"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

31 Δεκ 2010

Καλή Χρονιά!!!


Η ένωση των δημιουργικών μας δυνάμεων μπορεί να συμβάλει σε ένα αισιόδοξο και αναπτυξιακό 2011, με υγεία και ευτυχία!


Ελπήνωρ


28 Δεκ 2010

Προοδευτικοί της οπισθοδρόμησης

Από  τον  Χαράλαμπo Μ. Μουτσόπουλο και Λουκά Τσούκαλη, καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το υπουργείο Παιδείας κατέθεσε προτάσεις για μια σημαντική μεταρρύθμιση στον χώρο της ανώτατης Παιδείας. Δεν εφηύρε τον τροχό. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. Το ΄καναν άλλοι πριν από εμάς που έχουν πολύ καλύτερα πανεπιστήμια από τα δικά μας. Θα μπορούσε η πολιτική ηγεσία να νομοθετήσει ριζικότερες αλλαγές, αλλά δεν τόλμησε.
Οι πρώτες αντιδράσεις των πρυτανικών αρχών, καθώς και των συνδικαλιστικών οργανώσεων πανεπιστημιακών και φοιτητών, υπήρξαν στη μεγάλη τους πλειονότητα απόλυτα έως μέτρια αρνητικές. Μερικοί έκλεισαν ή κατέλαβαν τα πανεπιστημιακά κτίρια, πολλοί είναι κάθετοι, όπως οι ίδιοι δηλώνουν (αν ήταν οριζόντιοι, τι θα γινόταν άραγε;), στην άρνησή τους να συζητήσουν με το υπουργείο, ενώ οι πιο διαλλακτικοί αναζητούν τρόπους για να σκοτώσουν τη μεταρρύθμιση με το γάντι. Δεν εκπλήσσουν αυτές οι αντιδράσεις, αν αναλογιστούμε από πού προέρχονται. Να θυμίσουμε ότι ανάλογες αντιδράσεις είχαμε μόλις λίγα χρόνια πριν κατά της αξιολόγησης στο όνομα του ανεξέλεγκτου και της ήσσονος προσπαθείας των δημόσιων λειτουργών. Πολλοί συνεχίζουν να υπονομεύουν με κάθε τρόπο αυτή τη διαδικασία.
Κεντρικούς στόχους της αντίδρασης αποτελούν οι προτάσεις του υπουργείου αφενός για τη δημιουργία διοικητικού συμβουλίου στα πανεπιστήμια που θα περιλαμβάνει μειοψηφία μελών εκτός πανεπιστημίου και αφετέρου για την προκήρυξη της θέσης του πρύτανη με διεθνή διαγωνισμό. Στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, από την Αμερική, την Ευρώπη και μέχρι την Κίνα, συμμετέχουν στη διοίκηση και άτομα εκτός του πανεπιστημιακού χώρου. Αυτό θεωρείται τελείως φυσικό αν λάβουμε υπόψη μεταξύ άλλων το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια δεν αυτοχρηματοδοτούνται. Αρα οφείλουν να λογοδοτήσουν σε αυτόν που τους πληρώνει. Στη δική μας περίπτωση, είναι ο έλληνας φορολογούμενος. Το θέμα βεβαίως είναι ποιος και πώς θα εκπροσωπεί τον ταλαίπωρο φορολογούμενο. Να θυμίσουμε επίσης ότι, σε άλλες χώρες, τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των φοιτητών δεν έχουν καθοριστικό ρόλο όπως εδώ στην επιλογή των πρυτάνεων στο πλαίσιο μιας γενικευμένης συναλλαγής. Κάπως αλλιώς φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία στο πανεπιστήμιο σε χώρες λιγότερο ανεπτυγμένες από εμάς!
Με τις προτάσεις αυτές, «βάλλεται η αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων» μας λένε, που είναι άλλωστε και «συνταγματικά κατοχυρωμένη». Και προς επίρρωσιν του επιχειρήματος αυτού, αναζητούνται οι ειδικοί που θα υποστηρίξουν την αντισυνταγματικότητα των συγκεκριμένων προτάσεων. Εμείς ειλικρινά θα ανησυχούσαμε αν τα εξωπανεπιστημιακά μέλη διορίζονταν από το υπουργείο, γιατί τότε πιθανότατα θα επιλέγονταν συντοπίτες ή συγγενείς του εκάστοτε υπουργού. Ευτυχώς όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο στη συγκεκριμένη πρόταση. Ο τρόπος επιλογής παραμένει σίγουρα ένα κρίσιμο θέμα προς συζήτηση, αρκεί να γίνεται χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες. Θα ήταν πράγματι συγκινητική αυτή η ευαισθησία των θεσμικών και συνδικαλιστικών εκπροσώπων της πανεπιστημιακής κοινότητας, αν μπορούσαμε να ξεχάσουμε τη θλιβερή πραγματικότητα που βιώνουμε εδώ και χρόνια στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ας την περιγράψουμε συνοπτικά, αν και είναι πλέον ευρύτερα γνωστή: καθοριστικός ρόλος του κράτους (του πελατειακού που έχουμε εδώ στην Ελλάδα, όχι άλλου) ακόμη και στην καθημερινή λεπτομέρεια, έντονη παρουσία των κομμάτων στη διοίκηση και τη νομή της εξουσίας (έτσι αντιλαμβάνονται το πανεπιστήμιο, δεν έχουν μάθει αλλιώς), εκτεταμένη διαφθορά και διογκούμενη ανομία που συχνά καταλήγει σε βία. Αυτού του είδους την αυτοδιοίκηση υπερασπίζονται οι θεσμικοί και συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι της πανεπιστημιακής κοινότητας; Πόσοι από αυτούς έχουν τολμήσει να μιλήσουν για την ουσία του προβλήματος, αντί να υποκρίνονται χρησιμοποιώντας την ξύλινη γλώσσα του πολιτικού λόγου που διδάσκεται καθημερινά στα τηλεπαράθυρα; Λίγοι, είναι η απάντηση. Οι άριστοι (κακιά λέξη και αυτή στην εποχή του δημοκρατικού λαϊκισμού) έχουν αναγκαστεί να αποτραβηχτούν από τα κοινά, στο πανεπιστήμιο όπως και στην πολιτική- οι πιο πολλοί τουλάχιστον. Τον χώρο κατέλαβαν οι ατσίδες, αυτοί που μπορούν να συναλλάσσονται με τους πάντες και τα πάντα. Ετσι χρεοκόπησε τελικά η χώρα, μαζί με το πολιτικό σύστημα. Τα πανεπιστήμια δεν μπορούσαν να μείνουν απέξω.
Η αλήθεια είναι ότι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, οι θεσμικοί και συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι της πανεπιστημιακής κοινότητας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Το ίδιο ακριβώς ισχύει στην πλειοψηφία και για τους πολιτικούς, όπως και για τους συνδικαλιστές. ΄Ατομα και νοοτροπίες που μας έφεραν στη χρεοκοπία και στη διεθνή ανυποληψία. Αν δεν καταλάβουμε τι πήγε στραβά και δεν αλλάξουμε, τα χειρότερα είναι μπροστά μας.

ΒΗΜΑ,Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010.

19 Δεκ 2010

Η ελληνική περεστρόικα

Το τέλος της Σοβιετικής Ενωσης είναι λίγο-πολύ γνωστό. Το οικονομικό της σύστημα βρισκόταν σε τροχιά ταχύτατης παρακμής όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ επιχείρησε να το διασώσει μεταρρυθμίζοντάς το. Η ελεγχόμενη αυτή μεταρρύθμιση, γνωστή και ως περεστρόικα, τελικά απέτυχε γιατί και η σήψη είχε προχωρήσει πολύ βαθιά και το σύστημα ήταν ιδιαίτερα άκαμπτο. Η αποτυχία της περεστρόικας σήμανε την κατάρρευση ολόκληρου του σοβιετικού οικοδομήματος.

Τηρουμένων των αναλογιών, η προσαρμογή, η καλύτερα διόρθωση της ελληνικής οικονομίας μέσω του Μνημονίου αποτελεί ένα είδος περεστρόικας: μια απόπειρα, δηλαδή, συνολικής και ριζικής μεταρρύθμισης ενός ολόκληρου άρρωστου συστήματος, κυριολεκτικά στο παρά πέντε. Υπάρχουν διχογνωμίες ως προς τον βέλτιστο συνδυασμό δημοσιονομικών και διαρθρωτικών παρεμβάσεων, κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί πως το υπάρχον καθεστώς έχει ξοφλήσει οριστικά.
Η αναλογία με τη σοβιετική περεστρόικα έχει βέβαια μεταφορικό χαρακτήρα, καθώς οι διαφορές ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι τεράστιες. Αξίζει όμως να σημειωθεί μία απ’ αυτές. Στην περίπτωση της Σοβιετικής Ενωσης, το σύστημα είχε περιορισμένα ερείσματα, καθώς είχε ταυτιστεί με το τέλμα και την γενικευμένη φτώχεια του υπαρκτού σοσιαλισμού, μια πραγματικότητα που αποδόθηκε με μοναδικό τρόπο από έναν γνωστό αφορισμό των εργαζομένων: «Κάνουν πως μας πληρώνουν και κάνουμε πως δουλεύουμε». Οσοι μάλιστα αντιδρούσαν τότε στις μεταρρυθμίσεις εκείνες, το έκαναν περισσότερο στο όνομα των γεωπολιτικών συμφερόντων της αυτοκρατορίας και λιγότερο λόγω αντιρρήσεων που είχαν για την οικονομική τους λογική. Επιθυμούσαν, μ’ άλλα λόγια, η οικονομική επανάσταση να μην συνοδεύεται από πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
Βρισκόμαστε σήμερα στον αντίποδα της Σοβιετικής Ενωσης. Οι στρεβλώσεις του «παλαιού καθεστώτος» της τριακονταετίας έχουν ταυτιστεί στη χώρα μας με μια μακρά περίοδο αδιάκοπης ευημερίας. Είναι, επομένως, εντελώς φυσικό το Μνημόνιο να συναντά ισχυρές αντιδράσεις, ιδιαίτερα από την πλευρά των οργανωμένων συντεχνιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που ωφελήθηκαν ιδιαίτερα και που έχουν να χάσουν κάτι πολύ παραπάνω από τις αλυσίδες τους. Το μέγεθος των εμποδίων που υψώνονται μπροστά στις μεταρρυθμίσεις γίνεται ακόμη πιο σαφές αν αναλογιστεί κανείς πως οι συντεχνίες αυτές αποτελούν κεντρικό στοιχείο του ευρύτερου πολιτικού συστήματος, το οποίο εξακολουθεί να διαχειρίζεται τις τύχες της χώρας παρότι την οδήγησε στη χρεοκοπία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί αναμφίβολα η πρόσφατη ομόφωνη απόρριψη από την έκτακτη Σύνοδο των πρυτάνεων ΑΕΙ του κειμένου των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που κατέθεσε η κυβέρνηση για την ανώτατη εκπαίδευση. Οι πρυτάνεις, εκλεγμένοι ουσιαστικά από τους κομματικούς μηχανισμούς που κυριαρχούν στο πανεπιστήμιο, διοικούν ένα σύνολο βαθύτατα προβληματικών οργανισμών που και κοστίζουν ακριβά στο κοινωνικό σύνολο και παράγουν ένα εντελώς υποβαθμισμένο προϊόν. Παρά τις αρκετές αξιόλογες εξαιρέσεις, η επιστημονική έρευνα παραμένει σε χαμηλό επίπεδο, ενώ οι κύριοι χρήστες του πανεπιστημίου, οι φοιτητές, αποφοιτούν με ένα μέσο επίπεδο δεξιοτήτων που τους καθιστά ελάχιστα ανταγωνιστικούς και, άρα, εν δυνάμει μη απασχολήσιμους στη συνεχώς διευρυνόμενη παγκόσμια αγορά. Είναι ενδεικτικό, πως όσοι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να σπουδάσουν απευθείας στο εξωτερικό παρακάμπτουν τα ΑΕΙ εντελώς, συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω πτώση της ποιότητας του συστήματος.
Το πρόβλημα, δυστυχώς, δεν σταματάει εκεί. Η δυσλειτουργία των ΑΕΙ δηλητηριάζει ολόκληρη την κοινωνία, παράγοντας σημαντικές «αρνητικές εξωτερικότητες», όπως αποκαλούν οι οικονομολόγοι τον αρνητικό αντίκτυπο σε τρίτους. Το πανεπιστήμιο φέρει τεράστια ευθύνη για τη διάχυση μιας κουλτούρας μετριότητας και ανορθολογισμού. Τα τηλεοπτικά παράθυρα, για παράδειγμα, αποτελούν μετεξέλιξη σε ύφος και ήθος, των φοιτητικών συνελεύσεων. Εξακολουθεί, επίσης, να ειδικεύεται στην παραγωγή ενός ανθρωπότυπου, του «επαγγελματία» συνδικαλιστή, που κυριαρχεί στα κόμματα και όχι μόνο, ενώ συμβάλλει ακόμα και στην υποβάθμιση του κέντρου της πρωτεύουσας μέσω των επιπτώσεων που έχει πάνω σ’ αυτό ο χρεοκοπημένος θεσμός του «πανεπιστημιακού άσυλου».
Μια υγιής κοινωνία θα επεδίωκε την άμεση και ριζική αλλαγή του ξεπεσμένου αυτού συστήματος. Αντ’ αυτού όμως οι πρυτάνεις, συνεπικουρούμενοι από τους κομματικούς μηχανισμούς των πανεπιστημίων, απορρίπτουν την (ατυχώς) ήπια μεταρρύθμιση που έχει προταθεί και επιδιώκουν, απειλώντας με αναταραχές, να συνεχιστεί απρόσκοπτα το υπάρχον καθεστώς παρά την εμφανή και παταγώδη αποτυχία του. Το κόστος καλούνται να πληρώσουν οι ευσυνείδητοι πανεπιστημιακοί και φοιτητές, αλλά και ολόκληρη η κοινωνία. Η πραγματικότητα των ΑΕΙ απλώς αντανακλά μια γενικότερη νοοτροπία και πρακτική.
Μια ενδεχόμενη αποτυχία του Μνημονίου μπορεί να προκληθεί από διαφορετικές αιτίες. Μπορεί ο κρατικός μηχανισμός να γονατίσει μπροστά στο βάρος των αλλαγών που καλείται να εφαρμόσει. Μπορεί το χρέος να αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερο από τη δυνατότητά μας να το διαχειριστούμε. Μπορεί οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία ή την Ευρωπαϊκή Ενωση να αποβούν αρνητικές για τη χώρα μας. Μπορεί, τέλος, οι αντιδράσεις του ευρύτερου πολιτικού συστήματος να μην καμφθούν. Οποια και να είναι η αιτία όμως, είναι σίγουρο ότι, όπως και στη Σοβιετική Ενωση, την αποτυχία της περεστρόικας θα ακολουθήσει η γενική κατάρρευση. Και, όπως εκεί, όσοι θεωρούν σήμερα πως το καθεστώς του Μνημονίου είναι βίαιο, θα ανακαλύψουν τι ακριβώς σημαίνει βίαιη προσαρμογή.
Tου Στάθη Ν. Καλύβα, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Yale, από την Καθημερινή, 17-12-2010.
Σχετικό άρθρο γράψαμε και εμείς στις 8 - 4 - 2010, με τίτλο: "Ας τελειώνουμε πια με την «τελευταία σοβιετικού τύπου δημοκρατία στην Ευρώπη»".  http://elpinoras.blogspot.com/2010/04/blog-post_08.html

18 Δεκ 2010

Ψηφιακό ρήγµα

Φανταστείτε λίγο τον διάλογο: «Οι διαρροές είναι θλιβερές», λέει ο Οµπάµα στον Ερντογάν. «Μην ανησυχείς, δεν θα επηρεάσουν τις σχέσεις µας», απαντά ο δεύτερος. Οι διαρροές ή το περιεχόµενό τους;

Ενα ισχυρό σύµπτωµα της σχέσης µας µε την ψηφιακή κουλτούρα: έτσι βλέπει την υπόθεση Wikileaks ο Μιλάντ Ντουιχί, καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Λαβάλ του Κεµπέκ και συγγραφέας, µεταξύ άλλων, της «Μεγάλης Ψηφιακής Μετατροπής» (Εκδ. Seuil). Μα υπάρχει τέτοια κουλτούρα; Ναι, στον βαθµό που µεταβάλλει τη µατιά µας στα πράγµατα, τους θεσµούς και τις πρακτικές. Και το κάνει, µετατρέποντας τον πολίτη σε εξουσιοδοτηµένο αναγνώστη και ενηµερωµένο ακροατή. Από τη διάκριση µεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωµένων,που τους χώριζε η πρόσβαση στα απόκρυφα της εξουσίας και τα µυστικά των πολιτικών αποφάσεων, έχουµε περάσει πλέον σε µια υβριδική και πιο πολύπλοκη εποχή, όπου ο πολίτης διαθέτει καινούργιους τρόπους δράσης. Το ζητούµενο είναι ποια κατεύθυνση θα έχει αυτή η δράση.
Ενα από τα µαθήµατα αυτής της υπόθεσης,γράφειο Ντουιχί στη «Μοντ», είναι η ανάγκη να επανεξεταστούν οι θεωρίες της«δηµόσιας διπλωµατίας» (public diplomacy) και της «ήπιας εξουσίας» (soft power) που είναι της µόδας στις Ηνωµένες Πολιτείες. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης και συµµετοχής των πολιτών παίζουν σηµαντικό ρόλο στις στρατηγικές της δηµόσιας επικοινωνίας και στην προώθηση συγκεκριµένων συµφερόντων. Γιατί όµως αυτά τα εργαλεία να τυγχάνουν µονόδροµης χρήσης, αφού η βασική αρχή τους είναι ηαντικατάσταση των ιεραρχικών δοµών από µια οριζόντια και ισότιµη επικοινωνία; Αν η διπλωµατία είναι η τέχνη του ρεαλισµού, δεν πρέπει, εκτός από το να χρησιµοποιεί αυτά τα εργαλεία, να λαµβάνει υπόψη και τις άλλες χρήσεις τους; Μπορεί η «δηµόσια διπλωµατία» να στηρίζεται σε µυστικά έγγραφα; Η µήπως η πολιτική των µεγάλων χωρών πρέπει να είναι προστατευµένη από τους περιορισµούς και τις δοκιµασίες του ψηφιακά ανανεωµένου δηµόσιου χώρου;
Ο πολίτης είναι σήµερα πάνω απ’ όλα ένας πρωταγωνιστής που διαβάζει και συγκρίνει αδιάκοπα από τη µια µεριά πληροφορίες και γνώσεις, συχνά περιθωριακού χαρακτήρα, κι από την άλλη επίσηµους λόγους. Η σύγκρουση µεταξύ των δύο αυτών πηγών, αποτέλεσµα σε µεγάλο βαθµό της ψηφιακής κουλτούρας, βρίσκεται στον πυρήνα της σύγχρονης ιδιαιτερότητάς µας. Η πολιτική πρέπει να βρει µια νέα ηθική και έναν νέο τρόπο λειτουργίας, πιο προσαρµοσµένα στην αναδυόµενη κοινωνικότητα. Η υπόθεση Wikileaks δεν αποτελεί παρά µια ένδειξη, χωρίς άλλο σοβαρή, ενός διαφαινόµενου ψηφιακού ρήγµατος ανάµεσα στην πολιτική και τους πολίτες. Για να αποτραπεί η εδραίωση αυτού του ρήγµατος, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πραγµατικότητες και οι δυνατότητες του ψηφιακού περιβάλλοντος. Αλλιώς, διάλογοι σαν κι αυτόν ανάµεσα στον Οµπάµα και τον Ερντογάν δεν θα προκαλούν παρά ειρωνικά χαµόγελα για τον υποκριτικό τους χαρακτήρα.
Του Μιχάλη Μητσού, από το Blog, Διαστάσεις: http://diastaseis.blogspot.com/, 13/12/2010.

15 Δεκ 2010

Το ΠΑΣΟΚ έχει 63% πιθανότητες να επανεκλεγεί!

Σύμφωνα με την λαϊκή σοφία η επανεκλογή του κυβερνώντος κόμματος στο μέλλον θα είναι εξαιρετικά δύσκολη λόγω των «σκληρών» δημοσιονομικών μέτρων που αναγκάζεται να πάρει. Καμιά κυβέρνηση, σύμφωνα πάντοτε με την λαϊκή σοφία, δεν θα μπορέσει να αντέξει τα «αντιλαϊκά» μέτρα τα οποία καλείται να λάβει η σημερινή κυβέρνηση.

Πόσο δίκιο έχει άραγε η λαϊκή σοφία; Δεν είναι άραγε αυτονόητο ότι μια κυβέρνηση που κόβει μισθούς και συντάξεις και αυξάνει τους φόρους θα αντιμετωπίσει την λαϊκή οργή στις επόμενες εκλογές; Ίσως να είναι αυτονόητο. Όμως δεν είναι και σωστό. Αυτονόητο είναι επίσης ότι ο ήλιος ανατέλλει από την Ανατολή και δύει στην Δύση-όμως από την σκοπιά της Φυσικής πρόκειται για ανοησία.
Ανάλογα ισχύουν και στο θέμα της επανεκλογής του ΠΑΣΟΚ. Διεθνείς επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η αυστηρότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόζει μια κυβέρνηση δεν παίζει κανένα ρόλο στην πιθανότητας επανεκλογής της! Αυτό που παίζει τον καθοριστικό ρόλο είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να μειώσει το έλλειμμα.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας πρόσφατης μελέτης τριών καθηγητών αμερικανικών πανεπιστημίων (Α.Alesina-Harvard,,D.Carloni-Berkeley, Gianpaolo Lecce –New York).*Η μελέτη είχε ως δείγμα 19 πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ για μία περίοδο 33 ετών-μεταξύ των ετών 1975 και 2008. Πρόκειται για τις Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Καναδά, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμάνια, Ελλάδα(1990-1994), Ιρλανδία (1986-1989), Ιταλία, Ιαπωνία, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία ,Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ.
Εκεί εντόπισαν δέκα περιπτώσεις στις οποίες έγινε η σκληρότερη δημοσιονομική προσαρμογή (μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος άνω του 1.5% του ΑΕΠ). Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα των εκλογών στις 10 χώρες που αναγκάσθηκαν να πάρουν τα σκληρότερα μέτρα με τις υπόλοιπες ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχε αισθητή διαφορά όσον αφορά το εκλογικό αποτέλεσμα. Στις χώρες που εφάρμοσαν σκληρά μέτρα έγιναν εκείνη την περίοδο 19 εκλογές εκ των οποίων το κόμμα που είχε την εξουσία έχασε στις 7( 37% των περιπτώσεων). Το ποσοστό αυτό δεν διέφερε ουσιαστικά από τα αποτελέσματα των εκλογών στις χώρες που δεν πέρασαν από περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής: εκεί αλλαγές κυβερνήσεων συνέβησαν στο 40% των εκλογών. Διευρύνοντας την ανάλυση τους και εξετάζοντας όλες τις 60 περιπτώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής (και όχι μόνο τις 10 σκληρότερες) η μελέτη βρήκε ότι η πιθανότητα να χάσει τις εκλογές η κυβέρνηση που έλαβε τα μέτρα ήταν μόλις 40%!
Όμως η έρευνα αποκάλυψε και ένα άλλο ενδιαφέρον γεγονός: Ότι ο τρόπος μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος –αν δηλαδή οι κυβερνήσεις θα μειώσουν τις δαπάνες η θα αυξήσουν τους φόρους -παίζει καθοριστικό ρόλο στην επανεκλογή μιας κυβέρνησης. Έτσι το κυβερνών κόμμα έχασε την εξουσία μόνο στο 20% των εκλογών σε χώρες όπου οι μειώθηκαν οι κρατικές δαπάνες. Αντίθετα οι κυβερνήσεις απώλεσαν την εξουσία στο 56% των εκλογών στις χώρες που προσπάθησαν να μειώσουν το έλλειμμα αυξάνοντας τους φόρους.
Το ερώτημα το οποίο φυσικά προβάλλει είναι γιατί λοιπόν οι κυβερνήσεις φοβούνται να μειώσουν τις δαπάνες και να λάβουν τα σκληρά μέτρα που απαιτούνται παρ όλο που η λήψη αυτών των μέτρων δεν φαίνεται να τις επηρεάζει εκλογικά. Σύμφωνα με την μελέτη οι λόγοι είναι κυρίως δυο:
  • Ο φόβος της ανάληψης ρίσκου. Οι κυβερνήσεις που κατέχουν την εξουσία συνήθως δεν επιθυμούν να αλλάξουν τα «κακώς κείμενα» και ακολουθούν μια προσεκτική πολιτική αναβάλλοντας τις μεταρρυθμίσεις.
  • Ο φόβος της αντίδρασης των συντεχνιών του δημοσίου. Το πολιτικό παιχνίδι δεν εντοπίζεται μόνο στις εκλογές και στον ψηφοφόρο. Περιλαμβάνει και άλλες διαστάσεις-η πιο σημαντική από τις οποίες είναι η δράση των ομάδων συμφερόντων. Ακόμα και αν οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει μια κυβέρνηση υποστηρίζονται από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος οι μακροπρόθεσμες ζημιές (απεργίες, δυσφήμηση από τα ΜΜΕ, κλπ) που θα της προκαλέσει ο «πόλεμος φθοράς» των θιγόμενων συντεχνιών μπορεί να είναι καταστροφικές. Οι εκλογές λοιπόν δεν είναι το παν.
Φυσικά μέχρις ότου γίνουν εκλογές στην Ελλάδα μπορεί να συμβούν πολλά πράγματα που να δυσχεράνουν την επανεκλογή του κυβερνώντος κόμματος. Όμως η εφαρμογή ενός αυστηρού δημοσιονομικού προγράμματος για την μείωση του ελλείμματος δεν είναι ένα από αυτά-στο βαθμό φυσικά που η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να περιορίσει το έλλειμμα μειώνοντας τις δαπάνες και όχι αυξάνοντας τους φόρους.
*”The Electoral Consequences of Large Fiscal Adjustments”.Μπορει να το βρει κανείς στο www.economics.harvard.edu/faculty/alesina/unp
Του Τάκη Μίχα, από το protagon.gr, 15/12/2010.

13 Δεκ 2010

Η ευθύνη των επιχειρήσεων

Ο μεγάλος κυνικός του 19ου αιώνα Αμπρός Μπίερς συνόψισε τη μεγάλη συζήτηση του καιρού του –που αφορούσε την υπόσταση των νομικών προσώπων– με τον εξής αφορισμό: «επιχείρηση είναι ένας μεγαλοφυής μηχανισμός για να αποκτάς ατομικά κέρδη χωρίς ατομική ευθύνη». Αν ζούσε στην Ελλάδα, θα πρόσθετε το «και χωρίς κοινωνική ευθύνη».
Ο θεσμός της επιχείρησης ήταν ένας μεγαλοφυής και εξαιρετικά παραγωγικός μηχανισμός. Δημιουργήθηκε για να κινητροδοτήσει τις επενδύσεις, αφαιρώντας την πλήρη ατομική ευθύνη στην αποτυχία, πέρα από την αρχική συμβολή των μετόχων στο εταιρικό κεφάλαιο. Ξεχώρισαν από τα φυσικά πρόσωπα στα πάντα. Εχουν δικό τους όνομα και δική τους νομική υπόσταση. Εξ ορισμού «έχουν δικαιώματα, προνόμια, ευθύνες, υποχρεώσεις απέναντι στον νόμο, όπως ακριβώς και τα φυσικά πρόσωπα».
Αυτό είναι λογικό. Για παράδειγμα, μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να προσφεύγει στη Δικαιοσύνη για να λύνει τις διαφορές της με άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα. Συνεπώς, πρέπει να πληρώνει και το κόστος λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Τα αυτοκίνητα που ανήκουν σε κάποιο νομικό πρόσωπο κυκλοφορούν στους ίδιους δρόμους που πληρώνουν οι φορολογούμενοι· δεν υπερίπτανται αυτών. Τα γραφεία μιας επιχείρησης δεν φρουρούνται με εθελοντικές περιπολίες των μετόχων· προστατεύονται από την Ελληνική Αστυνομία.
Επομένως, ένα νομικό πρόσωπο δεν πρέπει να συγχέεται με τα φυσικά πρόσωπα. Ούτε ως προς τις απολαβές, αλλά ούτε ως προς τις υποχρεώσεις. Οπως θα ήταν παράλογο να μην προστατεύονται από την Αστυνομία τα γραφεία μιας εταιρείας, επειδή προστατεύονται οι μέτοχοί της, εξίσου παράλογο είναι να μη φορολογούνται τα εισοδήματα των μετόχων, επειδή φορολογούνται τα κέρδη των εταιρειών. Δεν μπορεί να υπάρχουν διαφορετικά μέτρα στα δικαιώματα και άλλα σταθμά στις υποχρεώσεις.
Τώρα, όμως, την ώρα της μεγάλης κρίσης, τώρα που όλοι πρέπει να συμβάλουν για να διορθωθούν τα χάλια της ελληνικής οικονομίας, διάφοροι παραγωγικοί και μη φορείς ανερυθρίαστα πιέζουν για μείωση της φορολογίας των διανεμόμενων κερδών. Η επιχειρηματολογία τους βασίζεται στις ίδιες υποσχέσεις που δόθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν και δεν τηρήθηκαν. (Την εποχή των παχιών αγελάδων οι ελληνικές επιχειρήσεις απήλαυσαν σημαντικές φοροαπαλλαγές και στα διανεμόμενα κέρδη. Οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώθηκαν).
Πιο εξοργιστικό δεν είναι το γεγονός ότι υπάρχουν Ελληνες επιχειρηματίες που εκβιάζουν μια χώρα εν κινδύνω. Είναι οι σοφιστείες που χρησιμοποιούνται περί διπλής φορολόγησης των επιχειρήσεων. Θολώνουν τα αδιανέμητα κέρδη με τα προσωπικά εισοδήματα, προσπαθώντας να αποφύγουν τη φορολόγηση των δεύτερων.
Εντυπωσιακό είναι επίσης το γεγονός πόσο κοντόφθαλμη πολιτικά είναι η αστική τάξη, αυτή που, τέλος πάντων, έχουμε. Σε μια εποχή κατακλυσμιαίων αλλαγών στη χώρα, τώρα που πρέπει να οικοδομηθεί ένα πλαίσιο ελευθερίας για την επιχειρηματικότητα, απαλλαγμένο από τις αριστερές δεισιδαιμονίες, αυτό που οι Ελληνες επιχειρηματίες σκέφτονται είναι το βραχυπρόθεσμο κέρδος ή έστω η χαμηλότερη φορολόγησή του. Σε ένα πλοίο που κινδυνεύει να βουλιάξει διαγκωνίζεται για το ψητό στον μπουφέ. Σε μια κοινωνία που προτείνει να προστεθεί το αλάτι της αδικίας στις πληγές. Κι αυτό είναι χειρότερο από έγκλημα. Είναι λάθος!
Tου Πάσχου Mανδραβέλη, από την Καθημερινή, 12-12-2010.

8 Δεκ 2010

PISA: Πήραν κάτω από τη βάση οι Ελληνες μαθητές στην Κατανόηση Κειμένου, Μαθηματικά και Φυσικές Επιστήμες

Στην ομάδα των χωρών με τις χαμηλότερες επιδόσεις (μέσες επιδόσεις των μαθητών χαμηλότερες από τη μέση επίδοση των χωρών του ΟΟΣΑ) , κατατάσσεται η Ελλάδα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Διεθνούς Προγράμματος για την Αξιολόγηση των Μαθητών - PISA (Programme for International Student Assessment), σχετικά με τις μαθητικές επιδόσεις στις 34 χώρες μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που έγινε το Μάρτιο του 2009.

Συγκριμένα η Ελλάδα:
- Στην Κατανόηση Κειμένου με μέσο όρο επίδοσης 483 μονάδες κατατάσσεται 25η μεταξύ των 34 χωρών του ΟΟΣΑ (μέσος όρος χωρών του ΟΟΣΑ-493 μονάδες, 1η η Κορέα –539 μονάδες- & τελευταίο το Μεξικό –425 μονάδες).

- Στα Μαθηματικά με μέσο όρο επίδοσης 466 μονάδες κατατάσσεται 30η μεταξύ των 34 χωρών του ΟΟΣΑ (μέσος όρος χωρών του ΟΟΣΑ-496 μονάδες, 1η η Κορέα –546 μονάδες- & τελευταίο το Μεξικό –419 μονάδες).
- Στις Φυσικές Επιστήμες με μέσο όρο επίδοσης 470 μονάδες κατατάσσεται 30η μεταξύ των 34 χωρών του ΟΟΣΑ (μέσος όρος χωρών του ΟΟΣΑ-501 μονάδες, 1η η Φιλανδία –554 μονάδες- & τελευταίο το Μεξικό –416 μονάδες).
Σε σχέση με προηγούμενους κύκλους του διαγωνισμού, η Ελλάδα δεν διαφοροποιεί ουσιαστικά τη συνολική θέση της αν και εμφανίζει μια σημαντική βελτίωση της επίδοσης των μαθητών στα Μαθηματικά σε σχέση με το PISA 2003, μια μικρή βελτίωση στην Κατανόηση Κειμένου σε σχέση με το PISA 2000, αλλά ταυτόχρονα και μια μικρή υποχώρηση στις Φυσικές Επιστήμες σε σχέση με το PISA 2006.
Επιπλέον, προκύπτει ότι στην Ελλάδα η κοινωνικό-οικονομικό-πολιτισμική κατάσταση του μαθητή δεν είναι τόσο ισχυρός παράγοντας στην εξήγηση των επιδόσεων των μαθητών όσο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Το Υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, που ήδη έχει τα αποτελέσματα έχει «δρομολογήσει» την εφαρμογή του Νέου Σχολείου, στοχεύοντας την αλλαγή αυτής της εικόνας της χώρας στον παγκόσμιο εκπαιδευτικό χάρτη. Για το σκοπό αυτό έχει ήδη δρομολογήσει το σχεδιασμό νέων Προγραμμάτων Σπουδών για όλες τις βαθμίδες, από το Δημοτικό έως το Λύκειο. Στόχος των συνδυασμένων δράσεων είναι:
Η ποσοτική βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών μας από τον επόμενο διαγωνισμό του PISA (2012) και η άνοδος από την τελευταία στη μεσαία ομάδα χωρών στο μεθεπόμενο διαγωνισμό του PISA (2015).
Τι είναι το Πρόγραμμα PISA;
Το PISA (Programme for International Student Assessment) είναι ένα πρόγραμμα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που διεξήχθη για πρώτη φορά το 2000 και έκτοτε υλοποιείται κάθε τρία χρόνια. Πρόκειται για μια συνεργατική προσπάθεια εβδομήντα πέντε χωρών (34 χώρες μέλη του ΟΟΣΑ και 41 συνεργαζόμενες χώρες) που αποσκοπεί στην ανά τριετία παρακολούθηση των εκπαιδευτικών συστημάτων με όρους επίδοσης των μαθητών στην Κατανόηση Κειμένου (Γλώσσα), τα Μαθηματικά και της Φυσικές Επιστήμες (δίνεται έμφαση σε ένα από αυτά τα τρία μαθήματα σε κάθε κύκλο του προγράμματος, με την έμφαση στο PISA 2009 να είναι στη Γλώσσα).
Το PISA εστιάζεται στην αποτίμηση της ικανότητας των 15χρονων μαθητών/τριών να χρησιμοποιούν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προσκλήσεις της καθημερινής ζωής. Ειδικότερα, το πρόγραμμα PISA αξιολογεί τον αναγνωστικό, το μαθηματικό και τον επιστημονικό εγγραμματισμό των μαθητών/τριών, που ολοκληρώνουν την υποχρεωτική τους εκπαίδευση. Επιπλέον, το PISA συλλέγει δεδομένα για τους ίδιους τους μαθητές, τις οικογένειές τους και τα εκπαιδευτικά συστήματα των συμμετεχουσών χωρών, τα οποία μπορούν να συμβάλλουν στην ερμηνεία των διαφορών στις επιδόσεις των χωρών αυτών.

Ρεπορτάζ:esos.gr

5 Δεκ 2010

Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας











Κάπως έτσι πρέπει να ήταν και τότε, όταν οι κάτοικοι της καταδικασμένης πόλης επέμεναν να ζουν τις ζωές τους όπως πριν, ανίκανοι να ερμηνεύσουν τα σήματα που τους έστελνε το ηφαίστειο – το τόσο οικείο, στη σκιά του οποίου ζούσαν αυτοί και οι πρόγονοί τους, στις πλαγιές του οποίου καλλιεργούσαν τα αμπέλια των παππούδων τους. Η ανθρώπινη συνήθεια –η κατανόηση της αλληλουχίας ζωής και θανάτου– αφόπλισε τα ένστικτα επιβίωσης του καθενός και της κοινωνίας. Από τη μια στιγμή στην άλλη, οι άνθρωποι, τα ζώα τους, οι περιουσίες τους, πέρασαν από την καθημερινότητα στην καταστροφή.

Σήμερα κανείς δεν ξέρει πώς αυτή η κρίση –η προσωπική, η εθνική, η παγκόσμια– θα αλλάξει εμάς και τον κόσμο. Δεν μπορούμε να πούμε (εκτός από τους καθ’ έξιν καταστροφολόγους ανάμεσα μας) ότι ήρθε το τέλος. Αυτό που γνωρίζουμε, όμως, είναι ότι τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Στην καλύτερη περίπτωση, καταλάβαμε καλά ότι ούτε η δική μας εποχή εξαιρείται από τους βίαιους κανόνες της φύσης, ούτε εμείς από τις συνέπειες των λαθών μας. Κρατάμε ακόμα τα στοιχεία της καθημερινότητας, προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα με τις στάχτες που άρχισαν να πέφτουν πάνω μας, αλλά βλέπουμε άλλους να πέφτουν και να δυσκολεύονται να σηκωθούν, και για πρώτη φορά αισθανόμαστε ότι ίσως η τέφρα θα γίνει ο τάφος μας.
Ισως είναι σύμπτωση ότι στην ίδια την Πομπηία τον τελευταίο μήνα κατέρρευσε ένα κτίριο και μέρος ενός άλλου – οι σημαντικότερες απώλειες απ’ όταν η πόλη θάφτηκε στις στάχτες του Βεζούβιου το 79 μ.Χ. Ισως, όμως, είναι απόδειξη ότι, στις μέρες μας, η οικονομική κρίση, η κρατική ανικανότητα σε τόσα πράγματα και αδιαφορία (σε μικρό ή μεγάλο βαθμό) προς τη διαχείριση της ιστορικής κληρονομιάς, καθώς και οι συνέπειες της αλλαγής του κλίματος, αποτελούν ένα τοξικό μείγμα το οποίο δηλητηριάζει το σήμερα και καταδικάζει το χθες και το αύριο.
Σε παγκόσμια κλίμακα, τι βλέπουμε, πέρα από τα οικονομικά αδιέξοδα και τις κλιματικές αλλαγές που αναφέραμε; Η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται στη σοβαρότερη κρίση από την ίδρυσή της, με ηγέτες ανίκανους να την ωθήσουν προς την ισχυρότερη ένωση και τη σωτηρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βυθίζονται στην αυτοκαταστροφή της ανόητης εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης και της εμπλοκής σε πολλές ατελέσφορες διεθνείς κρίσεις. Δεν φαίνονται να πετυχαίνουν τη δική τους ανάκαμψη ούτε αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο στην αναμόρφωση του διεθνούς οικονομικού και πολιτικού συστήματος εν όψει των όλο και μεγαλύτερων κρίσεων που αυτό αντιμετωπίζει. Εάν δεν γίνουν σοβαρές προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση, αν αποτύχει η σημερινή παρέμβαση της Ε.Ε. και του ΔΝΤ στην Ευρώπη, σύντομα όποια χώρα αντιμετωπίζει πρόβλημα δεν θα μπορεί να βρει στήριγμα πουθενά. Με όλα αυτά, ο πολίτης αισθάνεται πιο ευάλωτος, πιο γυμνός, από ποτέ.
Και εμείς εδώ –ζαλισμένοι φύλακες αυτών των βράχων μέσα στη θάλασσα– τι κάνουμε; Αρχίσαμε να βλέπουμε τις πραγματικές διαστάσεις του κινδύνου: η συσσώρευση χρεών και κάθε είδους σκουπιδιών, και η σχεδόν καθολική αδιαφορία για το κοινό καλό, σχημάτισαν όχι ένα βουνό, αλλά ένα ηφαίστειο που ελευθέρωσε δυνάμεις ικανές να μας αφανίσουν. Ποτέ δεν ήταν τόσο μόνος αυτός ο λαός – είτε σαν κράτος στην κοινωνία των κρατών είτε σαν πολίτης μέσα στη χώρα του. Οχι ότι η ελληνική ιστορία δεν είναι μια αλυσίδα από πολέμους, ξένες κατοχές, επαναστάσεις, πραξικοπήματα, εμφύλιες συρράξεις, αδικίες, λοιμούς, φυσικές καταστροφές και ανυπέρβλητα χρέη. Η διαφορά σήμερα είναι ότι αισθανόμαστε πως δεν έχουμε πια τους εσωτερικούς πόρους για να αντιμετωπίσουμε την κρίση ούτε τους φίλους που είχαμε. Δεν ζούμε πια σε κοινωνία όπου ο ένας μπορεί να βοηθήσει τον άλλον· αφήσαμε το χωριό γι’ αυτό που πιστεύαμε ότι ήταν σύγχρονο κράτος, αλλά το υπονομεύσαμε οι ίδιοι με τις συμπεριφορές μας. Την ίδια ώρα, δεν υπάρχουν ξένες δυνάμεις οι οποίες –για όποιους λόγους– θα μας βοηθήσουν την κρίσιμη στιγμή, όπως έκαναν τόσες φορές στο παρελθόν.
Σήμερα η βοήθεια από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να περιμένουμε, με όλες τις δυσκολίες που αυτή δημιουργεί για την κοινωνία μας. Έχοντας προκαλέσει μόνοι μας την καταστροφή, δεν μπορούμε να περιμένουμε περισσότερα από κανέναν. Σαν τους γείτονές μας στην Πομπηία, δεν γνωρίζουμε αν όποια προσπάθεια διαφυγής και σωτηρίας έχει κανένα νόημα πλέον. Αλλά πρέπει να την κάνουμε.

Tου Νίκου Κωνσταντάρα, από την Καθημερινή, 5 Δεκεμβρίου 2010.