"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

17 Αυγ 2016

Πόσα πρέπει να ξέρει ο πολίτης για να πολιτευτεί μετά λόγου γνώσεως;

Του Κωνσταντίνου Σοφούλη, από τη Μεταρρύθμιση*
Πόσα πρέπει να ξέρει ο σημερινός πολίτης για να κάνει τις πολιτικές επιλογές του μετά λόγου γνώσεως; Όταν το σκεφτεί κανείς σοβαρά οπωσδήποτε θα πανικοβληθεί και όταν το συζητήσει με τον γείτονά του θα απελπιστεί οριστικά. Κάθε σημαντικό «πρόβλημα» σήμερα,  σχετίζεται με τόσο πολύπλοκες καταστάσεις που μόνο ένας ειδικός μπορεί να διαχειριστεί και να εξηγήσει. Και αν όμως εμφανιστεί ο ειδικός και μαλλιάσει η γλώσσα του σε εξηγήσεις, το πιθανότερο είναι ότι ο συνομιλητής του θα τον ξεφορτωθεί με το γνωστό «έτσι τα λένε οι τεχνοκράτες. Τα οικονομικά, όμως,  δεν είναι νούμερα αλλά αφορούν ανθρώπους». Είναι το απόλυτο σύνθημα του σημερινού αναρχομηδενισμού που στηρίζει λογικά και ηθικά τον εθνικολαϊκισμό. Εκεί κόβεται κάθε κουβέντα.
Έτσι απλά αναδείχνεται το κομβικό ζήτημα της εμπιστοσύνης στον ρόλο των ελίτ, δηλαδή στο σώμα των επίλεκτων της κοινωνίας που δικαιωματικά έχουν βαρύνοντα λόγο. Χωρίς εμπιστοσύνη, όμως,  στην άποψη του επαΐοντος ή έστω του έμπειρου, η κοινωνία κατρακυλά σε ένα χάος παραλογισμού. Εκεί τότε φύονται κατά λογική αναγκαιότητα τα σαπρόφυτα των ολοκληρωτισμών και αναπτύσσεται η ιστορική ανωμαλία του εθνικολαϊκισμού. Ας δούμε πώς γίνεται.
Δοκιμάστε, για παράδειγμα, να εξηγείστε στο καφενείο το «γιατί η κρίση έφερε ως σωτηρία τα μνημόνια». Εγώ που τόλμησα να το δοκιμάσω έφυγα στο τέλος περίπου κλαίγοντας απελπισμένος. Οι ελάχιστοι που έδειξαν να ορθοφρονούν ήταν μόνο μερικοί πολύ κοντινοί μου που έτσι κι αλλιώς έχουν εμπιστοσύνη στα λεγόμενά μου, επειδή με «εκτιμούν» όπως λένε. Αλλά κι αυτοί ακόμη, δεν πείστηκαν από τα επιχειρήματά μου, μόνο πίστεψαν κατ’ ευθείαν στο συμπέρασμά μου. «Αυτά τα πολύπλοκα και μπερδεμένα, μόνο άνθρωποι σαν κι εσένα μπορεί να τα ξέρουν», μου είπε κάποιος, και συμπλήρωσε «σου έχουμε όμως εμπιστοσύνη και γιαυτό μετράει για μας ο λόγος σου».
Εμπιστοσύνη, λοιπόν, εάλω. Η διάλυση του συστήματος εμπιστοσύνης που χτίστηκε χαλίκι με χαλίκι για να προκύψει ο νεωτερικός ορθολογισμός και η απομυθοποιημένη κοινωνία των αστών, ήταν ο πρώτος στόχος του Χίτλερ, Στάλιν ή Μουσολίνι, και σήμερα είναι το αγαπημένο πεδίο ισοπέδωσης του κάθε εθνικολαϊκιστή Πέδρο ντε Ρεβουλουτσασόνε ντα Τσίπρα ακόμη και στις παρυφές της Ευρωπαϊκής Μεσογείου. Ανατροπή των δικτύων εμπιστοσύνης που στηρίζουν τις λογικές ιεραρχίες της κοινωνίας και η μαζική μετάθεσή της στους τσαρλατάνους και τους αόρατους συνωμότες των φαντασιακών εχθρών του Λαού, είναι το μονοπάτι της καταστροφής. Στρεβλώνει το κλειδί για την κατανόηση του συστήματος εκλογίκευσης της πολύπλοκης πραγματικότητας με την οποία πορεύονται με επιτυχία στην Ιστορία οι κοινωνίες που την έχουν. Γράφει η O’Neill: «Η εμπιστοσύνη μας χρειάζεται όχι επειδή τα πάντα είναι προβλέψιμα, πολύ δε περισσότερο πλήρως εγγυημένα, αλλά αντίθετα ακριβώς επειδή είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε τη ζωή μας χωρίς εγγυήσεις». Και η ζωή μας σήμερα εξαρτάται από τόσο πολύπλοκες σχέσεις και διεργασίες που κανένας μας δεν μπορεί να ξέρει με ακρίβεια τη λειτουργία τους, εκτός, και πάλι ενδεχομένως, από τους ειδικούς. Πώς ξέρουμε, λ.χ., ότι πηγαίνοντας αύριο στο πολυκατάστημα θα βρούμε το μπουκάλι το γάλα που χρειαζόμαστε; Ο μόνος που μπορεί να μας το βεβαιώσει εκ των προτέρων είναι ο οικονομολόγος που έχει ειδικευτεί για τα θέματα λειτουργίας της σύγχρονης αγοράς. Εμείς, όμως, εμπιστευόμαστε τον καταστηματάρχη. Πώς ξέρουμε ότι το παιδί μας θα τύχει της κατάλληλης εκπαίδευσης στο σχολείο του; Ο μόνος που μπορεί να μας διαβεβαιώσει επ’ αυτού είναι ο σπουδασμένος παιδαγωγός και ο φιλόσοφος της εκπαίδευσης. Εμείς, όμως,  εμπιστευόμαστε περί αυτού τον συνδικαλιστή που βγαίνει στα κανάλια. Και όταν ούτε η αγορά δουλεύει όπως θα θέλαμε, μήτε το σχολείο αποδίδει αυτό που προσδοκούμε, όπως συμβαίνει σε περιόδους όπως η σημερινή κρίση, τον μόνο στον οποίο στήνουμε το αυτί για να μας εξηγήσει είναι ο δημαγωγός που όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει για το καλό του Λαού. Αυτός και η κομπανία του έχει υπονομεύσει με συστηματικό τρόπο για πολλά χρόνια από πριν το σύστημα κοινωνικής εμπιστοσύνης και περιμένει να δρέψει υπέρ εαυτού τους καρπούς των ερειπίων του. Αυτό συμβαίνει σήμερα. Κανείς δεν εμπιστεύεται εκείνους που όφειλε να εμπιστεύεται. Αντίθετα, τα αυτιά της πλειονότητας είναι στραμμένα στην στο κολακευτικό θούριο του δημαγωγού που τουλάχιστο γλυκαίνει την διψασμένη για καλά νέα ακοή της.
Και όμως, κάθε κοινωνία στην εποχή της έχει χτίσει με τεράστιο κόπο και πολλές συγκρούσεις την αλυσίδα των δεσμών εμπιστοσύνης που χρειάζεται για να λειτουργήσει χωρίς να απαιτείται η γνώση των πάντων για τα πάντα που και μόνη η επιδίωξή της  θα οδηγούσε την κατάσταση σε εξωπραγματικές περιπέτειες. Για να εμπιστευτούμε τον γιατρό για την αρρώστια μας, τον μηχανικό για την κατασκευή  μας, τον δάσκαλο για την εκπαίδευση και κοινωνικοποίηση του παιδιού μας, τον πολιτικό για την πρωτοπορία που οδηγεί σε χρηστή διοίκηση, η κοινωνία έχει επενδύσει τεράστια κεφάλαια στην εκπαίδευση, την έρευνα την πολιτική δράση και βάλε, που αποτελεί τον κοινωνικό της κεφάλαιο στη δεδομένη στιγμή. Απαξιώνοντας το κοινωνικό κεφάλαιο, όπως κάνει ο εθνικολαϊκισμός, μηδενίζουμε το κοντέρ ιστορικής ωρίμανσης της κοινωνίας και την πισωγυρίζουμε σε πρωτόγονες καταστάσεις όπου ο «ηγέτης» προκύπτει από μηχανισμούς ανεξέλεγκτους από την λογική και την γνώση. Είναι παιδί των κραυγών και του θυμού που τυφλώνει τους ανθρώπους.
Με αυτή την μετατόπιση της εμπιστοσύνης από τα «πιστοποιημένα» σημεία της κοινωνίας στους αυτόκλητους διερμηνευτές των λαϊκών καημών κι ελπίδων ο λαϊκισμός καταστρέφει δια μιας όλο το συσσωρευμένο κοινωνικό κεφάλαιο και παραδίδει τον Λαό με μηδενική προίκα γνώσης στον δημαγωγό εθνικολαϊκιστή.  Γιατί αν δεν εμπιστεύομαι τον γιατρό για την αρρώστια μου, τον οικονομολόγο για τα οικονομικά της χώρας μας, τον πολιτικό για την κατάσταση της δημοκρατίας, τον δικαστή για την απονομή της δικαιοσύνης τον βιομήχανο για τον εφοδιασμό της αγοράς κ.ο.κ. ένα μόνο σηματοδοτεί η κατάστασή μου: Ότι όποιος όγκος γνώσης και εμπειρίας συσσωρεύτηκε με τα χρόνια για να αποτελέσει το κοινωνικό κεφάλαιο που επενδύει ο πολίτης μέσω των κοινωνικών θεσμών, ρίχνεται άκλαυτο στο αποχετευτικό σύστημα της Ιστορίας.   Και ποιος τότε μένει χωρίς κεφάλαιο; Ο απροστάτευτος πολίτης. Όσο για τον δημαγωγό αυτομάτως αποκτά ένα ογκώδες και τεράστιο κεφάλαιο των απεγγεφαλοποιη­μένων συμπολιτών του.
Αλλά έστω και μόνο από την στενή άποψη της οικονομικής ευημερίας της κοινωνίας, η καταστροφή των δομών εμπιστοσύνης συνεπάγεται αντίστοιχη καταστροφή της δυναμικής για την ανάπτυξη. Ο Fukuyama έχει αναλύσει το πόσο αυξάνει το συναλλακτικό κόστος μιας οικονομίας όταν μειωθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών και των θεσμών του. Αυξάνεται τότε αντίστοιχα το κόστος συναλλαγών και ως εκ τούτου μειώνεται η ανταγωνιστικότητα της κοινωνικής παραγωγής. Στο τέλος του λογαριασμού οι εργαζόμενο καταδικάζονται σε ανεργία ή πολύ χαμηλές αμοιβές. Ιδίως στη σημερινή περίοδο της Παγκοσμιοποίησης. Η καταστροφή των δικτύων εμπιστοσύνης είναι σημαντικός παράγοντας οικονομικής καθυστέρησης που , εν τούτοις,  βολεύει τον εθνικολαϊκιστή ηγέτη κατά το ότι του εξασφαλίζει εξαθλιωμένο ακροατήριο για τον σωτηριολογικό λόγο του.
Υποστηρίζει ο Fukuyama ότι ειδικότερα στην περίοδος της ύστερης παγκοσμιοποίησης που διανύουμε, τα ισχυρά δίκτυα εμπιστοσύνης είναι εκείνα που επιτρέπουν σε ορισμένα έθνη να δημιουργήσουν τις τεράστιες λειτουργικές δομές που χρειάζονται για να ανταπεξέλθουν στον σκληρό παγκόσμιο ανταγωνισμό. Για να επιβιώσει μια γιγαντιαία υπερεθνική εταιρείας οι εκατοντάδες χιλιάδες μέτοχοί της και τα εκατομμύρια των συνδεδεμένων με αυτή ατόμων, οι stake holders, πρέπει να έχουν τεράστια αποθέματα εμπιστοσύνης στις δομές και τις σχέσεις που καθιστούν λειτουργική την απρόσωπη επιχείρηση. Όσο μικρότερο απόθεμα εμπιστοσύνης έχει μια κοινωνία, τόσο λιγότερα τα πολύπλοκα σχήματα και οι πολύπλοκες δομές που μπορεί να γεννήσει και να συντηρήσει στο πέλαγος του παγκόσμιου ανταγωνισμού.  Αλλά και πέραν αυτού του υπερ-πλεονεκτήματος των κοινωνιών με πλούσιο και ισχυρό δίκτυο εμπιστοσύνης, ακόμη και η ανταγωνιστικότητα των συνήθων δομών χάνει όταν το δίκτυο εξασθενεί: Χαμηλοί δείκτες εμπιστοσύνης συνεπάγονται υψηλά κόστη συναλλαγών και επομένως μειωμένες επιδόσεις στον ανταγωνισμό. Σκεφτείτε την διαφορά κόστους ανάμεσα σε μια κοινωνία που εμπιστεύεται πλήρως το ιδιωτικό συμφωνητικό, σε σύγκριση με μια ανταγωνιστική της οικονομία όπου η συμβατική δέσμευση απαιτεί πολυέξοδες διαδικασίες με δικηγόρους, συμβολαιογράφους και δικαστικές πράξεις. Μέσα σε τέτοια συστήματα γραφειοκρατικοποιημένης υποκατάστασης της εμπιστοσύνης αναπτύσσονται οι ολοκληρωτισμοί, η διαφθορά και η κρατική καταπίεση. Αυτό είναι το τελικό κοινωνικό κόστος μιας αλόγιστης πολιτικής φθοράς των συστημάτων εμπιστοσύνης και αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι εθνικολαϊκιστές όταν χτίζουν με μεθοδικότητα το κλίμα σκανδαλολογίας και ηθικής απαξίωσης του σύμπαντος πλην εαυτών και όταν καλλιεργούν το πολιτικό κλίμα της σύγκρουσης των πάντων με τους πάντες, ως μέσα «ανα-μάγευσης» του πολιτικού ακροατηρίου τους.
Ποιο είναι στοιχείο που δίνει αυτή την τεράστια ισχύ στα δίκτυα εμπιστοσύνης και χρεώνει αντίστοιχα το τεράστιο κόστος στην καταστροφή τους; Είναι ο νόμος της οικονομίας γνώσης που χαρακτηρίζει τις σοφές κοινωνίες. Σε μια κοινωνία με καλό και ισχυρό δίκτυο εμπιστοσύνης, αρκεί ο καθένας να ξέρει αυτό που έχει ανάγκη ο ρόλος του, για να λειτουργεί η κοινωνία με το πολλαπλάσιο της διασταυρωμένης γνώσης εν συνόλω. Αν εμπιστεύεσαι τον γιατρό, δεν έχεις λόγο να γίνεις γιατρός εσύ ο ίδιος για την αρρώστια σου ενώ ο εκπαιδευμένος γιατρός προσφέρει τη γνώση του σε χιλιάδες συμπολίτες επιτυγχάνοντας μια τεράστια οικονομία πόρων και κόπων για το σύνολο της κοινωνίας. Αν εμπιστεύεσαι τους συναλλασσομένους μαζί σου, δεν είναι ανάγκη να διαθέτει η κοινωνία χιλιάδες δικηγόρους, δικαστές και αστυνομικούς για την διασφάλιση της συμβατικής σου σχέσης με τους συμπολίτες σου. Αν εμπιστεύεσαι αυτούς που εκλέγεις για ηγέτες των πολιτικών σου προτιμήσεων δεν είναι ανάγκη να χάνεις χιλιάδες ώρες σε απεργίες και διαδηλώσεις, αφού θα αρκεί η συναινετική διαβούλευση, κ.ο.κ. Αυτός είναι ο σιδηρούς κανόνας της οικονομίας της γνώσης στις σφιχτοδεμένες κοινωνίες και γιαυτό αυτές προκόβουν.
Ο σιδηρούς νόμος της κοινωνικής γνώσης είναι το κόκκινο πανί του εθνικολαϊκισμού. Ο εθνικολαϊκιστής ηγέτης και τα πολυάριθμα στελέχη του κρατάει την ισχυρή επαφή με τον «Λαό» προσπαθώντας να του μοιάσει και να συμπεριφερθεί μοιάζοντας με «λαϊκό τύπο». Κρατάει, όμως, την ανεξέλεγκτη εξουσία για τον εαυτό του. Όλος ο σχετικός πολιτικός μηχανισμός το πρώτο που κάνει είναι να χρησιμοποιήσει αυτό το αταβιστικό όπλο που υπακούει στον χυδαίο κανόνα  «όμοιος ομοίω πελάζει» και που θέτει ως πρώτο στόχο την κοινωνική ελίτ της εποχής του για να καταστρέψει πλήρως το δίκτυο εμπιστοσύνης στη ειδική γνώση και εμπειρία που μπαίνουν εμπόδια στο ανορθολογικό πολιτικό παιχνίδι. Το βλέπουμε αυτό να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα υπουργός Παιδείας εκφράζεται απαξιωτικά για την αριστεία και άλλος επαγγέλλεται την μαζική εισαγωγή στην τριτοβάθμια χωρίς εξετάσεις. Ούτε είναι τυχαία η συστηματική προσπάθεια ηθικής καταδίκης του συνόλου των «παλαιών» ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται και οι αριστείς της γνώσης και οι κάτοχοι της δημιουργικής εμπειρίας. Αυτά και εκατοντάδες άλλες ενδείξεις πείθουν για τον οργανωμένο και συστηματικό πόλεμο που ο Τσιπραϊκός εθνικολαϊκισμός έχει εξαπολύσει ενάντια στο σύστημα της κοινωνικής εμπιστοσύνης που είχε μέχρι πρότινος κατοχυρώσει η κοινωνία μας ως κοινωνία της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας.
Μπροστά σε αυτή την οφθαλμοφανή τραγωδία, ποιοι και πως μπορούν να αντιδράσουν για την σωτηρία του κοινωνικού κεκτημένου;  Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι το βάρος πέφτει στην ίδια την ελίτ που στις συνθήκες αυτές καταδιώκεται και απειλείται με γενοκτονία σαν ο εβραίος του εθνικολαϊκισμού. Μια τέτοια αναμενόμενη αντίδραση, δυστυχώς, δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση. Είναι αλήθεια ότι στην Ιστορία οι κοινωνικές ελίτ πάντα ζούνε μέσα κουκούλια που οι ίδιες έχουν υφάνει για τον εαυτό τους. Σπάνιες οι περιπτώσεις εξόδου από το κουκούλι για να κατεβεί ο επίλεκτος κάτω στη βάση του Λαού, του πραγματικού λαού για να προσφέρει τις υπηρεσίες του και να ζητήσει τη συμμαχία του για το κοινό καλό. Τώρα, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι απλώς αναμενόμενο αλλά επιβαλλόμενο για την ίδια την σωτηρία της αστικής δημοκρατίας μας. Ας το σκεφτούν εκείνοι που οφείλουν ως εκ του ρόλου τους να σκέφτονται όχι μόνο για τον εαυτό τους αλλά και την κοινωνία που τους τρέφει και τιμά. Στόχος, σήμερα, πρέπει να είναι η αποκατάσταση των δεσμών εμπιστοσύνης ανάμεσά μας και με βάση του ρόλους που αυτομάτως κατανέμει η κοινωνία καθώς συγκροτείται και οργανώνεται.
Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου