχοτόμηση. Το οικονομικό και πολιτικό μεταπολιτευτικό μοντέλο, που αποδείχθηκε καταστροφικό σε βάθος δεκαετιών, καταγγέλθηκε μαζικά. Την ίδια στιγμή, οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής του πολεμήθηκε λυσσαλέα. Γιατί διαφορετικά θα καταρρεύσουν οι ιδεολογίες που οδήγησαν στην εθνική ήττα. Η ιδεολογία της απαξίωσης και του αρνητισμού κυριάρχησαν σε όλο σχεδόν το φάσμα του πολιτικού συστήματος. Η χώρα πέρασε από αδιέξοδο σε αδιέξοδο.
Πού βρισκόμαστε σήμερα με όλα αυτά; Πουθενά. Και αν συνεχίσουμε έτσι, θα βρεθούμε πέρα από το πουθενά. Είτε με ευρώ, είτε με δραχμή. Γιατί δεν είναι το νόμισμα που φταίει. Φταίνε οι αντιλήψεις που κυριάρχησαν, οι επιλογές που έγιναν. Η υποτίμηση έχει αποκτήσει μυθική υπόσταση. Γιατί; Γιατί επιτρέπει στο πολιτικό σύστημα να εξαπατά την κοινωνία. Να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις με επίπλαστες παροχές για κάποια χρόνια, που κάποια στιγμή καταρρέουν. Τότε η υποτίμηση έρχεται μέσα από τη -ξανά- βίαιη μείωση μισθών και πλούτου να διορθώσει τα πράγματα. Εμφανίζεται σαν αναγκαία λύση. Χωρίς την κρίσιμη στιγμή να χρειάζεται κανείς να δώσει μια εξήγηση για όσα έκανε και οδήγησαν εκεί.
Κάτι πρέπει να αλλάξει. Δεν είναι αδιάφορο αν η κρίση που ζούμε αντί να ξεπεραστεί σε πέντε ή όσα χρόνια ξεπεραστεί στα διπλά. Ούτε ότι όλο αυτό το πρόσθετο κόστος θα οφείλεται σε δικές μας -ξανά λανθασμένες-- επιλογές. Σε μια στιγμή όπως η σημερινή, ο καθένας μας οφείλει να συγκρουστεί με αποτυχημένες αρχές και ιδεολογίες, με τον ίδιο του τον εαυτό, αν αυτό είναι αναγκαίο για τη χώρα. Στην πράξη, έστω για μια φορά, να φέρουμε την ηθική στην καρδιά των πολιτικών επιλογών μας.
Είναι ώρα να βγούμε από τη μοιρολατρία και την τυφλή οργή για την πτώση μας. Ενας περήφανος λαός δεν θα ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του μέσα από την κλαψούρα, θεωρώντας ότι όλα τα λάθη ήρθαν απ' έξω και κανένα από μέσα. Πρέπει να αρχίσουμε να κατανοούμε πόσο σημαντικό ρόλο έχουμε εμείς οι ίδιοι ως άτομα, τα κόμματα, άλλες κοινωνικές δυνάμεις. Από αύριο το πρωί έχουμε τη δύναμη να αντιμετωπίσουμε ένα ένα τα προβλήματά μας. Να συζητήσουμε με τι πολιτικές θα αντιμετωπίσουμε κάθε μεγάλο πρόβλημα, όπως την ανταγωνιστικότητα, την ανεργία, τη φτώχεια, θέματα ρευστότητας, την επενδυτική καθίζηση, τις ανισότητες, τη φαυλότητα, την αναξιοκρατία, την ανικανότητα, τη διαφθορά. Μία είναι η διέξοδός μας, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες: Πραγματισμός με υπεροχή του εθνικού, του συλλογικού πάνω στο ατομικό, προσήλωση στην ωμή αλήθεια και όχι στη δημαγωγία.
Ο ιδεολογικός - πολιτικός λόγος σε ένα κοινωνικό περιβάλλον με άγρια ανεργία και φτώχεια απαιτεί και δράσεις. Πρέπει, όσο δύσκολο και αν είναι, να λειτουργήσουν μηχανισμοί κοινωνικής στήριξης, όχι φιλανθρωπίας. Ο κυριότερος τέτοιος μηχανισμός είναι η δημιουργία εμπιστοσύνης στην πολιτική. Η αυτοπεποίθηση ότι σχεδιάζουμε σωστά, ξέρουμε τι κάνουμε και δεν πέφτουμε έξω κάθε τόσο. Ενας δεύτερος είναι η δικαιοσύνη στις θυσίες. Για δεκαετίες, ευρύτερα κοινωνικά στρώματα απόλαυσαν τρελά οφέλη, αρνούμενα κάθε συνεισφορά. Αν δεν αλλάξει αυτό, οι εντάσεις θα είναι έντονες.
Συνεχής συζήτηση γίνεται για κόκκινες γραμμές, συνειδησιακά προβλήματα, αξίες και άλλα ηχηρά παρόμοια. Πολύ αργά. Τις κόκκινες γραμμές κανείς τις τραβάει διορατικά τη στιγμή που πρέπει, ώστε να αποτρέψει την υπονόμευση του μέλλοντος. Οι κόκκινες γραμμές μας έπρεπε να τραβηχτούν κάθε στιγμή τα τελευταία 3, 10 ή 35 χρόνια, για εκατοντάδες μικρές και μεγάλες αποφάσεις, που οδηγούσαν την κοινωνία χρόνο με τον χρόνο στην κατάπτωσή της. Σήμερα, συνειδήσεις, αξίες και κόκκινες γραμμές απαιτούνται για να μη φτάσει η χώρα ακόμα πιο χαμηλά και να μη μιλάμε σε 2 - 3 χρόνια πάλι για κόκκινες γραμμές, ενώ θα τις έχουμε παραβιάσει πολλαπλά από σήμερα μέχρι τότε.
Στο γνωστό έργο, το 1944, ο Νίκος Εγγονόπουλος γράφει: Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Ελληνας. Ας μη βανδαλίσουμε τη δυνατότητα να το λέει κάποιος και αύριο.Του Τάσου Γιαννίτση, από την Καθημερινή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου