"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

30 Ιουν 2013

Μας σπρώχναν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες

Του Λεωνίδα Καστανά, από το Blog,μη μαδάς τη μαργαρίτα
 
Το πιο φυσιολογικό και αναμενόμενο πολιτικό γεγονός των τελευταίων μηνών είναι η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από το κυβερνητικό σχήμα και η δημιουργία της δικομματικής κυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ.
Πριν ένα χρόνο ο Φώτης Κουβέλης έκανε την πιο σωστή και θαρραλέα επιλογή της Αριστεράς τα τελευταία 40 χρόνια. Στήριξε έμπρακτα και συμμετείχε σε μια κυβέρνηση συνεργασίας για τη σωτηρία της πατρίδας. Η επιλογή αυτή, απεκάλυπτε ένα υψηλό αίσθημα εθνικής ευθύνης, συνιστούσε το πρώτο απτό δείγμα γραφής μιας κυβερνώσας Αριστεράς και έριχνε το σπόρο για τη γέννηση μιας κουλτούρας πολιτικής συνεργασίας. Η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ έδωσε την απαραίτητη ηθική νομιμοποίηση σε μια κυβέρνηση της οποίας οι άλλοι δυο εταίροι ήταν αυτοί που οδήγησαν τη χώρα στο αδιέξοδο, αλλά η λαϊκή εντολή τους ήθελε πρωταγωνιστές στην προσπάθεια σωτηρίας της.
Έκανε όμως και ένα λάθος. Δέχτηκε να αναλάβει τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Διοικητικής Μεταρρύθμισης, δυο υπουργεία κλειδιά για την τύχη των μεταρρυθμίσεων που είχε ανάγκη η χώρα για να βγει από το τέλμα. Έτσι αποκαλύφθηκε με τον πιο κραυγαλέο τρόπο η μεταρρυθμιστική της ένδεια.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την απαλλαγή της χώρας από τα μνημόνια είναι η δημιουργία πλεονασμάτων. Και αυτά επιτυγχάνονται με την αύξηση των εσόδων από φόρους και εισφορές και την ταυτόχρονη μείωση των εξόδων. Με τη φοροδιαφυγή να αυξάνεται αλματωδώς λόγω κυρίως της βαθιάς οικονομικής ύφεσης, τι απομένει; Η μείωση των εξόδων. Μετά από το καταιγιστικό μπαράζ των οριζόντιων μέτρων που προηγήθηκε, ήρθε και η ώρα του κράτους. Ενός κράτους που πρέπει να αλλάξει όχι μόνο για να γίνει πιο οικονομικό αλλά κυρίως για να γίνει πιο παραγωγικό.
Είναι εδώ που αρχίζει ο εφιάλτης του πολιτικού συστήματος. Κλείσιμο κάποιων, πάλαι ποτέ, εκλεκτών οργανισμών (ΕΡΤ, ΕΑΒ, ΕΒΟ κλπ), αναδιάρθρωση και σμίκρυνση άλλων και φυσικά μερικές χιλιάδες απολύσεις μόνιμων ή μη δημοσίων υπαλλήλων. Η αποψίλωση του κράτους απόμεινε τελευταία γιατί όλοι είχαν την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει και στο τέλος θα την αποφύγουν. Αλλά από τη μια η τρόικα και τα μνημόνια που έχουμε υπογράψει, από την άλλη η ίδια η ζωή ( η ανάγκη πλεονασμάτων) επιβάλλουν να μπει μαχαίρι και στις ιερές αγελάδες. Για να διασωθούν οι υπόλοιποι. Αν η ελληνική κυβέρνηση συνεχίσει να υπεκφεύγει θα ακολουθήσουν νέα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα με απρόβλεπτες συνέπειες.
Θες να είναι επίορκοι και κοπανατζήδες, θες να είναι γυμναστές που πλεονάζουν, συμβασιούχοι των ΟΤΑ που παραμένουν με δικαστικά κόλπα, μυστήριοι ΙΔΑΧ, πελάτες που βολεύτηκαν εντός αλλά εκτός ΑΣΕΠ, ήρθε η ώρα κάποιοι να φύγουν. Ήρθε η ώρα να πληρώσει και το δημόσιο τον κεφαλικό φόρο που του αναλογεί. Και από πίσω έρχονται οι ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ, ο εξορθολογισμός των οποίων ίσως σημάνει και νέες απολύσεις.
Φυσικά και όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν με κάποιο οργανωμένο και ευφυές σχέδιο, μετά από δίκαιη αξιολόγηση, χωρίς να υπεισέλθουν κομματικά κριτήρια. Φυσικά και το σχέδιο θα έπρεπε να περιλαμβάνει αντισταθμιστικά μέτρα τόνωσης της απασχόλησης και επιδοματικής ενίσχυσης των ανέργων. Αλλά απολύσεις θα γίνουν. Για τα άλλα μέτρα που αναφέραμε δεν παίρνουμε όρκο. H παρούσα κυβέρνηση δεν αποτελεί εγγύηση. Το κράτος πρέπει να γίνει μικρότερο και πιο οικονομικό. Άγνωστο είναι αν θα γίνει και πιο παραγωγικό.
Ποια είναι τα προαπαιτούμενα αυτής της πρωτόγνωρης επιχείρησης; Νομοθετικές ρυθμίσεις που θα λύνουν τα χέρια και σαρωτική διοικητική αναδιάρθρωση που θα περιλαμβάνει και απολύσεις. Με τους αριστερούς, Ρουπακιώτη και Μανιτάκη στα υπουργεία κλειδιά αυτό ήταν αδύνατο. Γιατί και οι δύο υπερασπίστηκαν με τον πιο εμφατικό τρόπο όλο το άθλιο νομικό πλέγμα που έκανε άτρωτο το φαύλο πελατειακό κράτος σε κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης. Συνεπώς, έπρεπε να φύγουν και έφυγαν. Το τι θα κάνουν αυτοί που απέμειναν θα το δούμε.
Η Αριστερά με ή χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς συνέβαλε με τον τρόπο της στη δημιουργία αυτού του υδροκεφαλικού κράτους. Πως θα μπορούσε τώρα να βάλει την υπογραφή της στην καταστροφή του όταν μάλιστα είχε τον τρόπο να την αποφύγει; Και οι άλλοι δεν θέλουν να το χαλάσουν αλλά δεν μπορούν να κάνουν και αλλιώς. Έτσι τελείως φυσιολογικά η ΔΗΜΑΡ έπρεπε να αποχωρήσει και οι άλλοι να μείνουν για να τα βάλλουν με τους πελάτες τους, πληρώνοντας το ανάλογο πολιτικό κόστος. Οι δυνάμεις που διαφεντεύουν αυτόν τον τόπο και δεν είναι μόνο πολιτικές έδειξαν με τον τρόπο τους στην Αριστερά την έξοδο και εκείνη τους απάντησε, «δεν είναι ανάγκη, καταλαβαίνω, ούτως ή άλλως είχα σκοπό να φύγω. Δεν μπορώ».
Βέβαια τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Η κυβερνώσα Αριστερά να έχει ασπαστεί μια άλλη ιδεολογία, Αριστερή αλλά και Φιλελεύθερη. Να έχει σαφές και ολοκληρωμένο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα για το κράτος και την πολιτική βούληση να το εφαρμόσει. Να έχει σοβαρά στελέχη, ικανά να το υποστηρίξουν. Να ηγεμονεύσει πολιτικά των συνεταίρων της και να τους δείξει το δρόμο για κοινωνικά δίκαιες αλλά και πολιτικά αποτελεσματικές επιλογές. Να χωθεί μέσα στα άδυτα του κράτους όχι για να κάνει πως δεν βλέπει την αρρώστια του, αλλά για να αποκόψει τα καρκινώματα και να θεραπεύσει τις πληγές του. Να σταθεί όρθια και με πυγμή απέναντι στους άλλους και να αρθρώσει τις αλήθειες της. Όχι τις "αλήθειες" με τις οποίες η Αριστερά χρόνια τώρα νανουρίζει την κοινωνία και της υπόσχεται τη μετά θάνατο ζωή, αλλά τις αλήθειες που απορρέουν από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και αποτελούν κοινό τόπο στην εποχή της νεωτερικότητας. Τις αλήθειες μιας σύγχρονης και φιλελεύθερης Αριστεράς.
Δυστυχώς απέδειξε ότι δεν μπορεί να το κάνει. Γιατί μπορεί να λέει ότι είναι της Ευθύνης αλλά δεν έχει ακόμα εγκαταλείψει το μαστό της παραδοσιακής αριστερής ιδεολογίας. Δεν είχε και την εμπειρία, δεν ήταν έτοιμη. Πρωταγωνίστησε στην κατασκευή μιας μαξιμαλιστικής προγραμματικής συμφωνίας και μετά ανέχτηκε την αθέτησή της με κατεβασμένα χέρια. Μίλησε για διαφάνεια, αλλά ενεπλάκη στο σύστημα νομής του 4-2-1 τελείως αυτόματα. Απέφυγε να χρησιμοποιήσει πολιτικά στελέχη και δεν έκανε καμιά νύξη για μόνιμο τριμερές όργανο αντιμετώπισης των δυσλειτουργιών. Το χειρότερο, δεν διαμαρτυρήθηκε ανοικτά για πολλά από τα καθυστερούμενα μέτρα ανακούφισης των πολιτών και επιτάχυνσης των διαρθρωτικών αλλαγών και δεν πρότεινε άμεσες και εφαρμόσιμες λύσεις. Με δυο λόγια προσπάθησε να περάσει απαρατήρητη μέσα στο κυβερνητικό μπλοκ. Η κυβερνητική της παρουσία ήταν κόλαφος για την Αριστερά.
Και όλα αυτά, γιατί η ηγετική ομάδα της ΔΗΜΑΡ είναι η Ανανεωτική Πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί οι αληθινοί μεταρρυθμιστές της είναι λίγοι και αδύναμοι. Γιατί φρόντισε να μην ανοίξει τις πόρτες της σε ευρύτερες κεντροαριστερές δυνάμεις. Γιατί η κοινοβουλευτική της ομάδα είναι προβληματική. Γιατί η εσωκομματική της δημοκρατία είναι ανάπηρη. Γιατί με το πρόσχημα του αριστερού πρόσημου κρύβει τη δυσανεξία της στις πραγματικές σαρωτικές μεταρρυθμίσεις. Γιατί δεν έπαψε ποτέ να κοιτάζει προς τα πίσω, σ’ αυτό που άφησε.

Όταν το ενδεχόμενο της ανοικτής χρεοκοπίας απομακρύνθηκε, η ΔΗΜΑΡ μετατράπηκε, με τη θέλησή της, σε βαρίδι της κυβέρνησης και ως εκ τούτου έφυγε άδοξα. Αποχωρώντας μας είπε ότι η χώρα δεν χρειάζεται εκλογές, δηλαδή έχει κυβέρνηση εμπιστοσύνης γιαυτό και τη στηρίζει επιλεκτικά. Δηλαδή, ευχήθηκε στους «κακούς» να βγάλουν το φίδι από την τρύπα και αποσύρθηκε πίσω από την κόκκινη γραμμή της. Ανοησίες που δεν κρύβουν την αδυναμία της να συμβάλει σε κάτι θετικό. Το μέλλον της είναι άγνωστο πλην όμως δυσοίωνο. Οι παρθενοραφές στην πολιτική πληρώνονται. Δεν φταίει αυτή, τόση ήταν. Δυστυχώς άγνωστο είναι και το μέλλον της Κεντροαριστεράς. Για την κυβέρνηση είμαστε υποχρεωμένοι να ευχόμαστε τα καλύτερα. Διαφορετικά, τα χειρότερα έρχονται.

Στους Αριστερούς Μεταρρυθμιστές απομένει η αναζήτηση μιας άλλης αφήγησης και ενός άλλου σχεδίου. Θα προσπαθήσουμε σε αυτήν την κατεύθυνση.

28 Ιουν 2013

Τo ΠΑΣΟΚ έσωσε την παρτίδα

Του Παύλου Αθανασόπουλου, από τη μεταρρύθμιση
Όταν δίναμε την μάχη κατά της αυθαίρετης απόφασης Σαμαρά να κλείσει την ΕΡΤ, οι περισσότεροι είχαμε την αίσθηση ότι παλεύαμε για να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας της κυβέρνησης, να σταματήσει ο μονοκομματικός τσαμπουκάς, να αποκατασταθεί η ισοτιμία των εταίρων, να επικαιροποιηθεί η προγραμματική συμφωνία και να αποκτήσει η κυβέρνηση νέα δομή και συσχετισμούς.

Η ηγεσία όμως της ΔΗΜΑΡ, φαίνεται ότι όλη αυτή την ιστορία την είδε σαν ευκαιρία για να αποχωρήσει από την κυβέρνηση και να αποποιηθεί τις ευθύνες που αυτή η συμμετοχή της δημιουργούσε. Σεβαστή η επιλογή της και θα την κάνουν τα μέλη και οι ψηφοφόροι της. Όμως η χώρα δεν μπορούσε να αφεθεί να κυλήσει στον γκρεμό. Εκλογές αυτή την στιγμή θα σήμαιναν καταστροφή, θα επιδείνωναν τραγικά την κατάσταση και στην καλλίτερη περίπτωση θα μας γύριζαν εκεί που ήμαστε πέρυσι τον Ιούνιο. Και ταυτόχρονα, δεν θα έδιναν καμία λύση στο πολιτικό αδιέξοδο. Θα οδηγούσαν, ή σε κυβέρνηση σχεδόν ίδια με τη σημερινή αλλά σε χειρότερο περιβάλλον, ή σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με απροσδιόριστους συμμάχους και πολιτική άλματος στο κενό, ή σε παρατεταμένη ακυβερνησία. Και όλα αυτά με φόντο μια Χρυσή Αυγή που θα τείνει να γίνει ρυθμιστικός παράγοντας.
Άλλη μια φορά, την κατάσταση έσωσε το ΠΑΣΟΚ. Και με την απόφασή του να παραμείνει στην κυβέρνηση και με την αποφασιστική συμμετοχή του σε αυτή με όρους που κανονικά θα έπρεπε να επιβάλλουν κι οι δύο κυβερνητικοί κεντροαριστεροί εταίροι. Πολλοί έχουν ενστάσεις για διάφορα πρόσωπα της νέας κυβέρνησης. Σίγουρα πολλοί δεν είναι οι καλλίτερες επιλογές. Αλλά δυστυχώς, αυτό το πολιτικό προσωπικό επέλεξαν οι εκλογείς, από αυτό θα σχηματισθεί και κυβέρνηση. Το ότι ως χώρα και ως κοινωνία είμαστε σε ένα εφιαλτικό τούνελ, το ξέρουμε λίγα χρόνια τώρα. Δεν περιμέναμε τον ανασχηματισμό να το μάθουμε. Αλλά η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και οι συσχετισμοί επιβάλουν συμβιβασμούς. Και η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή και προσδιορίζεται από αδήριτες ανάγκες και όχι από τις ρεμβαστικές ονειροπολήσεις μας τα Σαββατοκύριακα στην παραλία.

Το σημαντικό είναι ότι η ισότιμη συνεργασία των δύο κυβερνητικών εταίρων, διασφαλίζει την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της. Και ότι η κυβέρνηση αυτή πρέπει να πετύχει και να εξαντλήσει την τετραετία. Και να επιδείξει την μεταρρυθμιστική πνοή που έλειψε μέχρι τώρα. Επειδή δε διάφοροι αυτοπροσδιοριζόμενοι «παπανδρεϊκοί», έγιναν ξαφνικά αριστεροί και αντιδεξιοί. Και επειδή δεν είμαστε λωτοφάγοι και έχουμε μνήμη, να θυμίσουμε μερικά πράγματα.

1. Στο μνημόνιο και στο Δ.Ν.Τ. μας έβαλε ο Γιώργος Παπανδρέου. Και καλά έκανε, πέρα από τυχόν ενστάσεις για καθυστερήσεις και διαπραγματευτικά λάθη.

2. Την ιδέα για συνεργασία με την Ν.Δ. την είχε ο ΓΑΠ, που τον Ιούνιο του 2011 τηλεφώνησε στον Σαμαρά και προσφέρθηκε να παραιτηθεί και από Πρωθυπουργός.

3. Ο Βενιζέλος ακολουθούσε, ως υπουργός Οικονομικών, την κυβερνητική πολιτική που είχε την έγκριση του πρωθυπουργού. Το περίφημο, π.χ., λεγόμενο χαράτσι, αποφασίσθηκε μετά μακρά σύσκεψη με τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη.

4. Στην κυβέρνηση Παπαδήμου μετείχε το όλον ΠΑΣΟΚ. Και σε αυτήν μετείχαν και οι κ.κ. Γεωργιάδης και Βορίδης.

5. Η απόφαση γα παραμονή στην Κυβέρνηση Σαμαρά πάρθηκε μετά από δύο συνεδριάσεις της Κ.Ο και της Γραμματείας. Και δεν δημοσιοποιήθηκε κάποια διαφωνία.

Η κυβέρνηση είναι των δύο κομμάτων. Αλλά πρέπει να στηριχτεί από όλες τις μεταρρυθμιστικές κεντροαριστερές και φιλελεύθερες δυνάμεις. Και θέλω να ελπίζω ότι και η ΔΗΜΑΡ, παρά την αποχώρησή της, θα συνεχίσει να λειτουργεί ως Αριστερά της ευθύνης.

ΥΓ. Είπα να μην ανοίξω μέτωπο με την ΔΗΜΑΡ, σεβόμενος τις χιλιάδες μέλη της που διαφωνούν με την απόφαση αποχώρησης. Αλλά το άρθρο Μαργαρίτη στην «Μ», δεν με αφήνει να αγιάσω. Θέλει να εμφανισθεί ο κ. Μαργαρίτης ως ο καθαρός εκπρόσωπος της αριστερής και δημοκρατικής ευαισθησίας, που θέτει κόκκινες γραμμές. Δεν απαντά όμως στο ερώτημα της κοινωνίας, τι θα γινόταν αν την ίδια καθαρότητα ήθελε να επιδείξει και το ΠΑΣΟΚ. Έπρεπε να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές; Μα ο κ. Κουβέλης μας είπε ότι η χώρα δεν έχει ανάγκη από εκλογές. Άρα, κάποια κόμματα είναι κατ’ αυτούς ταγμένα να κάνουν την βρώμικη δουλειά, να αποτρέπουν αυτό που δεν έχει ανάγκη η χώρα και κάποιοι κουτοπόνηρα να το παίζουν ηθικοί κήνσορες.
Λυπάμαι Θόδωρε, αλλά αυτό λέγεται θεωρία «να βγάλουν οι άλλοι το φίδι από την τρύπα». Και το πολιτικό κόμμα που δεν θέλει να λερώσει τα χέρια του, δεν κάνει πολιτική, άρα δεν έχει λόγο ύπαρξης. Προτιμώ αυτούς που χωρίς να υπολογίζουν το κόστος, αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, έστω και αν έχουν κάνει χιλιάδες λάθη.

Ευτυχώς, στην ΔΗΜΑΡ υπάρχουν δυνάμεις που δεν σκέφτονται σαν τον κ. Μαργαρίτη. Και που μπορούν να την κρατήσουν σε ένα δρόμο υπευθυνότητας τουλάχιστον, και μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση.

27 Ιουν 2013

Κόμματα και προνομιούχες επαγγελματικές ομάδες υπερασπίζονται το δικό τους μαγαζί.

Του Φώτη Γεωργελέ, από την athensvoice
Αν περάσεις μια βόλτα από τη Μεσογείων, θα νομίσεις ότι οι συγκεντρωμένοι άνθρωποι εκεί κάνουν κάποιο τεράστιο λάθος. Κάτω από πλακάτ «δεν πληρώνω» διαδηλώνουν υπέρ της κρατικής τηλεόρασης της οποίας αρνούνται να πληρώσουν την υποχρεωτική εισφορά για να λειτουργήσει. Η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία λίγες μέρες πριν κατήγγελλε την ΕΡΤ ως προπαγανδιστικό μηχανισμό της κυβερνητικής πολιτικής των μνημονίων, τώρα φρίττει μπροστά στο ενδεχόμενο να μειωθεί και κηρύσσει ανένδοτο αγώνα. Ώστε να συνεχίσει προφανώς την προπαγάνδα των μνημονίων. Ακόμα και ομάδες αναρχικές, αντιεξουσιαστικές, που σε κάθε ευκαιρία φώναζαν το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», τώρα δίνουν αγώνα υπέρ εκείνων των «ρουφιάνων» που αμείβονται άμεσα από το κράτος.
Στην πραγματικότητα δεν κάνουν κανένα λάθος. Ασχέτως πώς ονομάζονται και τι ταμπέλα κρατάνε, δεξιά ή αριστερή αναλόγως με τα ακροατήρια, στ’ αλήθεια ένα πράγμα τους ενδιαφέρει. Να μη θιγεί ο τροφοδότης λογαριασμός, το κράτος. Είναι οικολόγοι, δίνουν μάχες ακόμα και με τα όπλα για να μη γίνει μια επένδυση στα ορυχεία της Χαλκιδικής. Η ΔΕΗ είναι η πιο ρυπογόνος βιομηχανία, όχι της Ελλάδας, της Ευρώπης ολόκληρης. Κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε να διαδηλώσει στην Πτολεμαΐδα ή τη Μεγαλόπολη.
Όλη η Ελλάδα είναι μια ατελείωτη χωματερή, στη Φυλή υποβαθμίζεται η υγεία των κατοίκων επί δεκαετίες, στα νησιά καταστρέφεται ο τουρισμός από τις ανοιχτές χωματερές, πληρώνουμε πρόστιμα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Διαδηλώσεις όμως κάνουν στην Κερατέα για να μη γίνει ένα σύγχρονο εργοστάσιο επεξεργασίας απορριμμάτων. Επί δεκαετίες η δημόσια περιουσία του κράτους καταπατείται, στην Ηλεία έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη πόλη αυθαιρέτων, το Ταμείο που σχηματίστηκε για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας δηλώνει ότι το 1/3 των εκτάσεων, οι πιο καλές και ακριβές, έχουν καταπατηθεί. Διαδηλώνουν όμως όταν προκύπτει μια τουριστική επένδυση στην Κέρκυρα, φωνάζουν ότι ξεπουλάμε τα ασημικά του κράτους. Οι λίγες εναπομείνασες ελληνικές βιομηχανίες δηλώνουν ότι θα κλείσουν, πληρώνουν την ακριβότερη ενέργεια στην Ευρώπη, δουλεύουν αναγκαστικά με παθητικό.
Η ΔΕΗ έχει κάνει 17 αυξήσεις τα τελευταία χρόνια στους λογαριασμούς, φωνάζουν όμως ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι αυτές που θα αυξήσουν τις τιμές. Είναι οι υπερασπιστές του χρεοκοπημένου συστήματος, αυτοί που εισπράττουν κέρδη, προσόδους και προνόμια από το ήδη ιδιωτικοποιημένο από τους ίδιους κράτος. Αρνούνται να αλλάξει οτιδήποτε στις δομές του, στο κόστος λειτουργίας του, γιατί το κράτος είναι η δικιά τους επιχείρηση. Κόμματα και προνομιούχες επαγγελματικές ομάδες υπερασπίζονται το δικό τους μαγαζί. Έστω κι αν η διατήρησή του, έτσι όπως είναι, οδηγεί μαθηματικά στη χρεοκοπία για όλους.
Η περίπτωση της κρατικής τηλεόρασης είναι ένα καθαρό παράδειγμα του τι συνέβη στο κράτος τα τελευταία χρόνια. Το 2000 πληρώναμε για την ΕΡΤ 185 εκατομμύρια το χρόνο. Το 2009 είχε φτάσει στα 302. Μπορεί ένα χρεοκοπημένο κράτος που δεν έχει να διαθέσει χρήματα ούτε για τα φάρμακα των καρκινοπαθών, να πληρώνει 300 εκ. το χρόνο για δημόσια Μέσα Ενημέρωσης; Κάθε σοβαρή χώρα το πρώτο πράγμα που θα έλεγε θα ήταν, χρεοκοπήσαμε, δεν έχουμε λεφτά, μπορούμε να διαθέσουμε 100 εκατομμύρια. Αυτά είναι, κάντε το κουμάντο σας. Ακόμα και στα επίπεδα του 2000 να γυρνούσαμε, δεν θα ήταν άσχημα, δεν είχαμε χειρότερη κρατική τηλεόραση τότε. Κι όμως, το ποσόν που θα εξοικονομούσαμε, θα ήταν το ισοδύναμο 30.000 επιδομάτων ανεργίας. Αυτών των ανέργων που λέμε ότι έχουν φτάσει το 1,5 εκατομμύριο, αυτών των ανέργων νέων που λέμε ότι οι 6 στους 10 δεν βρίσκουν δουλειά, αυτών που λέμε ότι η «απόλυτη φτώχεια» έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Παραδόξως αυτά τα «ισοδύναμα» δεν υπάρχουν στο δημόσιο διάλογο, για τα επιδόματα ανεργίας δεν μπαίνουν «κόκκινες γραμμές». Αυτές τις απλές αριθμητικές πράξεις δεν τις κάνει κανείς.
Είναι μια παράξενη προοδευτική χώρα που θρηνεί συνεχώς για την «ανθρωπιστική καταστροφή», αλλά στην πράξη, αντιμετωπίζει μέχρι και κυβερνητικές κρίσεις για το ύψος της χρηματοδότησης ενός δημόσιου οργανισμού. Είναι 2.840 ευρώ ο μέσος μισθός των εργαζομένων στην ΕΡΤ, λέει η κυβέρνηση. Είναι ψέματα, απαντούν αυτοί, 2.040 είναι ο μέσος μισθός, αν αφαιρέσεις τους «συμβούλους» και το «προσωπικό ειδικών θέσεων» που διορίζει η κυβέρνηση από τα «δικά της παιδιά». Αλλά και αν πάρουμε το χαμηλότερο νούμερο, 3 χρόνια συνεχών απεργιών, με τα κανάλια κλειστά και την καρτέλα «απεργούμε» μονίμως στις οθόνες, έγιναν γιατί μετά από 3 μειώσεις οι μισθοί έπεσαν στο εξευτελιστικό ποσόν των 2.040 ευρώ; Σ’ αυτή τη χώρα, υπάρχουν δύο κόσμοι.
Όλες αυτές οι ατελείωτες συζητήσεις για τα μνημόνια, οι συναυλίες με τον εθνικό ύμνο, οι θεωρίες συνωμοσίας για τους ισχυρούς της γης που μας ψεκάζουν για να πλήξουν το αδούλωτο ελληνικό φρόνημα, έχουν ένα μόνο στόχο. Να κρύψουν τα απλά νούμερα. Μέσα σε 3 δεκαετίες οι δημόσιοι υπάλληλοι τριπλασιάστηκαν, ενώ όσοι εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα έμειναν οι μισοί. Στην ανέμελη πενταετία 2004-2009, οι πρωτογενείς δαπάνες του κράτους εκτοξεύτηκαν από τα 30,4 δις στα 57,9. Μέσα σε μια δεκαετία, τη μοιραία δεκαετία του 2000, οι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις διπλασιάστηκαν. Το κόστος του κράτους, από 43% περίπου του ΑΕΠ, ανέβηκε στο 55%. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μη χρεοκοπήσει. Και το ερώτημα ήταν, ποιος θα πληρώσει. Την απάντηση την ξέρουμε. Πλήρωσε η υπόλοιπη κοινωνία, ο ιδιωτικός τομέας κατέρρευσε για να διατηρήσει το κράτος όσο γινόταν ανέπαφες τις δομές και το κόστος του.
Αν ξαναμπαίνουμε τώρα πάλι στο λούκι της αβεβαιότητας, ενώ νομίζαμε ότι ισορροπήσαμε πια κάπου, είναι γιατί η πραγματικότητα εκδικείται. Δεν γίνεται να διατηρηθεί αυτό το κράτος όπως ήταν. Με εκατοντάδες γραφειοκρατικούς οργανισμούς, με χιλιάδες άχρηστους φορείς, με χαμηλή ποιότητα υπηρεσιών, χωρίς αξιολόγηση, με υψηλό κόστος. Η υπόλοιπη κοινωνία δεν μπορεί να το συντηρήσει και έτσι, μοιραία, φτάνουμε πάλι στην αρχή. Σ’ αυτό που 3 χρόνια το πολιτικό σύστημα προσπαθεί να αποφύγει. Πρέπει να μπουν λουκέτα, πρέπει να απομακρυνθούν οι στρατοί των αργόμισθων, πρέπει να μειωθεί το κόστος. Αλλιώς σε λίγο δεν θα υπάρχουν καν μισθοί και συντάξεις.
Από δω και πέρα, όλες οι αποφάσεις έχουν πολιτικό κόστος γιατί θίγουν την πελατεία των κομμάτων. Οι ψευδαισθήσεις τελείωσαν. Ο αρμόδιος αριστερός υπουργός έλεγε ότι το πρόβλημα θα το λύσει η ζωή, 180.000 υπάλληλοι θα έβγαιναν στη σύνταξη χωρίς απολύσεις. Στα χρεοκοπημένα ταμεία. Δυστυχώς δεν υπάρχουν ανώδυνες λύσεις. Και προοδευτικός δεν είσαι όταν αρνείσαι την πραγματικότητα, αλλά όταν κάνεις ανάμεσα σε δύο δυσάρεστες επιλογές εκείνη που είναι υπέρ των ασθενέστερων. Όταν σκέφτεσαι, δηλαδή, τα επιδόματα ανεργίας και όχι ένα παραπάνω τηλεοπτικό κανάλι.
Η αριστερά προβάλλει το επιχείρημα ότι δεν ευθύνεται για τη χρεοκοπία, γιατί δεν κυβέρνησε. Είναι, βέβαια, εφεύρημα. Και όχι μόνο γιατί στην ελληνική κομματοκρατία όλα τα κόμματα εισέπρατταν τα κέρδη τους, φανερά και αφανή, αναλογικά με την εκλογική τους δύναμη. Αλλά κυρίως γιατί αποτελούσε τον ιδεολογικό εκφραστή του κρατισμού και του πελατειακού κράτους. Σε καμία στροφή της πορείας προς τη χρεοκοπία δεν πρόβαλλε αντίσταση. Το αντίθετο. Ζητούσε περισσότερες προσλήψεις στο δημόσιο, περισσότερες κρατικές επιχειρήσεις, περισσότερα επιδόματα άσχετα με την παραγωγή, μεγαλύτερες αυξήσεις, μικρότερα όρια εξόδου στη σύνταξη, υψηλότερες συντάξεις, μεγαλύτερα εφάπαξ. Όλα ήταν κατακτήσεις και κεκτημένα. Κατηγορώντας συγχρόνως το νεοφιλελευθερισμό. Πρέπει να είναι ο μοναδικός νεοφιλελευθερισμός της ιστορίας που διπλασίασε το κράτος και τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ αφάνισε τον ιδιωτικό τομέα.
Αυτή η αριστερά δυστυχώς, ακόμα και στην «ευρωπαϊκή» εκδοχή της, αποφάσισε ότι δεν μπορεί να σηκώσει το επώδυνο βάρος, να αλλάξει τη χώρα αλλά να αλλάξει και τον εαυτό της. Ο βουλευτής της Β. Οικονόμου ήξερε τι έλεγε όταν είπε ότι πρέπει να πιούμε το πικρό ποτήριον μέχρι τέλους. Το πολιτικό σύστημα προσπαθεί να αποφύγει αυτό το πικρό ποτήρι. Προσπαθεί μάταια να διασώσει το κράτος-επιχείρηση. Προστατεύει το βαθύ κράτος αντί να σκέφτεται πώς θα το κάνει παραγωγικό, να προσφέρει πραγματικές υπηρεσίες στους πολίτες του. Και αυτή η καθυστέρηση, η προσκόλληση στο χρεοκοπημένο μοντέλο, είναι η αιτία που τόσα χρόνια βρισκόμαστε στην ίδια θέση.
Ενώ έχουμε πάψει πια να ακούμε για τις άλλες χώρες, Ιρλανδία, Πορτογαλία, που βρεθήκαμε μαζί στην αρχή της διαδρομής, μόνο εμείς ακόμα δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από το τέλμα. Η καθυστέρηση είναι η αιτία που παρατείνει την ύφεση. Υπ’ αυτή την έννοια δεν έχουν πια σημασία τα ονόματα των κομμάτων, έχουν περάσει 4 πρωθυπουργοί και 4 κόμματα από την κυβέρνηση. Αλλά πότε και ποιοι θα καταλάβουν και θα αποδεχτούν ότι το σύστημα που δημιούργησαν δεν σώζεται πια.

26 Ιουν 2013

Ο κ. Σαμαράς και οι κομάντος

Του Αλέξη Παπαχελά, από την Καθημερινή.
Όποιος θέλει να καταλάβει τον θυμό του Ελληνα πολίτη με το πολιτικό σύστημα δεν έχει παρά να μπει στα «παπούτσια» ενός άνεργου ή υπερφορολογημένου ανθρώπου το βράδυ της περασμένης Δευτέρας. Μέσα στα δικά του άγχη και τις αγωνίες του συνειδητοποίησε ότι υπάρχουν μεγαλύτερες αγωνίες, που κάνουν τις δικές του να μοιάζουν ταπεινές, τιποτένιες. Οι τηλεοπτικοί ρεπόρτερ μετέδιδαν πως «έξαλλος ο κ. Π αρνείται να μετακινηθεί και ζητά καλό υπουργείο», «ο κ. Χ κατέληξε στο τάδε υπουργείο, λόγω της καραμπόλας που σημειώθηκε» κλπ. κλπ. Ολοι οι Ελληνες, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ζουν πλέον με τον φόβο της απόλυσης, της χρεοκοπίας και της συρρίκνωσης των δυνατοτήτων τους. Και ξαφνικά βλέπουν κάτι τύπους να παίζουν ένα δικό τους παιχνίδι, που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα και τα προβλήματα της χώρας. Βλέπουν, π.χ., τον κ. Π που δεν συνεισέφερε ένα λιθαράκι στο νοικοκύρεμα του Δημοσίου να... πουλάει τσαμπουκά και να εξασφαλίζει μια άλλη υπουργική θέση, από την οποία είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι δεν θα κάνει απολύτως τίποτα, πέραν μερικών ρουσφετιών. Ετσι είναι η πολιτική θα μου πουν κάποιοι. Συμφωνώ και προσθέτω πως οι διάφοροι κύριοι ή κυρίες Τίποτα έγιναν κύριοι ή κυρίες Καμπόσοι με τις δικές μας ψήφους. Και όχι μία και δύο φορές, ώστε να μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι κάναμε κάποιο λάθος μια φορά.
 
Αυτά για να καταλαβαίνουμε λίγο τον θυμό του κόσμου, που απορρίπτει και το πολιτικό σύστημα και όλους όσους μοιάζουμε να συμμετέχουμε σε ένα παιχνίδι που δεν τον αφορά. Καλές οι ισορροπίες, αλλά είναι λογικό να απαιτούμε να τοποθετείται σε μια θέση ο ικανότερος, όχι αυτός που εκβιάζει πολιτικά και κάνει τον μεγαλύτερο «σαματά».
 
Κατά τ’ άλλα, ο ανασχηματισμός δημιουργεί την ελπίδα πως οι 2-3 «κομάντος» ή «καμικάζι», όπως το πάρει κανείς, που ανέλαβαν τα δύσκολα πόστα θα τα βγάλουν πέρα. Δεν έχει πολλές εφεδρείες το ενεργό κομματικό, πολιτικό σύστημα και κάθε μια που καίγεται είναι απώλεια σε μια τόσο ρηχή χώρα. Γι’ αυτό πρέπει να ελπίζουμε, για μία ακόμη φορά, ότι τουλάχιστον τώρα θα γίνει μια ειλικρινής, γενναία προσπάθεια να μπει τάξη στο Δημόσιο, στην Υγεία και στο επενδυτικό περιβάλλον. Αν ο κ. Σαμαράς καταφέρει να δημιουργήσει μία σφικτή ομάδα αποφασισμένων υπουργών, αυτή η κυβέρνηση μπορεί να αποδειχθεί καλύτερη. Περιθώρια αποτυχίας, ως γνωστόν άλλωστε, δεν υπάρχουν.

25 Ιουν 2013

Το χάος της πολιτικής και η πολιτική του χάους

Του Σταμάτη Αλαχιώτη, από ΤΟ ΒΗΜΑ
 
«Επειδή έλειπε ένα καρφί, χάθηκε ένα πέταλο· επειδή έλειπε ένα πέταλο, χάθηκε ένα άλογο· επειδή έλειπε ένα άλογο, χάθηκε ένας καβαλάρης, ο οποίος σκοτώθηκε από τον εχθρό· όλα αυτά επειδή έλειπε το ενδιαφέρον για ένα καρφί». Το δημοφιλές αυτό απόσπασμα του Βενιαμίν Φραγκλίνου κάνει πιο κατανοητή τη θεωρία του χάους, που διατύπωσε με μαθηματικό τρόπο ο Πουαγκαρέ, πολύ αργότερα, και η οποία αναφέρεται σε ασταθείς καταστάσεις, κατά τις οποίες μικρές αλλαγές μπορούν να προκαλέσουν μια ολόκληρη «χιονοστιβάδα» εξελίξεων, με ολοένα μεγαλύτερα και πιο μακροχρόνια αποτελέσματα.

Στον ίδιο τόνο μια πολιτική αστάθεια λ.χ., σε καιρούς κρίσης ιδιαίτερα, μπορεί, από ένα μικρό λάθος, από μειωμένο ενδιαφέρον, να οδηγήσει σε πληθώρα αρνητικών και καταστροφικών πολύπλοκων συνεπειών. Διότι η πολιτική ενέχει από τη φύση της το χαρακτηριστικό της αστάθειας. Μπορεί βέβαια η παρούσα τρικομματική κυβέρνηση να δαμάζει κάθε λίγο και λιγάκι την αστάθειά της, αλλά πάντα είναι ευάλωτη. Ενα παρατεταμένο όμως ασταθές πολιτικό σύστημα μπορεί να αποβεί μοιραίο, αν συνεχίσουν να κονταροχτυπιούνται έννοιες, όπως η δημοκρατία με την ασυδοσία, το εθνικό όφελος με το προσωπικό/κομματικό πολιτικό κόστος, η ευπρέπεια του πολιτικού λόγου με την απρεπή κοινοβουλευτική ρητορική, η αποτελεσματικότητα με την προσπάθεια, η εξυπνάδα με την κουτοπονηριά.

Καλοί μαθητές εσχάτως στο μάθημα της λιτότητας, της φτώχειας και της καταπίεσης, καταφέραμε κάποιους αριθμούς να ευημερούν· οι άνθρωποι όμως όχι, καθώς παραμένουν ανεμοδαρμένοι από τον χαοτικό άνεμο των πολιτικών λαθών, εγχώριων και διεθνών. Η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση μπορεί να δονείται στο πεδίο της πρωτοφανούς καρτερικότητας των περισσότερων πολιτών, αλλά είναι πολύ εύθραυστη, διότι η κοινωνία κουφοβράζει, έτοιμη να εκραγεί. Πώς να εμπιστευτούν π.χ. οι συνταξιούχοι τη ζωή τους στο κράτος, όταν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος συστήνει στους μισθωτούς την ιδιωτική ασφάλιση αντί να υποδείξει την άμεση πάταξη της χρόνιας εισφοροδιαφυγής και να στηλιτεύσει το γεγονός ότι τα ημιθανή ήδη ασφαλιστικά ταμεία οδηγούνται στον βέβαιο θάνατο, λόγω και της ανεκπλήρωτης κυβερνητικής υπόσχεσης ανάταξής τους μετά το τραγικό γι' αυτά PSI;

Δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναληφθούν καταστάσεις νέων μέτρων ή «ανομολόγητες» περικοπές μισθών και συντάξεων με «έμμεσους/έξυπνους» τρόπους· ούτε βέβαια να κυοφορείται καμιά σκέψη για περαιτέρω «ευφυή» φορολογική αφαίμαξη, διότι η αλήθεια πάντα φθάνει στους πολίτες. Μήπως όμως πατάχθηκε το λαθρεμπόριο; Οχι· γίνονται, λένε, προσπάθειες. Η αποτελεσματικότητα όμως μας ενδιαφέρει· κι αυτή αργεί να εμφανιστεί, ενώ ζει και βασιλεύει η τελωνειακή απάτη· κι όλα αυτά επειδή έλειπε το ενδιαφέρον για κάτι σωστό. Στη Δικαιοσύνη επίσης χειμάζουν χιλιάδες υποθέσεις, μερικές από τις οποίες θα εκδικαστούν, λένε, το 2020! Επαγγέλματα ξανανοίγουν που είχαν δήθεν ανοίξει· μας κοροϊδεύουν;

Πώς θα πιστέψει λοιπόν ο πολίτης ότι όποιος ασχημονεί κατά του κράτους, κατά της κοινωνίας, κατά των άλλων δηλαδή, πολιτικός ή μη, θα τιμωρείται πάραυτα; Ο νόμος πρέπει να ισχύει στην πράξη για «αυτοκράτορες» και θνητούς. Αυτή πρέπει να 'ναι η διαπαιδαγώγηση των πολιτών, με δασκάλους τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους του. Πώς όμως αντιμετωπίζεται το αντιρατσιστικό πρόβλημα; Είναι δυνατόν να καταθέτει το κάθε κόμμα τη δική του πρόταση νόμου; Και όμως έγινε στην ελληνική Βουλή, αφήνοντας άναυδους τους σκεπτόμενους πολίτες. Αυτά συμβαίνουν εν Ελλάδι, η οποία, κατά τα άλλα, στέφεται πρωταγωνιστής της παραοικονομίας ανάμεσα σε 21 χώρες του ΟΟΣΑ.

Είναι βέβαια σημαντικό το γεγονός ότι γίνονται προσπάθειες που ίσως να «συνετίσουν» τους εξυπνάκηδες εκείνους έχοντες επαγγελματίες, των οποίων δεν ιδρώνει το αφτί στο άκουσμα των στοιχειωδών υποχρεώσεών τους προς το κράτος. Αυτοί επενδύουν στη χαοτική κατάσταση που θεριεύει από την έλλειψη ελέγχου, η οποία μαζί με το ανίκητο τέρας της κρατικής γραφειοκρατίας νανοποιεί κάθε θετική κυβερνητική προσπάθεια, κατασπαράσσοντας την αποτελεσματικότητά της.

Κατά τ' άλλα, συνεχώς εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην ανάπτυξη της χώρας, η οποία χωρίς μια επίμονη και επίπονη καλοσχεδιασμένη εθνική αποτελεσματική προσπάθεια μπορεί να εξελιχθεί σε χαοτική. Κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό απ' όλους, και από τις τοπικές κοινωνίες. Διότι η οικονομική διάδραση είναι ολιστική, παγκοσμιοποιημένη, καθώς συγκροτείται από τοπικά και εθνικά fractals, από όμοια αλλά διαφορετικών μεγεθών κοινωνικοοικονομικά κλάσματα δηλαδή, όπως αποκαλούνται στη θεωρία του χάους. Οι εμπνευστές της οικονομικής παγκοσμιοποίησης «ξέχασαν» βέβαια να της ενσωματώσουν και το σύστημα ελέγχου μιας παγκοσμιοποιημένης φοροδιαφυγής· και τώρα τρέχουν να συμμαζέψουν τη μωρία τους. Γι' αυτό εμείς δεν πρέπει να συμπεριφερθούμε σαν «μωραί παρθέναι» στα τοπικά και εθνικά μας προβλήματα και συμφέροντα, τα οποία δεν είναι ανεξάρτητα από την πίεση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Η έλλειψη του σωστού ενδιαφέροντος από έναν συνδικαλιστή, έναν υπάλληλο, έναν διευθυντή, έναν δήμαρχο, έναν υπουργό, μπορεί να θέσει σε κίνηση έναν χαοτικό αναπτυξιακό εκτροχιασμό.

24 Ιουν 2013

Η ΔΗΜΑΡ, ο Μιχάλης και ο Σημίτης


Του Γιώργου Σιακαντάρη, από τη μεταρρύθμιση
Το 2001 μερικοί άνθρωποι από τον χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς, εκφραζόμενοι κυρίως από μια κίνηση πολιτών την Πρωτοβουλία (της οποίας κληρονόμος και συνεχιστής σήμερα είναι η Πρωτοβουλία Β΄) πήραμε την απόφαση να εκφράσουμε την υποστήριξή μας στην προσπάθεια Σημίτη υπέρ του εκσυγχρονισμού της χώρας. Ολοκληρώθηκε τότε μια πορεία που για λίγους είχε ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 96 και για τους περισσότερους το 1999.
Τότε μερικοί με πόνο ψυχής έπρεπε να εγκαταλείψουμε τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, τον δεύτερο- μετά τον Σημίτη- σοσιαλδημοκράτη του πολιτικού μας συστήματος, ο οποίος και προτίμησε να παραμείνει στον Συνασπισμό. Βεβαίως με τον Μιχάλη χώρισαν μόνο οι πολιτικοί μας δρόμοι, γιατί οι ψυχικοί και ιδεολογικοί δεν χώρισαν ποτέ. Ο Μιχάλης πρωτοπόρος στην αμφισβήτηση ακόμη και του ευρωκομμουνισμού, σοσιαλδημοκράτης στην ιδεολογία, εξακολουθούσε να τάσσεται υπέρ της αυτόνομης κομματικής παρουσίας της Ανανεωτικής Αριστεράς. Και αυτό την ίδια στιγμή που το ευρωκομουνιστικό ρεύμα έκανε σαφή βήματα προς τον εκσοσιαλδημοκρατισμό του.
Τι ήταν όμως αυτή η Ανανεωτική Αριστερά; Ήταν ένα υπαρκτό ρεύμα, αλλά δεν ήταν ένα υπαρκτό πολιτικό κόμμα. Ναι, η ΕΑΡ, ο αποκομμουνιστικοποιημένος Συνασπισμός, αλλά και η σημερινή ΔΗΜΑΡ δεν ήσαν και δεν είναι πολιτικά κόμματα. Ήσαν ρεύματα, γιατί με παρρησία πίστεψαν στο ότι «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρχει», γιατί αν και δεν το ομολογούσαν ρητά πίστεψαν στην αστική φιλελεύθερη δημοκρατία, γιατί αντιτάσσονταν στον κάθε είδους ολοκληρωτισμό (πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτισμικό, εθνικό, θρησκευτικό κλπ). Δεν ήσαν όμως πολιτικά κόμματα, γιατί αυτό που διαχωρίζει τα κόμματα από τα ρεύματα ιδεών, τις κινήσεις, τις ΜΚΟ, είναι πως τα πρώτα πάντα θέτουν το ζήτημα της εξουσίας και της διαχείρισης του κράτους.
Η Ανανεωτική Αριστερά ποτέ στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρθηκε σοβαρά για την κυβερνητική και κρατική εξουσία. Η Ανανεωτική Αριστερά είχε πάντοτε μια προμακιαβελική, θρησκευτική (αριστεροί και θρησκευόμενοι συγχωρήστε μου την ύβρη) αντίληψη για το τι είναι πολιτική. Ταύτιζε δηλαδή την πολιτική με την ηθική και σε μια τέτοια αντίληψη κάθε διαχείριση της εξουσίας «βρωμίζει» την πολιτική και ηθική καθαρότητα. Αντιθέτως από τον Μακιαβέλι και ύστερα, από τη γέννηση δηλαδή της νεωτερικότητας και μετά, η πολιτική ξέμπλεξε με την ηθική, γιατί απέκτησε τη δική της ηθική. Και η ηθική της πολιτικής δεν εκτείνεται στο δίπολο «καλό- κακό», αλλά στο δίπολο «αποτελεσματικό ή αναποτελεσματικό» σε σχέση με την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Για να κάνεις όμως κάτι τέτοιο πρέπει πρωτίστως να θέσεις το ζήτημα ποιος κυβερνά.
Η Ανανεωτική Αριστερά ουσιαστικά δεν έθεσε ποτέ αυτό το ερώτημα. Η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση δεν είναι λάθος, δεν είναι τακτική κίνηση. Ο Κουβέλης δεν είναι ασυνεπής. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Έκανε αυτό που του έλεγαν οι πάγιες αρχές αυτής της Αριστεράς, να μη συμμετέχει δηλαδή στη «βρώμικη» εξουσία.
Η κατάληξη του εγχειρήματος της συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση δείχνει πως αυτό που λέμε Ανανεωτική Αριστερά, ήταν ακόμη μια ελληνική ιδιομορφία. Πουθενά στην Ευρώπη δεν υπήρξε κάτι αντίστοιχο. Από τη μια ήταν η κυβερνώσα Σοσιαλδημοκρατία και από την άλλη η κομμουνιστογενής και η ριζοσπαστική Αριστερά. Γι’ αυτό και σήμερα δεν πρέπει να θρηνούμε το τέλος της Ανανεωτικής Αριστεράς, αλλά να προβληματιστούμε που τόσο καιρό νομίζαμε, ότι κάτι τέτοιο υπάρχει. Η Σοσιαλδημοκρατία είναι και η μόνη υπαρκτή πολιτικά Ανανεωτική Αριστερά. Στην Ευρώπη η ανανέωση ως αριστερό αίτημα υπήρχε πάντα μέσα στο σώμα της Σοσιαλδημοκρατίας. Καιρός είναι αυτό να γίνει και εδώ.
Παρόλα αυτά η ατυχής εξέλιξη του πειράματος της συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση δικαιώνει μεν όσους το 99 στήριξαν τον Σημίτη, ενέχει όμως και ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο. Τον κίνδυνο η Αριστερά να ταυτιστεί είτε με κάποιους εναπομείναντες κρατιστές είτε πάλι με όσους κλείνουν σ’ όλες τις πτώσεις τη λέξη μεταρρύθμιση και εννοούν την εξάλειψη του δημόσιου τομέα και του κράτους πρόνοιας. Για τους δεύτερους οι μεταρρυθμίσεις ταυτίζονται με την εξαφάνιση του δημόσιου χώρου και όχι με τον περιορισμό στις υπερβολές του. Υπερβολές που περιορίζουν το αίτημα της ελευθερίας. Για τη σοσιαλδημοκρατία όμως μεταρρύθμιση σημαίνει αλλαγές στο δημόσιο, αλλά και στις αγορές. Γιατί στις αγορές εμφανίζονται οι κοινωνικές ανισότητες και εκεί περιορίζεται το αίτημα της ισότητας.
Θα τελειώσω με αυτόν που ξεκίνησα, με τον Κώστα Σημίτη. Για πολλούς ο Σημίτης είχε ένα ελάττωμα. Ήταν, ισχυρίζονται, κρατιστής. Συγχωρήστε μου τη φράση, «αλλά κούνια που τους κούναγε». Ο Σημίτης είναι κλασικός σοσιαλδημοκράτης, γι’ αυτό και ποτέ δεν σαγηνεύτηκε από το (ανόητο;) ερώτημα περισσότερο ή λιγότερο κράτος. Η Σοσιαλδημοκρατία του Σημίτη δεν σαγηνεύεται από τις σειρήνες του τζημερικού «φιλελευθερισμού», γιατί ξέρει πως το μείζον ερώτημα είναι η ποιότητα και όχι η έκταση του κράτους. Για να υπάρχει όμως ποιότητα κράτους ειδικά, πρέπει να υπάρχει δημόσιο γενικά.
Όσοι αντιστάθηκαν στο έργο του Σημίτη δεν το έκαναν γιατί ήθελαν το κράτος αντί των αγορών, αλλά γιατί ήθελαν ένα παρασιτικό κράτος βιομήχανο έναντι αυτού που παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες προς τους πολίτες. Και φυσικά ποτέ δεν θα τον καταλάβουν, αυτοί που ταυτίζουν τη Μεταρρύθμιση με την εξαφάνιση του κράτους. Η Συρία δεν τους χρειάζεται και τους δυο.
Κλείνω, ευελπιστώντας πως θα ξαναβρεθούμε πάλι με τους φίλους της ΔΗΜΑΡ, όχι φυσικά στους μπαξέδες, αλλά στο κήπο της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Καιρός είναι κάποτε οι έλληνες κεντροαριστεροί «να καλλιεργήσουν τον δικό τους σοσιαλδημοκρατικό κήπο», όπως τότε στον Διαφωτισμό ο ταλαίπωρος βολταιρικός Καντίτ.

23 Ιουν 2013

Η Αριστερά που ξέρουμε δεν μπορεί να είναι μεταρρυθμιστική

Του Λεωνίδα Καστανά.
Ας υποθέσουμε ότι ο Αντώνης δεν έκλεινε άγαρμπα την ΕΡΤ και ήθελε να την αναδιαρθρώσει επί της ουσίας. Όχι σε χρόνο αόριστο, αλλά σε 6 μήνες. Όχι μεταφέροντας τις ξανθιές στο ισόγειο και τους ψηλούς στον τρίτο, αλλά περιορίζοντας το μέγεθος και τις δραστηριότητές της στα μέτρα που μπορεί να σηκώσει μια πτωχευμένη χώρα με άλλες σοβαρότερες προτεραιότητες. Με ανεξάρτητη διοίκηση όπως προβλέπει το σχέδιο της επιτροπής Αλιβιζάτου. Με αξιολόγηση του προσωπικού από ανεξάρτητη αρχή. Χωρίς κομματικά κριτήρια. Με απολύσεις όσων δεν χρειάζονται, με προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ.
Πόσοι εργαζόμενοι θα συμφωνούσαν; Ποια συνδικάτα θα συνέβαλαν στην αναδιάρθρωση; Πόση και ποια Αριστερά θα αποδέχονταν τη διαδικασία;
Πανώ, κατάληψη, Άξιον Εστί, Συριζαίικα συνθήματα και μια δυο τρεις….. πολλές βίλες «Αμαλία». «H EΡT χρειάζεται αναδιάρθρωση αλλά όχι απολύσεις εργαζομένων.»
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η ΕΡΤ. Η κυβέρνηση δεν κινδυνεύει επειδή σήμερα κλείνει την ΕΡΤ. Αύριο θα κλείσει 500 μικρά σχολεία, 100 ανύπαρκτα πανεπιστημιακά τμήματα, 10 νοσοκομεία που υπολειτουργούν. Η κυβέρνηση θα πάρει την απόφαση, αλλά δεν θα τα κλείσει αυτή, ούτε η τρόικα. Θα τα κλείσει η ίδια η ζωή. Η απλή αριθμητική των εσόδων-εξόδων.
Η κυβέρνηση αυτή και κάθε κυβέρνηση θα κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή επειδή θα είναι υποχρεωμένη να περιορίσει το κράτος.
Στο παραφουσκωμένο, σπάταλο, πολυπλόκαμο κράτος αναδιάρθρωση σημαίνει και καταργήσεις. Και αξιολογήσεις και απολύσεις αλλά και προσλήψεις με σοβαρά κριτήρια. Με συμβάσεις ορισμένου έργου για εξειδικευμένους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται για να κάνουν κάτι συγκεκριμένο και όταν το τελειώσουν απολύονται και δεν διεκδικούν νομικά τη μονιμοποίησή τους μέσω συνδικαλιστών-υπουργών.
Αλλά το πολιτικό σύστημα έχει μάθει αλλιώς. Μόνο να προσλαμβάνει και να μοιράζει. Και όταν πιέζεται από τα πράγματα να κάνει αλλαγές στο μυαλό του έχει να ξαναστήσει την ίδια μηχανή αλλά με κομματικά κριτήρια και πάλι, εν ανάγκη διακομματικά.
Η Αριστερά δεν μπορεί να υπογράψει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Που θα περιορίζουν το κράτος, που θα ανοίγουν την οικονομία στον ανταγωνισμό. Που θα βγάζουν δημόσιους υπάλληλους στο δρόμο. Έστω και αν 1,5 εκατομμύριο εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα είναι άνεργοι. Έστω και αν όλες οι βάναυσες προσαρμογές γίνονται για να συντηρούνται απείραχτες οι κρατικές δομές. Φυσικά και θα έκανε τα ίδια αν βρισκόταν στην εξουσία και ήθελε να παραμείνει. Αλλά δεν είναι και δεν θα είναι στο άμεσο μέλλον. Και όση από την Αριστερά είναι σήμερα στα πράγματα, θα αναζητά τρόπους να υπεκφύγει από τα πραγματικά επίδικα. Θα αποφεύγει να προτείνει τα δικά της μοντέλα αναδιάρθρωσης γιατί αυτά κάποιους θα δυσαρεστήσουν. Θα αποκρύβει τις επεξεργασίες που η ίδια έχει κάνει γιατί κάποιο σωματείο έχει εκλογές και δεν πρέπει να δυσκολέψει τη θέση των συνδικαλιστών της, γιατί δεν είναι η κατάλληλη συγκυρία, γιατί είναι ο Ερμής ανάδρομος. Γιατί και η Αριστερά είναι πελατειακή.
 
Να αποφασίσουμε ένα πράγμα και να το πούμε ανοικτά, σαν άσκηση θάρρους. Η Αριστερά που ξέρουμε δεν μπορεί να είναι πραγματικά μεταρρυθμιστική. Φτιάχτηκε, αγωνίστηκε, υπέφερε για ένα μεγάλο και προστατευτικό κράτος, για ισχυρές συντεχνίες που συνδιοικούν, απαιτούν και επιβάλλουν. Στην ουσία φαντασιώθηκε το σοβιετικό κράτος σε καπιταλιστικό περιβάλλον. Θα το υπερασπιστεί μέχρι το τέλος είτε σε αριστερόστροφη είτε σε δεξιόστροφη συσκευασία.
Ο Λεωνίδας Καστανάς μέλος της ΚΕ της ΔΗΜΑΡ και ο διαχειριστής του blog «μη μαδάς τη μαργαρίτα»

22 Ιουν 2013

Η Αριστερά του Ντόλτσε

Του Στέφανου Κασιμάτη, από την Καθημερινή
Δεν ξέρω αν το έδειχναν από την ελληνική τηλεόραση -συγχωρήστε με, αλλά είμαι πολύ σνομπ για να βλέπω ελληνική τηλεόραση. Θεωρώ πολύ πιθανό όμως να έχετε ακούσει για ένα δανέζικο σίριαλ, που λέγεται «Μπόργκεν» και το οποίο εδώ και μερικά χρόνια που προβάλλεται στο εξωτερικό έχει γίνει παγκόσμια επιτυχία. Με κάποια άλλη ευκαιρία, θα σας πω πως η Δανία, μία χώρα με τον μισό πληθυσμό εν σχέσει με εμάς, κατάφερε να έχει μια τόσο επιτυχημένη παρουσία διεθνώς τα τελευταία χρόνια στις τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές - είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, παρακαλώ πιστέψτε το. Επί του παρόντος όμως, επιτρέψτε μου να μείνω στο «Μπόργκεν».
«Μπόργκεν» πάει να πει «Βουλή». Όπως για εμάς, έτσι και για τους Δανούς, η λέξη σημαίνει και το κτίριο του Κοινοβουλίου και τον θεσμό. Το σίριαλ είναι ένα πολιτικό θρίλερ, με κεντρικό χαρακτήρα την αρχηγό ενός μικρού κεντροαριστερού και φιλελεύθερου κόμματος, η οποία βρίσκεται να είναι αρχηγός μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Προβάλλεται σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα και σημειώνει απίστευτα ποσοστά τηλεθέασης. Είναι χαρακτηριστικό της επιτυχίας του ότι, μόλις προ ημερών, οι Times θεώρησαν σκόπιμο να χτυπήσουν στην πρώτη σελίδα τους την «είδηση» (πού κατήντησαν οι Times, good Heavens!..) ότι η πρωθυπουργός του σίριαλ συνάπτει σχέσιν γκομενικήν -τουτέστιν ερωτικήν- με άνδρα Βρετανό. (Εύχομαι ο Θεός να τη βοηθήσει...)
Εν πάση περιπτώσει, το ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι η πλοκή του σίριαλ εξελίσσεται γύρω από την κυβερνητική συνεργασία κομμάτων με διαφορετική ιδεολογία. Το συναρπαστικό της ιστορίας, δηλαδή αυτό που με έκανε να ξενυχτώ κάθε βράδυ παρακολουθώντας τρία επεισόδια στη σειρά, δεν ήταν τόσο οι ίντριγκες -αυτά τα έχουμε και εμείς, στο κάτω κάτω- αλλ’ ότι η ίντριγκα εξελισσόταν γύρω από τα προβλήματα της συνεργασίας μεταξύ ανθρώπων με διαφορετική αντίληψη για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρουν τα πράγματα, οι οποίοι όμως συμφωνούν στο στοιχειώδες ότι πρέπει να συνεργασθούν δημιουργικά. Και, επειδή ακριβώς συμφωνούν στην ανάγκη της δημιουργικής συνεργασίας, την αντιλαμβάνονται θετικά και όχι αποφατικά. Την αντιλαμβάνονται, δηλαδή, στη βάση μιας διαπραγμάτευσης όπου ο καθένας προωθεί ό,τι για το ίδιο είναι σημαντικότερο να γίνει, εφόσον το αποδέχεται και ο άλλος.
Ξέρω καλά ότι πρόκειται για σίριαλ - για μυθοπλασία. Όμως, κάθε μύθος, για να πετύχει και να γίνει πιστευτός, είναι απαραίτητο να βασίζεται σε στοιχεία της πραγματικότητας. Και, εν προκειμένω, ο μύθος δείχνει την πολιτισμική διαφορά ημών από τους Ευρωπαίους του Βορρά. Η δική μας παράδοση, δυστυχώς, δεν περιλαμβάνει τη θετική συνεργασία. Εφόσον συνεργαζόμαστε, αυτό συμβαίνει πάντα σε βάση αποφατική: για να αποφύγουμε δηλαδή τα χειρότερα, όπως το 1946-1949, όταν Κέντρο (Θεμιστοκλής Σοφούλης) και Δεξιά (Παναγής Τσαλδάρης) συνεργάσθηκαν για να αποφύγουμε την κομμουνιστική επιβουλή. Όταν όμως ο κίνδυνος είχε αποφευχθεί, η σύγκρουση των δύο παρατάξεων συνεχίσθηκε κανονικά, με αποτέλεσμα να οδηγήσει στη χούντα του 1967, εξέλιξη καταστροφική και για τις δύο παρατάξεις...
Υπό τις παρούσες συνθήκες, όταν αυτό που εν τέλει διακυβεύεται είναι η σωτηρία της χώρας και η παραμονή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ίσως να περίμενε κάποιος ότι οι μέχρι πρότινος κυβερνητικοί εταίροι θα μπορούσαν να τα βρουν και ότι η διατήρηση της διεφθαρμένης και απεχθούς ΕΡΤ δεν θα γινόταν αφορμή για τη λύση της συνεργασίας, όσο και αν ο βασικός κυβερνητικός εταίρος χειρίσθηκε το θέμα άτσαλα. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, δεν έχουμε δύο εκδοχές της αστικής παρατάξεως που πρέπει να συνεργασθούν, ενώπιον του κοινού κινδύνου. Έχουμε τη μετεξέλιξη της Δεξιάς στη μορφή της N.Δ., τη μετεξέλιξη του Κέντρου στη μορφή του ΠΑΣΟΚ και, τέλος, έχουμε την Αριστερά του Ντόλτσε.
Η τελευταία είναι ένα ιδιαίτερο είδος που αναπτύχθηκε στην εποχή της αστακομακαρονάδας. Πρόκειται για μία κατηγορία παράσιτων του αστικού συστήματος, όπως αυτό παραμορφώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Είναι μια μορφή αριστοκρατίας της Αριστεράς, συνήθως με πατέντα αποκτηθείσα στο Πολυτεχνείο. Τύποι οι οποίοι μπορούν να ξυπνούν αργά, κάνουν περίεργες δουλειές (όταν κάνουν...) που τους επιτρέπουν να έχουν άφθονο χρόνο στη διάθεσή τους και συνήθως τους συναντά κάποιος στα καφενεία αραχτούς να αγορεύουν. Είτε εργάζονται στο Δημόσιο ως καλοπληρωμένοι υπάλληλοι είτε ως ιδιώτες κάνουν καλές δουλειές με το Δημόσιο, η δουλειά τους είναι, βασικά, να συζητούν. Να συζητούν χωρίς ποτέ να καταλήγουν πουθενά. Όχι δηλαδή ότι τους ενδιαφέρει να καταλήξουν κάπου, διότι γι’ αυτούς η συζήτηση είναι αυτοσκοπός. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, η βασική θέση τους στα διάφορα πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν είναι «να το συζητήσουμε» - να το συζητήσουμε, εννοούν, ώστε να μην καταλήξουμε πουθενά. Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως διαπρέπουν ως δημοσιογράφοι ή ως μαϊντανοί με τους οποίους οι δημοσιογράφοι καλύπτουν χρόνο στις εκπομπές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Τέτοια είναι, κατά βάσιν, η ΔΗΜΑΡ του μπαρμπα-Φώτη Κουβέλη. Σχολιαστές της πραγματικότητας από τα τραπέζια του Ντόλτσε φιλολογούντες ακατασχέτως και οπαδοί της καλής ζωής, που όταν βρεθούν μπροστά στα δύσκολα διλήμματα της πραγματικότητας παραγγέλνουν...ένα ακόμη εσπρέσο. Iσως η κυβέρνηση να πορευτεί καλύτερα χωρίς αυτούς. Η συμμετοχή τους -απεδείχθη αυτό- ήταν πηγή προβλημάτων. Το πιθανότερο, δε, είναι να συνεχίσουν να τη στηρίζουν στη Βουλή (και από τα τραπέζια του Ντόλτσε...), ακριβώς επειδή η παρασιτική καλοπέρασή τους εξαρτάται από τη διατήρηση του συστήματος που οι ίδιοι δεν τολμούν να υποστηρίξουν...

20 Ιουν 2013

Η κυβέρνηση των προσλήψεων 4-2-1 δεν είναι πειστική

Του Φώτη Γεωργελέ, από την athensvoice
Ποτέ δεν ακούσαμε τόσο πολλούς ανθρώπους να μιλάνε για μεταρρυθμίσεις όσο αυτές τις μέρες. Οι μεν τις προωθούν αλλά δεν τους αφήνουν οι άλλοι και οι άλλοι διακαώς τις επιθυμούν επίσης, αρκεί να γίνονται σωστά. Μιλώντας πάντα για αλλαγές, έχουμε καταφέρει τόσα χρόνια να τρέχουμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο ίδιο σημείο. Το κράτος είναι πάντα το ίδιο, όπως ήταν και πριν, δομές και λειτουργία μένουν ανέπαφες.
Πριν κάποιες μέρες, στην ηλεκτρονική athensvoice, μια αναγνώστρια μου έγραψε ένα σχόλιο: Έχεις εμμονή, γράφεις συνέχεια το ίδιο πράγμα. Έχει δίκιο, γράφω συνέχεια το ίδιο άρθρο. Έχει όμως και εντελώς άδικο. Γράφω τα ίδια γιατί έχουμε πάντα το ίδιο πρόβλημα. Εκτός εάν πιστεύετε ότι το πρόβλημα ήταν η ΕΡΤ. Οπότε πρέπει να συνταχτούμε είτε με το «μεταρρυθμιστή» πρωθυπουργό που «έχει κάνει σε ένα χρόνο όσες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν γίνει σε 20», είτε να πάμε στη Μεσογείων να τραγουδάμε «με το σουγιά στο κόκκαλο και το λουρί στο σβέρκο», γιατί ως γνωστόν το δίλημμα είναι «δημοκρατία ή μνημόνιο» και το «μαύρο είναι χούντα».
Είναι μια βολική αντίθεση ακινησίας, πλην όμως ψεύτικη, γιατί και τα δυο σκέλη της δεν είναι αληθινά. Το πρόβλημά μας είναι ότι το πολιτικό σύστημα έχει κάνει μια λανθασμένη εκτίμηση της κατάστασης. Πιστεύει ότι, παρά τη χρεοκοπία, θα μπορέσει να διατηρήσει τον ίδιο υπερμεγέθη δημόσιο τομέα, με τις ίδιες πελατειακές σχέσεις που του επιτρέπουν να εξυπηρετεί τους πελάτες του και να αυτοεξυπηρετείται. Απλώς σε αρκετά φτωχότερο επίπεδο. Πιστεύει ότι η Ευρώπη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα συνεχίσει να πληρώνει, ότι τα ελλείμματα θα καλύπτονται πάντα μέσω φόρων, ότι θα διατηρήσει το πελατειακό κράτος με θυσία του ιδιωτικού τομέα.
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς ότι η επιλογή του αυτή είναι κοινωνικά άδικη, είναι και ότι δεν πρόκειται να επαληθευτεί. Ήδη τα αποτελέσματα ενός χρόνου αδράνειας σκάνε ξαφνικά πάνω μας όλα μαζί και διαλύουν το success story. Η ύφεση δεν είναι 4,5% αλλά πάνω από πέντε και θα συνεχιστεί και το 2014, η Τράπεζα Ελλάδος προβλέπει νέα χρεοκοπία των ταμείων και συντάξεις 300 ευρώ, καθώς δεκάδες χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι ωθούνται στη συνταξιοδότηση για να αποφευχθούν οι απολύσεις. Οι ιδιωτικοποιήσεις καταλήγουν σε Βατερλό γιατί είναι φτιαγμένες να καταλήξουν έτσι και γιατί κανείς δεν επενδύει σε μια χώρα κομματοκρατίας, διαφθοράς και παρασιτισμού.
Μετά τη ΔΕΠΑ και το επενδυτικό σχήμα που αγόρασε τον ΟΠΑΠ το ξανασκέφτεται. Έτσι ανακαλύπτουν πάλι μια τρύπα 4,2 δισεκατομμυρίων για τον επόμενο χρόνο που πρέπει να καλυφθεί με νέα μέτρα. Εδώ ήρθαμε. Βρισκόμαστε δηλαδή πάντα στο ίδιο σημείο, να κάνουμε σημειωτόν με πολύ θόρυβο. Η πίεση οδηγεί σε σπασμωδικές κινήσεις. Θα κλείσουμε έναν οργανισμό, θα κατεβάσουμε το διακόπτη στις δώδεκα η ώρα, θα δείξουμε στην τρόικα τις 2.000 απολύσεις που θέλει, έρχεται καλοκαίρι κι από Σεπτέμβριο βλέπουμε, τον ανοίγουμε και ξαναρχίζουμε τις προσλήψεις, αφού έχουμε δώσει μερικές 100άδες εκατομμύρια για αποζημιώσεις.
Η κυβέρνηση των προσλήψεων 4-2-1 δεν είναι πειστική. Γιατί ο πρότερος βίος της δεν είναι έντιμος. Γιατί η κοινωνία δεν πιστεύει τις προθέσεις της. Ένα χρόνο αυτή, 4 συνολικά, δεν έχουν μπορέσει να απομακρύνουν όσους έχουν συλληφθεί με το χέρι στο δημόσιο ταμείο. Τρία χρόνια, πάνω από 1.000 μέρες, δεν υπάρχει ούτε μια μέρα να μην ανακοινωθεί ένα σκάνδαλο σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Ο αρμόδιος υπουργός δεν βρίσκει τον τρόπο να δουλέψουν τα πειθαρχικά, να απομακρυνθούν οι επίορκοι. Ο άλλος αρμόδιος υπουργός δεν βρίσκει τον τρόπο για να μην πληρώνονται όσοι λήγουν οι συμβάσεις τους για καμιά 15αριά χρόνια ακόμα μέχρι να εκδικαστούν οι προσφυγές τους. Τρία χρόνια απογράφουν τους συνταξιούχους, ακόμα να μάθουμε τον ακριβή αριθμό των πλαστών συντάξεων. Αξιολόγηση ούτε καν έχει αρχίσει να εφαρμόζεται για να απομακρυνθούν οι κομματικοί στρατοί των αργόμισθων.
Στη χώρα που ανακαλύπτονται νησιά τυφλών και ολόκληρες πόλεις αυθαίρετες, κανείς δεν τιμωρείται, κανέναν δεν στέλνουν σπίτι του. Έτσι κάνουν εχθρούς και τους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι ξέρουν πολύ καλά τι γίνεται. Οι κομματικές αργομισθίες και τα λαμόγια ζουν και βασιλεύουν, υπόγειες μάχες δίνονται με τη τρόικα για το ποιος θα έχει τον έλεγχο του ΣΔΟΕ, οι άχρηστοι οργανισμοί συγχωνεύονται για να διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους συγχωνευμένοι. Τίποτα δεν αλλάζει, ας κάνουμε 2.650 απολύσεις. Ποσοτικά πάντα, οριζόντια, αργόμισθοι και εργαζόμενοι που τιμούν τη δουλειά τους μαζί. Δεν είναι ακριβώς αυτό που ονομάζουμε μεταρρύθμιση.
Ο Σαμαράς δεν πείθει και για έναν άλλο λόγο. Μιλάει όπως ο Τσίπρας. Σαν εισαγγελέας. Καταγγέλλει το «χτες», τη διαφθορά και την πελατοκρατία, λες και δεν ήταν αυτοί που μέχρι την παραμονή διόριζαν ως «προσωπικό ειδικών θέσεων» με 3,5 χιλιάδες μισθό, κόρες, ξαδέλφες και αποτυχημένους πολιτευτές. Φταίνε πάντα οι άλλοι. Κανείς δεν μπορεί να πείσει για μεταρρυθμίσεις αν δεν ξεκινήσει από τον εαυτό του, αν δεν παραδεχθεί ότι φταίξαμε, εμείς τα κάναμε έτσι αλλά δεν πάει άλλο, τώρα πρέπει να τα αλλάξουμε. Ακόμα και ο Πάγκαλος μίλαγε στο πρώτο πρόσωπο, μαζί τα φάγαμε. Οι κατήγοροι είναι αντιπαθείς στον κόσμο που αρχίζει να καταλαβαίνει.
Η κυβέρνηση μετά από αυτή την εβδομάδα θα είναι διαφορετική. Γιατί η ακινησία εξυπηρετούσε πολύ βολικά μόνο το μεγαλύτερο κόμμα και τον Σύριζα. Τις ζημιές επωμίζονταν τα δυο μικρότερα. Η αντίθεση βόλευε τη ΝΔ γιατί αυτή παρουσιαζόταν ως η δύναμη που κρατούσε τη χώρα στην Ευρώπη μακριά από περιπέτειες. Απέναντι ήταν ο πολύχρωμος θίασος που υπόσχεται την παραμονή στο αδύνατο παρελθόν. Μονόδρομος. Από την άλλη, βόλευε και τον Σύριζα για να ανεβάζει το έργο της Αντίστασης απέναντι στη Δεξιά. Εύκολες και κατανοητές αντιθέσεις, πρόσφορες για συνθήματα και φλογερές κορόνες.
Και, εντωμεταξύ, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, συμπολιτευόμενο και αντιπολιτευόμενο, έκανε καθυστερήσεις, γυρνούσε γύρω από τον εαυτό του, επιχειρήσεις που διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Καμία αλλαγή δεν συνέβη αυτό τον ένα χρόνο. Καμία πραγματική σύγκρουση σε πραγματική βάση, για να αλλάξει κάτι. Συγκρούσεις μόνο ρητορικές. Αν κάτι έχει αλλάξει από τις προηγούμενες κυβερνήσεις είναι μόνο το κλίμα σταθερότητας. Το οποίο έχει προσφέρει η τρικομματική συναίνεση στον ευρωπαϊκό δρόμο. Ο πρωθυπουργός δηλαδή πιστώνεται τη σταθερότητα, την οποία προσφέρουν τα άλλα δυο κόμματα. Τη συναίνεση που δεν προσέφερε αυτός όταν ήταν αντιπολίτευση και ανέβαζε το έργο επιστημονικής φαντασίας Ζάππειο 1, 2, 3.
Ήταν επόμενο ότι αυτή η συμμαχία δεν μπορούσε να προχωρήσει έτσι. Φυσικά, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ μόνοι τους μπήκαν σ’ αυτή τη θέση του χαμένου. Γιατί οι διαφωνίες τους προς την κυβέρνηση δεν ήταν ποτέ προς μια μεταρρυθμιστική κατεύθυνση, ως όφειλαν. Το αντίθετο. Επέλεγαν και αυτοί την αδράνεια για να αποφύγουν τη φθορά και επετύγχαναν ακριβώς το αντίθετο. Πατούσαν φρένο, οι προσπάθειές τους εξαντλούνταν στην υπεράσπιση συντεχνιών, στη διατήρηση αδιέξοδων καταστάσεων, σε διαφοροποιήσεις γκρίνιας. Να γίνουν οι εξετάσεις, αλλά να μην επιστρατεύσουμε και τους καθηγητές. Οι «διαφοροποιήσεις» τους ενίσχυαν απλώς τον Σύριζα. Και παγίωναν τον κυρίαρχο ρόλο του νέου δίπολου στις δήθεν ταυτότητες του μεταρρυθμιστή και του αντιστασιακού, που είχαν επιλέξει. Πραγματικές μεταρρυθμιστικές φωνές στο υπάρχον πολιτικό σκηνικό δεν έχουμε δει ακόμα. Αλλά αυτό είναι και το πραγματικό πολιτικό πρόβλημα.

18 Ιουν 2013

Το κράτος "τέρας" διαλύει την Ελλάδα

Του Γιώργου Κράλογλου, από το capital.gr
 
Εάν δεν μας θεωρούσαν απλούς «ιθαγενείς», που δεν τους πέφτει λόγος, θα είχαν από χρόνια φροντίσει όλοι τους, κυβερνήσεις και κόμματα, να μετατρέψουν το άθλιο κράτος σε πραγματικό Ελληνικό Δημόσιο. Γιατί στην Ελλάδα, που επικρατούν καθαρά δικής μας πρωτοτυπίας θεωρίες στην λειτουργία συστημάτων και θεσμών, αποκαλούμε Δημόσιο ένα αισχρά χειραγωγημένο κομματικό κράτος.

Συνεπώς όταν μιλάμε για Δημόσιες Υπηρεσίες και Δημόσιους Οργανισμούς που θέλουμε να κρατήσουμε ή για στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας με δημόσιο χαρακτήρα ας έχουμε την ειλικρίνεια να δεχθούμε ότι οι υπηρεσίες αυτές δεν είναι Δημόσιες με την θεσμική έννοια του όρου αλλά καθαρά κρατικές με την σοβιετική έννοια του όρου.

Και η διαφορά των δύο θεσμών είναι τεράστια.

Η Δημόσια Υπηρεσία έχει ως γνώρισμα την αποτελεσματική εξυπηρέτηση του πολίτη που πληρώνει τις δαπάνες λειτουργίας της. Αντιλαμβάνεται ακόμη την σημασία της ανταγωνιστικότητας.
Και τέλος δεν θεωρεί κτήμα των υπαλλήλων της το αντικείμενο παροχής της υπηρεσίας που έχει αναλάβει.

Αντίθετα από αυτό η κρατική ελληνική υπηρεσία έχει ως πρότυπο τα σοβιετικά χαρακτηριστικά της αυθαιρεσίας και της τυραννίας του πολίτη που τον εκδικείται επειδή τον θεωρεί από χέρι ύποπτο και απατεώνα.
Ξεκινώντας λοιπόν από την ευρισκόμενη στην επικαιρότητα ΕΡΤ οφείλουμε να συμφωνήσουμε πως υπάρχει ίσως ανάγκη δημόσιας τηλεόρασης αλλά μέχρι σήμερα αυτό που διέθετε ο τόπος είναι κρατική τηλεόραση με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Κρατική υπηρεσία όπου ούτε οι κυβερνήσεις δίνουν λογαριασμό σε κανένα ούτε και αυτοί που την διοικούν γιατί συνήθως ανήκουν στο βαθύτερο κράτος που είναι ισχυρότερο και από τις κυβερνήσεις...

Σας θυμίζω τον κρατικό ΟΤΕ. Είχε χαρακτηριστικά Δημόσιας Επιχείρησης ο ΟΤΕ όταν βρισκόταν υπό τον έλεγχο του κράτους. Ήταν Δημόσια Επιχείρηση με πολιτισμό και ευαισθησία στον πολίτη; Όλοι θυμόμαστε την μαύρη αγορά τηλεφώνων. Όλοι είχαμε ζήσει το «ανέκδοτο» γι΄ αυτόν που αισιοδοξούσε να περιμένει να βάλει τηλέφωνο σε λιγότερο από πέντε χρόνια... και ότι η παροχή τηλεφωνικής σύνδεσης ήταν βουλευτικό ρουσφέτι ισοδύναμο του διορισμού.

Τι σχέση λοιπόν είχε ο ΟΤΕ με τα χαρακτηριστικά των Δημοσίων Υπηρεσιών της Ευρώπης στον αντίστοιχο τομέα;

Ήταν και είναι Δημόσια Επιχείρηση με χαρακτηριστικά ευαισθησίας και εξυπηρέτησης του πολίτη τα ΕΛΤΑ, η ΕΥΔΑΠ ή τα κρατικά μέσα μεταφοράς;

Ποιος δεν έχει ζήσει τις αυθαιρεσίες υπαλλήλων, τεχνιτών, οδηγών και άλλων κομματικά διορισμένων που θεωρούν τον πολίτη περίπου σκουπίδι και τον αντιμετωπίζουν με άθλια συμπεριφορά;
Ποιος δεν έχει διαπιστώσει ότι "το απαγορεύεται το κάπνισμα" στο λεωφορείο δεν αφορά τον οδηγό που αν του κάνεις παρατήρηση επειδή καπνίζει πολύ πιθανό να σου δείξει και την πόρτα;
Μπορεί να υπάρχουν φωτεινότατες εξαιρέσεις αλλά οι εικόνες που περιγράφω δεν είναι καθόλου άγνωστες.

Ποιος δεν έχει ζήσει το μαρτύριο της διακοπής του ρεύματος γιατί οι συντεχνίες της ΔΕΗ θεωρούσαν το κρατικό μονοπώλιο ρεύματος ιδιοκτησία τους και δικαίωμά τους να κατεβάζουν τους διακόπτες όποτε επιθυμούν να εκβιάζουν κυβερνήσεις και κόμματα.

Όταν μιλάμε στην Ελλάδα για Δημόσια Επιχείρηση να έχουμε το θάρρος να ομολογούμε ότι την αποκαλούμε Δημόσια για να απαλύνουμε... την πραγματικότητα που είναι ο κρατισμός όχι μόνο στην δομή της λειτουργίας αλλά και στην νοοτροπία όλων των υπευθύνων.

Από τον επικεφαλής μέχρι και τον κλητήρα της πόρτας.

Η άποψη λοιπόν ότι επικρατεί κοινωνικός αυτοματισμός που λειτουργεί σε βάρος των δημοσίων υπηρεσιών και των δημοσίων υπαλλήλων είναι μόνο συντεχνιακό κατασκεύασμα.

Η κοινωνία, απλούστατα, έχει κουραστεί από την κρατικίστικη νοοτροπία και την κομματική προστασία των κρατικών υπαλλήλων που θεωρούν κυρίαρχη την θέση τους και αποκλειστικά δική τους βούληση την εξυπηρέτηση των πολιτών.
Γιατί ακόμη και ως απλοί τουρίστες να έχουμε εμπειρία από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή Δημόσια Υπηρεσία, που έχει τύχει να εξυπηρετηθούμε, μας αρκεί για να καταλάβουμε την τεράστια διαφορά από την αντίστοιχη ελληνική υπηρεσία που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την έννοια Δημόσια αλλά μόνο με τον τριτοκοσμικό κρατισμό.

Το Ελληνικό Δημόσιο από τα υπουργεία μέχρι τους Οργανισμούς δεν μοιάζει σε τίποτε απολύτως με οποιοδήποτε πολιτισμένο Δημόσιο.

Δεν μοιάζει γιατί ο κρατισμός στην Ελλάδα είναι κυριαρχία. Είναι τυραννία. Είναι αναίδεια και αδιαφορία για τα συμφέροντα του πολίτη και του φορολογούμενου.
Αναζητείστε την εξής απλή απόδειξη.

Πόσες ημέρες θέλει να φύγει από το πρωτόκολλο οποιουδήποτε υπουργείου ένα έγγραφο και να φθάσει στα χέρια του αρμόδιου εισηγητή για να αρχίσει η μελέτη του σχετικού αιτήματος. Οι ίδιοι οι κρατικοί υπάλληλοι ομολογούν ότι χρειάζεται το ολιγότερο μία εβδομάδα. Και δέχονται ότι αυτό αποτελεί και το κεντρικό συστατικό της διαφθοράς αφού επιτρέπει στους επιτήδειους να αναλαμβάνουν με την πληρωμή γρηγορόσημου... την επίσπευση των διαδικασιών.

Αυτό λοιπόν το κράτος θέλουν να προστατέψουν τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση; Αυτήν συνέχεια θέλουν να δώσουν στην οικονομία και στην κοινωνία; Έτσι θα ανορθώσουμε και θα αναπτύξουμε τον τόπο μας;

17 Ιουν 2013

Ο σιδηρούς πρωθυπουργός και η Κεντροαριστερά

Του Νίκου Μαραντζίδη, από την Καθημερινή.
Η απόφαση του Αντ. Σαμαρά να κλείσει την ΕΡΤ θύμισε σε αρκετούς την πολιτική κληρονομιά της σιδηράς Βρετανίδας πρωθυπουργού Μ. Θάτσερ. Πραγματικά, από την επόμενη κιόλας στιγμή της πτώσης του σήματος της ΕΡΤ, καταλάβαμε όλοι πως ο πρωθυπουργός ήθελε να επιδείξει πυγμή. Όμως, η επιλογή αυτή δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή ως απλώς επικοινωνιακή ή να θεωρηθεί μόνο άλλοθι για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Οχι πως δεν υπάρχουν αυτές οι διαστάσεις, αλλά το τοπίο είναι εμφανώς πιο σύνθετο.
Η επιλογή του Αντ. Σαμαρά περισσότερο από συγκυριακή πρέπει να αναλυθεί ως στρατηγικού χαρακτήρα, με έντονα ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Εγγράφεται σε μια νεοσυντηρητική γραμμή πλεύσης όπου η τάξη, ο νόμος και οι μεταρρυθμίσεις θα επιβάλλονται με σιδερένια πυγμή. Πρόκειται για την αυγή της παρουσίας μιας νέας Δεξιάς και στην Ελλάδα. Η νέα αυτή Δεξιά προβάλλει καθαρά την ατζέντα της: νόμος και τάξη από τη μια, ισχυρή εθνική ταυτότητα από την άλλη και όλα αυτά στηριζόμενα σε μια οικονομία με περιορισμένη κρατική παρουσία και μικρή φορολογία.
Είναι σαφές πως ο Αντ. Σαμαράς κάνει ένα άλμα προς τα εμπρός και παίρνει ρίσκα. Ρίσκα, όμως, υπολογισμένα. Ένα σημαντικό τμήμα του κεντροδεξιού σώματος διψά για αποτελεσματικότητα και είναι έτοιμο να επιβραβεύσει την πολιτική εκείνη ηγεσία που θα την πετύχει. Επιπλέον, η πολιτική της πυγμής είναι ένα στοιχείο που αρέσει στο συντηρητικό ακροατήριο. Η έλξη που προκάλεσε σε τμήματα αυτού του ακροατηρίου η Χρυσή Αυγή σχετίζεται με την αίσθηση κατάρρευσης του κράτους την προηγούμενη περίοδο και την ισχυρή επιθυμία για πολιτική με «τσαμπουκά». Με άλλα λόγια, η ζήτηση για αποτελεσματική πολιτική ακόμη και (ή κυρίως) με τη χρήση αυταρχικών μεθόδων αποτελεί ένα βασικό κριτήριο για τους πολίτες αυτούς ώστε να παραμείνουν αφοσιωμένοι στη Ν.Δ. ή να επιστρέψουν στην κάλπη της.
Έπειτα από πολύ καιρό, λοιπόν, ένας κεντροδεξιός πρωθυπουργός αποφασίζει να χαράξει τις κινήσεις του όχι μόνο μέσα σε ένα επικοινωνιακό πλαίσιο και μια διαχειριστική αντίληψη της εξουσίας αλλά υπό το πρίσμα μιας στρατηγικής με στόχο την ιδεολογική κυριαρχία. Θα τα καταφέρει; Δύσκολο να απαντήσει κανείς με σιγουριά αυτή τη στιγμή. Εξάλλου τα ερωτήματα τώρα σχετίζονται με το μέχρι πού είναι διατεθειμένος να φτάσει και ποιες μάχες είναι αποφασισμένος να δώσει.
Είναι αρνητική αυτή η εξέλιξη; Κάθε άλλο! Τώρα η πολιτική αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εξάλλου, το πρόβλημα αυτή τη στιγμή δεν είναι ότι η Κεντροδεξιά βρήκε τη δική της στρατηγική τύπου «Θάτσερ» αλλά ότι η Κεντροαριστερά δεν μπορεί να βρει τον δικό της Τόνι Μπλερ. Όχι μόνο το πρόσωπο αλλά κυρίως το πολιτικό σχέδιο.
Για την ώρα, αυτό που χαρακτηρίζει τις δυνάμεις του μεταρρυθμιστικού Κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας είναι η αμηχανία και η διαρκής αμφιθυμία. Πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο ή, όπως επισημαίνει ο Χρ. Χωμενίδης, είναι ανίατη ασθένεια; Ό,τι κι αν συμβαίνει, σήμερα οι δύο κύριοι φορείς της Κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ) δίνουν την αίσθηση πως συνιστούν έναν «ΣΥΡΙΖΑ λάιτ». Ουσιαστικά δηλαδή προάγουν χρεοκοπημένες και εντέλει αναξιόπιστες πολιτικές. Απλώς αυτό το κάνουν με κόσμιο και δημοκρατικό τρόπο –όχι ασήμαντη λεπτομέρεια, αλλά σίγουρα ανεπαρκή για να κριθούν θετικά. Έτσι, απογοητεύουν διπλά την κοινωνική τους βάση, καθώς και ξεπερασμένες κρατικιστικές πολιτικές υπερασπίζονται και δείχνουν να το κάνουν αυτό άνευρα και κουτοπόνηρα.
Η Κεντροαριστερά, λοιπόν, αντί να κλαψουρίζει αμήχανη και να δίνει μάχες οπισθοφυλακής, οφείλει να ξεκόψει ριζικά με τον κρατισμό και τον συντεχνιασμό. Οφείλει να εκφράσει θαρραλέα τη νέα μεσαία τάξη, τον κοσμοπολιτισμό και τις ευρωπαϊκές αξίες. Να μιλήσει με όρους ενός σύγχρονου πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού. Να προαγάγει την κοινωνία των ίσων ευκαιριών και όχι ξεψυχισμένες σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις του ’70. Η παλιά σοσιαλδημοκρατία πέθανε, κύριοι! Οσο νωρίτερα τη θάψετε και την κλάψετε τόσο γρηγορότερα η Κεντροαριστερά θα γίνει αξιόπιστη, ειλικρινής και αισιόδοξη, δηλαδή νέα.
Η Κεντροαριστερά, λοιπόν, οφείλει να ανασυσταθεί τάχιστα και να βρει τις ενοποιητικές διαδικασίες όχι μέσω της ανακύκλωσης στις ηγετικές θέσεις των παλαιών και φθαρμένων (καλώς ή κακώς) προσώπων, αλλά μέσω της προώθησης ενός νέου και άφθαρτου δυναμικού που διαθέτει και που μπορεί να εκφράσει καλύτερα τις μεσαίες κοινωνικές δυνάμεις. Εντέλει, απέναντι στο βλοσυρό βλέμμα και την αποφασιστικότητα της Μάργκαρετ Θάτσερ, η Κεντροαριστερά ας αντιτάξει το αισιόδοξο χαμόγελο και χαρούμενο πρόσωπο του Τόνι Μπλερ.

16 Ιουν 2013

Οι ερυθροί ΧμΕΡΤ

Της Χριστίνας Ταχιάου, από protagon.gr
Το πρόγραμμα του Σαββάτου του τρίτου καναλιού της ελληνικής τηλεόρασης ήταν άκρως ενημερωτικό. Είχε και ρεπορτάζ από την κατάληψη της Σχολής Κινηματογράφου για την ΕΡΤ, και το φεστιβάλ υπερηφάνειας της Θεσσαλονίκης (sic), και αντιρατσιστικό και μεταναστευτικό κίνημα (sic), και το αυτοδιαχειριζόμενο εγχείρημα της ΒΙΟΜΕ, και τον αγώνα ενάντια στο Σταθμό Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων Ευκαρπίας, και το Κίνημα των Σκουριών (sic), και ανοιχτή συζήτηση με θέμα «Οι πλατείες της αξιοπρέπειας και της Δημοκρατίας (sic)» κι επικοινωνία με πλατεία Ταχρίρ-Ταξίμ.

Επειδή καλή είναι η πλάκα αλλά δε φτάνει για να γίνει επανάσταση, ας πούμε και δυο λόγια για το πώς αποφασίζεται αυτό το «πρόγραμμα».
Στην κατάληψη της ΕΡΤ3 έχουν μπει μέσα άτομα που δεν έχουν καμιά σχέση με την ΕΡΤ. Αυτό προέκυψε από την ανάγκη περιφρούρησης προκειμένου να μην μπει η αστυνομία στο χώρο. Ζητήθηκε η συνδρομή κάποιων οργανωμένων ομάδων που ξέρουν τη δουλειά και, σε αντάλλαγμα για την «προστασία», βλέπουν το όραμα της επανάστασης να μεταδίδεται από αυτή που κάποτε ήταν γνωστό ως δημόσια ή κρατική τηλεόραση. Αριστεριστές, τροτσκιστές κι αντιεξουσιαστές έχουν γίνει προσωρινή κυβέρνηση της Λεωφόρου Στρατού (εκεί βρίσκεται το «Ραδιομέγαρο» της Θεσσαλονίκης), δίπλα ακριβώς στο Γ’ Σώμα Στρατού. Πόσο πιο σουρεάλ;

Η «Επιτροπή Διαμόρφωσης Προγράμματος» αποτελείται από 8 άτομα, εκ των οποίων τα 3 μόνο είναι δημοσιογράφοι. «Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους τεχνικούς και τους διοικητικούς» είναι η αιτιολογία, γιατί «είμαστε όλοι μαζί στον αγώνα». Έτσι, η γνώμη των δημοσιογράφων δεν μετρά και πολύ, καθώς «πρέπει να επιχειρηματολογήσετε στη συνέλευση των εργαζομένων άμα δε σας αρέσει το πρόγραμμα», με το αποτέλεσμα που βλέπουμε.

Δεν επιτρέπεται σε όλους τους δημοσιογράφους να βγαίνουν στο γυαλί και να μετέχουν στο «απεργιακό πρόγραμμα». «Δεν ξέρουμε τι θα πείτε» είναι η δικαιολογία. Όπως λέγεται, κάποιοι ζουν την ηδονιστική περίοδο της επανάστασης, του πρώτου βήματος για το σοσιαλισμό.
«Η ΕΡΤ δεν υπάρχει υφιστάμενη, άρα δεν υπάρχουν προϊστάμενοι» είναι η δικαιολογία προκειμένου να πετούν από τα γραφεία τους διευθυντικά στελέχη, προϊσταμένους, ακόμη και τον ίδιο το γενικό διευθυντή της ΕΡΤ3. Άνθρωπος που έχει παίξει στο παρελθόν ως ηθοποιός σε τσόντα έβγαλε βίαια από το γραφείο του στέλεχος, διότι «η συνέλευση της κατάληψης αποφάσισε το γραφείο σου να γίνει ιατρείο». Τεχνικός και θυρωρός πέταξαν άλλο στέλεχος από το γραφείο του γιατί «είσαι ένα τίποτα». Τεχνικοί επιτέθηκαν λεκτικά στον πρόεδρο της ΕΣΗΕΜΘ επειδή υπερασπίστηκε το δικαίωμα των δημοσιογράφων να διαμορφώνουν το πρόγραμμα.

Όσοι διαφωνούν με τις τακτικές και τις μεθόδους αυτές, φοβούνται να μιλήσουν γιατί ξέρουν ότι θα στοχοποιηθούν.

Κι όπως εύστοχα παρατήρησε η σύζυγος δημοσιογράφου, «ευτυχώς που είστε τηλεόραση. Αν ήσασταν νοσοκομείο, την εγχείρηση θα την έκανε ο θυρωρός...».

15 Ιουν 2013

Από τον Γιαννίτση στον Μόσιαλο…

                         
 
Του Αντώνη Τριφύλλη, από τη Μεταρρύθμιση
 
Μια από τις χαριτωμένες ιδιομορφίες της κοινωνίας μας, είναι το διαχρονικό διαζύγιο με την στρατηγική. Δεν μπορούμε ως άτομα, ως πολιτικοί, ως καλλιτέχνες , ως επιχειρηματίες ή ως συνδικαλιστές, να κατανοήσουμε την σημασία αυτής της λειτουργίας του εγκεφάλου. Διαχρονικά, από την απελευθέρωση μέχρι την μεταπολίτευση, αλλά και πριν, την αδυναμία μας αυτή την πληρώνουμε όλοι. Ατομικά ή συλλογικά. Το καλό από αυτήν την αδυναμία, είναι ότι δεν θίγεται ο ναρκισσισμός μας, και απαλλασσόμεθα από την δυσβάστακτη υποχρέωση για ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων. Το συναίσθημα υπερτερεί της λογικής, το μέλλον φωτίζεται με μαύρο σκοτάδι και πέφτουμε συνεχώς από τα σύννεφα, μια και οι προβλέψεις μας έχουν να κάνουν με το «θέλω» και όχι με το «μπορώ».
Κάτω από αυτήν την οπτική γωνία, μπορούμε να δούμε τις εξελίξεις στην χώρα μας σε δύο στιγμές που επιβεβαιώνουν αυτήν την προσέγγιση.
Σε στιγμές δανεικής ευφορίας, λοιπόν, δύο γνωστοί σε όλους μας τύποι, προκάλεσαν το κοινό αίσθημα με τις παρεμβάσεις τους. Δύο πρόσωπα της ακαδημαϊκής και της πολιτικής ζωής καταδικάστηκαν από το σύνολο της κοινωνίας, γιατί με τις παρεμβάσεις τους χάλαγαν τη σούπα. Γιατί, στρατηγική σκέψη, σημαίνει και μετατροπή της «σούπας» σε στέρεο έδεσμα.
Ο καθηγητής και τότε υπουργός Τάσσος Γιαννίτσης, καταδικάστηκε από το όλον ΠΑΣΟΚ, την όλη συνδικαλιστική, πολιτική και δημοσιογραφική ηγεσία, γιατί στην κοινή διαπίστωση ότι το συνταξιοδοτικό μας πάσχει, πρόσθεσε και την γλαφυρή στρατηγική του πινελιά ως μη όφειλε. Πρότεινε άμεσα και μεσοπρόθεσμα μέτρα για να γλυτώσουν τα γερόντια του μέλλοντός του από αυτά που συνέβησαν δέκα χρόνια μετά. Τα ίδια και χειρότερα, ο επίσης ακαδημαικός και πολιτικός, Ηλίας Μόσιαλος. Χτύπησε το καμπανάκι, όπως και πολλοί άλλοι, για την αναπόφευκτη κατάληξη του προβλήματος ΕΡΤ. Αλλά αμάρτησε με την αποκοτιά του να προτείνει άμεσα μέτρα για να προλάβουμε το αναπόφευκτο κακό που ζούμε τώρα, ξεσήκωσε θύελλα αγανάκτησης, έχασε την υπουργική του θέση και το αποτέλεσμα είναι πλέον γνωστό.

Η ΕΡΤ έκλεισε και νέοι μύθοι ανατέλλουν από τα ραδιομέγαρα και τα πολιτικά επιτελεία, που ως συνήθως, στερούμενα στρατηγικής, οδηγούν τις ελπίδες του κόσμου που έθιξε η βίαιη κρατική παρέμβαση, στην φαντασιωτική θέσπιση της κοινωνίας του οράματός τους. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα συνεχιστούν τέτοιου τύπου παρεμβάσεις από άλλους αλλοπαρμένους στοχαστές, ώστε με την ησυχία τους τα κομματικά μας στελέχη να συνεχίσουν απερίσπαστα να ανακατεύουν τη σούπα της ιδεοληπτικής τους μεγαλοφυΐας και εμείς οι υπόλοιποι, να περνάμε καλά. Ιδίως μόλις διώξουμε και την τρόικα και επιστρέψουμε στις καλές εποχές. Αλλά χωρίς Γιαννίτσηδες και χωρίς Μόσιαλους.

14 Ιουν 2013

Η λύτρωση της παραίτησης

 
Του Γιώργου Λακόπουλου, από protagon.gr
Τι κρίμα. Δεν ήταν και το καλύτερο δυνατό, το θέαμα που εμφάνισαν χθες το βράδυ οι δύο κυβερνητικοί εταίροι του Αντώνη Σαμαρά. Όχι μόνο γιατί δεν βρήκαν να πουν δυο θερμά λόγια συμπαράστασης σε ανθρώπους που απολύθηκαν εν ψυχρώ, σαν να υποδήλωναν ότι συμφωνούν με το σκεπτικό Κεδίκογλου. Όχι μόνο γιατί -αντί να δείχνουν οργισμένοι με αυτό που έγινε με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, από την «ομάδα Σαμαρά»- έδειχναν φοβισμένοι και αδύναμοι να το χειριστούν. Όχι γιατί δεν διανοήθηκαν να αποδοκιμάσουν το ύφος του κυβερνητικού εκπροσώπου στο διαβόητο διάγγελμά του.
Το λυπηρό του πράγματος αναδεικνύεται από το ύφος ικέτη που είχαν και οι δυο απέναντι στον Πρωθυπουργό. Από αυτό καθεαυτό το αίτημα που διατύπωσαν δημοσίως διαδοχικά, πρώτα ο Κουβέλης και εν συνεχεία ο Βενιζέλος: να συναντηθούν μαζί του. Περί αιτήματος επρόκειτο - «δεόντως χαρτοσεσημασμένου», που έλεγαν παλαιότερα. Δεν το αξίωσαν, δεν ήταν απαίτηση. Τον παρακαλούν, είναι έκκληση! Τον εκλιπαρούν να τους δεχθεί για να συζητήσουν!
Να συζητήσουν ποιο πράγμα; Ό,τι ήταν να πει ο Σαμαράς το είπε - πολύ καθαρά, μάλιστα. Δεν τους έλαβε υπόψη πριν κλείσει την ΕΡΤ, είναι δυνατόν να τους λάβει εκ των υστέρων; Άλλωστε, για να μην υπάρχει αμφιβολία, τα επανέλαβε και χθες με τρόπο που αναδείκνυε την επιλογή του να τους αγνοεί - στην ουσία να τους υποτιμά. Και προηγουμένως έβαλε τον εκπρόσωπό του να τους εκθέσει: κοινοποίησε ότι ήξεραν και παράξεραν τι σκόπευε να κάνει και δεν φρόντισαν να αποτρέψουν.
Αντίθετα, τον διευκόλυναν κρατώντας το μυστικό από τα κόμματά τους και την κοινή γνώμη. Ούτε ο Βενιζέλος, ούτε ο Κουβέλης σήμαναν συναγερμό γι' αυτό που επρόκειτο να γίνει. Κινήθηκαν με τον τρόπο που τους υπέδειξε ο Σαμαράς: σαν έμπιστοί του!
Εκ των υστέρων λένε ότι θέλουν να συζητήσουν την αναδιοργάνωση της δημόσιας τηλεόρασης, «με την ΕΡΤ ανοικτή». Προσοχή: δεν ζητούν να συναντηθούν με τον Πρωθυπουργό με την ΕΡΤ ανοικτή! Για τη συζήτηση που θα γίνει περί της αναδιοργάνωσης μιλούν. Γιατί, όμως, την παράμετρο του ανοίγματος δεν τη θέτουν επί της συνάντησης, αλλά απλώς επί της αναδιοργάνωσης;
Άραγε, αυτοί οι δυο πολιτικοί, στους οποίους τα κόμματα τους ανέθεσαν την ηγεσία, δεν αντιλαμβάνονται ότι ο Σαμαράς τους οδηγεί στην πλήρη απαξίωση; Δεν ενοχλούνται όταν οι ίδιοι εκλιπαρούν να τον συναντήσουν και αυτός την ίδια στιγμή μιλάει δημοσίως για το θέμα της ΕΡΤ σαν να μην υπάρχουν ούτε οι ίδιοι ούτε το αίτημά τους; Δεν αισθάνονται μειωμένοι όταν ο Πρωθυπουργός δεν καταδέχεται ούτε καν να απαντήσει ο ίδιος και βάζει «κυβερνητικές πηγές» να απαντήσουν ότι η συζήτηση έγινε ήδη και πως ό,τι έχει να τους πει το είπε; Δεν νιώθουν τίποτε όταν το ύφος των ανθρώπων της ΝΔ απέναντί τους είναι του στυλ "εμείς κάνουμε αυτό που νομίζουμε και αν σας αρέσει";
Αισθάνονται, άραγε, ότι είναι συμπεριφορά πολιτικών ηγετών αυτή; Είναι στάση δημοσιών ανδρών που ηγούνται κόμματων με συγκεκριμένη ιστορική και αγωνιστική διαδρομή, με συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, με συγκεκριμένες διαφορές με τη Δεξιά; Εκτός αν όλα αυτά αποφάσισαν να τα καταργήσουν - οπότε καλύτερα να το πουν ευθέως.
Δεν σκέφτονται, άραγε, πού οδηγούνται και πού οδηγούν; Ποιο κακό προηγούμενο δημιουργείται; Αφού ο Σαμαράς δεν τους λαμβάνει υπόψη του σήμερα με την ΕΡΤ, γιατί θα τους λάβει αύριο, με οτιδήποτε άλλο; Ποιον πίστευαν ότι θα έπειθαν όταν έλεγαν ότι δεν θα ρίξουν την κυβέρνηση Σαμαρά τώρα, αλλά θα τη ρίξουν στο μέλλον -όταν θα έχει επιβάλει αυτό που θέλει και θα έχει δημιουργήσει την ΕΡΤ που θέλει- αρνούμενοι να επικυρώσουν την ΠΝΠ;
Πόσο δύσκολο τους είναι να πουν στον Σαμαρά ότι δεν τον στηρίζουν όσο δεν παίρνει πίσω το κλείσιμο της ΕΡΤ; Γιατί αυτά τα κόλπα είναι έξω από τη συμφωνία συνεργασίας που έκαναν πέρυσι. Δεν έχουν καμία σχέση με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του, βάσει των οποίων του έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης; Και ας πάρει ο ίδιος την ευθύνη να ρίξει την κυβέρνησή του. Και καλά ο Βενιζέλος, προφανώς φοβάται ότι αν προκύψουν εκλογές θα καταβαραθρωθεί το ΠΑΣΟΚ και την επόμενη δεν θα στέκεται στην ηγεσία. Αλλά ο Κουβέλης τι φοβάται; Τι είναι αυτό που κάνει έναν πολιτικό, τον οποίο ο κόσμος γνώριζε ως ευπρεπή και σώφρονα, να θέτει τον εαυτό του στο έλεος της ηγετικής ομάδας της ΝΔ που παίζει τα παιχνίδια της; Πώς θα απολογηθεί αύριο στους ανθρώπους που του εμπιστεύτηκαν την ψήφο τους, ακριβώς για να τη διαχειριστεί με αξιοπρέπεια, που δεν μπορούσε να τους εγγυηθεί το ΠΑΣΟΚ από το οποίο προέρχονται οι περισσότεροι;
Συμπέρασμα: Ο Βενιζέλος και ο Κουβέλης είναι σημαντικοί πολιτικοί και, ενδεχομένως, έχουν καλές προθέσεις. Αλλά σε αυτή την περίπτωση αποδείχτηκαν κατώτεροι του ρόλου τους - όπως θα τον περίμεναν κανείς ως επικεφαλής των συγκεκριμένων κομμάτων. Ατύχησαν στους χειρισμούς, οι οποίοι δεν αντιστοιχούν στο αίσθημα της εκλογικής βάσης τους. Δεν αντέδρασαν με την ευθύνη των πολιτικών που συμπράττουν με τη ΝΔ για να βγει η χώρα από την κρίση και μόνο. Ίσως είναι αυτό το λάθος απόρροια του αρχικού λάθους να μείνουν αμφότεροι εκτός κυβέρνησης. Η ουσία είναι ότι στην υπόθεση ΕΡΤ επέτρεψαν το στραπατσάρισμά τους. Και αυτό, εκτός από τους ίδιους, βλάπτει και τα κόμματά τους - ιδίως το ΠΑΣΟΚ.
Συνεπώς, το μόνο που απομένει, είναι να σκεφτούν τον δρόμο της παραίτησης. Να εξετάσουν μήπως είναι καλύτερα να θέσουν τον εαυτό τους στη διάθεση των κομμάτων τους. Δεν πρόκειται να τεθεί σε κίνδυνο η κυβερνητική σταθερότητα, ούτε να υπάρξει πολιτική αστάθεια, αν το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ αλλάξουν επικεφαλής. Αντίθετα, θα λυτρωθούν οι ίδιοι, θα λυτρώσουν και τα κόμματά τους. Δεν είναι ντροπή να φεύγεις, όταν κάνεις λάθη. Ο ίδιος ο Βενιζέλος δεν επαινούσε την παραίτηση Παπανδρέου όταν τα έκανε θάλασσα;
Ε, ποιο κύρος θα συνεχίσουν, άλλωστε; Και ποια τύχη τους επιφυλάσσεται στις εκλογές; Ίσως με νέες ηγεσίες και το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ να έχουν καλύτερη μοίρα. Κυρίως το ΠΑΣΟΚ. Η ίδια η λειτουργία της κυβέρνησης να γίνει καλύτερη και αποδοτικότερη, με άλλους επικεφαλής στα δυο κόμματα - άρα και η πορεία εξόδου από την κρίση να γίνει ασφαλέστερη. Γιατί θα καταστεί εφικτή η ανανέωση της τρικομματικής συμφωνίας σε νέα βάση.
Σε κάθε περίπτωση, με νέα πρόσωπα στην κορυφή των δυο κομμάτων, δεν θα επαναληφθεί η εικόνα που είδαμε αυτές τις ημέρες, με τον Σαμαρά από τη μια, τον Βενιζέλο και Κουβέλη από την άλλη. Μια εικόνα που δεν θα ξεχαστεί εύκολα. Γιατί οι ίδιοι, με τη στάση τους, τη χρωμάτισαν με έναν τρόπο που θυμίζει ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από τον δήμιο: ο βοηθός του!

13 Ιουν 2013

Κεντροαριστερά, ώρα μηδέν

Του Απόστολου Δοξιάδη, από τους protagon.gr
H κίνηση του Αντώνη Σαμαρά -να προχωρήσει με συνοπτικές διαδικασίες στο κλείσιμο της υπαρκτής κρατικής ραδιοτηλεόρασης και να υποβάλλει σχέδιο για τη δημιουργία καινούριας- έχει φέρει ξαφνικά πάνω-κάτω την πολιτική σκηνή. Άλλοι τον υμνούν για το θάρρος του, άλλοι τον καταδικάζουν για την αυταρχικότητά του, άλλοι θεωρούν ότι έκανε τη μεγάλη ιδιοφυή κίνηση, άλλοι το μοιραίο λάθος. Δεν παίρνω θέση, γιατί αφ’ ενός δεν είναι αυτό το θέμα μου, και αφ’ ετέρου δεν επιδίδομαι στη μελλοντολογία. Το βέβαιο είναι ότι έδρασε με θεληματικότητα ασυνήθιστη για Έλληνα πολιτικό ηγέτη. Οι συνέπειές της στην πολιτική σκακιέρα θα φανούν, όπως θα φανούν και οι συνέπειες στην αντιπολίτευση της μετωπικής, οξείας, εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεσης που επιλέγει.
Το σίγουρο είναι ότι, από τη μια στιγμή στην άλλη, το σενάριο των εκλογών μέσα στο 2013 αποκτά υψηλότατη πιθανότητα, κι αυτό βάζει τα κόμματα, μικρά και μεγάλα, γηραιά και νεογνά, ακόμη και κυοφορούμενα, σε κατάσταση αμέσου ετοιμότητος. Θέλω να κάνω κάποιες παρατηρήσεις για το χώρο που τελευταία χαρακτηρίζεται «μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ», που περιλαμβάνει το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, μικρά κόμματα όπως η Δράση ή άλλα μικρότερα, καθώς και άλλα που ακούμε ότι είναι υπό ίδρυση, ή και μεμονωμένους πολιτικούς παίκτες. Για όλους αυτούς, οι επικείμενες εκλογές θέτουν την επιτακτική ανάγκη ταχύτατων αποφάσεων που προϋποθέτουν τη δήλωση μιας στρατηγικής, που για πολλούς πρέπει να τροποποιηθεί ή και να δημιουργηθεί υπό την πίεση των εξελίξεων.
Για να συζητήσω τις προοπτικές στο πολιτικό εύρος που περιλαμβάνει ο χώρος -τον χαρακτηρίζω «της κεντροαριστεράς», για να συνεννοούμαστε- τον χωρίζω σε τέσσερις κατηγορίες, χωρίς κάποια αξιολογική σειρά, απλώς για να γίνει η κουβέντα πιο ξεκάθαρη.
Στην πρώτη κατηγορία βάζω τους πολιτικούς, είτε στελέχη υπαρκτών κομμάτων, είτε ελευθέρως κινούμενους κοντά τους, που η νέα κατάσταση θα σπρώξει προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά, προς ένα από τα δυο μεγαλύτερα κόμματα, Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή εκτός κεντροαριστεράς. Ας πάνε οι άνθρωποι στην πεποίθησή τους, στην ευχή του Θεού.
Στη δεύτερη κατηγορία βάζω ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Η λίγο-πολύ κοινή τους αντιμετώπιση της ενέργειας του Αντώνη Σαμαρά (πείτε τη «ναι μεν, αλλά», πείτε τη «διαφωνούμε πολύ, αλλά όχι πάρα πολύ») τους φέρνει ακόμη κοντύτερα, και εξηγεί ακόμη καλύτερα γιατί βρίσκονται τους τελευταίους μήνες σε συνεχή πτώση: γιατί δεν ξέρουν ακριβώς τι είναι και τι θέλουν. Όπως έγραψε και ο Χρήστος Χωμενίδης σε χθεσινό του άρθρο, θα έπρεπε τα δυο κόμματα, ανεξαρτήτως της μεθόδευσης που ακολούθησε ο πρωθυπουργός στην κίνησή του, είτε να τον υποστηρίξουν, εστιάζοντας στην ουσία της απόφασης, είτε να τον καταδικάσουν με συνέπεια, αποσύροντας την εμπιστοσύνη τους. Και το ένα και το άλλο θα τους έδιναν σαφή πολιτική θέση. Όπως έχουν τα πράγματα -και εφόσον δεν ξεκαθαρίσουν το ταχύτερο την κατάσταση, αν έχουν πλέον καιρό για κάτι τέτοιο- θα χρεωθούν μόνο την αβουλία τους, που ουσιαστικά δεν τους αφήνει κανένα επιχείρημα για το μέλλον και περίπου προδιαγράφει την καταδίκη τους. Γιατί τι επιχείρημα, και τι μέλλον, να έχει κάποιος που την κρίσιμη ώρα δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν ξέρει τι θέλει;
Τέλος πάντων, αυτό είναι δικό τους θέμα, ένα ρίσκο που αναλαμβάνουν και του οποίου θα χρεωθούν τις συνέπειες. Εμένα ας μου επιτραπεί να κάνω μια παρατήρηση που φαίνεται σε πολλούς προφανής, ότι η συνέχιση της πορείας τους ως δυο διακριτών κομμάτων είναι πλέον χωρίς νόημα. Όποιες διαφορές και αν είχαν ως τώρα ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, γεφυρώθηκαν οριστικά από την κοινή αντιμετώπισή τους στο θέμα ΕΡΤ. Ας ενώσουν λοιπόν τις μοίρες τους, που ούτως ή άλλως προδιαγράφονται πάνω κάτω κοινές, και ας προσπαθήσουν να χρωματίσουν με ένα κάπως πιο ξεκάθαρο και ελκυστικό χρώμα τη μουτζούρα που εκφράζουν αυτή τη στιγμή οι μπερδεμένες απόψεις τους. Είναι σαφέστατο στην κοινωνία ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων τους έχει πολύ πιο ξεκάθαρες απόψεις από τις δικές τους κομματικές γραμμές. Ξεκαθαρίζοντας λοιπόν τη θέση τους, κάποιους σίγουρα θα αποξενώσουν και θα τους οδηγήσουν σε άλλες αγκαλιές, αλλά νομίζω περισσότερους θα πείσουν για τη σοβαρότητά τους, για την οποία αυτή τη στιγμή αμφιβάλλουν οι πάντες, και ίσως, αν είναι πολύ προσεκτικοί και επιδέξιοι, κερδίσουν και νέους ψηφοφόρους από τον κεντρώο-κεντροαριστερό χώρο. ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ ενωμένοι, με κοινό αρχηγό, μπορούν να ελπίζουν ότι θα αποκτήσουν μια νέα δυναμική, που θα αντιστρατευτεί τη μόνη δύναμη που τους κινεί τώρα, δηλαδή προς τα κάτω: της βαρύτητας. Το αν η ένωση θα είναι ικανή να τους περισώσει από την καταστροφή, θα το δείξει ο χρόνος. Αλλά χωρίς αυτή, νομίζω δεν έχουν ελπίδες.
Στην τρίτη κατηγορία βάζω τα μικρότερα κόμματα, με πιο διακριτό αυτό της Δράσης, για κάποια από τα οποία ίσως δεν ισχύει ο όρος «κεντροαριστερά» - το περιγραφικό «μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ» αποδίδει ακριβέστερα το στίγμα τους. Αν γίνουν σύντομα εκλογές, πιστεύω ότι όλα αυτά είναι καταδικασμένα να βρεθούν κάτω από τον θλιβερό πήχυ του 3%. Δεν τα κρίνω και δεν τα αξιολογώ, και δέχομαι ότι κάποια από αυτά περιλαμβάνουν σημαντικούς ανθρώπους, καλοπροαίρετους, ικανούς, κάποιους με αξιοσημείωτο έργο εκτός πολιτικής, ή άλλους με άνω του μέσου όρου ιστορικό εντός πολιτικής, ανθρώπους εν πάση περιπτώσει που σίγουρα έχουν να προσφέρουν στην πολιτική μας ζωή. (Πολλοί από αυτούς, προσθέτω, είναι καλοί μου φίλοι και έχουμε υποστηρίξει τα τελευταία χρόνια παραπλήσιες θέσεις.) Χωρίς να πάμε σε βαθύτερες αναλύσεις, όμως, τα κόμματά τους είναι τώρα χαμένα από χέρι, για δυο σημαντικότατους λόγους: αφ’ ενός τον ελάχιστο χρόνο τον οποίο έχουν ως τις εκλογές, και αφ’ ετέρου -και κυρίως- το εξαιρετικά πολωμένο κλίμα μέσα στο οποίο θα γίνει η επόμενη αναμέτρηση. Τέτοιο κλίμα τους μικρούς τους σμπαραλιάζει.
Στην τέταρτη κατηγορία, που εν πολλοίς συγγενεύει με την τρίτη, τοποθετώ τους ανεξάρτητους παίκτες του χώρου, που έχουν διαφοροποιηθεί από τα άλλα κόμματα και παραμένουν ανένταχτοι ή που συζητούν για πιθανά νέα σχήματα. (Και από ετούτους, πολλοί είναι καλοί μου φίλοι.) Οι περισσότεροι από αυτούς πιστεύουν, να το πω κάπως-κάπως γραφικά, ότι καλή ομελέτα με μπαγιάτικα ή χαλασμένα αυγά δε γίνεται, και ότι η ανανέωση δεν μπορεί να έρθει μέσα από σχήματα και ανθρώπους που έχουν δώσει εξετάσεις και έχουν αποτύχει. Σοβαρό επιχείρημα, που θα μπορούσε να υποστηριχθεί πειστικά, και να αξιολογηθεί στην πράξη, αν υπήρχε χρόνος. Αλλά δεν υπάρχει. Ό,τι ισχύει λοιπόν για την τρίτη κατηγορία, των υπαρκτών μικρών κομμάτων, ισχύει ακόμη περισσότερο για των ανυπάρκτων: φερέλπιδες φίλοι, μην απατάσθε. Απλούστατα, δε σας παίρνει ο χρόνος να συνταχθείτε.
Και για την τρίτη και για την τέταρτη κατηγορία ισχύει και τούτο: ένα υπαρκτό μικρό ή νέο κόμμα μπορεί να εισβάλλει στην κύρια πολιτική σκηνή είτε με μακρόχρονη προετοιμασία, με έναν συνδυασμό επικοινωνίας, οργάνωσης, ακτιβισμού και ίσως και τύχης, για τα οποία απλώς τώρα δεν υπάρχει χρόνος, είτε με το πρόσωπο ενός χαρισματικού ηγέτη, το οποίο απλώς δε διαθέτουν - αν το διέθεταν θα το είχαμε καταλάβει. Γνωρίζω ότι πολλοί που κινούνται στον χώρο αυτό πιστεύουν στο θαύμα που μπορούν να πετύχουν εκεί που άλλοι έφαγαν τα μούτρα τους, στο ότι ειδικά αυτοί είναι κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ καλύτερο από όλους τους άλλους. Πιθανώς κάποιοι να είναι, δεν αντιλέγω. Αλλά στον καιρό που μένει δεν έχουν καμία ελπίδα να πείσουν και άλλους, πέραν του στενού τους κύκλου. Ας προσέξουν όμως και κάποιοι άλλοι που κινούνται εδώ: η μεγαλομανιακή αυτοπεποίθηση, όταν μάλιστα συνδυάζεται με ακραία άρνηση της πραγματικότητας, θεωρείται σοβαρό ψυχιατρικό σύμπτωμα, δυστυχώς ενδημικό στην εντόπια πολιτική ψυχοπαθολογία, ατομική και ομαδική. Ας προσπαθήσουν, παρακαλώ, όσοι ρέπουν προς αυτήν, να αποφύγουν κάποια έξαρση της νόσου, που απλώς θα τους εκθέσει.
Δε μου πάει να τελειώσω τις σκέψεις αυτές μελαγχολικά, σε τόνους απαισιόδοξους, απλά προμηνύοντας την ήττα ενός σημαντικού πολιτικού χώρου. Δεν είμαι προφήτης άλλωστε, κάποιες σκέψεις κάνω, αλλά σκέψεις, φοβούμαι, υψηλού ρεαλισμού: αν γίνουν, όπως φαίνεται, εκλογές το φθινόπωρο ή και νωρίτερα, θα είναι σε έντονα πολωμένο κλίμα, που θα πλήξει κυρίως τον χώρο εκτός των δυο κομμάτων που θα συγκρουσθούν μετωπικά, Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ. Δεν το εύχομαι, δε μου αρέσει, αλλά θα γίνει. (Αυτό που εύχομαι, παρεμπιπτόντως, είναι να πλήξει και τον χώρο δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, πράγμα που επίσης πιστεύω ότι θα συμβεί.)
Όμως, ο χώρος ανάμεσα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ακόμη μια πολύ μεγάλη ελπίδα, που αν οι πολιτικοί του την κυνηγήσουν με πάθος, ενέργεια και κυρίως ταχύτητα, μπορεί να υλοποιηθεί. Αυτή είναι απλούστατα ο χώρος να ενωθεί. Ο Νίκος Μπίστης τη συζήτησε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του την περασμένη εβδομάδα με τίτλο «Οι πενήντα, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ» μιλώντας για ανθρώπους από τα δυο κόμματα και άλλους του χώρου (δηλαδή τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη κατηγορία μου) που θα βρεθούν, θα συνεννοηθούν και θα βρουν τρόπο να συμπαραταχθούν. Σε αυτό απάντησε προχθές με επίσης ενδιαφέρον άρθρο ο Γιώργος Προκοπάκης, προτάσσοντας την αντίρρηση περί μη συμμετοχής φθαρμένων θεσμών και προσώπων. Υπό άλλες συνθήκες, ο διάλογος των δυο απόψεων θα ήταν γόνιμος. Τώρα είναι απλά ανεδαφικός, λόγω έλλειψης χρόνου. Αν πρόκειται να κατέβει στις επόμενες εκλογές ένα κεντρώο-κεντροαριστερό σχήμα, που να διεκδικήσει με αξιώσεις μια αξιοπρεπή παρουσία στη νέα Βουλή, πράγμα που το εύχομαι προσωπικά διακαώς, αυτό μπορεί να γίνει μόνο εφόσον κάνουν στην άκρη οι εγωισμοί των ισχυρών παικτών του χώρου, εντός και εκτός κομμάτων, και γίνει ένα ενιαίο μέτωπο, κάτι σαν την «Ενωση Κέντρου» του 1961, συνδυάζοντας οπωσδήποτε όχι μόνο στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, αλλά και άλλα, από μικρότερα κόμματα, ή εκτός κομμάτων, που θα φέρουν και κάποια ιδιαίτερα αναγκαία αξιοκρατική ανανέωση. Μόνο ένα τέτοιο σχήμα μπορεί να αντισταθεί και να μη συντριβεί από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Το επαναλαμβάνω: μόνο!
Αν μπορέσει μάλιστα ένα τέτοιο σχήμα και αποκτήσει έναν ηγέτη που θα συνενώσει και θα εμπνεύσει, οι ελπίδες του αυξάνονται σημαντικά. Αλλά νομίζω ότι υπάρχει μόνο ένας που μπορεί να παίξει αυτό τον ρόλο την παρούσα στιγμή, με υψηλές πιθανότητες επιτυχίας: ο Γιάννης Μπουτάρης, κι αυτή μου η εντύπωση βασίζεται σε πολλές κουβέντες με ανθρώπους πολλών τάσεων αυτού του χώρου, που όλοι συγκλίνουν στο ότι είναι μια λύση αξιόπιστη, αξιόλογη, που θα έπαιζε ρόλο καταλύτη. Θα το τολμήσουν όμως οι ισχυροί παίκτες του χώρου; Θα το δεχθεί ο ίδιος; Δεν ξέρω. Αν όμως δεν είναι αυτός ο υποψήφιος, το εγχείρημα δυσκολεύει πολύ. Αλλά ίσως δεν είναι αδύνατο να βρεθεί ένας άνθρωπος, που θα φέρει όσο γίνεται λιγότερα βάρη, που το ιστορικό του θα εγγυάται όσο το δυνατόν περισσότερη αξιοπιστία, και που θα μπορεί να εμψυχώσει όσο περισσότερο γίνεται τον βαθιά απογοητευμένο χώρο των κεντρώων και κεντροαριστερών ψηφοφόρων.
Η πατρίδα μας πάσχει βαρύτατα αυτή τη στιγμή από την έλλειψη ενός ισχυρού κεντρώου-κεντροαριστερού κόμματος, και φοβάμαι ότι αν ένα τέτοιο δεν υπάρξει στις επόμενες εκλογές είναι πιθανότατο να ζήσουμε τα επόμενα χρόνια μέσα σε ένα οξύτατα πολωμένο κλίμα, που μόνο κακά θα φέρει στον τόπο. Ας αναλογισθούν όλοι οι πολιτικοί του κεντρώου-κεντροαριστερού χώρου την τεράστια ευθύνη τους αυτή τη στιγμή, ας παραμερίσουν τις διαφωνίες τους - κι ας ενωθούν κάτω από μια σημαία, ας είναι και ευκαιριακή, μια σημαία ζωτικά απαραίτητη σε μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία.
Η ευθύνη αυτή είναι τώρα μόνο δική τους.