"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

31 Μαρ 2013

Με «bail in», καλωσορίζουν την ύφεση…

Του Κώστα Καλλίτση, από την Καθημερινή.
Η σύγχρονη κρίση είχε ξεκινήσει από τον υπερδιογκωμένο χρηματοπιστωτικό τομέα στις ΗΠΑ (subprimes, 2007). Μεταδόθηκε ακαριαία παντού στον κόσμο μετά τη 15η Σεπτεμβρίου 2008, όταν κατέρρευσε η Lehman Brothers. Η φούσκα έσπασε, η μία μετά την άλλη διεθνείς τράπεζες και ασφαλιστικοί κολοσσοί (οι «αγορές») κλονίζονταν σε βαθμό κατάρρευσης. Τα ισχυρά κράτη έσπευσαν προς διάσωσή τους, για να αποτρέψουν τη μετάδοση της κρίσης στην πραγματική οικονομία.
Η μετάδοση της κρίσης δεν απετράπη. Στη συνέχεια, αναμεταδόθηκε πάλι στις τράπεζες. Τα κράτη πάλεψαν, αλλά σε αυτήν την προσπάθειά τους λύγισαν ή τσάκισαν (το ελληνικό συνιστά ειδική περίπτωση, είχε τσακίσει ήδη από την κραιπάλη 2004-2009). Κρατικά ελλείμματα και χρέη εκτινάχθηκαν. Και τότε, οι αγορές ανταπέδωσαν το «ευχαριστώ» στους φορολογούμενους, επιτέθηκαν στα κράτη. Με πρόσχημα ότι δεν ήταν «φερέγγυα» και με προπομπό τους οίκους αξιολόγησης, πυροδοτήθηκε ένας νέος γύρος κερδοσκοπίας σε βάρος των φορολογουμένων
Οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται στην υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ερωτήματα: Λοιπόν, δεν είναι αναγκαίο και προοδευτικό να συρρικνωθεί αυτός ο τομέας; Να πάψει να δυναστεύει την πραγματική οικονομία και να επανέλθει στον ρόλο του υπηρέτη της οικονομικής ανάπτυξης; Και γιατί, άραγε, «πρέπει» οι φορολογούμενοι να σώζουν μετόχους και ομολογιούχους τραπεζών; Και (εξαιρώντας τις εγγυημένες καταθέσεις) γιατί «πρέπει» οι φορολογούμενοι να διασώζουν όσους από απληστία προτιμούν τα υψηλότερα επιτόκια που μπορεί να προσφέρονται από λιγότερο ή μη ασφαλείς τράπεζες, ρισκάροντας ακόμη και να χάσουν τις καταθέσεις τους;
Προφανώς -ισχυρίζομαι- δεν πρέπει. Και πιστεύω ότι δεν έχει άδικο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που προτίθεται να αποφασίσει ότι, μετά το 2018, όταν χρεοκοπεί μία τράπεζα λόγω ειδικού, δικού της (όχι συστημικού…) προβλήματος, στο κόστος της διάσωσης θα συμμετέχουν και οι μεγάλοι καταθέτες. Γιατί, άραγε, «πρέπει» ο φορολογούμενος να σώζει τον άπληστο μεγαλοκαταθέτη της όποιας Proton Bank;..
Προφανώς επίσης -ισχυρίζομαι- η συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα διεθνώς είναι αναγκαία και, ως κατεύθυνση πολιτικής, είναι προοδευτική. Αλλωστε, αυτός ο υπερτροφικός τομέας ήταν (και είναι) η υλική βάση της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού επί μια 30ετία - με τα γνωστά αποτελέσματα σε βάρος της ανθρωπότητας.
Μήπως, λοιπόν, η σχετική γερμανική ρητορική δικαιώνεται; Οχι, αντιθέτως. Η ουσία δεν είναι στα λόγια αλλά στον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η συρρίκνωση στην Ευρώπη. Και αυτός ενισχύει τρεις καταστροφικές τάσεις:
Πρώτη, τείνει να στεγνώσει ο ευρωπαϊκός νότος από κεφάλαια, με συνέπεια να επιτείνονται οι αβεβαιότητες, να γίνονται περισσότερο δυσοίωνες οι προοπτικές του και να υπονομεύονται τα αποτελέσματα μιας προσαρμογής που επιβάλλεται με σκληρές θυσίες των λαών. Η ασυμμετρία βορρά-νότου εντείνεται, το χάσμα των ανισοτήτων διευρύνεται, οι διχασμοί παγιώνονται.
Δεύτερη, αυτή η αβεβαιότητα διαχέεται σε όλη την Ενωση, όλη η Ευρώπη καθίσταται λιγότερο ασφαλής για τα κεφάλαια, που προτιμούν ΗΠΑ, Σιγκαπούρη ή Αγγλία. Οι προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης αποδυναμώνονται για την Ευρώπη συνολικά, η ύφεση τείνει να εναγκαλιστεί και τον ευρωπαϊκό βορρά οσονούπω. Τα στοιχεία που δημοσιοποίησε την Πέμπτη ο ΟΟΣΑ είναι χαρακτηριστικά.
Τρίτη, η απότομη απομόχλευση, η απότομη μείωση όλων των δανείων, του δανεισμού γενικώς, βαθαίνοντας την ύφεση και προκαλώντας καταστροφικές συνέπειες στις ευρωπαϊκές οικονομίες, πλήττει τα δημόσια έσοδα και πιέζει εκρηκτικά τα δημοσιονομικά ελλείμματα, παρά τις αιματηρές μειώσεις δαπανών και τις τιτάνιες προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής που ήδη έχουν γίνει.
Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της γερμανικής συνταγής:
Η ύφεση απλώνεται στην Ευρώπη. Μετά τη βαθιά ύφεση του 2008-9, μια νέα ύφεση έχει αρχίσει από το δεύτερο 6μηνο του 2012 – το «double-dip recession» εμφανίζεται. Αναπόφευκτα, θα αγγίξει και τη Γερμανία – το μεγάλο μέρος των εξαγωγών της απορροφάται από ευρωπαϊκές χώρες. Πώς αντιδρά το Βερολίνο σε αυτήν την προοπτική; Πρώτον, αρνείται να προσαρμοστεί με «εσωτερική ανατίμηση», ώστε να συναντηθεί με την «εσωτερική υποτίμηση» του νότου. Και, δεύτερον, αρκείται να παίρνει προληπτικά μέτρα ώστε η ύφεση να έλθει αλλά να μην οδηγήσει σε αύξηση το κρατικό χρέος…
Σε αυτήν την κατεύθυνση εντάσσεται το «bail in». Δεν συνιστά μια πολιτική αποτελεσματικής συρρίκνωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα υπέρ της ανάπτυξης (τέτοια πολιτική ασκεί η FED, που επιχειρεί συστηματικά και προσεκτικά να εξομαλύνει τη διαδικασία απομόχλευσης, με τρόπο που δεν θα καταστρέψει την ανάπτυξη). Συνιστά μια νέα («μονοκόμματη», χωρίς λεπτούς χειρισμούς ή, έστω, κάποιο επεξεργασμένο σχέδιο…) απόπειρα θωράκισης των κρατικών προϋπολογισμών ενόψει της νέας ύφεσης. Που τη βλέπουν να έρχεται, αδιάφοροι. Με την ιδεοληψία και την αλαζονεία του μεγάλου πιστωτή…

27 Μαρ 2013

Ο αφόρητος επαρχιωτισμός του ΣΥΡΙΖΑ

 
Του Νίκου Μαραντζίδη, από protagon.gr
Αν κάτι διέκρινε ιστορικά την Αριστερά, ήταν η αίσθηση ενός κοσμοπολιτισμού που παντού οι ηγεσίες της ανέδυαν. Από τον καιρό του Μαρξ, οι σοσιαλιστές, αντιλαμβάνονταν τον κόσμο μέσα από την οπτική ενός παγκόσμιου πρίσματος. Ταξίδευαν πολύ, διάβαζαν και μιλούσαν ξένες γλώσσες, παρακολουθούσαν τη διεθνή πολιτική και σκέφτονταν συνεχώς πάνω σε αυτήν. Ο διεθνισμός της Αριστεράς -επαναστατικής ή ρεφορμιστικής δεν έχει, πια, τόση σημασία- δεν ήταν απλώς ένα εργαλείο ή ένα στοιχείο της θεωρίας της αλλά κυρίως μια κουλτούρα, ένας τρόπος να σκέφτεται τον κόσμο, πέρα από τα στενά όρια του έθνους-κράτους.
Αν κάτι αγάπησα πραγματικά στην Αριστερά των νεανικών μου αναγνωσμάτων ήταν ακριβώς αυτήν της την ικανότητα να σκέφτεται ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα: το παγκόσμιο και το εθνικό, το θεωρητικό και το εμπειρικό. Όποιος έχει ενθουσιαστεί όπως εγώ με την «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», όπου ο Μαρξ ανέλυε την πολιτική ζωή στη Γαλλία εγγράφοντάς τη μέσα στη δική του θεωρητική του σύλληψη, καταλαβαίνει τι λέω. Αν κάτι με ενοχλούσε ιδιαίτερα στη Δεξιά ήταν ακριβώς το αντίστροφο: η δυσκολία της να σκεφτεί πέρα από τα σύνορα του έθνους και των εμπειριών του. Έχει ο καιρός γυρίσματα, όμως.

Η κατάρρρευση της ΕΣΣΔ, η μετάλλαξη της Κίνας και η υποχώρηση του Σκανδιναβικού μοντέλου, στέρησε από την Αριστερά σοβαρά υποδείγματα, σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και της αξιοποίησης της δυναμικής της από τους φιλελεύθερους αντιπάλους της, η Αριστερά υποχρεώθηκε σε μια διανοητική αναδίπλωση. Το υπερεθνικό πεδίο έπαψε να είναι ο προνομιακός της χώρος και οχυρώθηκε στα μίζερα εθνικά σύνορα. Εδώ και λίγες δεκαετίες, από επιθετική δύναμη επαγγελίας του αύριο, η αντικαπιταλιστική Αριστερά μετατράπηκε σε ιδιότυπο υπερασπιστή ενός κόσμου που χάνεται. Από μισητός εχθρός του έθνους-κράτους, έγινε ο θλιβερός υποστηρικτής του. Από φορέας μιας νέας τάξης πραγμάτων έγινε οπαδός του παλαιού καθεστώτος. Εν ολίγοις, από επαναστατική δύναμη, έγινε αντιδραστική.
Οι εξελίξεις αυτές δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη διανοητική της κατάσταση. Οι απολίτικες σαχλαμάρες του κινήματος Occupy Wall Street του τύπου «είμαστε το 99%», οι φαιοκόκκινοι μίζεροι «αγανακτισμένοι» που μουτζώνουν τη Βουλή ή η πολιτική αριστεροδεξιά καρικατούρα που λέγεται Μπ. Γκρίλο, μαρτυρούν αναμφίβολα πως η Αριστερά φτωχαίνει σε πλούτο αναλύσεων και επεξεργασιών παντού. Αγκαλιάζει το συναίσθημα, και ιδιαίτερα το φόβο, εγκαταλείποντας το γήπεδο του ορθολογισμού αποκλειστικά στους αντιπάλους της. Μέρα με τη μέρα, απομακρύνεται από τον διαφωτισμό.

Η αντικαπισταλιστική Αριστερά μετατρέπεται έτσι, είτε σε ένα μετα-χίπις κίνημα χωρίς σοβαρά κοινωνικά υποστηρίγματα και προοπτικές, είτε -προκειμένου να βρει αυτά τα υποστηρίγματα- επιλέγει να μετεξελιχθεί σε ένα εθνολαϊκιστικό πολιτικό υποκείμενο, που για να προσεταιρισθεί ευρεία στρώμματα του πληθυσμού, επιχειρεί να αξιοποιήσει προς όφελός του ό,τι πιο συντηρητικό και φοβικό φέρουν μαζί τους οι κοινωνίες.
Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται ακριβώς σε αυτήν την κατηγορία. Προκειμένου να κερδίσει πολιτικά από την κρίση ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίζεται, το τελευταίο διάστημα, από μια διεθνιστική σε μια επαρχιώτικη και εθνολαϊκιστική κουλτούρα. Από τα κουτσαβακικού ύφους «Ολαντρεού» και «μαντάμ Μέρκελ», μέχρι τις καταγγελίες περί εθνικής μειοδοσίας και τα συνοικέσια με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Π. Καμμένου, ο κοινός παρανομαστής είναι ο εθνολαϊκιστικός επαρχιωτισμός.
Η κουλτούρα των αγανακτισμένων της πλατείας Συντάγματος ενσταλάζεται κάθε μέρα και περισσότερο στη δημόσια ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ και επηρεάζει την ταυτότητά του. Η αδυναμία εγγραφής των επεξεργασιών και των στρατηγικών του κόμματος μέσα στους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς μετασχηματίζουν το ΣΥΡΙΖΑ σε ένα εθνολαϊκιστικό μόρφωμα, που θα καταγγέλει το διεθνές περιβάλλον με τη συνωμοσιολογική γλώσσα του αδαούς και του ανεκπαίδευτου.
Στην ουσία, αυτός ο εθνολαϊκιστικός επαρχιωτισμός κρύβει δύο πράγματα: από τη μια, την ένδεια των εναλλακτικών προτάσεων της Αριστεράς απέναντι στο κυρίαρχο διεθνές μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκοσμιοποίησης, και από την άλλη, τη βουλιμία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για εξουσία, την επιθυμία δηλαδή «να μπει και αυτή στο κόλπο».

Για το τελευταίο, προσωπικά, δεν έχω καμιά αντίρρηση. Κάθε άλλο. Είναι καλό για τη φιλεύθερη δημοκρατία να εναλλάσονται οι κυβερνώσες ελίτ, ώστε να ανανεώνεται με νέα πρόσωπα η πολιτική σκηνή. Στο κάτω-κάτω, κανείς δεν διαθέτει το μονοπώλιο της αλήθειας. Ίσως, μάλιστα, κάποια μέρα να δούμε και τον Αλέξη Τσίπρα να δακρύζει όπως ο πρόεδρος Χριστόφιας. Ελπίζω, μόνο, τότε, να μη μας περιμένει μιαν ανάλογη καταστροφή σαν της Κύπρου.

24 Μαρ 2013

Ενδιάμεσες εκλογές

Του Αλέκου Παπαδόπουλου, από την Εφημερίδα των Συντακτών
Σε λίγο θα αρχίσει και στη Βουλή η συζήτηση για τη νέα συνταγματική αναθεώρηση. Ο διάλογος που θα ακολουθήσει επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε να είναι νηφάλιος, απροκατάληπτος, απαλλαγμένος από ιδεοληψίες, αυθεντίες, δογματισμούς και να επικεντρώνεται στην εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος της χώρας και ειδικά μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Πολύ περισσότερο, ο διάλογος πρέπει να είναι ανοικτός σε όλους. Δεν είναι μόνο υπόθεση «επαγγελματιών» είτε της πολιτικής εξουσίας είτε της ειδικής περί αυτού επιστήμης, αλλά μια θεμελιώδης υποχρέωση και δικαίωμα όλων εκείνων που έχουν απόψεις και μπορούν να συμβάλουν με καθαρό μυαλό στη συζήτηση. Κεντρικός στόχος αναθεώρησης δεν μπορεί πια να είναι άλλος παρά οι μεγάλης εκτάσεως συνταγματικές αλλαγές στις πολιτικές και διοικητικές λειτουργίες της χώρας. Αυτό είναι μια υπόθεση αποκλειστικής ευθύνης δικής μας και όχι των «δανειστών» μας, οι οποίοι πολλές φορές εμπλέκονται σε θέματα που δεν κατανοούν σε ό,τι αφορά την ελληνική ιδιαιτερότητα, προτείνοντας εμβαλωματικές, ανεφάρμοστες και μερικές φορές αντισυνταγματικές λύσεις.
Πολλές από τις απόψεις μου είναι δημοσιοποιημένες εδώ και αρκετό καιρό. Στο άρθρο αυτό θα επιμείνω κυρίως στο θέμα της έλλειψης πολιτικών σταθερών στη χώρα μας, που οφείλεται, εκτός των άλλων, στη συνήθη και αδικαιολόγητη καταχρηστική προσφυγή σε πρόωρες εκλογές με απόφαση ενός και μόνον ανδρός, του εκάστοτε πρωθυπουργού της χώρας. Στο πλαίσιο αυτής της διαπίστωσης επαναφέρω παλαιότερη πρότασή μου να υιοθετήσουμε στο Σύνταγμά μας στοιχεία από τη σκανδιναβική πρακτική που περιέχεται στο Κεφάλαιο 3, Αρθρο 4, Παράγραφος 1 του σουηδικού Συντάγματος.
Οι εθνικές εκλογές να διεξάγονται κανονικά κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, ημέρα Κυριακή, σε συγκεκριμένο δεκαήμερο συγκεκριμένου μηνός. Η πενταετία προτείνεται για να συμπίπτει με την πενταετή θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας, εφόσον επιλεγεί η εκλογή του να γίνεται απευθείας από τον λαό. Διαφορετικά διατηρείται η τετραετία.
Εάν κατά τη διάρκεια της θητείας της Βουλής, για οποιονδήποτε λόγο, αποδεδειγμένα σοβαρό ή ακόμη και προσχηματικό, προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές, η Βουλή που θα προκύψει από αυτές θα έχει θητεία μόνο μέχρι της κανονικές εκλογές, ήτοι κατά το υπόλοιπο και μόνο διάστημα της τετραετίας ή πενταετίας που απομένει. Δηλαδή, οι τυχόν ενδιάμεσες εκλογές δεν θα επηρεάζουν τη διεξαγωγή των τακτικών εκλογών.
Αυτή η διάταξη του σουηδικού Συντάγματος στην πράξη αποδείχθηκε σοφή, αφού στη Σουηδία έχουν να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές από το 1958, που έγιναν με αφορμή τις μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό της σύστημα. Για την Ελλάδα θα ήταν ακόμη σοφότερη, μιας και το ελληνικό σύστημα δείχνει ανεπίτρεπτη περιφρόνηση, για ιδιοτελείς λόγους, στον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών. Η πρόωρη εκλογική αναμέτρηση δεν προκύπτει γιατί την επιβάλλει το συμφέρον της χώρας αλλά αποκλειστικά, όπως δείχνει τουλάχιστον η μεταπολιτευτική ιστορία, επειδή την επιβάλλει το συμφέρον της εκάστοτε κυβερνώσας πολιτικής ελίτ, η οποία επιδιώκει να αναπαράγει απλώς και μόνο την εξουσία της. Η πρόταση αυτή, μαζί με την επαναφορά των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας που περιέχονται στο Σύνταγμα του 1975, δίνει σε μεγάλο βαθμό τέλος στις αυθαιρεσίες του πρωθυπουργοκεντρικού χαρακτήρα του πολιτεύματός μας.
Τι κατά την άποψή μου θα πετύχουμε με αυτή την πρόταση:
Δημιουργούμε σταθερό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον.
Διασφαλίζουμε την κοινωνική ηρεμία.
Η οικονομία τραυματίζεται λιγότερο από τους εκλογικούς κύκλους.
Ασκείται αποτελεσματικότερη δημοσιονομική πολιτική, η οποία δεν μετατρέπεται σε θύμα δημαγωγικού ανταγωνισμού, υποσχέσεων και παροχών μεταξύ των ανταγωνιζόμενων κομμάτων.
Θα είναι εμφανώς ιδιαίτερα δύσκολο για οποιονδήποτε πρωθυπουργό να προκηρύσσει πρόωρες εκλογές για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας όταν θα γνωρίζει ότι μετά π.χ. από έναν ή ενάμιση χρόνο θα ξαναγίνουν εκλογές και δεν θα μπορεί να δώσει πάλι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.
Η χώρα έχει ανάγκη από σταθερά πεδία – πολιτικά, οικονομικά, θεσμικά. Οι θεσμικές λειτουργίες του κράτους πρέπει να χαρακτηρίζονται από αυτοματισμούς επέμβασης, όπου απαιτείται, χωρίς να εγκλωβίζονται στους εκλογικούς καιροσκοπισμούς των κομμάτων. Οπου προκύπτουν ανίκανες κυβερνήσεις, πρέπει να περιορίζονται οι δυνατότητες επανεκλογής τους μέσα από εκλογικούς αιφνιδιασμούς, λαφυραγωγήσεις συνειδήσεων και επικοινωνιακά τεχνάσματα. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η χώρα μας πρέπει να υιοθετήσει σταθερούς θεσμούς αυτοπειθαρχίας με ασφαλιστικές συνταγματικές δικλίδες, οι οποίοι θα υποχρεώνουν την πολιτική ελίτ να τους σέβεται.
Ο συνταγματικός διάλογος που κυοφορείται πρέπει να προστατευτεί. Η ιστορία της θέσπισης συνταγματικών κανόνων είναι γεμάτη από λανθασμένες επιλογές, που είτε προηγούνταν κατά πολύ είτε έπονταν της πραγματικότητας. Η νέα ισορροπία για την επικείμενη συνταγματική θέσμιση πρέπει να αναζητηθεί με πολλή προσοχή. Να μην υιοθετηθούν με ενθουσιώδη ελαφρότητα οι υποδείξεις των «τεχνικών» της πολιτικής, της επικοινωνίας και του επιστημονικού μανδύα. Η γνήσια πολιτική δεν είναι τεχνική ούτε ειδύλλιο. Δεν μπορεί να καθορίζεται από διάφορους ειδικούς κατέχοντες τη «συμπυκνωμένη άγνοια». Μια αποτελεσματική συνταγματική αναθεώρηση οφείλει να είναι απαλλαγμένη από τις ψυχρές αφαιρέσεις των σκοπιμοτήτων, να είναι γεμάτη από ευθύνη μόνο για τη χώρα και το δημόσιο συμφέρον, να λειτουργεί με ορθολογισμό και να χαρακτηρίζεται από ευστάθεια στις αποφάσεις και στους στόχους. Ιδωμεν…

22 Μαρ 2013

Άκου αδερφέ μου προτεστάντη...

Του Ανδρέα Ζαμπούκα, από το capital.gr
Aδερφέ μου προτεστάντη, «συμπολίτη» Βερολινέζε, Ολλανδέ, Δανέ, Σκανδιναβέ, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα αγριεύουν. Δε σε λέω Γιούργκεν ούτε Κλάους. Για μένα πια, δεν έχεις όνομα. Κάθε μέρα το «αδειανό σου πουκάμισο» κυκλοφορεί στο σαλόνι μου, ανοίγει αδιάκριτα την πόρτα του γραφείου μου, εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή μου. Κολλητή παρεούλα, βλέπουμε μαζί, το αναπόφευκτο. Βέβαια, καταλαβαίνω πως δεν αισθανόμαστε το ίδιο. Επειδή ξέρω την ψυχολογία σου, διακρίνω τη λανθάνουσα ικανοποίηση, που σε πλημμυρίζει, για την «προνοητικότητά» σου, απέναντι στο δικό μου ερασιτεχνισμό. Μη μου το αρνηθείς. Σε παρατηρώ που προσποιείσαι τον συγκαταβατικό αλλά το «άνετο» βλέμμα σου, όταν με κοιτάς, σε προδίδει.

Δεν το ήθελα αλλά εσύ ο ίδιος με ανάγκασες να τραβήξω τις δικές μου γραμμές, μήπως τελικά, σε κάνω να καταλάβεις τις διαφορές μας. Ας καθίσουμε άνετα σε διπλανές πολυθρόνες εκατέρωθεν των ορίων μας, κι ας απολαύσουμε το ξεδίπλωμά μας, στο χρόνο. Μην ανησυχείς, δε θα σε πάω μακριά, με τους Παρθενώνες και τα βελανίδια... Πιο σύντομος θα είμαι και πιο κοντινός.

Όταν ο Λούθηρος σ΄ έβγαζε από τους βάλτους του Ρήνου, εγώ δήλωνα υποταγή στο τούρκικο φακιόλι. Όταν εσύ έδιωχνες τους παπάδες και μιλούσες απευθείας με το θεό, εγώ απολάμβανα αμέριμνος, την ερμηνεία των άλλων. Όταν ο Καλβίνος σου αποκάλυπτε τους καλούς δαίμονες του πλούτου, εγώ έγλειφα τα κοκαλάκια των αρχόντων μου για να επιβιώσω. Εσύ από νωρίς άρχισες να χτίζεις γύρω σου τα οχυρά της ευθύνης ενώ εγώ μεθούσα απ΄ την ανατολίτικη ευωδία του θυμιατού. Εσύ σήκωνες το μαστίγιο να τιμωρήσεις τον εαυτό σου για τα λάθη σου κι εγώ κρυβόμουν πίσω απ΄ το γείτονα μέχρι να φτάσει ο δήμιος του Βεζίρη να τον καθαρίσει.
Η προτεσταντική σου ηθική δεν έχει καμία σχέση με τη δική μου, αδερφέ. Οι κανόνες σου, οι αξίες, τα ήθη σου, ο τρόπος που ξυπνάς και κοιμάσαι δε μοιάζει με το δικό μου. Εγώ αναβάλω, μεταθέτω, μετακινώ το χρόνο και στο τέλος μετουσιώνω τη ζωή μου σε φαντασίωση, ενώ εσύ είσαι ρεαλιστής, υπεύθυνος, συνεπής, σχολαστικός, αυστηρός με τον εαυτό σου και τους άλλους. Η δική σου παιδεία αποθεώνει το κράτος. Η κρατικοποιημένη κοινωνία σου σε προσανατολίζει στο μέγιστο κανόνα της συλλογικότητας και σε περιορίζει ως άτομο. Αντίθετα σε μένα, δεν περισσεύει χρόνος για προσήλωση, αφού παλεύω συνεχώς να σωθώ από το κράτος που με καταδιώκει. Εγώ είμαι το αποθεωμένο άτομο κι εσύ το στρατευμένο στο σύνολο και στην πολιτεία σου.
Είναι εύκολο να με πρήζεις τρία χρόνια τώρα, να αλλάξω αλλά σου διαφεύγουν οι διαφορές μας. Κι αυτός είναι ο μεγάλος μου καημός. Ότι δηλαδή, παρόλο που μπαινοβγαίνεις στα πόδια μου τόσον καιρό, δεν καταλαβαίνεις ούτε ποιος είμαι, ούτε τι θέλω από τη ζωή. Δε βλέπεις πόσο μπλεγμένος είμαι με το «φεουδαρχικό» μου πολιτικό σύστημα, τους «υπόδικους» που με κυβερνούν ακόμα, τα διαλυμένα σχολεία μου που με αποβλακώνουν, τη γραφειοκρατία και το συγκεντρωτισμό που δε με αφήνει να αναπνεύσω. Πρόσεξε εδώ λίγο. Δεν είμαι μόνος σ΄ αυτό. Έχω παρέα κι άλλους στο Νότο, Ιταλούς, Γάλλους, Πορτογάλους, Ισπανούς, Κύπριους. Μπορεί να μην είναι όλοι όπως εγώ, αλλά είναι κι αυτοί «οραματιστές» που έψαχναν πάντα τη μεγάλη ευκαιρία στο μακρινό και στο απέραντο. Θυμάσαι που έφτασαν οι θαλασσοπόροι τους, όταν εσύ πέρναγες ίσα ίσα τις Άλπεις, μόνο για σφαγές...

Έτσι και τώρα, όλοι εμείς στο Νότο τη μεγάλη «αρπαχτή» ψάξαμε, στην οικονομία, στην πολιτική, στον πολιτισμό. Περάσαμε δυο πολέμους που τους προκάλεσες εσύ αδερφέ μου προτεστάντη. Νόμισες ότι ο Μπίσμαρκ ένωσε τις χώρες σου αλλά ξέχασε να συμπεριλάβει και την υπόλοιπη Ευρώπη. Μετά τον πόλεμο απόλαυσες τα οφέλη του μεγάλου ηττημένου και σιγά σιγά πήρες την κατάσταση πάνω σου. Όσο εμείς στο Νότο κυνηγούσαμε ιδεολογίες και φαντάσματα, όσο ψοφούσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου από μίσος, εσύ προτεστάντη μου έφτιαχνες τραστ και μάζευες τους νικητές «ήρωες» του πολέμου να δουλέψουν στις μηχανές σου.
Κοίτα να δεις αδερφέ μου. Ξέρω ποιος είμαι κι εγώ και εκατομμύρια άλλοι. Κι αν δεν το μαρτυράω πολλές φορές, είναι γιατί δε θέλω να σε στενοχωρήσω. Καταλαβαίνω πόσο «αυστηρός» γίνεσαι, όταν μαθαίνεις για τις μαϊμού συντάξεις στην Ελλάδα, για τους κλέφτες δημάρχους στην Ιταλία, για τους κατασκευαστές στην Ισπανία, για το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου.

Τώρα όμως, που πλησιάζει η ώρα της κρίσης αναγκάστηκα να στα πω όλα. Ευτυχώς δεν αντέδρασες άσχημα. Εγώ νόμιζα ότι θα θύμωνες αλλά εσύ προσφέρθηκες πρόθυμα να βοηθήσεις. Έβαλες μπρος τους μηχανισμούς και μ΄ έσερνες στα γιουρογρούπ, τα συμβούλια, τις συνόδους. Στην αρχή, μου άρεσε γιατί ήθελα να αλλάξω. Είχα βαριές τις τύψεις μέσα μου και σκέφτηκα ότι θα μου δώσεις την ευκαιρία της κάθαρσης. Άλλωστε, ήξερα καλά πως είχες μαζέψει πολλά από τα «κειμήλια» των παππούδων μου και είχα την ελπίδα μήπως κάτι μου επιστρέψεις.

Έκανα λάθος. Άλλα περίμενα από σένα κι εσύ αλλού το πας. Αντί να με «εκβιάσεις» να αλλάξω συνήθειες και κανόνες, αντί να με λυτρώσεις από τα βαρίδια των πολιτικών φαντασμάτων, αντί να φτιάξεις ένα κλαμπ «καθαρτήριο» για τους «άθλιους» της Μεσογείου, εσύ άρχισες να μοιράζεις λεφτά -όχι δικά σου, των άλλων...- και να «κουρεύεις» χρέη. Σου δόθηκε η δυνατότητα να μου δείξεις τρόπο να αλλάξω αλλά εσύ χρησιμοποιείς την «άμεμπτη» ηθική σου, για να μου μάθεις πως θα χειρίζομαι το χρήμα σου. Φτιάχνεις δηλαδή μια νέα «βίβλο» της οικονομίας, που είμαι ανίκανος να την ακολουθήσω γιατί ούτε την παιδεία έχω να την κατανοήσω ούτε την εμπιστοσύνη διαθέτω, να την εφαρμόσω.

Με πούλησες αδερφέ μου προτεστάντη. Περίμενα από σένα να φτιάξεις θεσμούς, συντάγματα, νόμους, μηχανισμούς, νέα ήθη, να βάλεις τις βάσεις για μια ευρωπαϊκή δημοκρατία, να ξεκινήσεις την ευρωπαϊκή παιδεία. Σκέφτηκα μήπως μου στείλεις κάτι απ΄ το διαφωτισμό του Λούθηρου και τον ψυχρό αέρα της λογικής σου. Πίστεψα ότι θα είχες τη διάθεση να μ΄ απελευθερώσεις απ΄ τους δεσμώτες μου, που για δεκαετίες με κρατούν καθηλωμένο σ΄ ένα ασάλευτο παρόν.
Όμως εσύ, δεν μπορείς να ξεφύγεις απ΄ τον προτεσταντικό ναρκισσισμό σου, αδερφέ. Έχτισες τείχη «αρχών» γύρω σου και νόμισες πως είσαι οικονομικός «ηθοπλάστης» μεσσίας. Το μόνο που κατάφερες ως τώρα, είναι να ανακατέψεις τους λαούς της Ευρώπης, να εκθρέψεις περιθωριακές εστίες και να πολλαπλασιάσεις τους φαντασιόπληκτους που στηρίζουν πάντα τους αληθινούς εκμεταλλευτές των κοινωνιών.

Τρία χρόνια τώρα, βόρειε Ευρωπαίε, με κούρασες να περιμένω την τραπεζική ένωση, την εγγύηση των καταθέσεων στην ευρωζώνη, τη θεσμική αναθεώρηση του κοινοβουλίου, την αρχή της πολιτικής ένωσης, το ξεκίνημα της ευρωπαϊκής συνείδησης.

Σου ξεκαθαρίζω λοιπόν, αδερφέ μου προτεστάντη ότι δε σ΄ εμπιστεύομαι πια. Θα συνεχίσω να κουβαλάω στους ώμους, τα βαρίδια των αμαρτημάτων μου και να ζω ανάμεσα στα φαντάσματα του Νότου. Θα ανέχομαι τους καιροσκόπους πολιτικούς που με κυβερνούν. Θα υφίσταμαι τις προσβολές της νοημοσύνης μου από τους επαγγελματίες επαναστάτες. Από σένα θα περιμένω να καταλάβεις ότι οι άνθρωποι δεν ενώθηκαν ποτέ με την ηθική του χρήματος αλλά με τις αξίες του, όπως είναι η δημιουργία, ο μόχθος και η παραγωγικότητα. Όσο δεν κατανοείς τα ένστικτα των κοινωνιών, τόσο θα εγκλωβίζεσαι στις νευρώσεις της «μοραλιστικής» σου πυγμής.
Κοίτα πίσω τι έκανες δυο φορές μέσα σε ένα αιώνα. Πόσο αδίστακτα ανακάτεψες τον κόσμο. Τρίτη φορά, είμαι σίγουρος πως η ανθρωπότητα δε θα στο συγχωρήσει...

21 Μαρ 2013

Κύπρος: Η Ευρωζώνη έπεσε στην παγίδα της ρώσικης υπερδύναμης

Το συγκεκριμένο κυπριακό «όχι» δεν είναι αντίσταση στη Γερμανία, αλλά υποδούλωση στη Ρωσία
 
Αναδημοσίευση από  το Blog της ΟΑΚΚΕ
 
Με την απόφασή της να κουρέψει τις καταθέσεις των κυπριακών τραπεζών η Ευρωζώνη (ΕΖ), με επικεφαλής τη Γερμανία, έπεσε σε μια ακόμα παγίδα, τη χειρότερη που της έχει στήσει ως τώρα η Ρωσία και τα τσιράκια της που κυβερνάνε την Ελλάδα και την Κύπρο.
Χάρη στην Ελλάδα η ΕΖ έχωσε, αρχικά, μέσα της σαν συνδιαχειριστή του ελληνικού χρέους το ΔΝΤ, δηλαδή έμμεσα και τη Ρωσία και την Κίνα (χώρια από τις φιλικές προς τη Ρωσία ΗΠΑ του Ομπάμα). Στη συνέχεια, χάρη πάλι στην Ελλάδα, η ΕΖ προχώρησε στο PSI, δηλαδή έκανε αναξιόπιστη την πιστοληπτική ικανότητα όλου του Νότου, οπότε φούσκωσε το δανεισμό του και τον οδήγησε στη «λανθάνουσα χρεωκοπία». Τώρα η ΕΖ, χάρη στα τσιράκια της Ρωσίας στην Κύπρο, όχι μόνο παραδίδει την Κύπρο στη Ρωσία, αλλά και την κάνει άμεσο συνδιαχειριστή της κυπριακής και -μέσω αυτής- της πανευρωπαϊκής κρίσης χρέους.

Η τελευταία δουλειά στήθηκε από την ώρα που οι κυπριακές τράπεζες μπήκαν σε κατάσταση χρεωκοπίας επειδή βρέθηκαν να έχουν μεγάλες ποσότητες από τα τοξικά ελληνικά κρατικά ομόλογα, που με το PSI έχασαν το 70% της αξίας τους. Το κυπριακό κράτος δεν μπορούσε να τις ξεχρεώσει, γιατί το ίδιο ήταν χρεωμένο και χωρίς παραγωγικό βάθος. Το ότι η Κύπρος ζούσε τα χρόνια της προεδρίας ΑΚΕΛ σε ευμάρεια οφειλόταν στο ότι λειτουργούσε πραγματικά σαν πλυντήριο βρώμικου ρώσικου χρήματος, οπότε εισέπραττε αρκετά χρήματα από αυτή τη δουλειά, ώστε να μπορεί το ΑΚΕΛ να καταστρέφει στο μεταξύ εύκολα και να αποτελειώνει την ήδη αδύναμη εσωτερική παραγωγική βάση της κυπριακής οικονομίας δίνοντας παράλληλα παρασιστικά εισοδήματα στο λαό παπανδρεικού τύπου (εκεί η βιομηχανία αποτελεί το 6% του ΑΕΠ!). Βέβαια έτσι το ΑΚΕΛ υπερχρέωσε τη χώρα πριν από το κανόνι των κυπριακών τραπεζών με το ελληνικό PSI .

Η ΕΖ θα μπορούσε να σώσει τις κυπριακές τράπεζες, χώρια από τα 10 δις που θα δάνειζε μέσω του EFSF στο υπερχρεωμένο κυπριακό κράτος, αν ανέθετε στην ΕΚΤ -όπως έκανε σε όλες τις υπερχρεωμένες χώρες του νότου- να δώσει το ασήμαντο για την ΕΖ, αλλά σημαντικό για την Κύπρο ποσό των 5,8 δις ευρώ για τη διάσωση των κυπριακών τραπεζών. Όμως ξαφνικά, μόλις μπήκε στο τέλος του περασμένου χρόνου ζήτημα διάσωσης των κυπριακών τραπεζών, σηκώθηκε ένας τρομερός θόρυβος στη Γερμανία ότι δεν πρέπει η ΕΖ να σώσει τις κυπριακές τράπεζες από τη χρεωκοπία, γιατί θα ήταν σαν να σώνει τους ρώσους φοροφυγάδες ολιγάρχες που έχουν υπέρογκες καταθέσεις σ’ αυτήν. Αυτή η γραμμή δε βγήκε κυρίως από κανένα Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα κι από καμία Μέρκελ, αλλά βγήκε με ορμή από τη φιλορώσικη σε όλη τη γραμμή ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), που το διοικούν τα παιδιά του πράκτορα της Γκαζπρόμ Σρέντερ, δηλαδή οι Σταϊνμάγιερ, Γκάμπριελ και Στάινμπρουκ.

Ξαφνικά, δηλαδή, εκεί που κανένας στο SPD δεν είχε ασχοληθεί να φέρει στο προσκήνιο της γερμανικής πολιτικής σκηνής το ρώσικο φασισμό, τους καγκεμπίτες μαφιόζους του, την ισοπέδωση της Τσετσενίας, το διαμελισμό της Γεωργίας, την όλο και πιο βαθιά εξάρτηση της ίδιας της Γερμανίας από το ρώσικο φυσικό αέριο και εκεί που δεν είχε πει ούτε μια λέξη αυτοκριτικής, αφού ο τελευταίος καγκελάριος της Γερμανίας που έβγαλε αυτό το κόμμα ήταν ανοιχτός υπάλληλος της Γκαζπρόμ και του Πούτιν, ξαφνικά έγινε θέμα αρχής στη Γερμανία το να μη διασωθούν από την ΕΖ οι ρώσικες καταθέσεις στην Κύπρο. Από κοντά με το SPD πήγαν και οι Πράσινοι, που επίσης ως χθες μαζί με το SPD υποστήριζαν τη διάσωση όλων των ευρωπαικών τραπεζών από την ΕΚΤ.

Έτσι η Μέρκελ υποχρεώθηκε, προκειμένου να βγει πρωθυπουργός στις επερχόμενες εκλογές, να προτείνει κούρεμα των καταθέσεων των κυπριακών τραπεζών, ώστε να πληρώσουν τη διάσωση τους κυρίως οι πιο πλούσιοι καταθέτες, οι ρώσοι φοροφυγάδες. Το επιχείρημα περί ρώσικου μαφιόζικου χρήματος έχει ουσιαστική πολιτική και οικονομική βάση, αλλά δεν μπορεί εκ των υστέρων να χρησιμοποιηθεί από την ΕΖ πάνω στην κυπριακή χρεωκοπία γιατί φαίνεται προσχηματικό. Θα ήταν πειστικό αν η ΕΖ είχε ξεσηκώσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εδώ και πολύ καιρό ενάντια στο κυπριακό πλυντήριο. Τέτοιο ζήτημα είχε τεθεί προηγούμενα μόνο σε γραφειοκρατικό επίπεδο, και η Κύπρος είχε μόνο προσποιηθεί πως συμμορφώνεται, πράγμα που όλοι γνώριζαν. Έτσι τώρα η απόφαση της ΕΖ δίνει την εντύπωση και είναι χαρακτηριστική αυτού του γνωστού εξωτερικού και αδιάφορου για την κοινή γνώμη των υπερχρεωμενων χωρών, επεμβατικού τρόπου με τον οποίο η Βόρεια Ευρώπη λύνει τα ζητήματα υπερχρέωσης του Νότου.

Πάντως η αρχική γερμανική πρόταση που τέθηκε στην Κύπρο από το Γιουρογκρούπ με τη σύμφωνη γνώμη όλων των άλλων χωρών ήταν να πληρώσουν με κούρεμα μόνο οι καταθέτες με πάνω από 100.000 ευρώ, πράγμα που ήταν και σύμφωνο με τη δέσμευση που είχε αναλάβει από το 2008 η Γερμανία και όλη η ΕΕ να υπάρξει εγγύηση για όλες τις καταθέσεις ως τα 100.000 ευρώ. Αυτό όμως δεν το δέχτηκε η κυβέρνηση Αναστασιάδη, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο θα έδιωχνε τις ρώσικες καταθέσεις, και αντιπρότεινε φορολόγηση και των «φτωχών», ώστε να μειωθεί το βάρος για τους πλούσιους. Αυτό εξόργισε πολύ τους άλλους υπουργούς Οικονομικών. Όμως οι Αναστασιάδης-Σαρρής επέμεναν ως το τέλος προβοκατόρικα να πέσει το βάρος και στους μικροκαταθέτες, για να ελαφρυνθούν τάχα οι ρώσικες καταθέσεις, ώστε να μη φύγουν οι Ρώσοι από την Κύπρο, δηλαδή το νησί να συνεχίσει να είναι «πλυντήριο». Τότε η ΕΖ έκανε το πολιτικό λάθος: υποχώρησε και δέχτηκε να φορολογηθούν και οι μικροκαταθέτες. Έτσι η Ρωσία εξασφάλισε να έχει μαζί της τους κύπριους μικροκαταθέτες, οπότε συσπείρωσε όλο τον κυπριακό λαό ενάντια στην απόφαση της ΕΖ και ειδικά ενάντια στη Γερμανία, και μάλιστα ειδικά ενάντια στη γερμανική Χριστιανοδημοκρατία. Για να παγιδευτεί η ΕΖ και να πιστέψει ότι αυτή την απόφαση της θα τη δεχόταν η Κύπρος, είπε ένα καθαρό «ναι» στο Ευρωγκρουπ όχι μόνο η κυβέρνηση της Κύπρου, αλλά και η ελληνική κυβέρνηση, σε όλα τα στάδια, ενώ το μεγάλο αφεντικό, ο Πούτιν, το βούλωσεσχολαστικά όσο γίνονταν οι συζητήσεις στο Γιουρογκρούπ, ώστε πρώτα να περάσει η απόφαση αυτή και μετά να της επιτεθεί.

Έτσι, με αυτούς τους εξαίρετους οιωνούς άρχισε ξαφνικά στην Κύπρο και στην Ελλάδα η «αντίσταση» και τα «όχι» στη Γερμανία. Έτσι όλοι οι τσανακογλείφτες της Ρωσίας -και όχι μόνο ο απλός κυπριακός λαός, που έχει δίκιο να μην του αρέσει να αποφασίζουν άλλοι να χάνει τις καταθέσεις του-, όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, λογιστές και όσοι άλλοι ξεπλένουν ρώσικο χρήμα έγιναν από τη μια στιγμή στην άλλη επαναστάτες, πατριώτες ακόμα και ήρωες στην πάλη ενάντια στις παγκόσμιες «χρηματιστικές ελίτ» που σήμερα -καθόλου περιέργως- δεν έχουν αρχηγό τον φίλο της Ρωσίας πρόεδρο των ΗΠΑ , αλλά τη Μέρκελ, αρχηγό του πολιτικοδιπλωματικού νάνου που λέγεται Γερμανία. Δηλαδή κάνουν κύριο εχθρό τους την βιομηχανική και οικονομική καρδιά της ΕΕ.

Βέβαια, το ένδοξο «όχι» των κύπριων και ελλήνων τσανακογλειφτών δε θα αργήσει να δείξει τη γλοιώδη και εθνοπροδοτική ουσία του, δηλαδή ότι η πηγή του "όχι" στην Κύπρο δεν είναι ένα εθνικό "όχι" στη Γερμανία και στην ΕΖ αλλά είναι ένα "ναι" υποδούλωσης στη Ρωσία. Αυτή είναι η κοινή γραμμή «αντίστασης» που συνδέει τους Χρυσαυγίτες, τους Κνίτες και τους Καμενοσυνασπισμαίους με τους Σαμαρο-Βενιζελο-Κουβέληδες και από εκεί με τους Ακελίστες και Παπαδοπουλικούς. Βιάζονται να δώσουν το δυστυχισμένο νησί στο αφεντικό τους. Ήδη η Ρωσία το λέει μέσα από κάποια ανεπίσημα στόματά της στη Δύση (δες δημοσίευμα του Ντιμίτρι Αφανάσιεφ στους Financial Times, 19/3): ότι η Ρωσία θα βοηθήσει την Κύπρο, με μερικά δις αλλά πρέπει κάτι να πάρει σε αντάλλαγμα. Πρέπει κάτι να πάρει σε μετοχές τραπεζών, σε γη, σε υδρογονάνθρακες στα νέα θαλάσσια οικόπεδα εξόρυξης και ίσως στρατιωτικές βάσεις. Αλλά το πιο μεγάλο αντάλλαγμα που θέλει να πάρει ο προστάτης είναι να διαπραγματεύεται αυτός με την ΕΖ και με τη Γερμανία για ό,τι αφορά το κυπριακό χρέος. Τελικά θέλει μέσω και του κυπριακού και του ελληνικού χρέους να διαπραγματεύεται για όλο το ευρωπαϊκό χρέος. Γι αυτό θέλει η Ρωσία να μείνει η Κύπρος οπωσδηποτε μέσα στην ΕΖ. Αυτό δηλαδή που πρέπει να περιμένουμε είναι ο Πούτιν να προσφερθεί να λύσει σαν μεσολαβητής, τάχα, το κυπριακό αδιέξοδο, δηλαδή και να μη χρεωκοπήσει η Κύπρος και να μην εκτεθεί η Γερμανία σαν ηγετική δύναμη στην ΕΖ. Και σʼ αυτό η Ρωσία θα βοηθηθεί από τα τσιράκια της τύπου Όλι Ρεν και τους φίλους της Ολάντ, Μόντι, Ντράγκι και κυρίως τον Κάμερον, που τον χρειάζεται πολύ για την αγγλική στήριξη στην ρώσικη πολιτική στην Κύπρο. Αυτό που πιθανά θα ήθελε ο αρχικαγκεμπίτης να γίνει είναι, δίνοντας τα όποια δις για την ανακεφαλαιοποίηση των κυπριακών τραπεζών, να συζητήσει με την ΕΖ τους γενικότερους οικονομικοπολιτικούς τρόπους με τους οποίους τάχα θα σωθεί το νησί αλλά και το άλλο θύμα της Ρωσίας που λέγεται Ελλάδα. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο αρχισαμποταριστής και αρχιμπαταχτζής Τσίπρας έχει προτείνει εδώ και ένα εξάμηνο με άπειρο θράσος Διεθνή Συνδιάσκεψη για όλο το ευρωπαϊκό χρέος. Και γι’ αυτό, κυρίως, από την άλλη μεριά ο Σαμαράς αρχίζει να τελειώνει με το υποτιθέμενο συνεργατικό στιλ με την τρόικα και να δυναμώνει τις «ελληνικές αντιστάσεις», που σημαίνει το αποκλειστικό δικαίωμα της Ρωσίας να σαμποτάρει παραγωγικά και να υποδουλώνει από κάθε άποψη την Ελλάδα, ιδίως ενεργειακά. Από την εποχή του Μπρέζνιεφ Διεθνής Συνδιάσκεψη σημαίνει πάντα ένα πράγμα: ό,τι διεκδικεί η Ρωσία να ανήκει στη Ρωσία και όλα τα άλλα να μπαίνουν σε διαπραγμάτευση μαζί της.

Αληθινή λοιπόν αντίσταση και αληθινά «όχι» στην Κύπρο και στην Ελλάδα δεν είναι τα «όχι» με τις υποδουλωτικές πλάτες του ρώσικου φασισμού, αλλά αυτά που θέλουν να κάνουν την Κύπρο πραγματικά ανεξάρτητο κράτος, στηριγμένο οικονομικά στις δικές του δυνάμεις, που σημαίνει βιομηχανικό, με καλή αγροτική παραγωγή και ένα σύγχρονο τουριστικό τομέα. Αν ήταν στοιχειωδώς πατριώτες οι κύπριοι πολιτικοί, δε θα ζητούσαν με τέτοιο πάθος να συνεχίσουν να είναι πλύστρες του ρώσικου χρήματος, αλλά θα ζητούσαν από την ΕΖ και ειδικά τη Γερμανία χρόνο να περάσουν χωρίς οδύνες για τον κυπριακό λαό από την εποχή του εγκληματικού πλυντηρίου στην εποχή της ανεξάρτητης ανάπτυξης. Αυτό θα σήμαινε όχι ξαφνικό κούρεμα και διώξιμο των όποιων καταθέσεων, αλλά ευρωπαική στήριξη και βοήθεια για τη μεταβατικά αναγκαία ανακεφαλαιοποίηση των κυπριακών τραπεζών, με δέσμευση της Κύπρου να απελευθερώσει αμέσως και να προωθήσει τις παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα.

Πάντως έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα και η Ρωσία προκαλεί αντιευρωπαικό μέτωπο σε συμμαχία με την Κύπρο η ΕΖ δεν πρέπει να επιτρέψει στους Ρώσους φασίστες οποιαδήποτε μεσολάβηση. Εννοείται ότι όλα δείχνουν ότι θα κάνει το αντίθετο, όπως έκανε το αντίθετο όταν έχωνε την Κύπρο στην ΕΕ το 2004 χάρη στον ελληνικό, στην ουσία ρώσικο εκβιασμό, ότι αν δεν έμπαινε η Κύπρος στην ΕΕ, τότε η Ελλάδα θα έβαζε βέτο στην διεύρυνση της ΕΕ. Το νέο ανατολικό ζήτημα δείχνει ότι συνήθως η Ευρώπη των οικονομιστών μονοπωλιστών υποχωρεί σαν πηλός μπροστά στην αποφασιστικότητα των ρώσων νεοχιτλερικών καθαρά πολιτικοστρατιωτικών μονπωλιστών . Μόνο οι λαοί της Ευρώπης μπορούν να φερθούν αλλιώς. Αλλά αυτοί για να συνειδητοποιηθούν, μιας και οι αστικές τους τάξεις είναι τυφλές, πρέπει πρώτα να δουν τον εχθρό να χώνει την Ευρώπη μέσα στην συνθλιπτική βασανιστική του μέγγενη.

17 Μαρ 2013

Δεν μπορούν να γίνουν επενδύσεις στην Ελλάδα, παρά μόνο αν αλλάξει το σύστημα του κομματικού ελέγχου.

Του Φώτη Γεωργελέ, από το athensvoice.gr
Λένε ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη ενιαίο ακίνητο για εμπορική αξιοποίηση με μεγαλύτερη αξία από το Ελληνικό. Μπορεί να είναι υπερβολή, αλλά δεν φαίνεται παράλογο μια χώρα, μια χρεοκοπημένη χώρα, να έχει ένα τέτοιο περιουσιακό στοιχείο, μεγαλύτερο από το Μόντε Κάρλο, και 12 χρόνια να μην μπορεί να το αξιοποιήσει; Αξιοποίηση στην Ελλάδα, όμως, σημαίνει ιδιοποίηση του δημόσιου πλούτου. Κάποιοι δήμαρχοι θα διεκδικήσουν ένα κομμάτι, για το καλό των δημοτών τους φυσικά και για να υπερασπίσουν το δημόσιο χώρο και το πράσινο. Κάποιοι υπουργοί θα κόψουν ένα άλλο για να γίνουν δρόμοι, δημόσιες υπηρεσίες θα επεκταθούν στις παλιές εγκαταστάσεις, κάποιοι θα διεκδικήσουν άλλα κομμάτια δικαστικά γιατί τους ανήκαν τον προηγούμενο αιώνα.
Η άλλη προοπτική είναι ο παλιός ελληνικός μύθος. Έρχονται οι σεΐχηδες που μοιράζουν λεφτά. Όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες, ο εμίρης χαρίζει χρυσά ρολόγια σε όποιον του σφίγγει το χέρι. Πόσοι Έλληνες πρωθυπουργοί έχουν πάει τα τελευταία χρόνια στο Κατάρ;
Δεν μπορούν να γίνουν επενδύσεις στην Ελλάδα. Δεν τις επιτρέπει το οικονομικό μοντέλο. 10 μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις και οι 10 προμηθευτές τους. 10 μονοπώλια με αξία όση όλες οι άλλες επιχειρήσεις μαζί και 10 ολιγάρχες που μπορούν να συναλλάσσονται με την κρατική και την κομματική γραφειοκρατία για να κάνουν δουλειές.
Αυτό το μοντέλο προσπαθούν να επαναλάβουν, γι’ αυτό αναζητούν σεΐχηδες. Αλλά το χρήμα έχει γίνει πια ακριβό, κανείς δεν είναι διατεθειμένος να το μοιραστεί παρά μόνο αν οι όροι είναι ληστρικής εκμετάλλευσης. Όλοι ξέρουν τι σημαίνει «γραφειοκρατικές δυσκολίες». Τι σημαίνει ότι οι επενδύσεις χρειάζονται χρόνια, δεκαετίες, μέχρι να ξεπεράσουν τα «γραφειοκρατικά εμπόδια». Η μετάφραση είναι να βάλουν συνέταιρο το κομματικό και κρατικό σύστημα. Γι’ αυτό επενδυτές δεν εμφανίζονται. Γι’ αυτό αναζητούνται στις ερήμους.
Δεν μπορούν να γίνουν επενδύσεις στην Ελλάδα. Παρά μόνο αν αλλάξει το σύστημα του κομματικού ελέγχου. Δεν θα έρθουν ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, αν πρώτα δεν μπορέσουν οι ίδιοι οι Έλληνες να επενδύσουν. Ας κοιτάξει ο καθένας το χώρο που εργάζεται. Μπορεί να γίνει καμιά επένδυση σ’ αυτό το περιβάλλον;
Αυτή τη στιγμή στο χώρο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης βασιλεύει η απόλυτη παρανομία και υπόγεια συναλλαγή. Οι κάτοχοι των αδειών βρίσκονται στον Κορυδαλλό. Μπαινοβγαίνουν στον Κορυδαλλό αναμένοντας τη δίκη τους. Έχουν χρεοκοπήσει. Φυγοδικούν, καταζητούνται στο εξωτερικό. Δεν πληρώνουν τους εργαζόμενους, δεν πληρώνουν τα ασφαλιστικά ταμεία, δεν αποδίδουν ΦΠΑ, δεν πληρώνουν εφορία. Χρωστάνε δεκάδες εκατομμύρια. Ιδιωτικοί, κομματικοί, εκκλησιαστικοί, δημοτικοί σταθμοί έχουν χρεοκοπήσει.
Δεν μεταδίδουν πρόγραμμα, δεν πληρούν καμία προϋπόθεση του νόμου. Τράπεζες διαχειρίζονται τις συχνότητες, δηλαδή την περιουσία του κράτους, για να καλύψουν τα χρέη επιχειρήσεων. Βγάζουν σε πλειστηριασμό τις συχνότητες, τις παραχωρούν σε όποιον είναι διατεθειμένος να αναλάβει τα χρέη. Δηλαδή τις συχνότητες της ενημέρωσης, την περιουσία του δημοσίου, για την παραχώρηση της οποίας το κράτος θέσπισε ειδικά όργανα, νόμους, αυστηρές προϋποθέσεις και περιορισμούς, τη διαχειρίζονται και την παραχωρούν τα τμήματα Δανείων των τραπεζών.
Ήταν αναμενόμενο ότι θα φτάναμε εδώ. Πάνω από μια δεκαετία τώρα, η πολιτεία δεν προκηρύσσει διαγωνισμό για την παραχώρηση αδειών. Το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο δεν λειτουργεί. Κάθε ένα εξάμηνο, με μια τροπολογία σε άσχετο νόμο, δίνεται παράταση στο καθεστώς της ημιπαρανομίας. Ψηφίζονται νόμοι που νομοθετούν το αδιανόητο: Όποιος εξέπεμψε παράνομα γίνεται νόμιμος. Σταθμοί προστίθενται που αλλάζουν όνομα την επόμενη μέρα και μπαίνουν στο παιχνίδι των αγοραπωλησιών. Εκατομμύρια αλλάζουν χέρια. Πωλείται δηλαδή ιδιωτικά η περιουσία του δημοσίου. Οι δημοσιογράφοι παρακολουθούν όλο αυτό το εμπόριο της δημόσιας ιδιοκτησίας απαθείς. Ζητάνε μόνο καλύτερους μισθούς.
Οι συνδικαλιστές που δίνουν ηρωικούς αγώνες εναντίον των «Γερμανών κατακτητών», δεν έκαναν ποτέ καμία κινητοποίηση που οι οφειλές στα ασφαλιστικά τους ταμεία ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια. Το κράτος παρακολουθεί το εμπόριο που το ίδιο το κράτος επιτρέπει με τη δημιουργία γκρίζας ζώνης. Έχει χίλιους διαφορετικούς λόγους να αφαιρέσει τις άδειες, να επαναπροκηρύξει τις συχνότητες. Να δημιουργήσει δηλαδή νέες δουλειές, επενδύσεις, κινητικότητα, θέσεις εργασίας. Δεν το κάνει. Διοχετεύει κρατική διαφήμιση σε Μέσα χρεοκοπημένα. Δημιουργεί πολιτικό χρήμα και εξουσία. Η ημιπαρανομία δημιουργεί αφανή κέρδη σε ολόκληρα τμήματα της κρατικής και της κομματικής γραφειοκρατίας. Πάρα πολλά εκατομμύρια έχουν αλλάξει χέρια όλη αυτή την 20ετία. Πουλώντας αέρα, περιουσία του δημοσίου.
Ήταν αναγκαστικό να φτάσουμε εδώ; Ακόμα και χωρίς την κρίση, έτσι θα εξελισσόταν η κατάσταση. Γιατί η ημιπαρανομία κατέστησε την άδεια, δηλαδή τη δημόσια ιδιοκτησία, μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο από το περιεχόμενο. Ποιος ενδιαφέρεται για το προϊόν ενημέρωση, για το περιεχόμενο, για ποιότητα, για νέες ιδέες, για ανανέωση, όταν με το εμπόριο άδειας γίνεται εκατομμυριούχος πουλώντας αέρα;
Είναι αστείο, οι δημοσιογράφοι είναι οι πιο έκπληκτοι απ’ όλους. Διαπιστώνουν ότι δεν χρειάζονται. Ότι στο εμπόριο συχνοτήτων μπορούν να αγοράζονται και να πωλούνται συχνότητες, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς εργαζόμενους. Ότι το προϊόν δεν ήταν η δουλειά τους αλλά ο αέρας, η περιουσία του δημοσίου. Έγιναν αυτά τα χρόνια δεκάδες απεργίες για το ύψος των μισθών, δεν σκεφτήκαμε ποτέ να κάνουμε μια απεργία για την εφαρμογή των νόμων. Ποιος θα κάνει επενδύσεις σ’ αυτό το περιβάλλον; Όσες φορές επιχείρησαν ξένοι όμιλοι να μπλέξουν με επενδύσεις στον ελληνικό χώρο ενημέρωσης, έφυγαν τρέχοντας μόλις αντιλήφθηκαν την κατάσταση.
Είμαι μάλλον ο μόνος που απορεί με αυτή την κατάσταση. Όταν είχε κυκλοφορήσει η ATHENS VOICE είχαμε πει ότι θα συμπληρωθεί με ένα ραδιόφωνο. Δεν γίνεται Φωνή της Αθήνας χωρίς έκφραση στα ερτζιανά. Δέκα χρόνια τώρα, παρακολουθώ την κατάρρευση άναυδος. Συναλλαγή, ημιπαρανομία, διαπλοκή, εκατομμύρια. Θα μου πεις, υπάρχει καμία διαβεβαίωση ότι μια ραδιοφωνική ATHENS VOICE θα ήταν βιώσιμη; Πιθανόν, γιατί το μόνο ανταγωνιστικό προϊόν που θα είχε θα ήταν το περιεχόμενό της. Αλλά και βιώσιμη να μην ήταν, θα δοκίμαζαν άλλοι, οι επόμενοι, θα υπήρχε ανανέωση, νέες επενδύσεις, νέες απόπειρες, αποτυχίες, επιτυχίες, προσπάθειες. Αντί γι’ αυτό, χρόνια ολόκληρα υπάρχει μόνο συναλλαγή, κέρδη χωρίς παραγωγή, διόδια στο κομματικό σύστημα. Η συνταγή, δηλαδή, που οδήγησε στην καταστροφή ολόκληρη τη χώρα.
Μία από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Μόντι στην Ιταλία ήταν να επαναπροκηρύξει τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες. Υπολόγιζαν τα έσοδα του κράτους στα 2 δισεκατομμύρια. Εδώ τόσα χρόνια μετά, ακόμα και τώρα που η ραδιοτηλεοπτική αγορά έχει καταρρεύσει, συνεχίζουν απτόητοι. Οι νόμοι δεν εφαρμόζονται, τα όργανα της πολιτείας δεν λειτουργούν, η δικαιοσύνη είναι απασχολημένη. Ο χώρος της ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι αντικείμενο των αστυνομικών ρεπορτάζ.
Πολλαπλασίασε το παράδειγμα αυτό με όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Κανείς κανονικός άνθρωπος δεν είναι διατεθειμένος να επενδύσει σ’ αυτό το καθεστώς. Με συνέταιρο το κομματικό σύστημα. Πληρώνοντας διόδια. Μόνο όσοι μπορούν να παίξουν το παιχνίδι της συναλλαγής και της διαπλοκής. Γι’ αυτό ψάχνουν επενδυτές στις ερήμους. Περιμένουν έναν εμίρη να τους σώσει. Και έρχεται μόνο ο Τσάκας.

15 Μαρ 2013

Ο Γκρίλο και το τέλος των κομμάτων

 
Του Νίκου Μαραντζίδη, από protagon.gr
Μετά το κοινοβούλιο, τα πολιτικά κόμματα υπήρξαν πραγματικά η μεγαλύτερη πολιτική εφεύρεση στη σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης. Παρίες της πολιτικής ζωής, στην αρχή, εκφραστές διαιρέσεων της βούλησης του έθνους που λογιζόταν από τους φιλοσόφους ως ενιαία, επέβαλαν στη συνέχεια την παρουσία τους. Πραγματικές πολεμικές μηχανές στον αγώνα του ανθρώπου για την κατάκτηση της εξουσίας.
Ιδιαίτερα το κόμμα-μαζών (mass party), αυτή η πρωτοποριακή για την εποχή της πολιτική οργάνωση, που κινητοποίησε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, άλλαξε τον τρόπο που οι άνθρωποι έβλεπαν και σκέφτονταν την πολιτική, στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Το κόμμα-μαζών, εκτός από την ενστάλαξη πολιτικών ταυτοτήτων στους ψηφοφόρους, κατάφερε να θεσμοποιήσει τον ρόλο του και να εγγραφεί ως πρωταγωνιστής μέσα στον συνταγματικό κόσμο των σύγχρονων ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Αναμφίβολα, στα μέσα του 20ού αιώνα, η δημόσια σφαίρα άνηκε στα κόμματα.

Οι καιροί αλλάζουν. Στα τέλη του ’80, παρατηρήθηκαν οι πρώτοι τριγμοί στο κομματικό οικοδόμημα. Αρχικά, ήταν η δραματική συρρίκνωση του αριθμού των μελών τους. Οι πολίτες, συγκινούμενοι ολοένα και λιγότερο από τις πολύωρες, βαρετές και συχνά ανούσιες εσωτερικές διαδικασίες, εγκατέλειπαν τα κόμματα, με γοργούς ρυθμούς. Η τηλεόραση και στη συνέχεια το διαδίκτυο επιτελούσαν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά τις περισσότερες από τις λειτουργίες που τα κόμματα πραγματοποιούσαν παραδοσιακά. Οι εκατοντάδες χιλιάδες ακτιβιστές αραίωσαν τόσο πολύ, ώστε τα κομματικά ηνία να μείνουν στα χέρια των ολιγάριθμων επαγγελματιών της πολιτικής και της επικοινωνίας. Το κόμμα-μαζών ξέκοβε από την κοινωνία, σφιχταγκάλιαζε το κράτος και η κομματική πολιτική καταντούσε το απόλυτο κρατικοδίαιτο επάγγελμα. Το κόμμα άρχισε να γίνεται συνώνυμο της διαφθοράς.

Η εκδίκηση, από την πλευρά της κοινωνίας, δεν άργησε να φανεί. Η αναπήδηση στη δημόσια σφαίρα μη-κομμάτων και γραφικών υποψηφίων (κόμματα κυνηγών και ψαράδων, «Τσιτσιολίνες», κ.λπ.) υποδείκνυε τη γέννηση μιας ισχυρής αντι-κομματικής και αντι-πολιτικής τάσης στο ευρωπαϊκό εκλογικό σώμα. Από γραφική, η τάση αυτή άρχισε να δείχνει επικίνδυνη όταν συνδέθηκε με αντισυστημικά και αντι-φιλελεύθερα αιτήματα και επαγγελίες. Επρόκειτο για αυτό που ονομάστηκε συνοπτικά - και κάπως αμήχανα: λαϊκιστική άκρα Δεξιά. Ο Λεπέν παρουσιάστηκε μπροστά στην πόρτα της γαλλικής Προεδρίας.
Η υπονόμευση του κομματικού φαινομένου δεν σταμάτησε εκεί. Ολοένα και πιο συχνά έδιναν παρών στον πολιτικό στίβο ηγέτες που ξεπερνούσαν κατά πολύ την ισχύ των κομμάτων και των γραφειοκρατιών τους. Χαρισματικοί και σύγχρονοι έκαναν τα κόμματα να φαίνονται σαν ο πιο αναχρονιστικός θεσμός των δημοκρατιών μας. Ο Μπερλουσκόνι υπήρξε ο πιο χαρισματικός από αυτούς τους ηγέτες, αν και όχι απαραίτητα ο πιο σοβαρός.

Η απελπισία είναι σύμβουλος αλλαγής. Τα κόμματα αντιλήφθηκαν πως η «αντι-κοινωνία» που είχαν οικοδομήσει γνώριζε την αποσύνθεση πλέον και πως είχαν πάψει να είναι ελκυστικά. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα γα το σπάσιμο των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στην έννοια του μέλους και του μη-μέλους και η ριζοσπαστική, υπό το πρίσμα των ευρωπαϊκών πολιτικών συνηθειών, ιδέα της εκλογής των προέδρων των κομμάτων όχι από την κομματική βάση, αλλά από το εκλογικό σώμα στο σύνολό του. Από την άποψη αυτή, η επιλογή του Γ. Παπανδρέου, το 2004, υπήρξε μια τομή για όλη σχεδόν την Ευρώπη. Έκτοτε, αρκετά άλλα πολιτικά κόμματα υιοθέτησαν αυτήν την πρακτική χωρίς ίσως να αντιλαμβάνονται πως, μεσοπρόθεσμα, αυτή η επιλογή θα είχε συνέπειες για αυτά τα ίδια. Η κοινωνία θα εισχωρούσε στα κόμματα με έναν τρόπο βίαιο αλλά παροδικό και, σε μεγάλο βαθμό, θα υπονόμευε την ίδια τους την ύπαρξη.

Όλα αυτά τα χρόνια, τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα προσπάθησαν να κατοχυρώσουν την παρουσία τους στην πολιτική ζωή με διάφορους τρόπους και να εμποδίσουν νεοεισερχόμενους να καταλάβουν την αρένα. Αφού έκαναν τον εαυτό τους μέρος των Συνταγμάτων των δημοκρατιών και υποχρέωσαν τους πολίτες να πληρώνουν φόρους για τα έξοδά τους, έβαλαν κάθε λογής θεσμικό φραγμό στους «απέξω». Σε αρκετές περιπτώσεις προχώρησαν σε ευφάνταστες ρυθμίσεις που φλέρταραν με τον αυταρχισμό, αλλά οι πολίτες και οι κοινωνίες τις θεώρησαν τότε φυσιολογικές (για παράδειγμα, ρύθμιση του τηλεοπτικού χρόνου με βάση τη δύναμη των κομμάτων στη Βουλή).

Οι χρόνοι, όμως, πράγματι αλλάζουν. Ό,τι προσπαθούσαν τα κόμματα να το εμποδίσουν να μπει από την πόρτα, εισβάλει τώρα από το παράθυρο. Τα σύγχρονα λαϊκιστικά κινήματα, οι νέοι παρίες της πολιτικής, αυτοί οι ημιάγριοι των διαδικασιών του κοινοβουλευτισμού, απειλούν να φέρουν τα πάνω-κάτω. Τα λαϊκιστικά κινήματα και κόμματα, όπως αυτό του Γκρίλο, αποτελούν για το πολιτικό σύστημα ό,τι οι φυλές των Βησιγότθων και των άλλων βαρβάρων για την αρχαία Ρώμη: μια απειλή. Κι όμως, όλοι διαισθανόμαστε, πως -παρά την εντελώς πρωτόγονη, πολλές φορές, πολιτική τους αντίληψη και συμπεριφορά- συνιστούν μια κάποια ανανέωση στα βαλτωμένα ύδατα της πολιτικής, αλλιώς δεν θα ασχολούμασταν μαζί τους.

Οι χρόνοι αλλάζουν, μερικές φορές, πολύ γρήγορα. Τα πολιτικά κόμματα τα οποία γνωρίσαμε και με τα οποία μεγαλώσαμε εμείς, οι γονείς μας και οι παπούδες μας, σε κάποια χρόνια μάλλον δεν θα υπάρχουν πια. Ενδεχομένως, η δική μου γενιά ή η επόμενη να ζήσει και το τέλος των πολιτικών κομμάτων και την αντικατάστασή τους από άλλες οργανωμένες μορφές αντιπροσώπευσης. Μην τρομάζουμε. Το σημαντικό δεν βρίσκεται εδώ. Η φιλελεύθερη δημοκρατία έζησε και στο παρελθόν χωρίς κόμματα και μπορεί να ξαναζήσει και στο μέλλον.
Το σημαντικό βρίσκεται αλλού. Στην ικανότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας να αναγεννηθεί, απορροφώντας αιτήματα και αφομοιώνοντας νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις μέσα στο πλαίσιο της. Ας σκεφτούμε ότι το έκανε επιτυχημένα στο δέκατο ένατο αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού, με τη σταδιακή κατοχύρωση του καθολικού δικαιώματος της ψήφου. Το έκανε, επίσης, επιτυχημένα ενσωματώνοντας πολιτικές δυνάμεις που γεννήθηκαν ως ορκισμένοι εχθροί της. Μπορεί να το κάνει επιτυχημένα και τώρα, εφόσον αντιληφθεί πως επιβάλλεται να ανοίξει το πολιτικό παιχνίδι, καθώς η κλειστή πολιτική αγορά δεν προσφέρει τις λύσεις που προσέφερε άλλοτε. Χρειάζεται να μπει νέο αίμα. Τελικά, αυτοί οι βάρβαροι λαϊκιστές ίσως πράγματι να συνιστούν «μια κάποια λύσις». Όπως και να 'χει, οι καιροί θα μας το δείξουν.

12 Μαρ 2013

Μετά το Ιταλικό σοκ

Του Γιώργου Μπράμου, από τη μεταρρύθμιση
Για τα αποτελέσματα των Ιταλικών εκλογών υπάρχουν, στον εγχώριο τύπο, πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Κυριαρχούν, η αποστροφή προς τους δημαγωγούς τύπου Γκρίλλο και Μπερλουσκόνι, ο τρόμος ότι μια χώρα με τόσο εκτόπισμα, πολιτιστικό, οικονομικό, πολιτικό, κινδυνεύει να γίνει ακυβέρνητο καράβι, ο σκεπτικισμός για την αποτελεσματικότητα ηγετών όπως ο Μπερσάνι και ο Μόντι. Διαβάσαμε και ακούσαμε για τον Ιταλό Σεφερλή, για τον "μουντό" ηγέτη της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, τον υποταγμένο στην Μέρκελ "αλεξιπτωτιστή" πρωθυπουργό, για τον έκφυλο και βαθύπλουτο "Καβαλιέρε". Όλες οι αναλύσεις έχουν το ποσοστό τους, στην ερμηνεία του Ιταλικού αινίγματος.

Τα μεγαλύτερα ερωτήματα όμως σχετίζονται με τις καταγωγές αυτού του φοβερού "μπουμ" που συνέβη στην τρίτη δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι η διάψευση της αυτάρεσκης πεποίθησης για την πολιτικοποιημένη και ορθολογική Ευρώπη; Είναι η επιβεβαίωση της άρνησης του ευρωπαϊκού Νότου να υποταχθεί στην προτεσταντική αυστηρότητα των Βορείων; Είναι η ιδιοτυπία μιας χώρας που αποτέλεσε και αποτελεί ένα εργαστήρι πολιτικών εκπλήξεων; Είναι μια εκδοχή του πολιτικού «λάθους», που, ιστορικά, δικαιούται να κάνει, μια φορά στις τόσες, κάθε λαός, για να μην μοιάζει με τον θεό και προστάτη του, ο οποίος, εξ ορισμού, είναι "αλάνθαστος"; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά -και σε ακόμα περισσότερα- σχετίζονται με οπτικές γωνίες, ιδεολογικές και πολιτικές σιγουριές, ζητούμενα εξουσίας. Ας απαντηθούν ανάλογα.

Πριν απ’ όλα όμως, οι δραματικές εξελίξεις στην Ευρώπη επιβεβαιώνουν την ιστορική πεποίθηση, ότι η "γηραιά ήπειρος" είναι τόπος συγκρούσεων. Στα σύνορα Γερμανίας και Γαλλίας, εκεί, που για εμφανείς λόγους ορίστηκε ως έδρα του Ευρωκοινοβουλίου το Στρασβούργο, έχει χυθεί το αίμα του νεανικού ανθού των δύο πλευρών, εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλοι και Γερμανοί στρατιώτες έχασαν την ζωή τους.

Η έννοια μιας Ενωμένης Ευρώπης, οικοδομήθηκε ακριβώς στα ερείπια και τις ανείπωτες τραγωδίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θεωρήθηκε υποχρεωτική συνθήκη για να ξεπεραστούν τα σύνδρομα μίσους, ανταγωνισμού, διεκδικήσεων και συμφερόντων που διαπερνούν την ευρωπαϊκή διαδρομή.

Όμως σήμερα, οι νέες γενιές των Ευρωπαίων μοιάζουν να λησμονούν τις αιματηρές μνήμες των παππούδων. Δεν γνωρίσαμε πόλεμο και ο δικός μας θρήνος είναι για τις χαμένες σιγουριές στην παιδεία, στην εργασία, στο κοινωνικό κράτος, σ’ ό,τι, τέλος πάντων, μεταπολεμικά θεωρήθηκε δεδομένο και τελεσίδικα κατακτημένο. Οι περισσότερες απώλειες αφορούν την ευζωία και την κανονικότητα των σύγχρονων κοινωνιών, για πολλά χρόνια αποστρέφαμε το βλέμμα στη σύγχρονη φτώχεια και δυστυχία, τα θεωρούσαμε ιδιοτυπίες και μοίρα τού, λεγόμενου, τρίτου κόσμου. Η απανθρωπιά της Ευρώπης είχε θύματα τους κολασμένους που έφταναν με κύματα μετανάστευσης στον νότο της, στην Ιταλία, την Ισπανία, την Γαλλία και βέβαια στην Ελλάδα. Όλοι αυτοί, αν δεν δούλευαν με μαύρα μεροκάματα στα ευρωπαϊκά χωράφια, αντιμετώπιζαν την βαρβαρότητα νεοναζιστικών συμμοριών και ήταν, για πάντα, εξόριστοι από οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής προστασίας και ανθρώπινης αλληλεγγύης. Όμως ήρθαν οι σημερινοί καιροί και στις πόλεις μας, δεν είναι μόνο οι ξένοι φτωχοδιάβολοι, να μουτζουρώνουν τις εικόνες της ευζωίας και της τάξης. Χιλιάδες άνθρωποι είδαν την ζωή τους να γίνεται συντρίμμια κι έχουν μπει στο περιθώριο, αδυνατώντας να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες της καθημερινής επιβίωσης, το φαγητό και την στέγη τους.

Το συνολικό έλλειμμα μνήμης της Ευρώπης, στοιχίζει πια στα "αμαρτωλά αδέλφια" του Νότου, την απαξίωση του πλούσιου Βορρά. Μια νέα και ταυτόχρονα τόσο παλιά μορφή ρατσισμού, διαιρεί την Ευρώπη οριζόντια. Η προκατάληψη της Λομβαρδίας ότι η Αφρική αρχίζει λίγο κάτω από την Φλωρεντία, επανέρχεται όχι μόνο ως ανεκδοτολογική εκδοχή, αλλά ως αποτρόπαια κυριολεξία. Η σημερινή Ευρώπη ξεχνά ότι η ενοποίησή της δεν είναι μόνο οικονομικό μέγεθος, αλλά κυρίως πολιτιστική και πολιτική της υποχρέωση. Ξεκίνησε όταν οι λυτρωμένοι από τον ναζισμό λαοί της, διαδήλωναν στις πλατείες, το μεγαλύτερο όνειρό τους. Όχι πια πόλεμος. Ο αντιφασισμός και ο αντιναζισμός ένωσε και ζέστανε τους ευρωπαϊκούς λαούς, πολύ πριν το κοινό νόμισμα να θεωρηθεί, μονοσήμαντα και σχηματικά, το όχημα για την ενοποίηση της γηραιάς ηπείρου.
Η μία πλευρά αυτής της αμνησίας, είναι η ανάδειξη του νεοναζισμού. Υπάρχει όμως και μια άλλη, εξίσου κρίσιμη. Είναι τα κινήματα αποπολιτικοποίησης που αρνούνται την Δημοκρατία, είτε ως "αστική", είτε ως ανάπηρη.

Ο Γκρίλο μιλάει στην βάση μιας τραγικής διαπίστωσης. Πρόκειται για την καθυστέρηση, την ανατροπή, ακόμα και την ήττα δημοκρατικών θεσμών που η οικονομική κρίση έχει επιβάλει στους λαούς της Ευρώπης. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται διάφορα άλλα κινήματα διαμαρτυρίας, που κατάγονται είτε από την δογματική και καθυστερημένη Αριστερά, είτε από την εθνικιστική και ρατσιστική Δεξιά. Είναι μια αδιανόητη "συνάντηση", χαρακτηριστική των αντιφάσεων και της σύγχυσης που κυριαρχεί στην σημερινή αμνήμονα Ευρώπη.
Όλα αυτά επιδεινώνονται από μια γενιά νέων ευρωπαίων πολιτικών που μοιάζουν σαν να έχουν χάσει, να μην καταλαβαίνουν το βάρος της ιστορίας. Τι εννοώ; Όταν η εθνική κυριαρχία, εξευτελίζεται από τον οικονομικό εκβιασμό των πλουσίων, όταν η Αντίσταση θεωρείται ταυτόσημη με την ανυπακοή και τον τσαμπουκά, όταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, που είναι η ανεργία, σχολιάζεται σαν να είναι δακρύβρεκτο σίριαλ και όχι δράμα επιβίωσης, τότε, άνετα και αγέρωχα, πολιτικοί, όπως ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την Καγκελαρία, μπορεί να μιλάει για Ιταλούς "κλόουν". Και Ολλανδοί, Φιλανδοί και γενικά, βόρειοι συνάδελφοί του, μπορούν να κουνάνε το δάκτυλο της αυστηρότητας μπροστά στα μούτρα των νοτίων.

Αν πάμε έτσι, αν αγνοήσουμε, για λόγους στενά οικονομικούς και συμφέροντος, τα μεγάλα ιστορικά διδάγματα της συγκρουσιακής Ευρώπης, κανένα ευρώ, καμιά νομισματική ένωση δεν μπορεί να αποτρέψει την διάλυση και την καταστροφή.

11 Μαρ 2013

Η παραδοχή, οι παραδοχές και η αβεβαιότητα

Του Χαρίδημου Τσούκα, από την έναρθρη κραυγή
Πολύ θα το θέλαμε, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε τον καιρό σε βάθος χρόνου. Γιατί; Διότι αδυνατούμε: πρώτον να έχουμε τις απαιτούμενες πληροφορίες για όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τον καιρό• δεύτερον να έχουμε τόσο μεγάλη υπολογιστική ικανότητα που θα μας επέτρεπε να επεξεργαζόμαστε τις απαιτούμενες πληροφορίες• και τρίτον να διαθέτουμε ολοκληρωμένη κατανόηση των φυσικών διεργασιών που παράγουν τα καιρικά φαινόμενα. Με άλλα λόγια, η εγγενής ατέλεια της γνώσης παράγει αβεβαιότητα, δυσχεραίνοντας έτσι την πρόβλεψη.

Αν αδυνατούμε να προβλέψουμε αξιόπιστα τον καιρό για παραπάνω από μία εβδομάδα, πόσο αξιόπιστη είναι η πρόβλεψη των επιπτώσεων ενός προγράμματος δρακόντειας δημοσιονομικής προσαρμογής για τρία χρόνια; Μικρή, για τους ίδιους λόγους με την πρόγνωση του καιρού, συν έναν ακόμα. Ένα δρακόντειο πρόγραμμα λιτότητας ενσωματώνει παραδοχές. Οι προβλέψεις του στηρίζονται, πρώτον σε παραδοχές για την εξέλιξη κρίσιμων μεγεθών με βάση τις κρατούσες απόψεις και, δεύτερον, στην παραδοχή ceteris paribus – δηλαδή, ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες θα εφαρμοστεί το πρόγραμμα (π.χ. πολιτική σταθερότητα, εκτελεστική αποφασιστικότητα, κλπ) θα παραμείνουν σταθερές. Και οι δύο παραδοχές συχνά αποδεικνύονται στην πράξη προβληματικές.

Αντίθετα με τους μετεωρολόγους, οι οικονομολόγοι της τρόικας δεν αναλύουν απλώς ένα ανεξάρτητο από αυτούς φαινόμενο (την ελληνική οικονομία), αλλά, με το πρόγραμμα που επέβαλλαν, στοχεύουν να παρέμβουν σε αυτό - να αλλάξουν τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν οικονομικές συμπεριφορές. Στο μέτρο που τα Μνημόνια δεν είναι πολιτικώς ουδέτερα κείμενα αλλά εμπεριέχουν αξιώσεις ισχύος, η αβεβαιότητα που εγγενώς συνοδεύει την εφαρμογή τους υποτονίζεται. «Το Μνημόνιο», ακούμε, «πάνω απ’ όλα, πρέπει να εφαρμοστεί». Η ισχύς του δεν πρέπει να αμφισβητηθεί.

Τα Μνημόνια μοιάζουν με τη θεραπευτική αγωγή μιας δύσκολης ασθένειας, με όλη την αβεβαιότητα που εμπεριέχεται σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Τόσο στην ασθένεια, όσο και στην οικονομική συμπεριφορά, αυτός που παρεμβαίνει εφαρμόζει την ατελή γνώση του σε ένα σύνθετο και δυναμικό φαινόμενο.
Μια σημαντική παραδοχή του ΔΝΤ ήταν οι «πολλαπλασιαστές», δηλαδή η επίπτωση της δημοσιονομικής προσαρμογής (μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος) στο ΑΕΠ. Όσο πιο μικρός ο πολλαπλασιαστής, τόσο μικρότερη η επίπτωση, και αντιστρόφως. Με βάση τις κρατούσες απόψεις, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ υπέθεσαν έναν μικρό πολλαπλασιαστή (0.5), ενώ οι κατοπινές έρευνες τους έδειξαν ότι έπρεπε να ήταν μέχρι τριπλάσιος. Με απλά λόγια, έπεσαν δραματικά έξω στο μέγεθος της ύφεσης που προέβλεψαν.

Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί; Εκ των υστέρων, όλες οι αστοχίες θα μπορούσαν να μην υπάρχουν. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως στη μετεωρολογία, δεν διαθέτουμε τέλεια γνώση για να προβλέψουμε με αξιοπιστία σύνθετες οικονομικές συμπεριφορές. Πάντα οι παρεμβάσεις μας στηρίζονται σε παραδοχές, οι οποίες είναι εγγενώς ατελείς.

Ποιος είναι λ.χ. ο σωστός πολλαπλασιαστής; Ξέρουμε τώρα ότι δεν είναι 0,5, αλλά ποιος είναι; Η άβολη απάντηση είναι ότι, αν και έγκυρες εκτιμήσεις υπάρχουν, ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα. Η κρατούσα άποψη σήμερα είναι ότι είναι τουλάχιστον 1, αλλά πριν από πενήντα χρόνια ή κρατούσα άποψη τον έφερνε να ανέρχεται στο 2. Η πρόσφατη εμπειρική μελέτη των οικονομολόγων του ΔΝΤ Μπλανσάρ και Λι, από την οποία ξεκίνησε η συζήτηση για τον λάθος πολλαπλασιαστή του ΔΝΤ, επικρίθηκε. Μελέτες που ομαδοποιούν διαφορετικές χώρες, καταλήγουν σε μη αξιόπιστα συμπεράσματα, λένε οι επικριτές. Αν π.χ. η Ελλάδα και η Γερμανία απουσίαζαν από τις 28 χώρες που μελέτησαν οι ερευνητές, τα συμπεράσματά τους θα ήταν διαφορετικά. Το ίδιο θα συνέβαινε και αν επέλεγαν ένα διαφορετικό χρονικό διάστημα μελέτης. Η οικονομική γνώση είναι ανεξάλειπτα ατελής.

Το πιθανότερο είναι ότι, όπως δεν υπάρχει μια ταυτόσημη, πλήρως γνωστή θεραπευτική αγωγή για όλους όσους πάσχουν από την ίδια ασθένεια, έτσι δεν υπάρχει ένας πολλαπλασιαστής για όλες τις χώρες. Η κάθε μία έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, τις οποίες οι κοινωνικοί μηχανικοί του ΔΝΤ είτε αγνοούν, είτε προσπερνούν. Οι πολιτικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας – η απίστευτη πολιτική πόλωση, η ασύστολη δημαγωγία, και οι φαυλοκρατικοί εθισμοί μιας εν πολλοίς άτολμης, κουτοπόνηρης, και ανίκανης πολιτικής ελιτ – παρήγαγαν πολιτική αστάθεια και πλημμελή εφαρμογή των Μνημονίων. Αυτά δημιούργησαν βαθιά κρίση εμπιστοσύνης στην ικανότητα της χώρας να παραμείνει στο ευρώ, η οποία παρήγαγε τεράστια αβεβαιότητα σε δανειστές, επενδυτές και καταθέτες, επιτείνοντας το πρόβλημα. Η παραδοχή ceteris paribus των τεχνοκρατών κατέρρευσε.
Προσέξτε: η αποτυχία του αρχικού προγράμματος της τρόικας δεν προήλθε μόνο εξαιτίας εσφαλμένων παραδοχών τους, αλλά και από όλους εκείνους τους λαϊκιστές πολιτικούς (ένας έγινε πρωθυπουργός!), οι οποίοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ακυρωθεί η παραδοχή ceteris paribus των σχεδιαστών του! Ενώ το ΔΝΤ παραδέχθηκε εμμέσως το σφάλμα του, το εγχώριο πολιτικό σύστημα κάνει αυτό που έκανε πάντα – επιδίδεται σε ασύστολο λαϊκισμό, κατηγορώντας ο ένας τον άλλο, και όλοι μαζί στους ξένους. Και η χώρα καταστρέφεται…

9 Μαρ 2013

Χάστα σιέμπρε, Πολυχρόνη

 
Του Κώστα Γιαννακίδη, από protagon.gr
Ο Ούγκο Τσάβες δεν αγαπούσε και πολύ τις δημοκρατικές ελευθερίες. Θα μου πείτε, η έννοια είναι εντελώς αφηρημένη, αλλάζει νόημα και περιεχόμενο ανάλογα με τη χώρα και τον ηγέτη. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε εμείς ως δημοκρατική ελευθερία, μπορεί στη σκέψη του Τσάβες να ήταν το παράθυρο από το οποίο έμπαζε η επανάσταση. Κοινώς και ο μακαρίτης έδειρε απεργούς και κυνήγησε συνδικαλιστές, αλλά το έκανε στο όνομα της επανάστασης. Έκλεισε μέσα ενημέρωσης και πήρε ο ίδιος εκπομπή. Για το λαϊκό συμφέρον, φυσικά. Άλλαξε νόμους και κατηγορήθηκε για εκλογική νοθεία. Σιγά! Και ο Φιντέλ, που δεν διατηρεί και την καλύτερη σχέση με τις εκλογές, για το δυνάμωμα της επανάστασης έριξε τις μπάρες. Η εξουσία έχει πάντα το χαρτί της καταστολής στο χέρι, απλώς διατηρεί και το δικαίωμα να του αλλάζει χρώμα. Και, μερικές φορές, η διαφορά του φασίστα από τον επαναστάτη δεν είναι τόσο ευδιάκριτη, ειδικά ως προς τις μεθόδους.
Όμως, αυτή είναι μία άδικη κρίση για τον Τσάβες. Αυτές οι προσωπικότητες πρέπει να κρίνονται με βάση το ιστορικό μέτρο και τις τοπικές συνθήκες. Στην Ευρώπη ο Τσάβες θα είχε καταλήξει στη φυλακή ή στο ψυχιατρείο. Στη Βενεζουέλα καταλήγει ταριχευμένος σε γυάλινο φέρετρο. Ένας λάτιν Λένιν. Επίσης, καλό είναι να κρίνονται και με βάση τις προθέσεις. Δεν μπορείς να στερήσεις από έναν φασίστα πραξικοπηματία του άλλοθι του πατριωτισμού, αλλά ο Αριστερός «κομαντάτε» έχει καλύτερες αναφορές στην ηθική, στη φιλοπατρία και στο συμφέρον των αδυνάτων. Ο φασίστας κινείται για να σώσει τη χώρα από την εξέγερση των αδυνάτων. Ο επαναστάτης, τους κρατάει καθηλωμένους, προσφέροντάς τους την εξέγερση που ψάχνουν.
Όπως κι αν έχει, ο Τσάβες αγαπούσε την πατρίδα του. Και ο Φιντέλ την αγαπάει. Επίσης και οι δύο έχουν ισχυρά λαϊκά ερείσματα αν και, συνήθως, αυτά τα καθεστώτα δεν σου επιτρέπουν να μετρήσεις τη δημοφιλία τους με διάφανο τρόπο. Αυτό που αδυνατώ να καταλάβω είναι τι στο διάολο συμβαίνει εδώ και ερωτευόμαστε τύπους με τους οποίους δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Πιθανότατα, το επιτρέπει η απόσταση και μία αφηρημένη εντύπωση που έχουμε στο μυαλό μας. Οι Έλληνες λατρεύουν τον Κάστρο, αλλά αγνοούν ότι το καθεστώς της Αβάνας είναι ολοκληρωτικό και ανελεύθερο. Λάτρεψαν τον Τσάβες, ξεχνώντας ότι - και αυτός - πραξικοπηματίας ήταν, ενώ ως πρόεδρος ανέστειλε στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα. Κοινώς, αγαπάμε κάτι που δεν θα ανεχόμασταν. Είναι η ρητορική που συνεπαίρνει, όχι οι συνθήκες. Αλλά γουστάρουμε συνθήματα, λάτιν νότες, "χάστα σιέμπρε, κομαντάτε" και "χέσε μέσα, Πολυχρόνη".

7 Μαρ 2013

Το άστρο του λαϊκισμού


Του Νικου Μαραντζιδη, από την Καθημερινή

Δεν υπάρχει λόγος να το κρύβουμε πλέον. Η μεταπολεμική ευρωπαϊκή συναίνεση, που συγκροτήθηκε στη βάση μιας ισχυρής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, προσδιορισμένη από το βάρος των θεσμικών μεσολαβήσεων, έχει δεχτεί ισχυρά πλήγματα.
Δεν είναι μόνο τα αστέρια του Γκρίλο στην Ιταλία. Νωρίτερα, μας είχαν απασχολήσει ο κύριος με τα τατουάζ στην Τσεχία, οι «Αγανακτισμένοι» στην Ελλάδα, οι Πραγματικοί Φινλανδοί, οι μετα-φασίστες Ούγγροι, οι ακροδεξιοί Αυστριακοί, το γαλλικό εθνικό μέτωπο, οι Ολλανδοί, οι Δανοί, και ο κατάλογος αυτός δεν έχει τέλος. Οποιος πιστεύει πως το φαινόμενο είναι συνδεδεμένο μόνο με την οικονομική κρίση, κάνει λάθος. Σε τελική ανάλυση, η ανάδυση του λαϊκισμού της νέας άκρας δεξιάς στην Ευρώπη εκφράστηκε πρωτίστως στον Βορρά και εκδηλώθηκε νωρίτερα από την κρίση.
Μακροσκοπικά, αυτός ο νέος λαϊκισμός είναι αποτέλεσμα σημαντικών αλλαγών που έχουν συμβεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οι αλλαγές αυτές είναι κοινωνιολογικού, μορφωτικού και τεχνολογικού χαρακτήρα και επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες κοινωνικοποιούνται στη δημοκρατία.
Σε κοινωνιολογικό επίπεδο, η υψηλή αστικοποίηση, η μείωση των αποστάσεων ανάμεσα στο κέντρο και στην περιφέρεια και η πρόσβαση του συνόλου των πολιτών στην εκπαίδευση επιτρέπει στους ανθρώπους να αισθάνονται πως έχουν μεγαλύτερο δικαίωμα να πληροφορούνται και, κυρίως, να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων σε σχέση με τους παππούδες τους, πενήντα χρόνια νωρίτερα.
Σε ό,τι αφορά τους μηχανισμούς επικοινωνίας της πολιτικής, ζούμε μια πραγματική επανάσταση. Η τηλεόραση αρχικά και τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άλλαξαν ριζικά όχι μόνο τη δυνατότητα επαφής με την πολιτική, αλλά δίνουν πλέον το δικαίωμα στην αλληλεπίδραση. Ο καθένας τώρα μπορεί να γράψει την άποψή του και να τη διαδώσει. Σε αυτό το επίπεδο, η απόσταση ανάμεσα στους «ειδικούς» και τους «αδαείς» κλείνει σε σημαντικό βαθμό. Η πολιτική συμμετοχή είναι πλέον φθηνή και γίνεται σε μεγάλο βαθμό δημοκρατική και εξατομικευμένη. Ο καθένας είναι πομπός και δέκτης ταυτόχρονα.
Η παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με τα νέα Μέσα, μετατρέπει τον πολίτη σε πλανητικό άνθρωπο. Ο Ευρωπαίος ψηφοφόρος μπορεί να παρακολουθεί τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ όπως περίπου και ο κάτοικος του Σιάτλ. Οι αποστάσεις μειώνονται.
Και όμως, ενώ συμβαίνει αυτή η κοσμογονία, οι πολιτικοί θεσμοί συνεχίζουν να λειτουργούν όπως τους γνώρισαν οι παππούδες μας. Πολύ κλειστοί, εξαιρετικά πολύπλοκοι και σε σημαντικό βαθμό προορισμένοι για τους επαγγελματίες της εξουσίας. Αν μάλιστα προσθέσουμε το ευρωπαϊκό δημοκρατικό έλλειμμα, δηλαδή την περίπλοκη θεσμική αρχιτεκτονική της λήψης των αποφάσεων, τότε τα πράγματα χειροτερεύουν. Το σύστημα είναι πολύπλοκο, κλειστό και ακριβό. Εν τέλει, το ερώτημα γίνεται σχεδόν υπαρξιακό: ποιος αποφασίζει για τη ζωή του Ευρωπαίου φορολογούμενου και πόσα μάς κοστίζουν οι αποφάσεις που παίρνει;
Μέχρι πρόσφατα, η αρχιτεκτονική της διακυβέρνησης στηριζόταν σε μία βασική προϋπόθεση: οι πολίτες εξουσιοδοτούσαν τις ελίτ να αποφασίζουν με δημοκρατικό τρόπο για τη ζωή τους. Οσο η ευημερία αποτελούσε τον κοινό παρονομαστή των ευρωπαϊκών κρατών, το σύστημα αυτό πάνω-κάτω λειτουργούσε. Οταν εμφανίστηκαν οι πρώτες μη κανονικότητες στη δεκαετία του ’80 (αύξηση της ανεργίας, εγκληματικότητα, παράνομη μετανάστευση κ.ά.) το σύστημα άρχισε να παρουσιάζει ρωγμές. Τα πρώτα λαϊκιστικά φαινόμενα, τοποθετημένα κυρίως στον χώρο της άκρας δεξιάς, έκαναν τότε την εμφάνισή τους, ενώ εμφατικά οι λαϊκιστές μπήκαν στο κέντρο της σκηνής τη δεκαετία του ’90.
Η σημερινή οικονομική κρίση στην Ευρώπη δείχνει να απειλεί συθέμελα αυτήν την εδραιωμένη συναίνεση, που συνοψίζεται στο: οι ελίτ αποφασίζουν, οι πολίτες ευημερούν. Οι πολιτικές ελίτ δείχνουν σήμερα πως δεν μπορούν να εγγυηθούν αυτήν την ευημερία και το ρήγμα έχει δημιουργηθεί. Ομως, το πρόβλημα είναι πρωτίστως θεσμικής αρχιτεκτονικής.
Η μεγάλη ζήτηση για λαϊκισμό στην Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια, σχετίζεται κυρίως με το γεγονός πως το πολιτικό σύστημα λειτούργησε ως κλειστή αγορά ολιγοπωλιακού τύπου, παρουσιάζοντας όλες τις στρεβλώσεις που οι κλειστές αγορές επιδεικνύουν: νόθευση του ανταγωνισμού με συμπεριφορές καρτέλ, χαμηλή ποιότητα υπηρεσιών και, εν τέλει, υψηλό κόστος που μετακυλίεται στον καταναλωτή. Οι λαϊκιστές έχουν δίκιο όταν επισημαίνουν κάποια από τα θέματα αυτά. Απλώς, το κάνουν με λάθος τρόπο και προς τη λάθος κατεύθυνση. Το στοίχημα της δημοκρατίας σήμερα είναι να αξιοποιήσει τη δύναμη του λαϊκισμού θετικά.
Αν για την οικονομία ο λαϊκισμός είναι δύναμη καταστροφής, για την πολιτική, κάτω από συνθήκες, μπορεί να γίνει εργαλείο αναζωογόνησης της δημοκρατικής διαδικασίας και διόρθωσης ανισορροπιών. Για να συμβεί αυτό, πρέπει πρώτα απ’ όλα το καθιερωμένο πολιτικό σύστημα να πάψει να φοβάται τους πολίτες. Και αυτό είναι το μεγάλο μάθημα που πρέπει να πάρει σήμερα ολόκληρη η Ευρώπη.