"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

31 Αυγ 2016

Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ή ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Σε μια δήλωση της Tασίας Χριστοδουλοπούλου πριν τις εκλογές του Σεπτεμβρίου είχα διαβάσει τη φράση «ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά, φιλοσοφικά, πολιτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα μέσα σε μία ημέρα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο.» Mου ξύπνησε μια γλυκόπικρη μνήμη της νεότητάς μου (η φράση, όχι η Τασία Χριστοδουλοπούλου) όταν στα χρόνια της δικτατορίας είχα περάσει κι εγώ από την Αριστερά, κάνοντάς με ταυτόχρονα να αναρωτηθώ: πόσοι άνθρωποι χωρίς την εμπειρία μιας τέτοιας ένταξης καταλαβαίνουν σήμερα τη σημασία της λέξης «διαλεκτικά» στη συγκεκριμένη δήλωση; Κι ακόμη περισσότερο: πόσοι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν αυτή τη σημασία μπορούν να εμβαθύνουν στο τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στο συλλογικό νου του Σύριζα;
Στην τελευταία ερώτηση θα απαντούσα: λίγοι, πολλοί λίγοι. Γιατί η κατανόηση της λέξης «διαλεκτικά», σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι κλειδί στην εννόηση ενός ολόκληρου διανοητικού κόσμου, ενός συνολικού σύστηματος γνωσιακών μηχανισμών που κυριαρχεί στο νου των κυβερνώντων μας, του καθενός ξεχωριστά αλλά και αυτού που είναι της μόδας να ονομάζεται “συλλογικότητα”.
Όποιος δεν ξέρει το νόημα της λέξης “διαλεκτικά” σε αυτό το πλαίσιο, το βάρος και τις σημασίες που κουβαλάει, δεν έχει τα διανοητικά εργαλεία για να καταλάβει σε βάθος το πως ακριβώς σκέφτονται στο Σύριζα—είναι σα να κοιτά μικρο-οργανισμούς με μεγεθυντικό φακό αντί για μικροσκόπιο, ή τα αστέρια με κυάλια αντί για τηλεσκόπιο.
Για το λόγο αυτό, οι περισσότερες αναλύσεις που προσπαθούν να μπουν στις ενδόμυχες σκέψεις των κυβερνώντων, και από εκεί να διαβάσουν τα κίνητρά τους, μας μιλούν για δυο εναλλακτικές: ή α) ότι είναι οι απόλυτα κυνικοί αρριβίστες, ικανοί να υπογράψουν τα πάντα και να κάνουν όλους τους συμβιβασμούς για να μείνουν στην εξουσία, πλήρως ασυνείδητοι και αναίσθητοι, ή β) είναι υποκριτές που έχουν ένα σκοτεινό και καταχθόνιο σχέδιο, σοφά μελετημένο, βάσει του οποίου προχωρούν βήμα-βήμα προς τη μετατροπή της κοινωνίας μας σε κομμουνιστική. Ξεφεύγει όμως ένα τρίτο ενδεχόμενο, που έχει το πλεονέκτημα ότι είναι κοντύτερα στον τρόπο που έχουν μάθει να σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι εξ απαλών πολιτικών ονύχων, εκπαιδευμένοι καθώς είναι και στη θεωρία (λιγότερο όμως, γιατί θέλει διάβασμα) αλλά και περισσότερο στην πράξη (συμπεριλαμβανομένης και της καφενειακής) αυτού που οι ίδιοι αποκαλούν μαρξιστική-λενινιστική σκέψη. Για να καταλάβουμε το τρίτο αυτό ενδεχόμενο, που έχει μέσα του κομμάτια και από τα δύο πρώτα, χρειάζεται η ειδικότερη γνώση, γνώση στην οποία κυριαρχεί η ειδική σημασία της λέξης “διαλεκτικά”. Αυτή είναι ακριβώς η σημασία με την όποια τη χρησιμοποιεί στο παραπάνω απόφθεγμα η τέως υπουργός που έγινε διάσημη στο πανελλήνιο όταν μας είπε ότι οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι μετανάστες «λιάζονται». Και αυτή η σοφία της άλλωστε, όπως θα δούμε, ίσως να ήταν μια κατά κάποιο τρόπο διαλεκτική ερμηνεία του φαινομένου.
Τονίζω πριν συνεχίσω ότι η σημασία της λέξης «διαλεκτική» σε όσα ακολουθούν είναι ειδική. Όσοι έχετε απαντήσει τη λέξη στον Αριστοτέλη ή τους στωϊκούς, στην ιστορία της φιλοσοφίας, στο Χέγκελ ή στον Κώστα Αξελό, ξεχάστε όσα μάθατε. Σε αυτά που ξέρετε η διαλεκτική μπορεί να είναι συνώνυμο της λογικής, μπορεί να είναι μέθοδος για την αναζήτηση της αλήθειας μέσω της συζήτησης, μπορεί να είναι ένα σχήμα δυναμικής εξέλιξης των φαινομένων ή της σκέψης, που προχωράει από τη θέση, στην αντίθεση, στη σύνθεση. Αυτά στην κομμουνιστική έννοια της διαλεκτικής δεν ισχύουν, όπως δεν ισχύουν και σε περιπτώσεις που υιοθετείται ο όρος σε εκδοχές της μετακομμουνιστικής αριστεράς. Η χρήση αυτή της λέξης ξεκινά από τα γραπτά του Μαρξ, και τη διαλεκτική ως μέρος του συστήματος που ονομάζει «διαλεκτικό υλισμό». Εδώ βρίσκουμε τα πρώτα παραδείγματα της εφαρμογής της παράξενης εκδοχής της που διατηρούν, όμως, σε σύγκριση με όσα ακολούθησαν, ακόμη κάποια επαφή με την κλασσική αντίληψη της λογικής. Αυτή σβήνει εντελώς όταν η διαλεκτική αυτού του τύπου τελειοποιείται (που λέει ο λόγος) μέσα από τη χρήση της από τον Λένιν, τους μπολσεβίκους του και, κατά δική τους διδασκαλία, τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης στις πρώτες δεκαετίες της ζωής τους. Ήδη, στη δεκαετία του 1920, η διαλεκτική για την οποία μιλάμε έχει πάρει την τελειωτική μορφή της.
Δύο άκρως ενήμεροι και άκρως ευφυείς μάρτυρες των χειροτέρων εφιαλτών του εικοστού αιώνα (κομμουνιστικού και φασιστικού) έχουν αναλύσει στα βιβλία τους την κομμουνιστική διαλεκτική, όπως την έμαθαν στο δικό τους πέρασμα από την Αριστερά.
Ο πρώτος είναι ο Άρθουρ Καίσλερ, που περιγράφει πως, ως νεαρός κομμουνιστής στη Γερμανία της αρχής της δεκαετίας του 1930, εκπλήσσεται όταν βλέπει την κομματική εφημερίδα να διαστρέφει πλήρως τα γεγονότα της επικαιρότητας. Συγκεκριμένα, τον εντυπωσιάζει ένα κύριο άρθρο όπου δηλώνεται ότι οι κυβερνώντες τότε σοσιαλιστές υποστηρίζουν τους Ναζί—αυτό ενώ είναι πασίγνωστο ότι η κυβέρνησή έχει μόλις διεξαγάγει μια εκτεταμένη αστυνομική επιχείρηση, διαλύοντας τους μηχανισμούς τους. Ακούγοντάς τον να εξανίσταται, μας λέει ο Καίσλερ, «ο Έντγκαρ (ο καθοδηγητής του) χαμογέλασε. “Βλέπεις ακόμη τα πράγματα με μηχανιστική ματιά”, μου είπε και στη συνέχεια μου εξήγησε τη διαλεκτική προσέγγιση. Η πράξη της αστυνομίας, είπε, ήταν μια απλή προκάλυψη, για να κρύψει τις πραγματικές διαθέσεις της κυβέρνησης. Αν και είναι πιθανό μερικοί σοσιαλιστές ηγέτες να είναι υποκειμενικά εναντίον των Ναζί, εξήγησε, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι αντικειμενικά εργαλείο του Ναζισμού. Στ᾽ αλήθεια, μάλιστα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι ο κύριος εχθρός, γιατί έχει διασπάσει την εργατική τάξη, αποσπώντας ένα μέρος της. … Πρόταξα την αντίρρηση (λέει ο Καίσλερ) ότι τη διάσπαση την είχαν κάνει οι ίδιοι οι κομμουνιστές, όταν αποχώρησαν το 1919 από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. “Πάλι σκέφτεσαι μηχανιστικά”, μου είπε πάλι ο Έντγκαρ. “Tυπικά αν το δεις είμασταν η μειοψηφία. Αλλά εμείς ενσαρκώναμε την επαναστατική αποστολή του προλεταριάτου. Κι έτσι, αρνούμενοι να ενταχθούν στη δική μας γραμμή, οι σοσιαλιστές ηγέτες διέσπασαν την εργατική τάξη και έγιναν λακέδες της αντίδρασης».
Το δεύτερο παράδειγμα είναι από τον μεγάλο ποιητή και δοκιμιογράφο, τον νομπελίστα Τσέσλαφ Μίλος. Έχοντας ζήσει ο ίδιος τον τρόπο με τον οποίο επεβλήθη ο κομμουνισμός στην πατρίδα του, την Πολωνία, ο Μίλος βλέπει τη διαλεκτική στην πράξη ως το εργαλείο εκείνο που αφαιρεί από τους υπηκόους του νέου καθεστώτος κάθε δυνατότητα διανοητικής άμυνας. Τι κι αν κάποιοι διανοούμενοι σαν κι αυτόν αντιτάσσουν σε συζητήσεις γεγονότα, στοιχεία, αριθμούς—είναι τόσο ανίκανοι να αντικρούσουν έναν έμπειρο κομματικό διαλεκτικό όσο ένας στρατιώτης του πεζικού ένα τανκ. Γράφει ο Μίλος: «Η μία και μοναδική μέθοδος είναι σωστή. Τα πάντα την αποδεικνύουν σωστή. Διαλεκτική: κάνω την πρόβλεψη ότι το σπίτι θα καεί, μετά περιχύνω το φούρνο βενζίνη. Το σπίτι καίγεται. Η πρόβλεψή μου επιβεβαιώνεται. Διαλεκτική: προβλέπω ότι ένα έργο τέχνης ασυμβίβαστο με τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι άχρηστο. Κατόπιν βάζω τον καλλιτέχνη σε ένα περιβάλλον όπου το έργο του είναι όντως άχρηστο. Η πρόβλεψή μου επιβεβαιώνεται».
Σύμφωνα με τον Καίσλερ και τον Μίλος η διαλεκτική, σε αυτό το πλαίσιο, είναι το άκρο αντίθετο από αυτό που την ήθελε ο Αριστοτέλης, δηλαδή μεθοδολογία της λογικής σκέψης. Στην κομμουνιστική εκδοχή αυτό που ονομάζεται διαλεκτική είναι ουσιαστικά μια μεθοδολογία παραχάραξης της αλήθειας, που όμως υποδύεται—εδώ έχουμε μέρος του παλαιοκομμουνιστικού σύνδρομου της επανάστασης-ως-επιστήμης—και θέλει να διεκδικεί τον τίτλο της λογικής σκέψης, και μάλιστα της επιστημονικής. Αυτό η κομμουνιστική διαλεκτική το κάνει καταργώντας πλήρως, ή και συχνά αντιστρέφοντας, τη σχέση αιτίου-αιτιατού, παραδοχής-συμπεράσματος, αλλά και συχνότατα, όπως στο παράδειγμα του Καίσλερ, καταδικάζοντας το οποιοδήποτε πραγματικό γεγονός δεν αρέσει στον διαλεκτικό ως “υποκειμενική” αντίληψη, ενώ η “αντικειμενική”—χωρίς πρόσθετη στήριξη—είναι αυτή που ορίζει ο ίδιος. Έτσι είναι διότι έτσι νομίζουμε, δηλαδή.
Αυτή η έννοια της διαλεκτικής εξηγεί τέλεια την κάθε αλλαγή στρατηγικής ενός κομμουνιστικού κόμματος, κάθε αλλαγή πορείας (όπως τη νομίζουν όσοι «δε βλέπουν τα πράγματα διαλεκτικά»), κάθε λάθος (παρομοίως) ή ασυνέπεια (επίσης.) Έτσι, ας πούμε, στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές του 1930, που οι σοσιαλιστές καταδικάζονται βάσει της διαλεκτικής ως «σοσιαλφασίστες» όπως μας το λέει και ο Καίσλερ πιο πάνω, δηλαδή ως «αντικειμενικά» φασίστες που διασπούν την εργατική τάξη αφαιρώντας ψήφους και μέλη από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Όμως το 1934, όταν η Κομμουνιστική Διεθνής αλλάζει τακτική, και υιοθετεί τη θεωρία του «λαϊκού μετώπου», οι σοσιαλιστές γίνονται αίφνης σύμμαχοι, και κύριος εχθρός είναι ο ναζισμός. Τα παλιά επιχειρήματα εναντίον τους ξεχνιώνται, κι όποιος τα επικαλείται σκέφτεται «μηχανιστικά». Έλα όμως που το 1939 ο Στάλιν τα κάνει πλακάκια με τον Χίτλερ, μέσω του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Αν το δει αυτό κανείς με «μηχανιστική σκέψη» ή μείνει στο «υποκειμενικό», το Σύμφωνο μοιάζει να παραβιάζει όσα έλεγαν οι κομμουνιστές τα προηγούμενα έξι χρόνια. Κι όμως, με εφαρμογή της διαλεκτικής η συνθηκολόγηση με τον Χίτλερ αναδεικνύεται (ο όρος «αποδεικνύεται» εδώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως παρωδία) σε άκρως συνεπής με τα προηγούμενα και «αντικειμενικά» σωστή. (Παρεμπιπτόντως, οι έλληνες κομμουνιστές απέφυγαν τη γελοιοποίηση να πρέπει να δοξάσουν το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, καθώς ήταν στις φυλακές του Μεταξά. Κι αυτό ήταν πραγματικά ένα κάποιο κέρδος για τη φήμη τους, κυρίως στην Κατοχή: η ανάγνωση των κομματικών εφημερίδων των—τότε ελεύθερων ακόμη—γάλλων κομμουνιστών, είναι πραγματικά ανατριχιαστική.) Φυσικά, όταν ενάμιση χρόνο μετά ο Χίτλερ επιτίθεται στη Σοβιετική Ένωση, όλα αυτά αλλάζουν πάλι, και έρχονται τούμπα. Αλλά όποιος το επισημάνει, και πάλι, «σκέφτεται μηχανιστικά».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 είχα κι εγώ προσωπική εμπειρία αυτής της έννοιας της διαλεκτικής. Συμμετέχοντας σε κομματικές συζητήσεις, στα λεγόμενα «ακτίφ», ή μιλώντας με τον καθοδηγητή μου (τον άμεσο προϊστάμενο, κομμουνιστή) προσπαθούσα στην αρχή να υποστηρίξω απόψεις που μου φαίνονταν λογικές, ή επέμενα να προςπαθώ να καταλάβω τα φαινόμενα και σε συνάρτηση με κάποια διαβάσματά μου, με όσο μυαλό μου είχε δώσει ο Θεός. Εις μάτην. Κάθε φορά που εξέφραζα διαφωνία με την (πάντοτε προαποφασισμένη) κομματική γραμμή, μου εξηγούνταν ότι «η λογική μου είναι μηχανιστική», ότι αυτά που λέω μπορεί να ισχύουν «υποκειμενικά», αλλά ότι η χρήση της διαλεκτικής δείχνει ότι «αντικειμενικά» έχω λάθος. Μπρος σε ένα τέτοιο οδοστρωτήρα, και στην αδυναμία να κερδίσεις μάχη με τη διαλεκτική ανώτερου κομματικού στελέχους, έχεις δύο εναλλακτικές: ή την αποδέχεσαι ή φεύγεις. Έφυγα κι εγώ κάποια στιγμή (τρία χρόνια έμεινα περίπου) αλλά έως ότου να φύγω συμβιβάστηκα με αυτό τον τρόπο σκέψης. Ο τρόπος που το κάνεις είναι μαθαίνοντας να χρησιμοποιείς και εσύ αυτή την ωραία, βολικότατη διαλεκτική. Αν καταφέρεις και παραμερίσεις τη λογική σου, η μέθοδος έχει άλλωστε μεγάλες χαρές: μπορεί να αποδείξεις τα πάντα, ακόμη και ότι η μέρα είναι νύχτα, ότι ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη γη, ή ότι οι πολίτες της Βόρειας Κορέας είναι πιο ευτυχείς από της Βόρειας Καρολίνας. Για ένα φοιτητή των μαθηματικών, που είχε μάθει να χύνει πολύ ιδρώτα για μια απόδειξη, ήταν ευχάριστη ανάπαυλα.
Και επανέρχομαι στη δήλωση της Tασίας Χριστοδουλοπούλου, από όπου ξεκίνησα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά, φιλοσοφικά, πολιτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα μέσα σε μία ημέρα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο.» Τι πάει να πει αυτό, και συγκεκριμένα το «διαλεκτικά»; «Ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο». Δηλαδή; Σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης της κυρίας Χριστοδουλοπούλου δηλαδή–που σίγουρα δεν είναι μόνο δικός της μέσα στο κόμμα–ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υπέγραψε ένα μνημόνιο αλλά αυτό δεν τον κάνει μνημονιακό. Γιατί; Γιατί έτσι της λέει η χρήση της διαλεκτικής. Διαλεκτική: Το να υπογράφει ο ΣΥΡΙΖΑ μνημόνια μπορεί υποκειμενικά να φαίνεται σε εμάς μνημονιακό, αλλά αντικειμενικά δεν είναι. Είναι μάλιστα αντι-μνημονιακό, αφού, ας πούμε, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπέγραφε τα μνημόνια θα έπεφτε η κυβέρνηση, και τότε θα ερχόταν μια άλλη κυβέρνηση στην εξουσία, αντικειμενικά μνημονιακή. Ενώ, υπογράφοντάς τα ο αντικειμενικά αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ μας σώζει από τους μνημονιακούς. Αυτοί, οι μνημονιακοί, λένε ότι τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μνημονιακός. Αλλά αυτή τους η αντίληψη είναι υποκειμενική, όπως μας δείχνει η διαλεκτική.
Μπλεχτήκατε; Εξασκηθείτε λίγο με τρία παραδείγματα διαλεκτικής σκέψης:

1) Ο Αλέξης Τσίπρας προεκλογικά είχε κατηγορήσει τη φαυλότητα των αναξιοκρατικών διορισμών ημετέρων και το νεποτισμό. Μόλις όμως ήρθε στην εξουσία το κόμμα του διόρισε ημέτερους και συγγενείς. Αυτό μπορεί να σας φαίνεται υποκειμενικά φαύλο και νεποτικό, αλλά αντικειμενικά δεν είναι. Διαλεκτική: οι τωρινοί διοριζόμενοι, ημέτεροι και συγγενείς, διορίζονται για να παραμείνει στην εξουσία μια κυβέρνηση που μάχεται τις φαύλες και νεποτικές κυβερνήσεις, άρα το μέτρο είναι διαλεκτικά αντιφαύλο και αντινεποτικό.
2) Κάποιοι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ δε δήλωσαν τις μεγάλες ακίνητες περιουσίες τους. Αν το δείτε μηχανιστικά, αυτό είναι παράνομο και ανήθικο. Αλλά δείτε το διαλεκτικά. Διαλεκτική: οι υπουργοί που δε δήλωσαν τις περιουσίες τους αντικατέστησαν τους προηγούμενους, που ήταν μνημονιακοί. Άρα η πράξη τους να μη δηλώσουν είναι αντιμημονιακή, και άρα αντικειμενικά νόμιμη και ηθική.
3) Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε προεκλογικά τη δεξιά για υπερεθνικισμό, και είχε πάγιες αντιδεξιές θέσεις όπως το διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. Όταν έγινε κυβέρνηση συνεργάστηκε με ένα ακροδεξιό υπερεθνικιστικό κόμμα, που είναι εναντίον του διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους…. Έτσι νομίζετε; Κάνετε λάθος. Σκέφτεστε μηχανιστικά. Διαλεκτική: Υποκειμενικά οι ΑΝΕΛ είναι ακροδεξιοί και υπεθνικιστές. Αντικειμενικά όμως είναι προοδευτικοί διεθνιστές. Αυτό το βλέπετε από τη συνεργασία τους με τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι προοδευτικό και διεθνιστικό κόμμα. Άρα ίδιοι είναι και όσοι συνεργάζονται μαζί τους. Αντικεμενικά, πάντα.
Συμπερασματικά, να πω μόνο ότι ο Αλέξης Τσίπρας είπε μια μεγάλη αλήθεια όταν παραδέχτηκε ότι έχει αυταπάτες. Αυτό που δεν είπε όμως, και προσωπικά δε νομίζω ότι είναι σε θέση να καταλάβει, είναι ότι η αυταπάτη είναι ο μόνιμος τρόπος σκέψης τους, του ίδιου και των συντρόφων του. Είναι ο τρόπος που τους δίδαξε η κομμουνιστική τους παιδεία. Ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης.

Αλλά, θα μου πείτε, εγώ είμαι αντικειμενικά ένας αντιδραστικός διανοούμενος. Και, βέβαια, για να επικαλούμαι τον Αριστοτέλη αντί τον Μαρξ, σκέφτομαι εν προκειμένω μηχανιστικά.

30 Αυγ 2016

Το στήσιμο μιας ελεγχόμενης μιντιοκρατούμενης δημοκρατίας


Του Γιώργου Αντωνίου , από μη μαδάς τη μαργαρίτα

Η κυβερνητική πολιτική για τις άδειες των τηλεοπτικών καναλιών θα έπρεπε να είναι πιο ανοιχτή, πιο δεκτική στην πολυφωνία, πλουραλιστική και δημοκρατική, να διασφαλίζει την ύπαρξη πολλών υγιών καναλιών για όλα τα γούστα και όλες τις πολιτικές απόψεις, ακόμη και τις αντιπολιτευτικές, να εξασφαλίζει πολλές θέσεις εργασίας σε πολλούς εργαζόμενους και πρόσθετα έσοδα στο κράτος από τη φορολόγηση αυτών των ευάριθμων καναλιών... Αντ' αυτών παρατηρούμε σειρά αντιδημοκρατικών, αντισυνταγματικών και αντιδεοντολογικών αυθαιρεσιών που προωθούν τα υπεύθυνα κυβερνητικά στελέχη και παππαδάκια του κόμματος... Οι αυθαιρεσίες αυτές θυμίζουν τους κοινοβουλευτισμούς υπό έλεγχο των Πούτιν και Τσάβες, δηλαδή μη ευρωπαϊκές, ελεγχόμενες δημοκρατίες, εδώ με νεοκομμουνιστικό, “σοβιετικό” άρωμα... Βλέπετε πολεμούν τη διαφθορά που ενεδρεύει στα “βοθροκάναλα”... Πώς; Προωθώντας τα αυριανά κανάλια που θα τους λιβανίζουν, που θα ανήκουν στους δικούς τους καπιταλιστές, τα νέα δικά τους τζάκια, των φιλικά προσκείμενων δύο μεγαλοεπιχειρηματιών.

Πρέπει οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι να μας εξηγήσουν γιατί τα επιτρεπόμενα από την αυταρχική κεντρική εξουσία τους, κανάλια, να είναι 4 και όχι 8 ή 14;;; Να το παίξουμε καλύτερα στην κολοκυθιά; Έχετε μια κολοκυθιά που κάνει 4 ...κολοκύθια! Και γιατί να κάνει 4; Αμ' πόσα θες να κάνει; Ας κάνει 14! Και γιατί να κάνει 14; Αμ' πόσα θες να κάνει; Ας κάνει 10! κ.ο.κ... Έτσι θα μπορέσουμε να τα καθορίσουμε ...ορθολογικότερα! Η ψηφιακή τεχνολογία μας το επιτρέπει, εσείς γιατί μας το απαγορεύετε; Για να στήσετε αποτελεσματικότερα τα κομματικά, προπαγανδιστικά οχυρά σας στα ΜΜΕ;;; Προσπαθείτε απολυταρχικά και αντισυνταγματικά να προσπελάσετε τη συνταγματικά κατοχυρωμένη εξουσία του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου, να ποδηγετήσετε τη μαζική πολιτική ενημέρωση, να οχυρώσετε αδίστακτα την κυβερνητική, νεοκομμουνιστική προπαγάναδα σας, να γκρεμίσετε τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ (Μega, ΣΚΑΙ κ.τ.λ.) και να χειραγωγήσετε τον απλό, ελλειπώς ενημερωμένο ψηφοφόρο...
Δυστυχώς η Ευρώπη, μπλοκαρισμένη στα μεγάλα προβλήματα του μεταναστευτικού και της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, δεν επενέβηκε ακόμη, όσο δραστικά πρέπει, στις καταδυναστευτικές αυθαιρεσίες των συριζαίων κυβερνούντων, που παραβιάζουν το πνεύμα και το γράμμα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την απρόσκοπτη, ελεύθερη διακίνηση των πολιτικών ιδεών και των τηλεοπτικών πληροφοριών. Δεν θα αργήσει όμως η μέρα που οι αντιπλουραλιστικές θέσεις σας θα ηττηθούν...

Τα κυβερνητικά “επιτεύγματα”

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ απέτυχε σχεδόν σε όλα όσα έχει επιχειρήσει:

Α) Τυχοδιωκτική, παρατεταμένη, αποτυχημένη και επιβλαβής για την οικονομία διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας. Δημοψήφισμα-παρωδία που έφερε τα ζημιογόνα capital controls και τη μεγάλη καθίζηση της ελληνικής οικονομίας. Κατά συνέπεια υπερφορολόγηση του ιδιωτικού τομέα, των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρηματιών... Τα capital controls και η φορομπηχτική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης οδηγεί πολλές εταιρείες στο κλείσιμο ή την μετακόμιση από την Ελλάδα, σε χώρες με λιγότερη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Οδηγεί τους εργαζόμενους στην επεκτεινόμενη ανεργία... Απειλεί με κλείσιμο τα κανάλια που την κριτικάρουν...
Η κυβέρνηση υιοθετεί την πονηρότερη μέθοδος αποφυγής των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή το να ψηφίζει ΟΛΑ τα μέτρα και μετά να μην τα εφαρμόζει!!! Βέβαια οι Ευρωπαίοι εταίροι την έχουν πάρει είδηση, η κοροϊδία δεν περνάει άλλο, μονάχα σε κάποιους αφελείς αριστερούς ψηφοφόρους και σε ορισμένους που έχουν πασιφανώς συμφέρον να κάνουν τους χαζούς (κομματικά διορισμένους, συνδικαλιστές, ημέτερους δημόσιους υπαλλήλους)...

Β) Ανοχή και έμμεση πρόσκληση στους πρόσφυγες να μπουν μαζικά κι ανεξέλεγκτα στη χώρα μας, η οποία -υποτίθεται- θα τους υποδεχόταν με ανοιχτές αγκάλες (βλέπε αφελέστατες θέσεις της υπουργού μετανάστευσης) και κατόπιν έμπρακτη αδυναμία της πολιτείας να τους διαχειριστεί ορθολογικά, τόσοι πολλοί που είχαν πλέον γίνει...

Γ) Ανακατωσούρα και κομφούζιο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου οι υπουργοί παιδείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μας ξαναγύρισαν -με την επαναφορά του ασύλου για τους αυθαίρετους αντιεξουσιαστές κι αριστεριστές- στο μπείτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μην δίνετε, που ίσχυε προ του νόμου Διαμαντοπούλου.

Δ) Απολυταρχική επιχείρηση φίμωσης της τηλεοπτικής ενημέρωσης με τον παντελώς αυθαίρετο περιορισμό της σε 4 φιλικούς τηλεοπτικούς σταθμούς...

Ε) Ύπουλη κι αντιδημοκρατική, εξαιρετικά επικίνδυνη προσπάθεια ελέγχου της δικαιοσύνης, η οποία θα επεμβαίνει με πολιτική στόχευση παντού...

ΣΤ) Πολυάριθμοι διορισμοί των ημετέρων συντρόφων με σκοπό την οικοδόμηση του νέου, συριζαίικου κράτους... Ψάξτε λοιπόν, τώρα, για την αξιοκρατία ανάμεσα στα κομματικά τρολ, στα μικρομεσαία παπαδάκια, τους πληρωμένους κονδυλοφόρους και τους διορισμένους συναγωνιστές που εξαργυρώνουν έτσι τους “αγώνες” τους...

Το συμμαχικό κυβερνητικό, εθνικιστικολαϊκιστικό μόρφωμα (ή μάλλον συνοθύλευμα) ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μας ετοιμάζει μάλλον μια υπό έλεγχο δημοκρατία, με τις παρεμβάσεις του στα ΜΜΕ, στα τηλεοπτικά κανάλια, στη Δικαιοσύνη, στην παιδεία και τα ΑΕΙ, στον εκλογικό νόμο, στην οικοδόμηση συριζαίικου κομματικού κράτους αναξιοκρατίας, στο στήσιμο μιας αναιμικής κρατικοδίαιτης οικονομίας που αφαιμάσσει μέσω υπερφορολόγησης και εξοβελίζει εκτός χώρας τις επιχειρήσεις... Θα τους ξαναϋπερψηφίσετε;;;

24 Αυγ 2016

Ο Πύρρος είναι όχι μόνον ο Δίας, αλλά και ο Απόλλων

Του Κώστα Κούρκουλου από την μεταρρύθμιση
Ήρθε κάποια στιγμή που φοβήθηκα, πιο πολύ κι από τη χούντα. Ήταν τότε, που η λεγόμενη «ριζοσπαστική αριστερά» (ΣΥΡΙΖΑ + παρασταλινικές αποφύσεις) κατασκεύαζε τον «εσωτερικό εχθρό». Και με τις αντισυγκεντρώσεις, τους δημόσιους προπηλακισμούς  και τα λιντσαρίσματα αντιπάλων, εξαπέλυε την ιδιωτική της βία εναντίον του. Όταν, με άλλα λόγια, η αριστερά νεκρανάσταινε τις μεθόδους του μετεμφυλιακού παρακράτους. Με μία σημαντική διαφορά βεβαίως, μεταξύ των δύο εποχών: Ενώ το προδικτατορικό παρακράτος περιοριζόταν στην κακοποίηση των «εχθρών» του έθνους, τώρα η «ριζοσπαστική αριστερά» πρόσθεσε και τους «εχθρούς του λαού». Θυμίζω τον κ. Τσίπρα όταν, δίκην ενδόξου ενωματάρχου της Βασιλικής Χωροφυλακής, αποφαινόταν «πατριωτικά» από τη θέση της αντιπολίτευσης: «Αυτοί που μας κυβερνούν δεν είναι Έλληνες»! Κάτι που πήγαινε να πει πως και όσοι επέλεξαν τους «μη Έλληνες» που τότε μας κυβερνούσαν, ήταν εχθροί ως «ανθέλληνες», κατά την γνωστή εμφυλιακή ορολογία.
Έτσι επέβαλαν τη ναζιστική διάκριση «Εχθρών – Φίλων», σύμφωνα με την οποία, δεν υπάρχουν αντίπαλοι με τους οποίους διαφωνείς μεν αλλά συνυπάρχεις, παρά μόνον εχθροί, οι οποίοι μάλιστα είναι προορισμένοι για εξόντωση. (Βλ. Καρλ Σμιτ, «Η έννοια του Πολιτικού». Για τον αντίστοιχο χαρακτήρα της σοβιετικής ιδεολογίας, βλ. «Οι αλογόμυγες της ιστορίας» του Ηλία Κανέλλη, στα «ΝΕΑ» της 20-21/8/2016).
Και η ιδεολογία της ολοκληρωτικής διάκρισης «εχθρών και φίλων», χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη στα πολεμικά τους συνθήματα, όπως «ή εμείς ή αυτοί»,  «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν». Και αυτό έγινε, ενώ είχαν ήδη ανατριχιαστική απόδειξη για το πού οδηγούσε η στάση τους: Το κάψιμο ζωντανών τριών νέων ανθρώπων στη «Μαρφίν». Δεν είναι τυχαίο ότι η μαζική αυτή δολοφονία, που φέρει ρητά την σφραγίδα της αριστεράς, θεωρήθηκε περίπου ανεκτή πράξη, παραβιάζοντας έτσι και το τελευταίο όριο του πολιτισμού μας. Δηλαδή το ταμπού του φόνου. Άλλωστε, ιδιωτικοί υπάλληλοι ήταν αυτοί που κάηκαν, άρα πράκτορες των εργοδοτών, κατά την άποψη του βαθέος ΣΥΡΙΖΑ.
Στη συνέχεια, φοβήθηκα ακόμα περισσότερο. Ήταν η στιγμή που ο ναζιστικός υπόκοσμος της «Χρυσής Αυγής» ανέλαβε να συνεχίσει τη βία, την οποία ήδη είχε ανασύρει από μετεμφυλιακό παρελθόν ο ΣΥΡΙΖΑ και αφού την είχε «εξαγνίσει» και «νομιμοποιήσει» ως «αριστερή», την παρέδιδε σε γενική χρήση. Ήταν αυτό που έδωσε στο ναζιστικό υπόκοσμο λόγο ύπαρξης, μια και χωρίς δυνατότητα άσκησης βίας, δεν μπορεί καν να υπάρξει. Οπότε, αφού η βία ήταν πλέον το «δίκιο του λαού», οι συμμορίες των ναζί  την έβγαλαν στους δρόμους. Και έβλεπες ασύδοτες παρακρατικές συμμορίες ναζί, να κάνουν ελέγχους μέχρι και στα νοσοκομεία ή στις λαϊκές αγορές, να επιχειρούν εισβολές σε σπίτια, να κυνηγούν σαν αγρίμια και να «χαρακώνουν» στους δρόμους ανυπεράσπιστους συμπολίτες μας και στο τέλος να σπέρνουν ανενόχλητοι το θάνατο.  Και η δικαιοσύνη να μην τολμάει να τους αγγίξει ή – το χειρότερο – να τους αθωώνει με  περίεργες αιτιολογίες, που πρόδιδαν φόβο.
Θυμάμαι λοιπόν – ας μου επιτραπεί η επιμονή στο πρώτο πρόσωπο –  τη   λύτρωση που αισθάνθηκα, όταν ένα πρωϊνό (Σάββατο ήταν) άκουσα για την επιχείρηση εξάρθρωσης του εγκληματικού δικτύου της ΧΑ από την οργανωμένη πολιτεία. Λίγο όμως μου κράτησε η χαρά. Διότι, με πάγωσαν οι αντιδράσεις των εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ.  Οι οποίοι  αντιμετώπισαν τουλάχιστον με ύποπτη χολερικότητα, την στάση της οργανωμένης πολιτείας.
Η πρώτη χολερική εκδήλωση ήταν η δημόσια διατύπωση της μικροψυχίας, ότι δήθεν δεν υπήρχαν στοιχεία, για την στοιχειοθέτηση της κατηγορίας που αποδόθηκε στους ναζί. Και αυτό, την στιγμή που οι μαχαιροβγάλτες ναζί είχαν αφήσει το αίμα των θυμάτων τους στους δρόμους! Και αφού η επιθυμία τους να μην υπάρχουν στοιχεία ματαιώθηκε – διότι περί επιθυμίας επρόκειτο – αυτοεξευτελίστηκαν. Διότι εξαπέλυσαν στα κανάλια τους «τηλεοπτικούς συνταγματολόγους» τους, οι οποίοιαμφισβήτησαν ευθέως τη νομιμότητα των συλλήψεων των βουλευτών της ΧΑ, για αυτόφωρα κακουργήματα. Και ο λόγος; Επειδή δεν προηγήθηκε άδεια της Βουλής! Όμως οι «συνταγματολόγοι» του ΣΥΡΙΖΑ, ενεργώντας με ήθος πολλών «κατρούγκαλων»,έκρυβαν εν γνώσει τους ότι δεν απαιτείται τέτοια άδεια, αφού το Σύνταγμα (άρθρο 62)  ορίζει ρητά το αντίθετο: «Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα».
Που πάει να πει πως εν γνώσει τους συνέβαλλαν όχι μόνον στην εκτροφή, αλλά και στην εν συνεχεία κάλυψη του τέρατος, με σκοπό να το εξαπολύουν κατά των αντιπάλων τους. Όπως ακριβώς, καθ’ ομολογίαν τους έπραξαν, όταν όριζαν ΠτΒ την γνωστή κυρία, με σκοπό να κακοποιήσουν την αντιπολίτευση. Όμως και στις δύο περιπτώσεις, δεν αντιλήφθηκαν το προφανές.  Ότι το φίδι δαγκώνει και τον εκτροφέα του.
Όταν λοιπόν το ναζιστικό τέρας έδειξε και σ’ αυτούς τα δόντια του μέσα στη Βουλή και μάλιστα απειλήθηκε με λιντσάρισμα βουλευτής που εκλέχτηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ,  τότε, ένας ήταν αυτός που «…είχε το κύρος του συμβόλου ή τους κεραυνούς του Δία στα χέρια του…», όπως ποιητικά έγραψε η Ρ. Γεωργακοπούλου, για να τους υπερασπιστεί: Ο Πύρρος Δήμας. Και μπροστά του, το τέρας έκανε πίσω.
Αυτό είναι που δεν μπορούν να συγχωρέσουν στον Πύρρο. Και ο λόγος δεν είναι μόνο το γνωστό μίσος κατά του ευεργέτη, που εγείρει η όποια ευεργεσία. Είναι κάτι χειρότερο. Διότι, το να τους διασώζει ο Πύρρος από το τέρας που και αυτοί εξέθρεψαν, είναι η απόλυτη καταισχύνη τους, αφού έτσι γίνεται ο ανεστραμμένος καθρέφτης τους. Ο οποίος τους δείχνει πόσο αποκρουστικός είναι ο ίδιος ο εαυτός τους, μια και συμμετείχαν στην εκτροφή και τη νομιμοποίηση του τέρατος, από το οποίο τους προστάτευσε. Οπότε, για να αντέξουν την αθλιότητά τους, μεταθέτουν την δική τους «ασχήμια» στον Πύρρο. Και παραλογίζονται, συκοφαντώντας τον. Μήπως και τον κοντύνουν.  Οι «κοντοί άνθρωποι του γραφείου», που χάϊδευαν τους ναζί, για να τους εξαπολύσουν εναντίον κάθε Πύρρου.
Είναι οι ίδιοι, που με ήθος πολλών «καρτερών», έτρωγαν δημόσια μαρούλια στις λαϊκές ή ακόμη έγραφαν εγκληματικά ψέματα στον Ριζοσπάστη, για να μας πείσουν  πόσο ακίνδυνη και φιλική στην υγεία μας, ήταν η σοβιετική ραδιενέργεια του Τσέρνομπιλ. Είναι τέλος οι σαλταδόροι, που κατά αγέλες μεταναστεύουν καιροσκοπικά όπου θάλλει ο τυχοδιωκτισμός, ελπίζοντας κάθε φορά να διασώσουν το θλιβερό τους το σαρκίο. Και μισούν όποιον στέκεται με τις αρχές του, ακόμη και στην ήττα. Όπως ο Πύρρος. Και τον μισούν γιατί αυτός είναι πάλι ο καθρέφτης της δικής τους αναξιότητας. Αφού στα πρόσωπά τους, μας αποκαλύπτει συνεχώς τη μορφή του τέρατος.
Για όσα λοιπόν «φώτισε» ο Πύρρος με την στάση του, είναι όχι μόνον ο Δίας με τους κεραυνούς, όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε η Ρ. Γεωργακοπούλου, αλλά και ο Απόλλων.

19 Αυγ 2016

Η Αυγή του σκότους

Του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη, από το Ποντίκι
«Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός μας». Αυτή την αρχή εφαρμόζουν οι σταλινικοί της Αυγής. Λερώνουν όποιον δεν είναι μαζί τους, όποιος κι αν είναι αυτός, όσο μεγάλη κι αν είναι η προσφορά του, όσο σημαντική κι αν είναι η σταδιοδρομία του. Γι αυτούς υπάρχουν μόνο τα κομματικά χοιρίδια, οι ιδεοληπτικοί παράφρονες της βαρύγδουπα εκπεσούσης κουμουνιστικής ιδεολογίας  που άφησε πίσω της ερειπωμένες κοινωνίες και τόνους ανθρώπινης δυστυχίας. Αυτά τα φασιστικά σταγονίδια που παριστάνουν τους φανατικούς μουτζαχεντίν, τους ιεροκήρυκες της σωτηρίας του κόσμου, επιτίθενται στον Πύρρο Δήμα  μόνο και μόνο γιατί δεν είναι ίδιος με αυτούς και είναι χρυσός, αδαμάντινος και σπάνιος. Αυτό μισούν οι έρποντες σκώληκες του ολοκληρωτισμού που απεχθάνονται την άλλη άποψη, το διαφορετικό και τη δημοκρατία. Κατηγορούν τον Πύρρο γιατί είχε διαφορετική πολιτική άποψη οι αριστεροί της Αυγής που έχουν τιμή τους και καμάρι τους και … «κορώνα στο κεφάλι τους» τον Καμένο, τον Τέρενς Κουίκ και τη Χρυσωβελώνη. Και τα σταλινικά απομεινάρια δεν ντρέπονται, δεν ερυθριούν οι κόκκινοι Χμερ της Αυγής, αυτοί που υπέγραψαν τα απεχθέστερα των μνημονίων, έκαναν τις πιο ατιμωτικές μειώσεις μισθών και συντάξεων, έριξαν στα τάρταρα τον κατώτατο μισθό, ξεπούλησαν τον δημόσιο πλούτο δεκάδες φορές λιγότερο από ότι οι Σαμαροβενιζέλοι, διέλυσαν την οικονομία, διέπραξαν κυβερνητικά εγκλήματα και έκαναν αποτυχημένες απόπειρες πραξικοπήματος…  
Τους «κάθισε» τώρα ο Πύρρος Δήμας,  σ’ αυτούς που ανέδειξαν την Μέρκελ και τον Σοϊμπλε στον καλύτερο σύμμαχό τους, γαβγίζοντας τις επιταγές τους σαν πιστά σκυλάκια, προκειμένου να παραμείνουν στους θώκους της εξουσίας, την μοναδική αξία που αναγνωρίζουν. Αυτοί οι ψεύτες, οι πολιτικοί απατεώνες που όμοιούς τους  δεν έχει αναδείξει η ελληνική ιστορία κόπτονται για τον Πύρρο Δήμα, τον ξεχωριστό, τον τετράκις  Ολυμπιονίκη, τον υπέροχο άνθρωπο που ξεκίνησε με τα πόδια από την Αλβανία του Χότζα (το καθέτως που ονειρεύτηκαν και υποστήριξαν οι κατά καιρούς  Καρτεροί) προκειμένου να πραγματοποιήσει το όραμα μιας καλύτερης ζωής.
Αυτοί οι ασήμαντοι μύκητες που τρέφονται από την μούχλα του κομματικού φανατισμού και αναπτύσσονται  στα κομματικά εκτροφεία, μισούν την αριστεία, τις σπουδαίες επιδόσεις, το ξεχωριστό…  Ιδεολογία τους είναι η ισοπέδωση, το μικρό, το ασήμαντο, το χαμερπές, το ελεγχόμενο. Μισούν τους  πολίτες και τον πολιτισμό.  Εκτός κομματικής γραμμής, στον αέρα της  ελευθερίας, νιώθουν αποπληξία, αδυνατούν να υπάρξουν. Υπομένουν Καρτερικά το σκοτάδι και τον ζόφο του ολοκληρωτισμού που έχουν μέσα τους… 

17 Αυγ 2016

Πόσα πρέπει να ξέρει ο πολίτης για να πολιτευτεί μετά λόγου γνώσεως;

Του Κωνσταντίνου Σοφούλη, από τη Μεταρρύθμιση*
Πόσα πρέπει να ξέρει ο σημερινός πολίτης για να κάνει τις πολιτικές επιλογές του μετά λόγου γνώσεως; Όταν το σκεφτεί κανείς σοβαρά οπωσδήποτε θα πανικοβληθεί και όταν το συζητήσει με τον γείτονά του θα απελπιστεί οριστικά. Κάθε σημαντικό «πρόβλημα» σήμερα,  σχετίζεται με τόσο πολύπλοκες καταστάσεις που μόνο ένας ειδικός μπορεί να διαχειριστεί και να εξηγήσει. Και αν όμως εμφανιστεί ο ειδικός και μαλλιάσει η γλώσσα του σε εξηγήσεις, το πιθανότερο είναι ότι ο συνομιλητής του θα τον ξεφορτωθεί με το γνωστό «έτσι τα λένε οι τεχνοκράτες. Τα οικονομικά, όμως,  δεν είναι νούμερα αλλά αφορούν ανθρώπους». Είναι το απόλυτο σύνθημα του σημερινού αναρχομηδενισμού που στηρίζει λογικά και ηθικά τον εθνικολαϊκισμό. Εκεί κόβεται κάθε κουβέντα.
Έτσι απλά αναδείχνεται το κομβικό ζήτημα της εμπιστοσύνης στον ρόλο των ελίτ, δηλαδή στο σώμα των επίλεκτων της κοινωνίας που δικαιωματικά έχουν βαρύνοντα λόγο. Χωρίς εμπιστοσύνη, όμως,  στην άποψη του επαΐοντος ή έστω του έμπειρου, η κοινωνία κατρακυλά σε ένα χάος παραλογισμού. Εκεί τότε φύονται κατά λογική αναγκαιότητα τα σαπρόφυτα των ολοκληρωτισμών και αναπτύσσεται η ιστορική ανωμαλία του εθνικολαϊκισμού. Ας δούμε πώς γίνεται.
Δοκιμάστε, για παράδειγμα, να εξηγείστε στο καφενείο το «γιατί η κρίση έφερε ως σωτηρία τα μνημόνια». Εγώ που τόλμησα να το δοκιμάσω έφυγα στο τέλος περίπου κλαίγοντας απελπισμένος. Οι ελάχιστοι που έδειξαν να ορθοφρονούν ήταν μόνο μερικοί πολύ κοντινοί μου που έτσι κι αλλιώς έχουν εμπιστοσύνη στα λεγόμενά μου, επειδή με «εκτιμούν» όπως λένε. Αλλά κι αυτοί ακόμη, δεν πείστηκαν από τα επιχειρήματά μου, μόνο πίστεψαν κατ’ ευθείαν στο συμπέρασμά μου. «Αυτά τα πολύπλοκα και μπερδεμένα, μόνο άνθρωποι σαν κι εσένα μπορεί να τα ξέρουν», μου είπε κάποιος, και συμπλήρωσε «σου έχουμε όμως εμπιστοσύνη και γιαυτό μετράει για μας ο λόγος σου».
Εμπιστοσύνη, λοιπόν, εάλω. Η διάλυση του συστήματος εμπιστοσύνης που χτίστηκε χαλίκι με χαλίκι για να προκύψει ο νεωτερικός ορθολογισμός και η απομυθοποιημένη κοινωνία των αστών, ήταν ο πρώτος στόχος του Χίτλερ, Στάλιν ή Μουσολίνι, και σήμερα είναι το αγαπημένο πεδίο ισοπέδωσης του κάθε εθνικολαϊκιστή Πέδρο ντε Ρεβουλουτσασόνε ντα Τσίπρα ακόμη και στις παρυφές της Ευρωπαϊκής Μεσογείου. Ανατροπή των δικτύων εμπιστοσύνης που στηρίζουν τις λογικές ιεραρχίες της κοινωνίας και η μαζική μετάθεσή της στους τσαρλατάνους και τους αόρατους συνωμότες των φαντασιακών εχθρών του Λαού, είναι το μονοπάτι της καταστροφής. Στρεβλώνει το κλειδί για την κατανόηση του συστήματος εκλογίκευσης της πολύπλοκης πραγματικότητας με την οποία πορεύονται με επιτυχία στην Ιστορία οι κοινωνίες που την έχουν. Γράφει η O’Neill: «Η εμπιστοσύνη μας χρειάζεται όχι επειδή τα πάντα είναι προβλέψιμα, πολύ δε περισσότερο πλήρως εγγυημένα, αλλά αντίθετα ακριβώς επειδή είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε τη ζωή μας χωρίς εγγυήσεις». Και η ζωή μας σήμερα εξαρτάται από τόσο πολύπλοκες σχέσεις και διεργασίες που κανένας μας δεν μπορεί να ξέρει με ακρίβεια τη λειτουργία τους, εκτός, και πάλι ενδεχομένως, από τους ειδικούς. Πώς ξέρουμε, λ.χ., ότι πηγαίνοντας αύριο στο πολυκατάστημα θα βρούμε το μπουκάλι το γάλα που χρειαζόμαστε; Ο μόνος που μπορεί να μας το βεβαιώσει εκ των προτέρων είναι ο οικονομολόγος που έχει ειδικευτεί για τα θέματα λειτουργίας της σύγχρονης αγοράς. Εμείς, όμως, εμπιστευόμαστε τον καταστηματάρχη. Πώς ξέρουμε ότι το παιδί μας θα τύχει της κατάλληλης εκπαίδευσης στο σχολείο του; Ο μόνος που μπορεί να μας διαβεβαιώσει επ’ αυτού είναι ο σπουδασμένος παιδαγωγός και ο φιλόσοφος της εκπαίδευσης. Εμείς, όμως,  εμπιστευόμαστε περί αυτού τον συνδικαλιστή που βγαίνει στα κανάλια. Και όταν ούτε η αγορά δουλεύει όπως θα θέλαμε, μήτε το σχολείο αποδίδει αυτό που προσδοκούμε, όπως συμβαίνει σε περιόδους όπως η σημερινή κρίση, τον μόνο στον οποίο στήνουμε το αυτί για να μας εξηγήσει είναι ο δημαγωγός που όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει για το καλό του Λαού. Αυτός και η κομπανία του έχει υπονομεύσει με συστηματικό τρόπο για πολλά χρόνια από πριν το σύστημα κοινωνικής εμπιστοσύνης και περιμένει να δρέψει υπέρ εαυτού τους καρπούς των ερειπίων του. Αυτό συμβαίνει σήμερα. Κανείς δεν εμπιστεύεται εκείνους που όφειλε να εμπιστεύεται. Αντίθετα, τα αυτιά της πλειονότητας είναι στραμμένα στην στο κολακευτικό θούριο του δημαγωγού που τουλάχιστο γλυκαίνει την διψασμένη για καλά νέα ακοή της.
Και όμως, κάθε κοινωνία στην εποχή της έχει χτίσει με τεράστιο κόπο και πολλές συγκρούσεις την αλυσίδα των δεσμών εμπιστοσύνης που χρειάζεται για να λειτουργήσει χωρίς να απαιτείται η γνώση των πάντων για τα πάντα που και μόνη η επιδίωξή της  θα οδηγούσε την κατάσταση σε εξωπραγματικές περιπέτειες. Για να εμπιστευτούμε τον γιατρό για την αρρώστια μας, τον μηχανικό για την κατασκευή  μας, τον δάσκαλο για την εκπαίδευση και κοινωνικοποίηση του παιδιού μας, τον πολιτικό για την πρωτοπορία που οδηγεί σε χρηστή διοίκηση, η κοινωνία έχει επενδύσει τεράστια κεφάλαια στην εκπαίδευση, την έρευνα την πολιτική δράση και βάλε, που αποτελεί τον κοινωνικό της κεφάλαιο στη δεδομένη στιγμή. Απαξιώνοντας το κοινωνικό κεφάλαιο, όπως κάνει ο εθνικολαϊκισμός, μηδενίζουμε το κοντέρ ιστορικής ωρίμανσης της κοινωνίας και την πισωγυρίζουμε σε πρωτόγονες καταστάσεις όπου ο «ηγέτης» προκύπτει από μηχανισμούς ανεξέλεγκτους από την λογική και την γνώση. Είναι παιδί των κραυγών και του θυμού που τυφλώνει τους ανθρώπους.
Με αυτή την μετατόπιση της εμπιστοσύνης από τα «πιστοποιημένα» σημεία της κοινωνίας στους αυτόκλητους διερμηνευτές των λαϊκών καημών κι ελπίδων ο λαϊκισμός καταστρέφει δια μιας όλο το συσσωρευμένο κοινωνικό κεφάλαιο και παραδίδει τον Λαό με μηδενική προίκα γνώσης στον δημαγωγό εθνικολαϊκιστή.  Γιατί αν δεν εμπιστεύομαι τον γιατρό για την αρρώστια μου, τον οικονομολόγο για τα οικονομικά της χώρας μας, τον πολιτικό για την κατάσταση της δημοκρατίας, τον δικαστή για την απονομή της δικαιοσύνης τον βιομήχανο για τον εφοδιασμό της αγοράς κ.ο.κ. ένα μόνο σηματοδοτεί η κατάστασή μου: Ότι όποιος όγκος γνώσης και εμπειρίας συσσωρεύτηκε με τα χρόνια για να αποτελέσει το κοινωνικό κεφάλαιο που επενδύει ο πολίτης μέσω των κοινωνικών θεσμών, ρίχνεται άκλαυτο στο αποχετευτικό σύστημα της Ιστορίας.   Και ποιος τότε μένει χωρίς κεφάλαιο; Ο απροστάτευτος πολίτης. Όσο για τον δημαγωγό αυτομάτως αποκτά ένα ογκώδες και τεράστιο κεφάλαιο των απεγγεφαλοποιη­μένων συμπολιτών του.
Αλλά έστω και μόνο από την στενή άποψη της οικονομικής ευημερίας της κοινωνίας, η καταστροφή των δομών εμπιστοσύνης συνεπάγεται αντίστοιχη καταστροφή της δυναμικής για την ανάπτυξη. Ο Fukuyama έχει αναλύσει το πόσο αυξάνει το συναλλακτικό κόστος μιας οικονομίας όταν μειωθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών και των θεσμών του. Αυξάνεται τότε αντίστοιχα το κόστος συναλλαγών και ως εκ τούτου μειώνεται η ανταγωνιστικότητα της κοινωνικής παραγωγής. Στο τέλος του λογαριασμού οι εργαζόμενο καταδικάζονται σε ανεργία ή πολύ χαμηλές αμοιβές. Ιδίως στη σημερινή περίοδο της Παγκοσμιοποίησης. Η καταστροφή των δικτύων εμπιστοσύνης είναι σημαντικός παράγοντας οικονομικής καθυστέρησης που , εν τούτοις,  βολεύει τον εθνικολαϊκιστή ηγέτη κατά το ότι του εξασφαλίζει εξαθλιωμένο ακροατήριο για τον σωτηριολογικό λόγο του.
Υποστηρίζει ο Fukuyama ότι ειδικότερα στην περίοδος της ύστερης παγκοσμιοποίησης που διανύουμε, τα ισχυρά δίκτυα εμπιστοσύνης είναι εκείνα που επιτρέπουν σε ορισμένα έθνη να δημιουργήσουν τις τεράστιες λειτουργικές δομές που χρειάζονται για να ανταπεξέλθουν στον σκληρό παγκόσμιο ανταγωνισμό. Για να επιβιώσει μια γιγαντιαία υπερεθνική εταιρείας οι εκατοντάδες χιλιάδες μέτοχοί της και τα εκατομμύρια των συνδεδεμένων με αυτή ατόμων, οι stake holders, πρέπει να έχουν τεράστια αποθέματα εμπιστοσύνης στις δομές και τις σχέσεις που καθιστούν λειτουργική την απρόσωπη επιχείρηση. Όσο μικρότερο απόθεμα εμπιστοσύνης έχει μια κοινωνία, τόσο λιγότερα τα πολύπλοκα σχήματα και οι πολύπλοκες δομές που μπορεί να γεννήσει και να συντηρήσει στο πέλαγος του παγκόσμιου ανταγωνισμού.  Αλλά και πέραν αυτού του υπερ-πλεονεκτήματος των κοινωνιών με πλούσιο και ισχυρό δίκτυο εμπιστοσύνης, ακόμη και η ανταγωνιστικότητα των συνήθων δομών χάνει όταν το δίκτυο εξασθενεί: Χαμηλοί δείκτες εμπιστοσύνης συνεπάγονται υψηλά κόστη συναλλαγών και επομένως μειωμένες επιδόσεις στον ανταγωνισμό. Σκεφτείτε την διαφορά κόστους ανάμεσα σε μια κοινωνία που εμπιστεύεται πλήρως το ιδιωτικό συμφωνητικό, σε σύγκριση με μια ανταγωνιστική της οικονομία όπου η συμβατική δέσμευση απαιτεί πολυέξοδες διαδικασίες με δικηγόρους, συμβολαιογράφους και δικαστικές πράξεις. Μέσα σε τέτοια συστήματα γραφειοκρατικοποιημένης υποκατάστασης της εμπιστοσύνης αναπτύσσονται οι ολοκληρωτισμοί, η διαφθορά και η κρατική καταπίεση. Αυτό είναι το τελικό κοινωνικό κόστος μιας αλόγιστης πολιτικής φθοράς των συστημάτων εμπιστοσύνης και αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι εθνικολαϊκιστές όταν χτίζουν με μεθοδικότητα το κλίμα σκανδαλολογίας και ηθικής απαξίωσης του σύμπαντος πλην εαυτών και όταν καλλιεργούν το πολιτικό κλίμα της σύγκρουσης των πάντων με τους πάντες, ως μέσα «ανα-μάγευσης» του πολιτικού ακροατηρίου τους.
Ποιο είναι στοιχείο που δίνει αυτή την τεράστια ισχύ στα δίκτυα εμπιστοσύνης και χρεώνει αντίστοιχα το τεράστιο κόστος στην καταστροφή τους; Είναι ο νόμος της οικονομίας γνώσης που χαρακτηρίζει τις σοφές κοινωνίες. Σε μια κοινωνία με καλό και ισχυρό δίκτυο εμπιστοσύνης, αρκεί ο καθένας να ξέρει αυτό που έχει ανάγκη ο ρόλος του, για να λειτουργεί η κοινωνία με το πολλαπλάσιο της διασταυρωμένης γνώσης εν συνόλω. Αν εμπιστεύεσαι τον γιατρό, δεν έχεις λόγο να γίνεις γιατρός εσύ ο ίδιος για την αρρώστια σου ενώ ο εκπαιδευμένος γιατρός προσφέρει τη γνώση του σε χιλιάδες συμπολίτες επιτυγχάνοντας μια τεράστια οικονομία πόρων και κόπων για το σύνολο της κοινωνίας. Αν εμπιστεύεσαι τους συναλλασσομένους μαζί σου, δεν είναι ανάγκη να διαθέτει η κοινωνία χιλιάδες δικηγόρους, δικαστές και αστυνομικούς για την διασφάλιση της συμβατικής σου σχέσης με τους συμπολίτες σου. Αν εμπιστεύεσαι αυτούς που εκλέγεις για ηγέτες των πολιτικών σου προτιμήσεων δεν είναι ανάγκη να χάνεις χιλιάδες ώρες σε απεργίες και διαδηλώσεις, αφού θα αρκεί η συναινετική διαβούλευση, κ.ο.κ. Αυτός είναι ο σιδηρούς κανόνας της οικονομίας της γνώσης στις σφιχτοδεμένες κοινωνίες και γιαυτό αυτές προκόβουν.
Ο σιδηρούς νόμος της κοινωνικής γνώσης είναι το κόκκινο πανί του εθνικολαϊκισμού. Ο εθνικολαϊκιστής ηγέτης και τα πολυάριθμα στελέχη του κρατάει την ισχυρή επαφή με τον «Λαό» προσπαθώντας να του μοιάσει και να συμπεριφερθεί μοιάζοντας με «λαϊκό τύπο». Κρατάει, όμως, την ανεξέλεγκτη εξουσία για τον εαυτό του. Όλος ο σχετικός πολιτικός μηχανισμός το πρώτο που κάνει είναι να χρησιμοποιήσει αυτό το αταβιστικό όπλο που υπακούει στον χυδαίο κανόνα  «όμοιος ομοίω πελάζει» και που θέτει ως πρώτο στόχο την κοινωνική ελίτ της εποχής του για να καταστρέψει πλήρως το δίκτυο εμπιστοσύνης στη ειδική γνώση και εμπειρία που μπαίνουν εμπόδια στο ανορθολογικό πολιτικό παιχνίδι. Το βλέπουμε αυτό να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα υπουργός Παιδείας εκφράζεται απαξιωτικά για την αριστεία και άλλος επαγγέλλεται την μαζική εισαγωγή στην τριτοβάθμια χωρίς εξετάσεις. Ούτε είναι τυχαία η συστηματική προσπάθεια ηθικής καταδίκης του συνόλου των «παλαιών» ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται και οι αριστείς της γνώσης και οι κάτοχοι της δημιουργικής εμπειρίας. Αυτά και εκατοντάδες άλλες ενδείξεις πείθουν για τον οργανωμένο και συστηματικό πόλεμο που ο Τσιπραϊκός εθνικολαϊκισμός έχει εξαπολύσει ενάντια στο σύστημα της κοινωνικής εμπιστοσύνης που είχε μέχρι πρότινος κατοχυρώσει η κοινωνία μας ως κοινωνία της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας.
Μπροστά σε αυτή την οφθαλμοφανή τραγωδία, ποιοι και πως μπορούν να αντιδράσουν για την σωτηρία του κοινωνικού κεκτημένου;  Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι το βάρος πέφτει στην ίδια την ελίτ που στις συνθήκες αυτές καταδιώκεται και απειλείται με γενοκτονία σαν ο εβραίος του εθνικολαϊκισμού. Μια τέτοια αναμενόμενη αντίδραση, δυστυχώς, δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση. Είναι αλήθεια ότι στην Ιστορία οι κοινωνικές ελίτ πάντα ζούνε μέσα κουκούλια που οι ίδιες έχουν υφάνει για τον εαυτό τους. Σπάνιες οι περιπτώσεις εξόδου από το κουκούλι για να κατεβεί ο επίλεκτος κάτω στη βάση του Λαού, του πραγματικού λαού για να προσφέρει τις υπηρεσίες του και να ζητήσει τη συμμαχία του για το κοινό καλό. Τώρα, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι απλώς αναμενόμενο αλλά επιβαλλόμενο για την ίδια την σωτηρία της αστικής δημοκρατίας μας. Ας το σκεφτούν εκείνοι που οφείλουν ως εκ του ρόλου τους να σκέφτονται όχι μόνο για τον εαυτό τους αλλά και την κοινωνία που τους τρέφει και τιμά. Στόχος, σήμερα, πρέπει να είναι η αποκατάσταση των δεσμών εμπιστοσύνης ανάμεσά μας και με βάση του ρόλους που αυτομάτως κατανέμει η κοινωνία καθώς συγκροτείται και οργανώνεται.
Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

14 Αυγ 2016

Το πελατειακό κράτος έφερε τα Μνημόνια

Του Φίλιππου Σαχινίδη.*

Το τελευταίο διάστημα με αφορμή την απόφαση του Αρείου Πάγου να αναιρέσει την απαλλαγή του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ κ. Α. Γεωργίου επιχειρείται από πολιτικές δυνάμεις ανασκευή της ιστορίας της χώρας σε ότι αφορά τα αίτια που οδήγησαν στα μνημόνια.

Από την αντίδραση των κομμάτων γίνεται αντιληπτό ότι η συζήτηση για το αν το έλλειμμα του 2009 οδήγησε στο μνημόνιο ή όχι δεν είναι μια υπόθεση που αφορά το παρελθόν. Αντίθετα, είναι μέσο αμφισβήτησης της νέας ηγεσίας στη ΝΔ, και ταυτόχρονα, προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να νομιμοποιήσει πολιτικά το μνημόνιο που υπέγραψε.
Στελέχη της ΝΔ υποστηρίζουν ότι η χώρα μπήκε στο μνημόνιο γιατί το έλλειμμα του 2009 φουσκώθηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και εγκαλούν τον αρχηγό τους γιατί δεν παίρνει θέση. Ο κ. Μητσοτάκης σιωπά γιατί αντιλαμβάνεται ότι η αντιπαράθεση αυτή είναι θέμα υπαρξιακό για τον ίδιο. Διεκδίκησε την ηγεσία της ΝΔ ως υπέρμαχος της μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Αν λοιπόν προσχωρήσει στην άποψη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης μετατρέπει τη ΝΔ σε δεξιό ΣΥΡΙΖΑ. Σιωπώντας όμως ακυρώνεται ως μεταρρυθμιστής.
Η εκ νέου αποτίμηση, μέσω δικαστικών αποφάσεων, του έργου της κυβέρνησης Καραμανλή όπως επιδιώκεται από στελέχη της ΝΔ δεν μπορεί να αποκτήσει προοπτική γιατί η αποτυχία της δεν προκύπτει αποκλειστικά από τα ελλείμματα του 2008 και 2009 αλλά από το σύνολο των επιλογών της πενταετίας 2004-2009.
Οι δημοσιονομικά ανερμάτιστες πολιτικές της ΝΔ σε περίοδο ψηλών θετικών ρυθμών ανάπτυξης ήταν αυτές που οδήγησαν στην αύξηση του χρέους από τα 180 δις το 2003 στα 300 δις το 2009. Οι δαπάνες για μισθούς αυξήθηκαν από 12,3 δις το 2003 σε 15,1 δις το 2009 και οι δαπάνες για συντάξεις του δημοσίου από 3,5 δις σε 6,4 δις αντίστοιχα. Αυτό υπήρξε το συνδυαστικό αποτέλεσμα των μαζικών προσλήψεων στο δημόσιο και των υπέρογκων αυξήσεων στους μισθούς και τις συντάξεις.
Το δεύτερο σφάλμα της διακυβέρνησης Καραμανλή υπήρξε η παντελής αδιαφορία για το διογκούμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το οποίο από το 5,7% του ΑΕΠ το 2003 έφτασε στο 14,5% του ΑΕΠ το 2007. Αναρωτήθηκε ποτέ η Κυβέρνηση Καραμανλή πως διορθώνεται μια τόσο μεγάλη μακροοικονομική ανισορροπία όταν δεν έχεις διαθέσιμο το όπλο της υποτίμησης; Από τις επιλογές της προκύπτει πως όχι.
Αυτές οι μακροοικονομικές ανισορροπίες αποτέλεσμα του πελατειακού κράτους οδήγησαν τις αγορές να σταματήσουν να χρηματοδοτούν την Ελλάδα όπως και το έλλειμμα αξιοπιστίας λόγω των πλαστών στοιχείων που έστελνε η κυβέρνηση της ΝΔ στην Eurostat όπως επισημαίνεται άλλωστε σε έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Τροϊκα. Έτσι, η χώρα κατέφυγε στα μνημόνια.
Σε ότι αφορά το ΣΥΡΙΖΑ η απόφαση του Αρείου Πάγου επικροτήθηκε από Υπουργό που έσπευσε να προκαταλάβει τις δικαστικές αποφάσεις και να καταδικάσει τον κ. Γεωργίου ως υπεύθυνο για το μνημόνιο παραβλέποντας ότι ανέλαβε καθήκοντα τρεις μήνες μετά την υπογραφή του.
Η υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ αναζωπυρώνει τις διαιρέσεις που προκάλεσε στην πολιτική ζωή της χώρας το μνημόνιο. Η σκληρή αντιπολίτευση της ΝΔ της αντιμνημονιακής περιόδου ύφανε τον καμβά για την πολιτική νομιμοποίηση πολιτικών δυνάμεων από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά που υποστήριξαν ότι υπάρχουν λύσεις πέρα από το μνημόνιο.
Αυτό όμως που διαπίστωσαν όλοι μόλις έλαβαν εντολή διακυβέρνησης είναι οι περιορισμένες επιλογές που υπήρχαν για τη χώρα και για αυτό υποχρεώθηκαν σε αναθεώρηση πολιτικής. Η επιλογή τους όμως ως αντιπολίτευση να πολώσουν την κοινωνία εμπόδισε τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας να διασφαλίσουν συναινέσεις και να προχωρήσουν στις αναγκαίες αλλαγές για να κτυπηθεί το πελατειακό κράτος. Έτσι, είμαστε η μόνη χώρα σε μνημόνιο.
Η υπόθεση Γεωργίου για το ΣΥΡΙΖΑ παρέχει την ευκαιρία να χαραχτεί μια νέα αφήγηση. Ότι τα λάθη του πρώτου μνημονίου οδήγησαν στο δεύτερο και αυτό στο τρίτο που αναγκαστικά υπέγραψε. Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει το ισχυρότερο κόμμα στο χώρο που οριοθετείται αριστερά της ΝΔ. Αυτό προϋποθέτει ότι οι δυνάμεις της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας δεν θα βρουν κοινό βηματισμό. Οι δυνάμεις αυτές για πρώτη φορά μετά από καιρό βρέθηκαν να έχουν ενιαία αφήγηση και να υπερασπίζονται την άποψη ότι η χώρα μπήκε στα μνημόνια και παραμένει σε αυτά γιατί δεν προχώρησαν με την αναγκαία ταχύτητα οι αλλαγές που θα διέλυαν το πελατειακό κράτος που μας οδήγησε στην κρίση.
Σήμερα οι δυνάμεις αυτές εκπροσωπούν μια άλλη αντίληψη για την πορεία της χώρας. Παρά τις ιδεολογικές διαφορές από κοινού με φωνές από τη μεταρρυθμιστική αριστερά και τη φιλελεύθερη δεξιά εκφράζουν την ανάγκη να υπερασπιστούμε την ανοικτή κοινωνία και τις κατακτήσεις της που κινδυνεύει από όσους στη Δεξιά και στην Αριστερά ονειρεύονται τη συντήρηση του πελατειακού κράτους και το πέρασμα σε μια κλειστή, ξενοφοβική και οπισθοδρομική κοινωνία.
*Το άρθρο δημοσιεύεται και στην Καθημερινή της Κυριακής.