"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

31 Οκτ 2014

Το Κράτος των Λίγων

Πώς οι Ολιγάρχες κατέστρεψαν την Ελλάδα
Του Παύλου Ελευθεριάδη, από το προσωπικό του Blog
Στο άρθρο αυτό, που δημοσιεύτηκε στην αμερικανική έκδοση του περιoδικού Foreign Affairs, Νοέμβριος/Δεκέμβριος 2014, σσ. 139-146, δίνω την δική μου ερμηνεία για την κατάρρευση της Ελλάδας. Κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα δεν ήταν στενά οικονομικό αλλά κυρίως πολιτικό. Η κατάρρευση των θεσμών στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής και οικονομικής ανισότητας που οξύνθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια. Υποστηρίζω ότι δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, μέσω της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ, μια μικρή στην πράξη ολιγαρχία, που κυριάρχησε στην πολιτική και οικονομική ζωή. Η δράση της διέφθειρε και δηλητηρίασε την πολιτική ζωή, διέβρωσε τα πολιτικά κόμματα και οδήγησε στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική στο σύνολό της. Η άνοδος της διάχυτης διαφθοράς ήταν ένα από τα αποτελέσματα της κατάστασης αυτής και της κατάρρευσης της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς. Παράλληλα το υπάρχον καθεστώς ωφέλησε και στηρίχθηκε από καλά οργανωμένες επαγγελματικές ομάδες, π.χ. δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς, και τα συνδικάτα των δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, που κατά βάση (ως ομάδα, όχι ο καθένας ατομικά) ωφελήθηκαν από την διασπάθιση του δημοσίου χρήματος από τα κόμματα, είτε με μεγαλύτερες συντάξεις, είτε με άλλα προνόμια και προστατευτισμό. Φυσικά η αναδιανομή αυτή του εθνικού πλούτου έβλαψε το 90% που παρέμεινε απ' έξω από τις παραπάνω διευθετήσεις. Τα κοινά συμφέροντα ολιγαρχών και ισχυρών επαγγελματικών ομάδων, που ακόμα επηρεάζουν καθοριστικά τα μεγάλα κόμματα, εμποδίζουν ακόμα τις μεταρρυθμίσεις και εμποδίζουν κυρίως την λήψη μέτρων τόσο της ισότητας ευκαιριών για την επιχειρηματικότητα αλλά και για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, π.χ. την στήριξη των ανέργων και των ιατρικά ανασφάλιστων. Οι ισχυρές αυτές ομάδες προτιμούν να έχουν μεγαλύτερο κομμάτι μια συρρικνούμενης πίτας, παρά να αφήσουν την πίτα να μεγαλώσει. Το συμπέρασμά μου είναι ότι το κυριότερο πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη, αλλά η πολιτική και οικονομική ανισότητα, η οποία είναι ένας από τους κύριους λόγους που συνειδητά εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη. 
[Απόδοση στα ελληνικά Π.Ε.]
Μόλις πριν λίγα χρόνια η Ελλάδα βρέθηκε πολύ κοντά στην χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη. Σήμερα, χάρη στη μεγαλύτερη διάσωση κυρίαρχου κράτους στην ιστορία, η ελληνική οικονομία δείχνει νέα σημεία ζωής. Αφού εξασφάλισε δεσμεύσεις ότι η Αθήνα θα εφαρμόσει δραστικά μέτρα  λιτότητας, η ‘τρόικα’ – δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – παρείχε στην Ελλάδα δεκάδες δισεκατομύρια ευρώ σε δάνεια έκτακτης ανάγκης. Σύμφωνα με πολλούς διεθνείς επενδυτές και Ευρωπαίους αξιωματούχους τα δάνεια αυτά πέτυχαν τον σκοπό τους. Αν εξαιρέσουμε το κόστος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, το έλλειμμα της Ελλάδας βρέθηκε περίπου στο 2 τοις εκατό τον περασμένο χρόνο, ενώ το 2009 ήταν σχεδόν στο 16 τοις εκατό.
 Την περασμένο χρόνο επίσης η Ελλάδα βρέθηκε με πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών για πρώτη φορά για πάνω από τρεις δεκαετίες. Και τον περασμένο Απρίλιο επέστρεψε στις διεθνείς αγορές από τις οποίες είχε αποκλειστεί για τέσσερα χρόνια, εκδίδοντας πενταετή ομόλογα 3 δισεκατομυρίων ευρώ, με σχετικά χαμηλό επιτόκιο – μόνο 4.95 τοις εκατό (η ζήτηση ξεπέρασε τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ). Τον Αύγουστο, η Moody’s Investors Service αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας κατά δύο βαθμίδες.
 Παρόλαυτά, η πρόσφατη επαναφορά της Ελλάδας κρύβει βαθιά δομικά προβλήματα. Για να ισοσκελίσει τα βιβλία της η Αθήνα επέβαλε εξοντωτικούς φόρους στις μεσαίες τάξεις και προχώρησε σε βαθειές περικοπές σε μισθούς του δημοσίου, συντάξεις και ιατρικές δαπάνες. Ενώ όμως οι απλοί πολίτες υπέφεραν κάτω από το βάρος της λιτότητας η κυβέρνηση δίστασε να προχωρήσει σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις: η ελληνική οικονομία παραμένει μια από τις λιγότερο ανοικτές της Ευρώπης και ως αποτέλεσμα μια από τις λιγότερο ανταγωνιστικές.  Είναι ταυτόχρονα και μια από τις πιο άνισες.
 Η Ελλάδα απέτυχε να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα επειδή ισχυρές προνομιούχες ομάδες έχουν συμφέρον στην διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν. Από την δεκαετία του 1990 μια μικρή ομάδα πλούσιων οικογενειών – μια στην πράξη ολιγαρχία – έχει κυριαρχήσει στην ελληνική πολιτική ζωή. Αυτή η οικονομική ελίτ προστατεύει τα συμφέροντά της μέσα από τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και με τις τεχνικές της παραδοσιακής ευνοιοκρατίας, μοιραζόμενη τα λάφυρα της εξουσίας με τους πολιτικούς της φίλους. Οι έλληνες πολιτικοί, με την σειρά τους, παρέμειναν στην εξουσία επιβραβεύοντας έναν μικρό αριθμό οργανωμένων επαγγελματικών ομάδων και συνδικάτων του δημόσιου τομέα, που στηρίζουν το σημερινό καθεστώς. Ενώ οι ευρωπαίοι δανειστές έχουν βάλει τα οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας στο μικροσκόπιο, αυτός ο διακανονισμός δεν έχει διαταραχθεί. 
 Το θεμελιώδες πρόβλημα της Ελλάδας δεν ειναι η οικονομική ανάπτυξη αλλά η πολιτική ανισότητα. Προς όφελος των λίγων, δυσκίνητες νομικές ρυθμίσεις και δυσλειτουργικοί θεσμοί παραμένουν σε λειτουργία, ενώ η υποδομή της χώρας καταρρέει, η φτώχεια αυξάνεται και η διαφθορά επιμένει. Η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει τώρα εντελώς νέεες προκλήσεις. Η συνολική ανεργία βρίσκεται στο 27 τοις εκατό ενώ στους νέους ξεπερνά το 50 τοις εκατό, παρέχοντας ιδανικό πεδίο στρατολόγησης για ακραίες οργανώσεις της Αριστεράς και της Δεξιάς. Εν τω μεταξύ οι ολιγάρχες συνεχίζουν να κερδίζουν εις βάρος της χώρας – και της υπόλοιπης Ευρώπης.
 ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
 Από τις πολλές οικονομικές κρίσεις που έχουν ταλαιπωρήσει την Ευρωζώνη, η κρίση της Ελλάδας ξεχωρίζει για το γεγονός ότι δεν συνέβη επειδή οι τράπεζες επεκτάθηκαν υπερβολικά, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, αλλά επειδή η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, του οποίου το κόμμα «Νέα Δημοκρατία» βρέθηκε στην εξουσία από το 2004 εως το 2009, έχασε τον έλεγχο των δημοσίων οικονομικών. Το 2003, λίγο πριν ο Καραμανλής αναλάβει την εξουσία, η σχέση του ελληνικού χρέούς προς το ΑΕΠ βρισκόταν περίπου στο 97 τοις εκατό. Στο τέλος της θητείας του, ο αριθμός αυτός είχε φτάσει σχεδόν στο 130 τοις εκατό. Είναι ίσως παράδοξο, αλλά ο Καραμανλής διεκδίκησε την εξουσία ως μεταρρυθμιστής και υποσχέθηκε να μειώσει το κράτος, να ανοίξει την οικονομία και να καθαρίσει την πολιτική. Και όμως, όταν βρέθηκε στην εξουσία, υποχώρησε μπροστά στα οργανωμένα συμφέροντα. Κατά την διάρκεια των πέντε ετών της διακυβέρνησής του διόρισε σύμφωνα με εκτιμήσεις 150.000 άτομα στο ευρύτερο δημόσιο φέρνοντας τον συνολικό αριθμό πάνω από το ένα εκατομμύριο, ή 21 τοις εκατό του ενεργού πληθυσμού. Κατά την ίδια περίπου περίοδο οι δημόσιες δαπάνες της υγείας έκαναν άλμα από το πέντε τοις εκατό του ΑΕΠ σχεδόν στο επτά τοις εκατό, δημόσιες δαπάνες για συντάξεις πήγαν από το 11.8 τοις εκατό στο 13 τοις εκατό. Η οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας βοήθησε τον Καραμανλή να κερδίσει με μικρή διαφορά την επανεκλογή του το 2007. Αλλά στα τελευταία δύο χρόνια της διακυβέρνησής του, αγωνιζόμενος με πλειοψηφία μόλις δύο εδρών, παραποίησε τα στατιστικά στοιχεία σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κερδίσει τις πρόωρες εθνικές εκλογές που προκάλεσε ο ίδιος. Το κόμμα του συνετρίβη.
 Ο Καραμανλής έδρασε όχι τόσο από απερισκεψία, όσο από αδυναμία. Τρεις δομικοί λόγοι, όλοι τους αποτέλεσματα μακροπρόθεσμων αλλαγών στην ελληνική πολιτική ζωή, περιόρισαν το πεδίο δράσης του. Ο πρώτος ήταν η δημόσια διοίκηση, η οποία δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσει οποιοδήποτε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Η αποδιοργάνωσή της είχε ξεκινήσει την δεκαετία του 1980 όταν τα πολιτικά κόμματα ανέλαβαν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην στελέχωση της διοίκησης. Στην θεωρία, η αλλαγή αυτή ήταν μια προσπάθεια να αντισταθμιστεί η συντηρητική τάση της ελληνικής γραφειοκρατίας, που ήλθε ως αποτέλεσμα του Εμφυλίου Πολέμου του 1946-49. Αλλά η πολιτική ανάμειξη γρήγορα έγινε ένα μόνιμο στοιχείο της κεντρικής διοίκησης, ώστε οι υπουργοί  διόριζαν τους ευνοούμενούς τους σχεδόν κατά βούληση. Μέσα σε μια δεκαετία η ευρύτερη δημόσια διοίκηση διπλασιάστηκε σε μέγεθος.
 Το 1994 ένας μεταρρυθμιστής υπουργός, ο Αναστάσιος Πεπονής, κατάφερε να περάσει ένα νόμο που εισήγαγε ένα σύστημα εισόδου στην διοίκηση με εξετάσεις, αλλά η διαδικασία αυτή αγνοήθηκε ευρέως. Στα επόμενα δέκα χρόνια το κοινοβούλιο άλλαξε τον νόμο αυτό 43 φορές. Τα συνδικάτα του δημοσίου συνέχισαν να κατευθύνουν τις προαγωγές και τις μεταθέσεις και σχεδόν πάντα εμπόδιζαν οποιεσδήποτε πειθαρχικές διώξεις ασκούντο για τα μέλη τους, ακόμα και για σοβαρά εγκλήματα.
Υπουργοί οι οποίοι είχαν ελάχιστο κίνητρο να φροντίσουν τις μακροπρόθεσμες ανάγκες του τομέα τους πέραν των επόμενων εκλογών, απέκτησαν υπερεξουσίες. Δημόσιοι υπάλληλοι υψηλής στάθμης σπάνια έφταναν σε θέσεις επιρροής. Το ηθικό της δημόσιας διοίκησης κατέρρευσε.
 Και μετά ήταν η βουλή. Πολύ απλά, ο Καραμανλής είχε ελάχιστο έλεγχο πάνω στο κόμμα του. Λόγω της δομής του ελληνικού εκλογικού συστήματος, οι πιο πολλοί πολιτικοί εκλέγονται σε πολυεδρικές εκλογικές περιφέρειες και συχνά αναμετρώνται με υποψηφίους από το κόμμα τους. Όταν  ανέλαβε την εξουσία ο Καραμανλής ο ανταγωνισμός στις μεγαλύτερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες εκλογικές περιφέρειες  – δηλαδή σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά  οι οποίες από εκλέγουν 96 από τις 300 έδρες του κοινοβουλίου - είχε ήδη γίνει εξαιρετικά έντονος Σε ένα τέτοιο ανταγωνιστικό περιβάλλον η προβολή στην τηλεόραση και η ιδιωτική χρηματοδότηση ήταν απόλυτα σημαντικές για την εκλογική επιτυχία.
 Και με την πρόσβαση σε πλούσιους χρηματοδότες και τις ελίτ των μέσων ενημέρωσης, οι πολιτικοί των αστικών εκλογικών περιφερειών μπορούσαν να γίνουν πρωταγωνιστές στην εθνική πολιτική ζωή χωρίς να χρειάζονται κομματικούς μηχανισμούς. Πολλοί χρωστούσαν την εκλογή τους στους ισχυρούς ολιγάρχες, ενώ άλλοι σε επαγγελματικές ενώσεις ή συνδικάτα. Οι δήθεν σύμμαχοι του Καραμανλή στη βουλή είχαν λίγα κίνητρα να δράσουν σύμφωνα με το πρόγραμμά του.
Το θεμελιώδες πρόβλημα της Ελλάδας
δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη
αλλά η πολιτική ανισότητα
 Το μεγαλύτερο εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις του Καραμανλή ήταν όμως οι αντιδράσεις από τα μέσα ενημέρωσης. Οι περισσότεροι έλληνες λαμβάνουν την ενημέρωσή τους από την τηλεόραση. Οκτώ ιδιωτικά κανάλια, όλα υπό τον έλεγχο γνωστών επιχειρηματιών, μοιράζονται το 90 τοις εκατό της αγοράς. Κάποιοι από τους ιδιοκτήτες, όπως ο Γιάννης Αλαφούζος, ο οποίος ίδρυσε το γκρουπ Σκάι, είναι εφοπλιστές και οι επιχειρήσεις τους δεν έχουν μεγάλη σχέση με κρατικές συμβάσεις ή άδειες. Οι περισσότεροι όμως έχουν επιχειρήσεις που εξαρτώνται περισσότερο ή λιγότερο από το κράτος. Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, ένας εκ των κύριων επενδυτών στο μεγαλύτερο τηλεοπτικό κανάλι της Ελλάδας, Mega, ελέγχει δύο εταιρείες πετρελαίου, την Motor Oil Hellas και την Vegas Oil & Gas, ενώ έχει σημαντική συμμετοχή και στην μεγαλύτερη τράπεζα της Ελλάδας, την Τράπεζα Πειραιώς.  Άλλοι μέτοχοι του Μega συμπεριλαμβάνουν τον Γιώργο Μπόμπολα του οποίου τα ορυχεία χρυσού εξαρτώνται από κρατικές άδειες, ενώ η κατασκευαστική του εταιρεία έκτισε εγκαταστάσεις για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, και τον Σταύρο Ψυχάρη, του οποίου τα επιχειρηματικά ενδιαφέροντα βρίσκονται σε πιεστήρια, ακίνητα και τον τουρισμό.
 Το Mega, όπως σχεδόν όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί της Ελλάδας λειτουργεί εδώ και καιρό με ζημίες. Αλλά όπως εξηγεί ένα αμερικανικό διπλωματικό τηλεγράφημα από το 2006 - που διέρρευσε στο wikileaks - οι ιδιοκτήτες δεν ενοχλούνται. Κρατούν τους σταθμούς σε λειτουργία «κυρίως για να ασκούν πολιτική και οικονομική επιρροή» – ώστε να εξασφαλίσουν δηλαδή ότι θα συνεχίσουν να επφωελούνται από την κυβέρνηση. Αυτός είναι ο λόγος που οι 11 εκατομύρια κάτοικοι της Ελλάδας έχουν τόσα πολλά τηλεοπτικά κανάλια και τόσες πολλές εφημερίδες – τόσο ο Μπόμπολας όσο και ο Ψυχάρης έχουν στην ιδιοκτησία τους και εφημερίδες – και γιατί η ανεξάρτητη δημοσιογραφία  έχει ελάχιστα βήματα έκφρασης για την δουλειά της.
 Αυτή η κατάσταση είναι σχετικά πρόσφατη. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η ραδιοτηλεόραση ήταν κρατικό μονοπώλιο. Αλλά οι ολιγάρχες ποτέ δεν χρειάστηκε να αγοράσουν τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες. Απλά τις πήραν. Το 1987 η αντιπολίτευση ξεκίνησε να εκπέμπει ραδιοφωνικά προγράμματα με σκοπό να ανταγωνιστεί το κρατικό μονοπώλιο των μέσων. Πλούσιες οικογένειες τότε απάντησαν στήνοντας τα δικά τους τηλεοπτικά κανάλια, ενώ η κυβέρνηση της εποχής κατέληξε να τους δώσει ‘προσωρινές’ άδεις τηλεόρασης και ραδιοφώνου. Δύο δεκαετίες αργότερα δεν έχει αλλάξει τίποτε. Η Αθήνα ποτέ δεν επέτρεψε σε ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς να διαγωνιστούν για τις συχνότητες, ενώ η ρύθμιση των σημερινών σταθμών είναι υποτυπώδης. Το κοινοβούλιο ανανεώνει τακτικά τις υποτίθεται προσωρινές άδειες, πιο πρόσφατα τον περασμένο Αύγουστο.
 Οι τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν κάποια έσοδα από διαφημίσες, πολλές φορές όμως ως ανταμοιβή για φιλική κάλυψη. Οι ελληνικές τράπεζες, για παράδειγμα, ξοδεύουν γενναία σε διαφημίσεις αλλά και παρέχουν και σημαντικά δάνεια σε επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης. Σε ανταπόδοση, τα μέσα τις αφήνουν ήσυχες. Όταν το πρακτορείο Reuters δημοσίευσε τον ισχυρισμό το 2012 ότι ο Μιχάλης Σάλλας, επικεφαλής της Τράπεζας Πειραιώς (και πρώην σοσιαλιστής πολιτικός), είχε διοχετεύσει δάνεια με ευνοϊκούς όρους σε οικογενειακές εταιρείες του, τα ελληνικά μέσα δημοσίευσαν την απάντηση του κ. Σάλλα χωρίς να επαναλαμβάνουν τις ίδιες τις κατηγορίες. Και τον περασμένο Αύγουστο τα πιο πολλά μέσα υποβάθμισαν τον γεγονός ότι Έλληνες εισαγγελείς ερευνούν το πρώην στέλεχος της Τράπεζας Πειραιώς και πρώην Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργο Προβόπουλο.
 ΕΠΠΑΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
Καθώς οι ολιγάρχες και ο πολιτικοί τους σύμμαχοι χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης για να αποφεύγουν τον δημόσιο έλεγχο, ταυτόχρονα βασίζονται σε κρατικές ρυθμίσεις για να κρατούν τον έλεγχο των πραγμάτων. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες δύο καλά οργανωμένες επαγγελματικές ομάδες έχουν κερδίσει τα μέγιστα από την νομοθεσία: πρώτον, τα διακεκριμένα επαγγέλματα, όπως οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι μηχανικοί και, δεύτερον, οι εργαζόμενοι στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, που ανήκουν ακόμα είτε ολοκληρωτικά, είτε μερικώς στο κράτος, όπως π.χ. η ΔΕΗ ή ο ΟΣΕ. Οι ομάδες αυτές δεν είναι ιδιαίτερα πολυάριθμες. Η Ελλάδα έχει περίπου 40.000 δικηγόρους, 60.000 γιατρούς και 87.000 μηχανικούς. Οι δημόσιες επιχειρήσεις  μετρούν επίσης μερικές χιλιάδες εργαζομένων και συνταξιούχων.[*] Παρόλα αυτά, αυτές οι ομάδες κερδίζουν σε οργάνωση ό,τι χάνουν σε μέγεθος. Επειδή είναι συγκεντρωμένες στις εκλογικές περιφέρειες κλειδιά των αστικών κέντρων και μπορούν να στρέφουν τις ψήφους τους συντονισμένα, τα διακεκριμένα επαγγέλματα και οι τα συνδικάτα των δημοσίων επιχειρήσεων έχουν κερδίσει σπουδαία προνόμια.
 Για παράδειγμα κάποιοι επαγγελματικοί σύλλογοι δικαιούνται να θέτουν σταθερές τιμές για τις βασικές υπηρεσίες τους, μια μορφή σύμπραξης που είναι παράνομη σε πολλές οικονομίες αλλά όχι στην Ελλάδα. Τους επιτρέπεται επίσης να αυτο-ρυθμίζονται. Έτσι όταν εγείρονται κατηγορίες αμέλειας ή ανεπάρκειας ο ίδιο ς ο σύλλογος έχει το δικαίωμα να τιμωρήσει τα μέλη του. Τέλος, ειδικοί φόροι χρηματοδοτούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία και ταμεία υγείας τους με «φόρους υπερ τρίτων». Για παράδειγμα από το 1960 το συνταξιοδοτικό ταμείο των δικηγόρων και των δικαστών συγκεντρώνει έναν ειδικό φόρο στις συναλλαγές ακινήτων, που ανέρχεται στο 1.3 τοις εκατό της τιμής πώλησης. Για δεκαετίες, το συνταξιοδοτικό ταμείο των γιατρών εισέπραττε το 6.5 τοις εκατό της τιμής όλων των συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Η κράτηση αυτή καταργήθηκε πέρσι υπό την πίεση της τρόικας. Αλλά η κυβέρνηση ακόμα δεν έχει καταργήσει άλλους «φόρους υπέρ τρίτων», που συμβάλουν στην αναδιανομή του εισοδήματος από τους φτωχούς στους πλούσιους.
 Στα επαγγέλματα των  γιατρών, δικηγόρων μηχανικών,  πολλοί εκ των οποίων είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, βρίσκονται και οι συνηθέστεροι φοροφυγάδες της χώρας. Μια πραγματικά πρωτοποριακή έρευνα των οικονομολόγων Νικόλαου Αρταβάνη, Adair Morse και Μαργαρίτας Τσούτσουρα, η οποία δημοσιεύτηκε το 2012, χρησιμοποίησε στοιχεία από μια μεγάλη ιδιωτική τράπεζα για να υπολογίσει πόσο φοροδιαφεύγουν οι διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματά τους είναι ότι οι δικηγόροι ξοδεύουν, κατά μέσο όρο, παραπάνω από 100 τοις εκατό του κατά μέσο όρο δηλωθέντος εισοδήματός τους σε πληρωμές στεγαστικών δανείων. Η φοροδιαφυγή πάντως έχει ελάχιστες συνέπειες για τους φοροφυγάδες. Το 2010 προτάθηκε ένας νόμος που θα υποχρέωνε την κυβέρνηση να κάνει φορολογικούς ελέγχους σε όλους τους επαγγελματίες που δήλωναν ετήσιο εισόδημα κάτω από περίπου 30.000 δολάρια. Η πρόταση απέτυχε γιατί δεν συγκέντρωσε επαρκή αριθμό βουλευτών. Σύμφωνα με την μελέτη των Αρταβάνη, Morse και Τσούτσουρα, πολλά από τα μέλη του κοινοβουλίου θα αντιμετώπιζαν και αυτοί την πιθανότητα ελέγχων. Στην βουλή εκείνης της εποχής βρισκόντουσαν 40 γιατροί, 28 δάσκαλοι, 43 μηχανικοί, 40 λογιστές και χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι και 70 δικηγόροι – καταλαμβάνοντας τις 221 από τις 300 έδρες.
  Οι υπάλληλοι των δημοσίων επιχειρήσεων έχουν επίσης εξασφαλίσει παράλληλα προνόμια, κυρίως λόγω της πιστής στήριξής τους προς το κεντροαριστερό Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠαΣοΚ). Σε ανταπόδοση, το κόμμα προχώρησε στην κατάργηση των διαγωνισμών για την πρόσληψη προσωπικού στις δημόσιες επιχειρήσεις την δεκαετία του 1980 και βοήθησε να δημιουργηθούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας σε αυτές. Το ΠαΣοΚ επίσης εξασφάλισε πιο γενναιόδωρες συντάξεις για τους συνταξιούχους των Δημοσίων Επιχειρήσεων, από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο υπάλληλο, κάτι που ισχύει ακόμα παρά τις πρόσφατες περικοπές στις κρατικές δαπάνες. Το 1999, για παράδειγμα, η ελληνική κυβέρνηση υποσχέθηκε εν λευκώ ότι θα καλύψει τα ελλείματα του συνταξιοδοτικού ταμείου της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Το 2012 στην χειρότερη στιγμή της κρίσης, η εγγύηση αυτή κόστιζε πάνω από 800 εκατομύρια δολάρια στον κρατικό προϋπολογισμό.  
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΚΡΑΤΩΝ
Σε κάθε ανοικτή κοινωνία οι πλούσιοι και οι καλά οργανωμένοι θα έχουν περισσότερη επιρροή. Δεν υπάρχει τίποτε εξ’ορισμού λάθος με το γεγονός ότι μεγάλες επιχειρήσεις θα επηρεάζουν τη δημόσια ζωή, δεδομένου του μεγάλου μεριδίου τους στην οικονομία. Ούτε και είναι λάθος να αμείβονται με υψηλά εισοδήματα τα ελευθέρια επαγγέλματα ανάλογα με την ζήτηση των υπηρεσιών που προσφέρουν. Οι ελληνικοί θεσμοί όμως είναι υπερβολικά αδύναμοι για να ελέγξουν τα συμφέροντα αυτά, ή ακόμα και να εφαρμόσουν τους βασικούς κανόνες του δικαίου.  
Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981 υποτίθεται θα βελτίωνε τα πράγματα. Παρόλα αυτά η ένταξη δεν αδυνάτισε τις παραδοσιακές ελληνικές ιεραρχίες και ανισότητες. Στην πράξη, τις ενίσχυσε.
 Ενώ η ελληνική οικονομία έφτανε την υπόλοιπη Ευρώπη, και παράλληλα έδινε νέες ευκαιρίες στους ολιγάρχες για τραπεζική πίστη ή μετρητά – οι θεσμοί της Ελλάδας άρχισαν να καταρρέουν. Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σχεδόν στην τελευταία θέση στην Ευρώπη στην κοινωνική κινητικότητα και σχεδόν στην κορυφή στην ανισότητα – ένα πρόβλημα που οι έλληνες πολιτικοί και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν σχεδόν εντελώς αγνοήσει. Ακόμα και στο ζενίθ της σπατάλης πριν το ξέσπασμα της κρίσης, η Αθήνα παρείχε ελάχιστα επιδόματα στους φτωχούς. Σήμερα, πάνω από 90 τοις εκατό των ανέργων δεν λαμβάνουν οιαδήποτε στήριξη από το κράτος, ενώ 20 τοις εκατό των παιδιών εκτιμώνται ότι ζουν σε ακραία φτώχεια, ενώ εκατομμύρια στερούνται ιατρικής ασφάλισης. Μετά από επτά χρόνια ύφεσης κανένα από τα μείζονα πολιτικά κόμματα δεν έχει προτείνει σοβαρές μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρόνοιας ή στο σύστημα υγείας ώστε αυτό να παρέχει πλήρη κάλυψη. Δεν  έχουν καν επεκτείνει ένα πιλοτικό πρόγραμμα για δωρεάν γεύματα στα σχολεία.
 Έλληνες πολίτες που βρίσκονται σε αδιέξοδο, τείνουν να βλέπουν με συμπάθεια ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα. Η Χρυσή Αυγή ένα ένα νεοφασιστικό κόμμα με αντι-μεταναστευτική και αντι-Ευρωπαϊκή πλατφόρμα, εκμεταλλεύθηκε την λαική δυσαρέσκεια  και κέρδισε 18 έδρες στις εκλογές του 2012. Τον Σεπτέμβριο του 2013 οι ελληνικές αρχές συνέλαβαν τον ιδρυτή και αρχηγό της Νίκο Μιχαλολιάκο, με την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Εν τω μεταξύ, ο Σύριζα, μια ανερχόμενη συμμαχία της άκρας αριστεράς, θέλει να σκίσει την δανειακή συμφωνία με την Ευρώπη, να εθνικοποιήσει τις τράπεζες και να διακόψει τις σχέσεις με τον ΝΑΤΟ.
Περίπου 20 τοις εκατό των παιδιών
στην Ελλάδα ζουν σε
ακραία φτώχεια.
 Διασώζοντας την Ελλάδα χωρίς να απαιτούν θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαική Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ισχυροποίησαν το υπάρχον καθεστώς. Ακόμα χειρότερα η τρόικα γέμισε τις τσέπες αυτών των δυνάμεων που προκάλεσαν την οικονομική κατάρρευση. Και η Ελλάδα δεν είναι μια απομονωμένη περίπτωση. Τα χρήματα της διάσωσης είχαν παράλληλα αποτελέσματα και στις άλλες μικρότερες οικονομίες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων της Ιρλανδίας ,Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Τοπικοί ηγέτες και εκεί έχουν σπαταλήσει ευρωπαϊκά κεφάλαια ώστε να κερδίσουν βραχυχρόνια πολιτικά κέρδη. Εν τω μεταξύ οι Βρυξέλλες έχουν αποδειχθεί ανίκανες να αντιμετωπίσουν την ευνοιοκρατία και την παρανομία. Τώρα που η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει φέρει τις οικονομίες της ηπείρου πιο κοντά από ποτέ, κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορος για το τι συμβαίνει στα άλλα. Αν δεν αντιμετωπίσει τις βαθιές ανισότητες της Ελλάδας, η Ευρώπη δεν θα βγει πλήρως από την κρίση.
Ο ΠΑΥΛΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής και Fellow στο MansfieldCollege στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
[*] Διόρθωση, 23/10/2014 : το αρχικό κείμενο από παραδρομή έδινε τον αριθμό του στενού δημόσιου τομέα, 600.000 και όχι των ΔΕΚΟ, που χωρίς να είναι σίγουρος ο αριθμός αναφέρεται εδώ ως  ‘μερικές χιλιάδες'

26 Οκτ 2014

Το δίδυμο που απειλεί τη χώρα

του Σταύρου Θεοδωράκη από τη Real News

Τι συνέβη λοιπόν αυτόν τον μήνα; Και γιατί η οικονομία δε συμμερίζεται τη χαρά που νιώθουν οι κυβερνητικοί τώρα που βγαίνουμε από την κρίση; Γιατί οι οικονομικοί δείκτες συνεχίζουν να υποχωρούν; Γιατί δεν υπάρχει κανείς στην οικονομία που να ενθουσιάζεται με την ιδέα ότι την εξουσία πλησιάζει ένας νέος πολιτικός που θα διαγράψει τα προσωπικά, εταιρικά και εθνικά χρέη και αν βρει χρόνο θα διαγράψει και τα χρέη όλου του Νότου;

Κανένας επιτέλους στον έξω κόσμο δεν αντιλαμβάνεται ότι εδώ έχουμε κόμματα εξουσίας που έχουν εύκολες και γρήγορες λύσεις για όλα αυτά που απασχολούν την παγκόσμια οικονομία;

Το ένα θα σκίσει το μνημόνιο (στην αυλή της Βουλής!) την πρώτη κιόλας μέρα της νέας διακυβέρνησης. Και την επόμενη μέρα θα καταργήσει (με έναν νόμο και ένα άρθρο!) όλες τις «μνημονιακές υποχρεώσεις». Και από την τρίτη μέρα θα μπορούμε να καθόμαστε. Αλλά επειδή οι Έλληνες είναι ανυπόμονοι και δεν μπορούν να περιμένουν, αυτοί που σήμερα κυβερνούν βρήκαν κάτι ακόμη πιο δραστικό να προτείνουν. Να διώξουμε τους ελεγκτές, να πάρουν μαζί και τα λεφτά τους, και εμείς ρευστό θα βρούμε από αλλού. Με 7%; Με 7! Με 8%; Με 8!

Άλλωστε στα σαλόνια των παλιών κομμάτων πιστεύουν ότι είναι καλύτερο να αρνηθείς μια χρηματοδότηση με 4,5% και να βγεις στις αγορές να δανειστείς με 6,5% έως 8% ενώ ταυτόχρονα θα διεκδικείς από τους φορολογούμενους των άλλων χωρών της Ε.Ε. να σου ρυθμίζουν χρέη με μέσο επιτόκιο 2,5%!

Εδώ κάπου αρχίζει η πλήξη (όχι η ελβετική – επειδή τα έχουν λύσει όλα- αλλά η ελληνική – επειδή δεν θέλουν να λύσουν τίποτα) και αρχίζουν οι κοκορομαχίες και η πολιτική κλωτσοπατινάδα. Τα ΑΤΜ που θα αδειάσουν, οι κουμπαράδες που θα γεμίσουν… Οι φύλακες στα πανεπιστήμια που θα πρέπει να είναι έξω από την εσωτερική πόρτα ή μέσα από την εξωτερική; Τα τηλεοπτικά πάνελ αδειάζουν και γεμίζουν με τους μονομάχους να καταγράφουν νίκες ή ήττες σε θέματα που σε τίποτα δεν επηρεάζουν την κανονική ζωή.
Θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό;

Προφανώς και θα μπορούσε. Η χώρα περισσότερο από ποτέ έχει ανάγκη ένα πατριωτικό σχέδιο με τις μικρές και μεγάλες αλλαγές που θα μας βγάλουν από τη μιζέρια και την ομφαλοσκόπηση. Τοπικές και περιφερειακές συμφωνίες, κλαδικοί σχεδιασμοί, εξαγωγικός προσανατολισμός. Ένα σχέδιο με όλους τους προοδευτικούς της χώρας στο ίδιο τραπέζι. Όχι τους ψεκασμένους και τους λαϊκιστές αλλά αυτούς που πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει δυνατή. Να επουλώσει τις πληγές της και να φύγει μπροστά. Με μεγάλες αλλαγές παντού. Αλλαγές που θα μπορούσαν να αρχίσουν σήμερα κιόλας. Ένα νέο Σύνταγμα (χωρίς ασυλία στους πολιτικούς) που θα μπορεί να αλλάζει κάθε φορά που η κοινωνία πρέπει να το αλλάξει (σήμερα το 86, αύριο το 101 – στη Γαλλία έχουν κάνουν 30 τροποποιήσεις, στη Γερμανία 50).

Και ένας νέος εκλογικός νόμος – ο μόνος τρόπος να ανανεωθεί πραγματικά το πολιτικό σύστημα και να πριμοδοτηθούν οι συνεργασίες. Κι αν δεν συμφωνούμε για κοσμογονικές αλλαγές, όπως το γερμανικό σύστημα που το Ποτάμι έχει προτείνει, ας σπάσουμε τώρα τις μεγάλες περιφέρειες που ευνοούν τους πλούσιους, τους διάσημους και τους κληρονόμους. Ας καταργήσουμε το μπόνους των 50 εδρών που παίρνει το πρώτο κόμμα είτε πάρει 22% είτε 42%. Κι αν φοβόμαστε ότι θα υπάρξει κατακερματισμός και δεν θα βγαίνει ποτέ κυβέρνηση ας γίνει αναλογικό το μπόνους – το πρώτο κόμμα να παίρνει μια έδρα για κάθε 1%. Είκοσι δύο πρόσθετες έδρες αν πάρεις 22%, 42 αν πάρεις 42%.

Γιατί δε γίνονται όλα αυτά; Διότι απέναντί μας (και όχι δίπλα μας) είναι δυο γερασμένα κομματικά μπλοκ. Που ορμούν να εξαφανίσουν ό,τι ενδιαφέρον εμφανίζεται και αναπαράγουν ό,τι παλιό τους συντηρεί. Το δίδυμο που απειλεί τη χώρα.

26 Οκτωβρίου 2014, Real News

25 Οκτ 2014

Η εξαγωγή του φρονιμίτη

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, από την Καθημερινή

Η ​​αλήθεια είναι πως, αυτές τις ημέρες, όποτε έβλεπα τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Θ. Φορτσάκη να υπερασπίζεται τη φύλαξη των χώρων του ιδρύματος απέναντι στους αγωνιστές της ελεύθερης πρόσβασης, της κατάργησης της ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από τον άνθρωπο, έψαχνα να δω μήπως εκεί γύρω κυκλοφορεί και κάποιος συνάδελφός του ο οποίος να έχει άποψη επί του θέματος. Οχι, δεν εννοώ τον προκάτοχό του κ. Πελεγρίνη, «τραγική φιγούρα» όχι απ’ αυτές που συνηθίζουν να εντοπίζουν ανάμεσα στους συγγενείς των θυμάτων τροχαίων οι ρεπόρτερ της τηλεόρασης, «τραγική φιγούρα» σκέτο, της θεατρικής σκηνής. Δεν εννοώ ούτε την κυρία Φωτίου η οποία έσπευσε να παρέμβει προκειμένου να υπερασπιστεί την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στο πανεπιστήμιο, αυτήν που ο κ. Φορτσάκης προσπαθεί να καταργήσει με ιδιωτικές εταιρείες φύλαξης. Διότι και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και οι τηλεφωνικές συσκευές ιδέες είναι και οφείλουμε να τις αφήνουμε να διακινούνται ελεύθερα. Αναφέρομαι σε όλους αυτούς τους πνευματικούς ανθρώπους οι οποίοι είναι μέλη του διδακτικού προσωπικού του πανεπιστημίου, κατά καιρούς έχουν εκφράσει απόψεις οικτίροντας την ασυδοσία που επικρατεί, είναι βέβαιο πως στην πλειονότητά τους συμφωνούν με τον κ. Φορτσάκη και, αν και λαλίστατοι και ευφραδέστατοι όταν πρόκειται να αναφερθούν στη συνταγματική αναθεώρηση ή τις διεργασίες στην Κεντροαριστερά, όλες αυτές τις ημέρες παρέμειναν σιωπηλοί θεατές των τεκταινομένων αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για την κ. Φωτίου και τους δορυφόρους της. Υπήρξε βέβαια η ανακοίνωση του Συλλόγου Διδασκόντων της Νομικής Σχολής που καλύπτει τις ενέργειες του πρύτανη, όμως, παρ’ όλ’ αυτά οι συνάδελφοί του, οι λεγόμενοι «επώνυμοι», παρέμειναν σιωπηλοί. Φταίει ο φόβος που έχουν ενσπείρει στην πανεπιστημιακή κοινότητα οι προπηλακισμοί και οι βιαιότητες των οργανώσεων, οι οποίες, ελλείψει ιδεών, διακινούν ελεύθερα γροθιές; Φταίει η ευτέλεια του ζητήματος; Σιγά τώρα μην ασχοληθούμε με τους σεκιουριτάδες, άσε τα για τον πρύτανη μαζί με την αγορά χάρτου υγείας. Πάντως εκείνο που ξέρουμε είναι πως και σ’ αυτά τα μικρά και ευτελή ζητήματα της καθημερινότητας κρίνεται η τύχη της παιδείας και όχι στους μεγαλοϊδεατισμούς με τους οποίους αρέσκεται να ασχολείται η πανεπιστημιακή μας κοινότητα, μη τολμώντας να ασχοληθεί με την εξαγωγή του στραβού φρονιμίτη.

20 Οκτ 2014

Η ανανέωση ακόμη το μεγάλο ζητούμενο!


του Αχιλλέα Γραβάνη (αναδημοσίευση από το Blog: Μη μαδάς τη μαργαρίτα)

Η χώρα οδεύει επικίνδυνα προς τα πίσω! Η Κυβέρνηση λαϊκίζει προεκλογικά και αυτοαναιρείται, μιμούμενη τον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ: οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στις καλένδες, η επιλογή προσώπων κάκιστη, κομματική και παρελθοντική, η κοινωνικά άδικη, πελατειακή παροχολογία πάλι παρούσα. Η Αξιωματική Αντιπολίτευση βλέπει τον λαϊκισμό, την ακατάσχετη παροχολογία, την πρόταση εύκολων, ανώδυνων, απλοϊκών, ιστορικά παρωχημένων λύσεων να φουσκώνουν τα εκλογικά πανιά της και υπερακοντίζει σε όλες αυτές τις δοκιμασμένα επικίνδυνες πολιτικές. Ο μεσαίος χώρος του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ συνεχίζει να πελαγοδρομεί με τα ίδια πρόσωπα, τις ίδιες εγωκεντρικές νοοτροπίες που έχουν ενοχλήσει τους πολίτες τα τελευταία χρόνια. Οι υποτιθέμενες εναλλακτικές λύσεις ηγεσίας τους προέρχονται από τα ίδια φθαρμένα πρόσωπα, τα οποία είτε αυτοπροτείνονται είτε μεθοδεύεται η ηγετική τους παρουσία από τους γνωστούς παρατρεχάμενους τους, που έχουν από καιρό χάσει την επαφή με την νέα πραγματικότητα. Η διαφαινόμενη εκλογική συντριβή τους τους αφήνει αδιάφορους στον βαθμό που θα περισώσει τον κομματικό μικρόκοσμο τους και την προσωπική πολιτική επιβίωση τους: κουρεμός το κόμμα τους και η χώρα...


Μέσα σε αυτή την επικίνδυνη πολιτική καταχνιά προβάλει φερέλπιδα το Ποτάμι που φιλοδοξεί να ανανεώσει ουσιαστικά το θνήσκον παλαιό πολιτικό σύστημα. Δηλούμενος στόχος του δεν είναι η διευκόλυνση της επιβίωσης του παλιού αλλά το ουσιαστικά νέο που αναζητά η κοινωνία! Σε πολιτικές θέσεις και σε πρόσωπα.


Η λύση με προοπτική που διαφαίνεται είναι η κινητοποίηση, η συμπύκνωση στο Ποτάμι των παραγωγικών κοινωνικών, οικονομικών, επιστημονικών, πολιτιστικών δυνάμεων του τόπου εντός και εκτός της χώρας που ʼανασαίνουνʼ εκτός των κουρασμένων παλαιών κομμάτων. Ο τόπος χρειάζεται φρέσκα νέα κόμματα, η δημοκρατία έχει ανάγκη από ποιοτικά δημοκρατικά κόμματα δίχως τους παρελθοντικούς μεσσιανισμούς. Δεν έχει ανάγκη από a la mode πολιτικά νεφελώματα που θολώνουν ακόμη περισσότερο το πολιτικό τοπίο. Το Ποτάμι οφείλει να δημιουργήσει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτικό φορέα που θα χρωματίζεται έντονα από νέους σε ηλικία και στη πολιτική πολίτες της προσφοράς για τη πατρίδα. Από πετυχημένους, με γνώση, χορτάτους, κοινωνικά ευαίσθητους πολίτες, Έτσι θα κάνει την διαφορά, θα ενσαρκώσει τις ελπίδες, να βγει μπροστά σαν ουσιαστική πολιτική προοπτική και όχι σαν συμπλήρωμα του θνήσκοντος πολιτικού συστήματος. Η παρουσία του παίρνει ιστορικές διαστάσεις στις διαμορφούμενες εξαιρετικά επικίνδυνες πολιτικές συνθήκες.
Ο Αχιλλέας Γραβάνης είναι Καθηγητής Παν/μιου Κρήτης

19 Οκτ 2014

Συνδικαλιστική αργία

Από την  Καθημερινή, του ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΣΑΚΥΡΑΚΗ* * Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο υπουργός Παιδείας Ανδρέας Λοβέρδος επανέφερε μία μέρα αργίας στα σχολεία για να μπορούν οι εκπαιδευτικοί να συμμετέχουν στις συνδικαλιστικές γενικές συνελεύσεις τους. Την ονομάζει βεβαίως «συνδικαλιστική άδεια», αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για αργία εφόσον είναι υποχρεωτική για όλους τους εκπαιδευτικούς, είτε αυτοί προτίθενται να συμμετάσχουν στις συνελεύσεις είτε όχι, με συνέπεια να κλείνουν τα σχολεία.
Συνέλευση εκπαιδευτικών. Με την καθιέρωση της συνδικαλιστικής αργίας, τα παιδιά στο σχολείο προσλαμβάνουν την ιδέα ότι η κοινωνία αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στον συνδικαλισμό παρά στην εκπαιδευτική διαδικασία, στην οποία αυτά συμμετέχουν.
Η αργία για συνδικαλισμό –μια πρακτική που εφαρμόστηκε κατά κόρον στο Δημόσιο τα τελευταία χρόνια– αποτελεί άλλη μία ακατανόητη ιδιομορφία της δημοκρατίας μας. Πρώτον, διότι η συνδικαλιστική δραστηριότητα αποτελεί δικαίωμα και όχι υποχρέωση του εργαζομένου και προφανώς περιλαμβάνει την ελευθερία της μη συμμετοχής σε οποιαδήποτε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Για όσους, λοιπόν, δεν επιθυμούν ανάμειξή τους με τον συνδικαλισμό, η υποχρέωσή τους σε αργία αποτελεί προσβολή της δικής τους συνδικαλιστικής ελευθερίας.
Δεύτερον, με δεδομένο ότι η ανεξαρτησία των συνδικαλιστικών ενώσεων από την κρατική εξουσία είναι βασική προϋπόθεση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, το κράτος δεν πρέπει να ανακατεύεται με τον συνδικαλισμό ούτε με το πρόσχημα της διευκόλυνσής του. Όταν μάλιστα πρόκειται για ιδιαίτερη ρύθμιση που αφορά μόνο κάποιους τομείς του Δημοσίου, τότε πρόκειται για ανεπίτρεπτη συναλλαγή, αφού το κράτος έχει εν προκειμένω την ιδιότητα του εργοδότη.
Είναι γνωστό ότι εκτός Δημοσίου ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα είναι αδύναμος έως ανύπαρκτος. Αυτός που έχει κάποια δύναμη είναι ο λεγόμενος κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός, δηλαδή εκείνος που αντλεί τη δύναμή του από τη στήριξη του κράτους. Εκ πρώτης όψεως η στήριξη αυτή φαίνεται παράδοξη: το κράτος-εργοδότης στηρίζει τους συνδικαλιστές στον αγώνα εναντίον του! Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για διαπλοκή και αλληλοστήριξη. Τα κόμματα εξουσίας παρείχαν προνόμια και λάμβαναν ως αντάλλαγμα πολιτική υποστήριξη.
Δεν έχει νόημα να αναφερθούμε εδώ στη διαπλοκή του λεγόμενου κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού με τα πολιτικά κόμματα εξουσίας. Η κοινή γνώμη, άλλωστε, έχει κατασταλαγμένη άποψη επί του θέματος. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι να επισημάνουμε ότι η επαναφορά της αργίας στα σχολεία για συνδικαλιστικές συνελεύσεις συνεχίζει την παλαιοκομματική πρακτική, που αφενός υπονομεύει την αυθεντικότητα της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, αφετέρου εκπέμπει ένα αντιδραστικό μήνυμα για όλη την κοινωνία.
Η αυθεντική συνδικαλιστική δράση είναι πάνω από όλα εκούσια και, επομένως, δεν είναι νοητό να συνδυάζεται με αργομισθία. Μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα το κράτος παρέχει απολαβές για συμμετοχή σε οργανώσεις ή συγκεντρώσεις. Σε όλες τις δημοκρατικές χώρες οι συνδικαλιστικές συνελεύσεις των εργαζομένων γίνονται εκτός ωραρίου εργασίας και φυσικά χωρίς «αποζημίωση» για τον χρόνο που διαθέτουν οι συμμετέχοντες.
Πέραν, όμως, της αυθεντικότητας, υπάρχει το ζήτημα του μηνύματος που εκπέμπεται από το γεγονός ότι τα πάντα υποχωρούν μπροστά στον συνδικαλισμό. Τα παιδιά στο σχολείο προσλαμβάνουν την ιδέα ότι η κοινωνία αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στον συνδικαλισμό παρά στην εκπαιδευτική διαδικασία, στην οποία αυτά συμμετέχουν. «Σιγά, δεν χάνεται η παιδεία με μια μέρα αργία», θα αντιτείνει κανείς. Και όμως χάνεται, όχι βέβαια από την αργία, αλλά επειδή υπονομεύεται η αίσθηση πως στο σχολείο επιτελείται ένα έργο σοβαρό, το οποίο δεν συγκρίνεται κάθε φορά με άλλα έργα και δραστηριότητες.
Επιπλέον, αν αναλογισθεί κανείς ότι ο συνδικαλισμός αποτελεί την κατεξοχήν συντεχνιακή διεκδίκηση σε μια κοινωνία, τότε το μάθημα που τα παιδιά προσλαμβάνουν είναι ότι το γενικό συμφέρον υποχωρεί μπροστά στα συμφέροντα ομάδων ή προσώπων. Δεν είναι τυχαίο ότι, ως κοινωνία, δεν μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ γενικού συμφέροντος και συντεχνιακών αιτημάτων. Όλες οι διεκδικήσεις θεωρούνται εκ προοιμίου δίκαιες ανεξάρτητα από τι διεκδικούν.
Η επαναφορά της συνδικαλιστικής αργίας στα σχολεία από τον κ. Ανδρ. Λοβέρδο μάς γυρίζει πίσω στις χειρότερες στιγμές της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας μας. «Κλείνει το μάτι» στους συνδικαλιστές σε μία απόπειρα αποκατάστασης του πολιτικού και συνδικαλιστικού κατεστημένου, χωρίς να νοιάζεται για το κακό που κάνει.

5 Οκτ 2014

Ψήφος εμπιστοσύνης και άλλα τέτοια ξενόφερτα

Γράφει ο " ", αναδημοσίευση από Blog:  "Ο Κλόουν"
Έκπληξη συνεχίζουν να μου προκαλούν οι, παγιωμένες πλέον, αντιδράσεις του κόσμου απέναντι σε, τετριμμένα πλέον, τερτίπια των «ενοίκων» του ελληνικού Κοινοβουλίου. Έτσι στην αναγγελία βαρύγδουπων φράσεων όπως «ψήφος εμπιστοσύνης» ή «πρόταση μομφής», μία ανατάραξη διαπερνάει οριζόντια ολόκληρη την ελληνική κοινωνία σαν ωστικό κύμα με επίκεντρο τη Βουλή.
Πάντα μα πάντα, φαίνεται πως ξεχνάμε πως στα χαρτιά η λειτουργία του ελληνικού Κοινοβουλίου διέπεται μεν από τους αντίστοιχους κανονισμούς του Συντάγματος, αλλά στην πράξη καπελώνεται από την διαχρονική νεοελληνική, κουτοπόνηρη, ατομικιστική, κομματική γραμμή που θέτει ο εκάστοτε «κομματάρχης». Και αυτό πηγάζει από το γεγονός ότι, πάντα μα πάντα, ξεχνάμε πως με το στανιό πριν περίπου δύο αιώνες, θεσπίσαμε το πολίτευμα της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας σε ένα νεοσύστατο, θεοκρατικό κράτος με διάσπαρτες, αγράμματες φυλές εδώ κι εκεί ανά την επικράτεια, αρκετές από τις οποίες ακόμα και σήμερα δεν γνωρίζουν καν τις αρχές που προσπαθούσε να συγκροτήσει ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός που στη συνέχεια μετεξελίχθηκε στα δημοκρατικά πολιτεύματα των δυτικών κρατών.
Επειδή, λοιπόν έχουμε μία Βουλή με εκλεγμένους αιρετούς, θαρρούμε πως κατανοούμε και σεβόμαστε την Δημοκρατία, ενώ επί της ουσίας εκλέγουμε κομματάρχες και όχι ηγέτες, ρουσφετολόγους και όχι βουλευτές, μάγκες και όχι λόγιους. Σε κάθε σημαντικό ψήφισμα, ακούμε για «κομματική πειθαρχία» και σφυρίζουμε αδιάφορα, ενώ επί της ουσίας η φράση αυτή καταλύει το ίδιο το Σύνταγμα. Βρισκόμαστε σε τόσο φανατισμένη οπαδική ψυχολογία που κάθε διαγραφή «απείθαρχου» βουλευτή περνάει στα ψιλά γράμματα ως κάτι φυσιολογικό.
Κι όμως, άλλες χώρες (από αυτές που βρίζουμε ανά καιρούς) ασκούν την κοινοβουλευτική δημοκρατία πολύ πιο σωστά. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, δεν είναι σπάνιο να καταψηφίζονται νομοσχέδια από κυβερνητικούς βουλευτές ή να υπερψηφίζονται από βουλευτές της αντιπολίτευσης. Δεν προκαλεί ανοιχτά στόματα η θέση ενός κυβερνητικού βουλευτή που αποδοκιμάζει την κυβερνητική πολίτική, διότι μιλάει ως βουλευτής, δηλαδή ως ανεξάρτητος εκπρόσωπος των ψηφοφόρων του.
Στη χώρα μας, οι κοτζαμπάσηδες απλά άφησαν τα γιδοπρόβατα και τις λίρες τους, φόρεσαν κοστούμι, εκμεταλλεύτηκαν αυτό το «ξενόφερτο Σύνταγμα – πωστολένε» και συνεχίζουν τα κουμάντα εντός κοινοβουλίου. Πάντα πιστοί στις οδηγίες του εκάστοτε κομματάρχη και πάντα με βαρύγδουπες δηλώσεις για την ευθύνη που κουβαλάνε στα ταγάρια τους. Οι δε κομματάρχες, συμμετέχουν στο βαρύγδουπο φιάσκο πότε ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης, όταν βρίσκονται σε ρόλο κυβέρνησης, και πότε κάνοντας προτάσεις μομφής όταν βρίσκονται σε ρόλο αντιπολίτευσης, χωρίς και οι μεν και οι δε να γνωρίζουν καν τη σημασία αυτών των λειτουργιών. Και η υπόλοιπη κοινωνία, θαρρεί πως «ανήκει εις την Δύσην».

4 Οκτ 2014

Οι ιδιοκτήτες του πολιτισμού

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, από την Καθημερινή

Μεγάλωσαν μαζί τους· τι λέω, γέρασαν μαζί τους. Όπως οι σοβάδες τους τρίβονταν από τη βροχή και το αγιάζι ή τα άγρια καύματα του θέρους, έτσι και τα πρόσωπά τους ρυτίδιαζαν από τα χρόνια και τον κάματο της φροντίδας για τα στολίδια αυτά του νεότερου πολιτισμού μας στην παλιά Αθήνα. Μπορεί να μην τα κληρονόμησαν από τους παππούδες τους, όμως τα έκαναν δικά τους με την αγάπη τους. Τα αγάπησαν τόσο πολύ που μερικοί απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν εκεί με τις οικογένειές τους – τι άλλο πια να κάνουν για να δείξουν οι άνθρωποι πως πάνω απ’ όλα ένας υπάλληλος του υπουργείου του Πολιτισμού μας μπορεί να είναι απλός υπάλληλος, όμως ξέρει να αγαπάει και να εκτιμά την αξία των μνημείων μας. Και τώρα ήρθε ο άγριος καπιταλισμός, ο ανάλγητος φιλελευθερισμός να τους τα πάρει. Εμφανίστηκαν, λέει, επενδυτές οι οποίοι ενδιαφέρονται να αγοράσουν τα 12 ακίνητα που ανήκουν στο υπουργείο Πολιτισμού στην Πλάκα, πλην όμως ο διαγωνισμός που επρόκειτο να γίνει τον Σεπτέμβριο αναβλήθηκε για τα τέλη Οκτωβρίου, διότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι δεν παραδίδουν τα κλειδιά. Είτε για λόγους ιδεολογικούς, διότι θεωρούν ξεπούλημα την παραχώρηση, είτε για λόγους ανθρώπινους και εντελώς πρακτικούς, διότι κατοικούν εντός τους. Εννοείται πως οι πιο μαχητικοί είναι όσοι συνδυάζουν και τα δύο κίνητρα.

Αυτοί που έχουν καταπατήσει τη δημόσια περιουσία, αλλά για λόγους ιδεολογικούς δεν επιτρέπουν στο Δημόσιο να την αξιοποιήσει. Και γιατί το υπουργείο δεν φωνάζει κλειδαρά; Υποθέτω γιατί φοβούνται μήπως βρουν τίποτε Ρομά, τσιγγάνους στην καθομιλουμένη, οπότε και η ιστορία θα έληγε με έναρξη διαπραγματεύσεων από μηδενικής βάσεως. Αν όχι, οι υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού θα αυτοανακηρυχθούν σε μειονότητα και θα διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και τη συμπαράσταση των μονοπωλίων της κοινωνικής ευαισθησίας. Θα απαιτήσουν καταλύματα αντιστοίχου ποιότητος και νεοκλασικού ρυθμού, με θέα στον Παρθενώνα, κοντά στο σχολείο των παιδιών τους. Αφήστε και το θέμα της χρησικτησίας, διότι εκεί μέσα μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Πήγα να πω το σύνηθες «και τώρα ας σοβαρευτούμε» για να καταλήξω στο συμπέρασμα, όμως δυστυχώς δεν μπορώ να το πω. Διότι μπορεί να λέμε ότι οι υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού έχουν την τάση να θεωρούν ιδιοκτησία τους την πολιτιστική μας κληρονομιά, όμως, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, το λέγαμε μεταφορικώς πως. Καταφέραμε να το ζήσουμε και στην κυριολεξία.
Έντυπη

2 Οκτ 2014

Το πρόβλημα που καταστρέφει κόμματα τώρα φτάνει στον Σύριζα

Του Φώτη Γεωργελέ, από την athensvoice.gr
Oι δήμαρχοι της αντιπολίτευσης δεν επιτρέπουν στους επιθεωρητές Δημόσιας Διοίκησης να κάνουν ελέγχους για παράτυπες προσλήψεις στο Δημόσιο με πλαστά δικαιολογητικά. Ο υπουργός Εσωτερικών διαφωνεί με τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και συμφωνεί με την περιφερειάρχη του Σύριζα. Οι συνδικαλιστές απεργούν και κάνουν καταλήψεις στα δημαρχεία εναντίον των ελέγχων και της αξιολόγησης. Όλη η Ελλάδα σε τρεις γραμμές.
Οι εξελίξεις ήταν προδιαγεγραμμένες. Την επομένη των ευρωεκλογών, ο πρωθυπουργός εμφάνισε ως κυβέρνηση τον γαλάζιο Σύριζα για να αντιπαρατεθεί στον ροζ ο οποίος είχε νικήσει στις εκλογές. Ο ανασχηματισμός σήμανε το τέλος των όποιων λιγοστών προσπαθειών και αυτής της κυβέρνησης να ακολουθήσει το πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Όλα όσα επακολούθησαν, success story, ραντεβού με την τρόικα στο Παρίσι, δανεισμοί από τις αγορές, προαναγγελία του τέλους των μνημονίων, βιασύνη για επιστροφή στις επιλεκτικές αυξήσεις (ενστόλων, δικαστών) και στις επιλεκτικές μειώσεις φόρων (αγροτών) είχαν ένα μόνο στόχο: Τις επόμενες εκλογές που δεν θα αργήσουν.
Οι εκλογές δεν γίνονται επειδή δεν θα αθροιστεί η απαραίτητη πλειοψηφία για Πρόεδρο. Αλλά επειδή και αυτή η κυβέρνηση, όπως οι προηγούμενες, δεν μπορεί να προχωρήσει στις αλλαγές που χρειάζεται η χώρα. Μία-μία εγκαταλείπει και πετάει το μπαλάκι στην επόμενη. Τα όνειρά σου μην τα λες γιατί μια νύχτα κρύα, ξαφνικά ο Σύριζα συνειδητοποιεί πως ό,τι ευχόταν μπορεί και να πραγματοποιηθεί. Αν δεν ήταν τόσο δύσκολη η κατάσταση θα ήταν διασκεδαστικό να τους βλέπεις να τρέχουν ο ένας στο Κόμο, ο άλλος στον Ντράγκι, ο τρίτος στο ΔΝΤ. Εκείνος ο έρμος ο Δραγασάκης έχει γίνει Μπαμπινιώτης, κάθε βδομάδα εφευρίσκει ένα νέο όρο, αυτή την εβδομάδα ο Σύριζα θα κάνει «απόσυρση χρέους». Είναι πια αργά. Το πρόβλημα που καταστρέφει κόμματα τώρα φτάνει στον Σύριζα.
Είμαστε καταδικασμένοι ως χώρα να επαναλαμβάνουμε συνεχώς 5 χρόνια τον εαυτό μας. Να εφευρίσκουμε «ισοδύναμα», δηλαδή κι άλλους φόρους, για να μην προχωρήσουμε στις αλλαγές που θα κάνουν βιώσιμη την οικονομία. Να αδημονούμε για να δανειστούμε ξανά με υψηλά επιτόκια από τις αγορές, όπως κάναμε πάντα, αρκεί να απαλλαγούμε από τους ενοχλητικούς που μιλάνε για αναγκαστικές αλλαγές ώστε να πάρει μπρος η οικονομία. Είδατε κανέναν από όλους αυτούς που εξεγείρονται εναντίον του χρέους προς τα ευρωπαϊκά κράτη, να λέει τίποτα για το καινούργιο χρέος που προσθέτουμε με επιτόκια τριπλάσια; 5 χρόνια, μια προσπάθεια κοινή, να διατηρηθεί ο κρατισμός, το πελατειακό κράτος, ο παρασιτισμός.
Γιατί οι προσπάθειες όλων αποτυγχάνουν; Είναι η πραγματικότητα, ηλίθιε. Το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί και δεν θέλει να διαβάσει την πραγματικότητα. Ότι ο κόσμος μας έχει αλλάξει, έχει πάρει επικίνδυνη τροχιά. Ότι οι σαρωτικές αλλαγές στη νέα οικονομία κάνουν την προσαρμογή ζήτημα ζωής και θανάτου, ότι οι ταχύτητες έχουν αλλάξει. Όλη η Ευρώπη έχει πρόβλημα, η Ελλάδα, ο πιο αδύναμος κρίκος με δομές της δεκαετίας του ’70, δεν κινδυνεύει απλώς να φτωχύνει, αλλά να αλλάξει κατηγορία, να χαθεί.
Το πολιτικό σύστημα πίστευε ότι μπορεί να διαχειριστεί τη χρεοκοπία, τη κρίση, τα μνημόνια, όπως έκανε πάντα. Κάθε δεκαετία το χρέος απειλούσε να μας πνίξει. Και κάθε μέσα της δεκαετίας οι κυβερνήσεις εφάρμοζαν προγράμματα σταθερότητας, μάζευαν την κατάσταση έστω στο παραπέντε. Εκτός από τη λαίλαπα των χρόνων 2004-2009, όταν η κυβέρνηση έκανε ανάποδο τιμόνι, εκτίναξε τα ελλείμματα και τα χρέη και εκτροχίασε τη χώρα. Πίστευαν ότι με μια σκληρή πολιτική λιτότητας, με φόρους, με οριζόντιες μειώσεις, για άλλη μια φορά θα ξεπερνούσαν το πρόβλημα και θα συνέχιζαν ανενόχλητοι στο ίδιο παρασιτικό σύστημα. Για κάθε διαρθρωτική αλλαγή στην οικονομία, για αποκρατικοποιήσεις, για μείωση των δομών της κρατικής γραφειοκρατίας, είχαν έτοιμο ένα «ισοδύναμο», άλλον ένα φόρο. Με συνέπεια, 7ο χρόνο ύφεσης. Οι άλλες χώρες περνάνε ξανά στην ανάπτυξη, οι μισθοί ανεβαίνουν, η οικονομία παίρνει πάλι μπρος, εκτός από την Ελλάδα.
Έκαναν λάθος εκτίμηση, και επειδή έκαναν λάθος, η πολιτική τους ήταν δομημένη πάνω στο λαϊκισμό της καταγγελίας του αντιπάλου και των Ευρωπαίων. Πίστευαν ότι η αντίπαλη κυβέρνηση θα πάρει τα σκληρά μέτρα, θα μειώσει τα ελλείμματα, αυτοί θα είναι οι «φίλοι του λαού» που καταγγέλλουν τους «ανάλγητους» και, μόλις ισορροπήσει το πράγμα, θα ’ρθουν εκείνοι στην εξουσία να ξαναρχίσουν απ’ την αρχή. Ένας ένας βλέπουν τώρα ότι οι ελπίδες ήταν φρούδες. Κανείς δεν θα γλιτώσει από την πραγματικότητα, κανείς δεν θα κάνει το μάγκα πουλώντας φύκια στα τηλεοπτικά παράθυρα.
Γιατί το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι το χρέος, ούτε τα μνημόνια φυσικά και η Ευρώπη. Το πρόβλημά μας είναι η οικονομία που δεν είναι βιώσιμη. 5 χρόνια παρακολουθούμε επικοινωνιακά παιχνίδια, στήνονται πόλεμοι, ηρωικές μάχες, σκισίματα, διαγραφές, επαναδιαπραγματεύσεις, αποσύρσεις. Μόλις τελειώσουν τα δελτία των 8, τα προβλήματα είναι πάντα εδώ.
Κανείς δεν πρόκειται να επενδύσει σ’ αυτή τη χώρα που αλλάζει κάθε χρόνο το φόρο ακίνητης περιουσίας και κάθε μήνα τον τροποποιεί. Κανείς δεν πρόκειται να επενδύσει στη χώρα που τα δικαστήρια καθορίζουν το ωράριο λειτουργίας των μαγαζιών. 
Μετά από όλη αυτή τη κρίση και την καταστροφή, το κόστος του κράτους είναι ακόμα 83 δις. Το φανερό κόστος, γιατί το κρυφό που καμουφλάρεται με τη λεηλασία των ΕΣΠΑ και των προγραμμάτων ανεργίας για να πληρώνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, είναι ακόμα μεγαλύτερο. Δεν μπορεί αυτή η οικονομία να αντέξει το κόστος αυτού του κράτους. Και οι άλλοι θέλουν να το κάνουν μεγαλύτερο. Όσες αποφάσεις κι αν βγάλει η δικαιοσύνη για τους μισθούς της, τόσο άδικος και υψηλός θα γίνεται ο ΕΝΦΙΑ, τόσο οι φόροι θα μένουν απλήρωτοι και οι πολίτες θα απειλούνται με κατάσχεση καταθέσεων. Μέχρι να εκμηδενιστούν οι καταθέσεις τελείως.

Δεν είναι βιώσιμη μια οικονομία που οι συνταξιούχοι είναι όσοι σχεδόν και αυτοί που δουλεύουν, που όσοι είναι εκτός παραγωγής είναι περισσότεροι από όσους εργάζονται. Και συνεχίζουν να βγαίνουν 100άδες χιλιάδες κάθε χρόνο στη σύνταξη. 57,8 έτη έχει φτάσει ο μέσος όρος εξόδου στη σύνταξη, συνεχώς κατεβαίνει όταν σε όλο τον άλλο κόσμο ανεβαίνει. Αυτό το κράτος δεν είναι βιώσιμο. Αυτή η οικονομία θα αλλάξει ή θα καταστραφεί.
Τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα δεν μπόρεσαν να την αλλάξουν και τώρα φτάνει η σειρά του επόμενου, το οποίο είναι και το λιγότερο προετοιμασμένο για να το επιτύχει. Το πρόβλημα με τον Σύριζα δεν είναι τι θα κάνει με τους Ευρωπαίους, θα εφεύρει μερικές «αποσύρσεις χρέους» ακόμα και θα κάνει τη «ρεαλιστική στροφή» που όλοι διαβλέπουν. Το πρόβλημα είναι πως ολόκληρη η ύπαρξη και μεγέθυνσή του είναι στηριγμένη ακριβώς σ’ αυτό που πρέπει να αλλάξει: τον κρατισμό. Η πρόσκρουση στην πραγματικότητα θα είναι σφοδρότερη απ’ ό,τι των ανταγωνιστών του.
Στους κόλπους του παλιού πολιτικού συστήματος ωριμάζουν τον τελευταίο καιρό πιο κυνικές σκέψεις. Ο καθένας θεωρεί ότι πλήρωσε ό,τι μπορούσε να πληρώσει για να ξεπληρώσει το χρέος του σ’ αυτή την κρίση. Ας πληρώσουν και οι άλλοι. Σταματάνε την προσπάθεια, σηκώνουν τα χέρια, κι εμείς «φίλοι του λαού» είμαστε. Και κάποιοι πιστεύουν ότι αυτή η κοινωνία δεν πρόκειται να ωριμάσει και να αποδεχτεί την πραγματικότητα, πριν περάσουμε τον Γολγοθά, πριν καταρρεύσει κάθε ψεύτικη ελπίδα, κάθε λαϊκισμός, κάθε δημαγωγία. Αυτές οι σκέψεις ενέχουν ένα είδος ιστορικής δικαιοσύνης, δεν αντιλέγω. Μόνο που η ζωή δεν είναι δραματικό μυθιστόρημα, που το τελειώνεις και αρχίζεις ένα άλλο. Η ζωή είναι μία, αυτή, και δεν θα ζήσουμε άλλη. Και όσοι με ψέματα και μισές αλήθειες τυχοδιωκτικά οδηγούν τα πράγματα σε δραματικό φινάλε, δεν θα αθωωθούν από την ιστορία. Ένοχος δεν είναι μόνο ο τελευταίος παραλήπτης της κρίσης.