"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

25 Φεβ 2014

Το μετέωρο σταυροδρόμι της Ουκρανίας

Του Μελέτη Ρουντούμη από protagon.gr
Όλος ο πλανήτης αυτή την περίοδο παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία, όσον αφορά τα βίαια επεισόδια, τους νεκρούς και την απουσία μιας σταθερής κυβέρνησης που μπορεί να βγάλει την χώρα από το χάος και το τέλμα.
Η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου, αν δεν έχει διαβεί ήδη αυτή την κερκόπορτα, που σημαίνει ότι η εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων είναι τελικά αναπόφευκτη.
Η κρίση στην Ουκρανία δεν είναι κάτι ξαφνικό αλλά γιγαντώθηκε μέσω της διεφθαρμένης πολιτικής ελίτ που καθοδηγούσε την χώρα περίπου την τελευταία δεκαετία και βρίσκεται δυστυχώς σε μια διελκυνστίδα ισορροπιών ανάμεσα σε Ρωσία και Ευρωπαϊκή Ενωση.
Από την μια οι παραδοσιακά στενές σχέσεις με την Ρωσία, καθώς η χώρα αποτελούσε πρώην σοβιετική δημοκρατία για χρόνια, και από την άλλη η προσέγγιση προς την ΕΕ, στην κατεύθυνση της ένταξης και της διακυβέρνησης με βάση τα δυτικά πρότυπα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ουκρανία φαίνεται ανήμπορη στο σύνολο της επικράτειάς της ν’αποφασίσει για τον δικό της γεωστρατηγικό προσανατολισμό, σύμφωνα με τα δικά της εθνικά συμφέροντα, απαλλαγμένη από έξωθεν πιέσεις.
Είναι αλήθεια ότι η Ρωσία βλέπει στην Ουκρανία μια ισχυρή σφαίρα πολιτικής και οικονομικής επιρροής, με στόχο την επαναδημιουργία ενός ζωτικού χώρου, παρόμοιου μ’ εκείνου της Σοβιετικής Ενωσης, που θα μπορούσε να ελέγξει και στρατιωτικά.
Πιο συγκεκριμένα, η Ουκρανία αποτελεί για την Ρωσία ένα σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο για το ρωσικό φυσικό αέριο, με στόχο και την προσέγγιση άλλων αγορών που θα μπορούσε να επηρεάσει στο μέλλον.Το ίδιο πρίσμα ισχύει και για την Δύση βέβαια, καθώς η Ουκρανία αποτελεί τη σημαντικότερη χώρα -κόμβο μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου προς την ΕΕ. Επίσης η υπερβολικά μεγάλη γειτνίαση της χώρας με κράτη μέλη της ΕΕ, σε σύνορο 1.300 χλμ., καθιστά την όποια πολιτική αστάθεια στην Ουκρανία για την ΕΕ όσον αφορά την μεταφορά αγαθών και υπηρεσιών.
Αυτή τη στιγμή που γράφεται ιστορία για την χώρα, πρέπει να επικρατήσει ψυχραιμία ώστε να διασφαλιστεί η επικράτεια και να μην υπάρξουν τάσεις απόσχισης, ή διαμελισμού σε ανατολική και δυτική, με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οφείλουν τόσο η Ρωσία όσο και η ΕΕ, μέσα από μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία, να σεβαστούν την βούληση του ουκρανικού λαού και να προστατευθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα είναι έγκλημα να επιτραπεί οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση από την Ρωσία, είτε για να επανατοποθετηθεί φιλορωσική κυβέρνηση, είτε για να προσαρτηθεί το ανατολικό τμήμα των ρωσόφωνων περιοχών.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια, απαιτείται σοβαρή κινητικότητα ιδίως από την ΕΕ ώστε με ενιαία φωνή και μαζί με συμμαχικές δυνάμεις αν χρειαστεί, ν’αποτρέψουν με χρήση διπλωματίας τετελεσμένα, ώστε να προστατευθεί αφενός η εθνική κυριαρχία της χώρας και αφετέρου να διασφαλιστεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο που μπορεί ν’ απειληθεί από ενδεχόμενη σύρραξη.
Εν κατακλείδι, στην Ουκρανία χρειάζεται άμεσα μια κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας που θα προετοιμάσει δίκαιες και δημοκρατικές προεδρικές εκλογές μεσοπρόθεσμα, απομόνωση των εξτρεμιστικών στοιχείων που μόνο ζημιά κάνουν και σαφής γεωστρατηγικός στόχος που θα βάλει τα θεμέλια της ανάπτυξης και της καλής γειτονίας με όλους.

23 Φεβ 2014

Η φτώχεια της αντιμνημονιακής υστερίας

Του Γιώργου Παγουλάτου, από την Καθημερινή.
Ο κ. Καρυπίδης με τις πάγιες εθνικιστικές, αντισημιτικές και συνωμοσιολογικές απόψεις επιλέχθηκε από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ επειδή είχε ασυναγώνιστες αντιμνημονιακές περγαμηνές. Ο Οδυσσέας Βουδούρης, με αξιόλογη διαδρομή στους Γιατρούς χωρίς Σύνορα, απορρίπτεται από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ γιατί η αντιμνημονιακότητά του, την οποία ο ίδιος σε κάθε ευκαιρία διακηρύσσει, δεν θεωρείται αρκετά έξαλλη. Βαρύνεται βέβαια με το αμάρτημα ότι, ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, είχε κάνει το καθήκον του να ψηφίσει το Μνημόνιο για να μη χρεοκοπήσει άτακτα η χώρα. Η συνεπής προσήλωση στην ανοησία προφανώς θεωρείται μεγαλύτερο προσόν από την έστω ασυνεχή εκδήλωση ευθυκρισίας. Ορθώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απαλλάχθηκε από τον κ. Καρυπίδη και επιμένει στον κ. Βουδούρη. Όμως το τέρας της αντιμνημονιακής υστερίας ο ΣΥΡΙΖΑ το εξέθρεψε. Κάποια στιγμή το τέρας μεγαλώνει τόσο που καταπίνει τον αφέντη του.
Ο αρχηγός των ΑΝΕΛ, επίσης προϊόν του αντιμνημονιακού λαϊκισμού, έχει τα υψηλότερα ποσοστά αποδοχής μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Το κοινό μίσος προς το Μνημόνιο είναι τέτοιο που έχει καταστήσει τους ΑΝΕΛ το συγγενέστερο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο κόμματα μοιράζονται και κάτι ακόμα: με εξαίρεση τη Χ.Α. και το ΚΚΕ, διαθέτουν το μεγαλύτερο ποσοστό δυνητικών υποστηρικτών της επιστροφής στη δραχμή – οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι 50-50. Όμως στην πολιτική πολλές φορές οι ιδεολογικές συγγένειες προσδιορίζουν και εγκλωβίζουν. Τι περιθώρια προσαρμογής στην πραγματικότητα και τήρησης των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων θα είχε ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν αναλάμβανε ποτέ την εξουσία, με τέτοιους ψηφοφόρους και με τέτοιους φίλους;
Στην αντίπερα όχθη, οι πολιτικοί της λαϊκής δεξιάς συντηρούν καριέρες ποτίζοντάς τες κι εκείνοι με αντιμνημονιακή ρητορεία. Ο κ. Νικήτας Κακλαμάνης διεκδικεί ξανά τη δημαρχία με κύριες παρακαταθήκες ένα γενναίο έλλειμμα στον Δήμο Αθηναίων και μια θηριώδη εκτίναξη φαρμακευτικών δαπανών στην Υγεία, που η κοινωνία πληρώνει με βαριές θυσίες. Βασικό του προσόν, ο ανταρτοπόλεμος στη Βουλή και οι επιθέσεις του προς τον Γιάννη Στουρνάρα, έναν από τους λίγους υπουργούς που κάνουν με αφοσίωση τη δουλειά τους.
Το Μνημόνιο δεν δημιούργησε μόνο μια νέα γενιά δωρεάν αντιστασιακών, αλλά έκαψε και όσους το άγγιξαν. Ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου συγκεντρώνει το μίσος πολλών επειδή «μας έβαλε στο Μνημόνιο», λες και υπήρχε εναλλακτική επιλογή. Οι απαιτήσεις μιας τέτοιας κρίσης ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητές του, όπως πιθανόν και κάθε άλλου ηγέτη. Όμως η αντιμετώπισή του έχει προσλάβει χαρακτηριστικά δημόσιου λιντσαρίσματος. Δεν δημιούργησε εκείνος τα 24 δισ. πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, που οδήγησαν στην πιο εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή που έγινε ποτέ στον Δυτικό κόσμο – εφόσον κανείς πιστωτής δεν δεχόταν να χρηματοδοτεί τη δική μας φοροδιαφυγή και σπατάλη. Ούτε παρήγαγε εκείνος το 15% άνοιγμα εξωτερικού ισοζυγίου, που συρρικνώθηκε με την πιο επώδυνη ύφεση της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Αργά, βασανιστικά, η Ελλάδα βγαίνει από την κόλαση των τελευταίων ετών. Γύρω μας απλώνονται οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Μια γενιά ανθρώπων έχει καεί στη μακροχρόνια ανεργία, εκατοντάδες χιλιάδες ζουν σε συνθήκες νέας φτώχειας ή βλέπουν τη μετανάστευση ως μόνη ελπίδα. Το πολιτικό σύστημα αντί να αναρριπίζει τα πάθη, να καλλιεργεί κλίμα εμφυλίου και να κατασκευάζει ενόχους, οφείλει να αναδείξει με αυτογνωσία το πρόβλημα και να εργαστεί με αυταπάρνηση για την εθνική ανασυγκρότηση. Και, κατά μεγάλο μέρος, να πάει σπίτι του.
Η τελευταία έκθεση του Bruegel υπενθυμίζει τις αιτίες αποτυχιών του Μνημονίου στην Ελλάδα. Ήταν η τεράστια απόσταση πολλαπλής προσαρμογής που έπρεπε να διανυθεί, σε περιορισμένο χρόνο, επιτείνοντας το υφεσιακό σοκ. Ήταν η θεμελιώδης αντινομία του προγράμματος: η αποκατάσταση εξωτερικής ανταγωνιστικότητας απαιτούσε εσωτερική υποτίμηση, που όμως επιδείνωνε το χρέος. Ήταν το δυσμενές περιβάλλον στην Ευρώπη και οι συνεχείς κραυγές για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ήταν η αναβλητικότητα και οι καθυστερήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων και των Ευρωπαίων εταίρων. Ήταν τα διαρκή προβλήματα υλοποίησης, η χαοτική δυσλειτουργία του κράτους. Ήταν οι συνεχείς αντιστάσεις πολιτικών παραγόντων και συμφερόντων, και η λαϊκιστική αντιπολίτευση.
Το Μνημόνιο ήταν η mission impossible εκείνων που τους έλαχε ο κλήρος να αποτρέψουν την καταστροφική χρεοκοπία της χώρας. Εάν αποτύγχαναν, θα έφευγαν με ελικόπτερο. Εάν κατόρθωναν να την αποτρέψουν, κανείς δεν θα τους συγχωρούσε ότι έσπειραν πίσω τους λιτότητα, ανεργία και δυστυχία.
Η κρίση και το Μνημόνιο δημιούργησαν επίσης ένα νέο είδος πολιτικού άνδρα: τον εξαφανισμένο πολιτικό. Αν τα πράγματα είναι δύσκολα, μην προσπαθήσεις καν να εμπλακείς, βγες από το κάδρο. Αλλιώς ο κόσμος θα σε συνδέει μονίμως με τα δυσάρεστα – ακόμη και αν ήσουν εκείνος που πάλευε να γυρίσει το κολλημένο τιμόνι στο χωρίς φρένα λεωφορείο που κυλούσε με διακόσια προς τον γκρεμό. Αν πάλι τα πράγματα πάνε καλά, στριμώξου να χωθείς στη φωτογραφία. Αν ήσουν από κείνους που μοίραζαν λεφτά το 2006 ή κραύγαζαν οργισμένα εναντίον των μεταρρυθμίσεων το 2001 ή το 2010, τότε ακόμα καλύτερα: οι ψηφοφόροι θα σε βλέπουν με τρυφερότητα για τις καλές εποχές που τους θυμίζεις. Ίσως ακόμα και να σε ψηφίσουν.

19 Φεβ 2014

Ούτε Ζάππεια, ούτε λεφτά από τη Ρωσία και πετρέλαια από τον Τσάβες

Του Φώτη Γεωργελέ, από τηνathensvoice
Πριν λίγες μέρες η τηλεόραση έπαιζε μια παλιά ταινία της δεκαετίας του ’70, «Το Δίκτυο». Μια κούκλα και αδίστακτη Φαίη Ντάναγουεϊ, τηλεοπτικός παραγωγός ειδήσεων, αποφασίζει να αλλάξει το δελτίο. Εκεί που οι παρουσιαστές εκφωνούσαν ή έστω σχολίαζαν τις ειδήσεις, τώρα φώναζαν, κατήγγελλαν την κυβέρνηση, το σύστημα, το κράτος. Μα αυτό δεν είναι ενημέρωση, έλεγαν οι δημοσιογράφοι. Όταν ο λαός είναι θυμωμένος και φωνάζει, απαντούσε αυτή, τότε τα media οφείλουν να μεγεθύνουν τη φωνή του, να φωνάζουν δυνατότερα. Η Φαίη είχε άδικο, όμως ήταν όμορφη και νέα, κανείς δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Αμέσως το «σόου-ειδήσεις» γίνεται δημοφιλές, η Αμερική κάθεται μπροστά στις οθόνες να δει τον παρουσιαστή που φωνάζει και οδύρεται, τα νούμερα εκτινάσσονται, η επιτυχία έρχεται. Μετά, ακολουθεί η κατάρρευση.
Έβλεπα την ταινία στο σκοτάδι με ένα πικρό χαμόγελο. Σκεφτόμουν τη φοβερή εκδοτική πολιτική της Athens Voice αυτά τα χρόνια της κρίσης. Όταν ο κόσμος αγανακτισμένος φώναζε στις πλατείες, εγώ έλεγα ψυχραιμία, παιδιά, τώρα χρειάζεται σοβαρότητα και υπευθυνότητα για να βγούμε από την κρίση. Και δεν μου ’φτανε αυτό, έγραφα κιόλας ότι πρέπει ο καθένας μας να αντιμετωπίσει τις δικές του ευθύνες, να διορθώσει τα δικά του λάθη. Ό,τι ακριβώς δηλαδή περίμενε ο κόσμος ν’ ακούσει. Δεν είμαι χαζός, μετά από τόσα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά ξέρω πόσο πιασάρικη είναι η συνταγή της Φαίης. Πόσο αποδοτικό είναι να ποντάρεις στο θυμό, την οργή, το μίσος. Να καθησυχάζεις, να υπόσχεσαι εύκολες λύσεις, επιστροφή στο γνώριμο, ασφαλές, πλην ανέφικτο παρελθόν. Όμως πίστευα ότι δεν υπήρχε κανένα περιθώριο. Η χρεοκοπία ενός κράτους είναι συγκλονιστική, συμβαίνει μια φορά κάθε 100 χρόνια, καταστρέφει ολόκληρες γενιές. Μόνο η ξαφνική συνειδητοποίηση, η γρήγορη αντίδραση, μπορεί να περιορίσει τις ζημιές.
Τότε, το 2010, το 2011, τα πρώτα χρόνια, μετά από κάθε τέτοιο κείμενο ακολουθούσαν στην ηλεκτρονική Voice δεκάδες οργισμένα σχόλια που αποκάλυπταν το ρόλο μου ως «εχθρού του λαού». Τώρα, 4 χρόνια μετά, όπως θα έχετε ήδη δει, τέτοια σχόλια είναι ελάχιστα παρ’ όλο που η επισκεψιμότητα στην ιστοσελίδα της εφημερίδας έχει τριπλασιαστεί. Άλλοι συμφωνούν, άλλοι διαφωνούν, όπως είναι φυσικό, ανταλλάσσουν επιχειρήματα, αλλά δεν βρίζουν, δεν αναζητούν προδότες. Κι όταν καμιά φορά συμβαίνει είναι οργανωμένο, οι προγραμματιστές της εφημερίδας γελάνε, μας λένε, τα τελευταία 60 σχόλια έχουν ανέβει από το τάδε IP. Τους έπεισα εγώ; Όχι, πέρασε χρόνος, μας έπεισε όλους η ζωή.
Είχαμε από την αρχή να αντιμετωπίσουμε τρία παραμύθια, τρεις ελληνικούς μύθους να ξεπεράσουμε για να μπορέσουμε να αντιδράσουμε. Ο πρώτος ήταν η ολοκληρωτική άρνηση της πραγματικότητας: δεν υπάρχει κρίση, είναι παραμύθι χωρίς δράκο. Δεν χρωστάμε, δεν πληρώνουμε. Είναι κόλπο των τοκογλύφων να πάρουν τα λεφτά μας, των ξένων να πάρουν την Ακρόπολη, των Ευρωπαίων που μας ζηλεύουν γιατί είμαστε ατίθασοι και περνάμε καλά. Σήμερα κανένας απατεώνας δεν λέει τέτοια πράγματα, εκτός από κάποιους ξεχασμένους ψεκασμένους. Σήμερα όλοι ξέρουμε ότι το κράτος μας ξόδευε 24 δις περισσότερα από τα έσοδά του, τα οποία σταμάτησαν να μας δανείζουν. Κανείς δεν μιλάει για χούντες και δυνάμεις κατοχής και προδότες. Ακόμα και η αντιπολίτευση ζητάει «μη δανειακή χρηματοδότηση», 4 χρόνια δηλαδή μετά, ύστερα από τόσες οδυνηρές περικοπές, ζητάμε ακόμα λεφτά, χρειαζόμαστε ακόμα λεφτά για να ζήσουμε. Σκέψου πόση βοήθεια χρειαζόμαστε στην αρχή από τους εταίρους μας. Τότε, αναρωτιέμαι, γιατί αιματοκυλιστήκαμε τόσο μεταξύ μας; Και άραγε, αναρωτιέμαι ακόμα, θα ζητήσει ποτέ κανείς συγνώμη για όλη αυτή την παράνοια που διέλυσε την κοινωνία μας και καθυστέρησε τόσα χρόνια την προσπάθεια εξόδου από την κρίση;
Όμως η παράνοια της «συνωμοσίας εναντίον μας» ήταν το παραμύθι για να χτιστεί ο δεύτερος μύθος, ο «αγώνας ενάντια στη λιτότητα». Τώρα, 4 χρόνια μετά, ξέρουμε τι σήμαινε. Το έλλειμμα σχεδόν εκμηδενίστηκε πια, μειώθηκε κατά 25% το εθνικό προϊόν. Όμως δεν χάσαμε όλοι 25%. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι έγιναν άνεργοι, έχασαν τα πάντα. Εκατοντάδες χιλιάδες πληρώνονται έναντι, όταν υπάρχουν λεφτά στο ταμείο, με 500 ευρώ. Εκατοντάδες χιλιάδες δεν έχουν πια ασφάλιση, έκλεισαν τα μαγαζιά, τις επιχειρήσεις τους, δεν έχουν να πληρώσουν τα ταμεία, είναι στο έλεος του θεού. Κάποιοι έχασαν τα πάντα για να χάσουν οι άλλοι όσο το δυνατόν λιγότερα. Ο αγώνας ενάντια στη λιτότητα ήταν εξαρχής παραπειστικός. Όταν δεν σου δανείζουν και έχεις έλλειμμα, τότε από κάπου θα κοπούν λεφτά. Η αντιμνημονιακή άρνηση της πραγματικότητας είχε σκοπό αυτό ακριβώς: να προστατεύσει τα πιο ισχυρά στρώματα της κοινωνίας και να μεταφέρει τα βάρη στα ασθενέστερα. Τώρα κανείς δεν υπόσχεται μαγικές λύσεις. Ούτε Ζάππεια, ούτε λεφτά από τη Ρωσία και πετρέλαια από τον Τσάβες. Τώρα ακόμα και η αντιπολίτευση μιλάει για «πλεονασματικούς προϋπολογισμούς». Τι άλλο να πεις άμα δεν σου καλύπτει κανένας τα ελλείμματά σου με δανεικά; Δεν είναι μόνο αναπόφευκτο. Είναι και η μίνιμουμ κοινωνική ευθύνη. Πόσο δίκαιο είναι να ζεις υπεράνω των δυνατοτήτων σου χρεώνοντας τα παιδιά σου; Ο αγώνας ενάντια στη λιτότητα ήταν αγώνας για να μην είναι η λιτότητα δίκαιη.
Οι δύο προηγούμενοι μύθοι της κρίσης έχουν πια αποκαλυφθεί. Μένει ο τρίτος, ο οποίος είναι και ο δυσκολότερος γιατί αφορά τους «ευνοημένους», τα ισχυρότερα στρώματα της κοινωνίας μας. Η ελπίδα ότι γίνεται να μεταφερθούν όλα τα βάρη της κρίσης στους ασθενέστερους και το σύστημα να συνεχίσει να λειτουργεί όπως πριν, είναι φρούδα. Το βλέπουμε πια καθαρά. Όσο δεν αλλάζει το σύστημα, το παιχνίδι είναι μηδενικού αθροίσματος. Αφού κανείς δεν μας δίνει δωρεάν λεφτά, ό,τι κερδίζει ο ένας, η κάθε επαγγελματική ομάδα, το χάνει ο άλλος. Όταν μεγάλες επαγγελματικές ομάδες, όπως οι αγρότες, κερδίζουν αφορολόγητες ρυθμίσεις, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι πληρώνουν 55% προκαταβολή φόρου αν έχουν ένα ευρώ έσοδα από μπλοκάκια και ενοίκια. Και δεν έχουν πια να πληρώσουν. Έτσι κι αυτό έφτασε στο τέλος του. Και οι προνομιούχοι που νόμιζαν ότι απέφυγαν τις βαρύτερες συνέπειες, ότι διατήρησαν τα κεκτημένα, θα πληρώνουν για τα σπίτια τους αυξημένους φόρους, τέλη κυκλοφορίας κι άλλους φόρους κρυφούς, θα μειώνονται οι συντάξεις, θα χρεοκοπούν τα ταμεία. Στο τέλος θα πληρώσουν όλοι περισσότερα. Προσπαθώντας να διατηρήσουν ένα σύστημα που έχει χρεοκοπήσει. Ήδη μας προειδοποιούν πάλι. Μας προειδοποιούν όλοι, όχι μόνο η Μέρκελ αλλά και το αριστερό Die Linke, το αδελφό κόμμα του Σύριζα. Άλλα λεφτά δωρεάν δεν υπάρχουν, φορολογήθηκαν οι περιουσίες με τα «χαράτσια», τώρα θα φορολογηθούν οι καταθέσεις στις τράπεζες με «κεφαλαιακό φόρο» αν χρειαστούν κι άλλα χρήματα. Οι χώρες θα διασώζονται πρώτα από μόνες τους. Δεν μπορεί κανένας να πει ότι δεν μας έχουν προειδοποιήσει.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Μόνο ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό σοκ μπορεί να επαναφέρει την Ελλάδα στην ανάπτυξη. Όλες αυτές οι προσπάθειες που βλέπουμε κάθε μέρα της κάθε μιας επαγγελματικής ομάδας να διασώσει τα δικά της κεκτημένα, να διατηρήσει ένα σύστημα που έχει χρεοκοπήσει αμετάκλητα, είναι καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές. Είναι δύσκολο να κάνουμε σε λίγα χρόνια όσα άλλες χώρες έκαναν σε περισσότερα, αλλά εμείς φταίμε για το χαμένο χρόνο. Όσο πιο γρήγορα το πάρουμε απόφαση, τόσο πιο γρήγορα θα βγούμε από το δράμα. Η Κύπρος είναι δίπλα μας. Παρασυρμένη από τη δική μας ανεύθυνη αντιμετώπιση, δοκίμασε την ίδια άρνηση πραγματικότητας. Ο τυχοδιωκτισμός της όμως κράτησε μια βδομάδα. Όχι 4 χρόνια. Σήμερα κανείς δεν μιλάει για πρόβλημα Κύπρου. Η τρόικα δεν πηγαίνει καν ή πάει υπηρεσιακά, το πρόγραμμα προσαρμογής έχει ξεπεραστεί από τους ίδιους. Ζουν ήδη την επόμενη μέρα. Εμείς ζούμε ακόμα με τους μύθους της προηγούμενης μέρας. Η καθυστέρηση να βγούμε από τη δύσκολη θέση οφείλεται μόνο σε μας. Αν θα το ξεπεράσουμε ή θα ζήσουμε για καμιά δεκαετία ακόμα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα δεχτούμε την πραγματικότητα.

16 Φεβ 2014

Συστημικοί, αντισυστημικοί και υποκριτές!


Του Στάθη Καλύβα, από την Καθημερινή
Είναι φυσιολογικό να ξεπροβάλλει έντονα έπειτα από μια μεγάλη κρίση η επιθυμία τιμωρίας εκείνων που διαχειρίστηκαν τα πράγματα στη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου. Αυτή είναι άλλωστε και μία από τις πιο βασικές λειτουργίες της δημοκρατίας, αφού οδηγεί μονομιάς (και το πιο σημαντικό, με ειρηνικό τρόπο) στην ικανοποίηση του λαϊκού αισθήματος και στην ανανέωση των πολιτικών ηγεσιών. Ο όρος «πολιτικό σύστημα» (ή απλά «σύστημα») αποδείχθηκε ιδιαίτερα δημοφιλής επειδή επιτρέπει μιαν εύκολη και απλή περιγραφή του προβλήματος, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο που είναι αδύνατο να περιγράψουμε την πολιτική δίχως αναφορά σε αυτό. Ουσιαστικά, το δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» εδράζεται πάνω στο αντίστοιχο δίπολο «σύστημα-αντισύστημα», όπου στο πρώτο συμπεριλαμβάνονται οι άνθρωποι και νοοτροπίες που υποτίθεται πως ευθύνονται για την πτώχευση της χώρας και στο δεύτερο οι πολιτικά άφθαρτοι και οι υγιείς αντιλήψεις και νοοτροπίες. Ως πολιτικός τυφλοσούρτης ο διαχωρισμός αυτός είναι παραπλανητικός και επικίνδυνος.

Κατ’ αρχάς, η ελαστική χρήση της λέξης «σύστημα» ευνοεί ακραίες αλλά αβάσιμες κριτικές. Τι ακριβώς είναι το «σύστημα»; Οι Ελληνες πολιτικοί, οι θεσμοί, το κοινοβουλευτικό σύστημα, ο καπιταλισμός; Το εννοιολογικό αυτό ξεχείλωμα είναι επικίνδυνο γιατί ταυτίζει τη δικαιολογημένη κριτική συγκεκριμένων ανθρώπων, αποφάσεων και πρακτικών με μια γενικευμένη κριτική, που σπάνια τεκμηριώνεται και ακόμη σπανιότερα ευσταθεί. Αλλωστε, πάνω στην ταύτιση αυτή χτίστηκε ολόκληρη η «αντισυστημική» στρατηγική της Χρυσής Αυγής. Αναμφίβολα, μια από τις πιο ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην Ελλάδα και στις άλλες «μνημονιακές» χώρες βρίσκεται στη γενικευμένη αυτή και παραπλανητική χρήση της λέξης «σύστημα».

Ενα δεύτερο πρόβλημα είναι το τσουβάλιασμα όλων εκείνων που είτε ασχολήθηκαν συστηματικά με την πολιτική τα τελευταία 30 χρόνια είτε είχαν κάποια περισσότερο ή λιγότερο υπεύθυνη κρατική θέση. Ομως κάτι τέτοιο είναι και άδικο και προβληματικό, αφού προφανώς δεν είναι ίδια και όμοια η ευθύνη όσων π.χ. έκλεψαν δημόσιο χρήμα και όσων έλαβαν μια κακή πολιτική απόφαση. Ας μην ξεχνάμε επίσης εκείνους που πολιτεύτηκαν με αξιοπρέπεια, αλλά και όσους επισήμαναν από νωρίς πως το καράβι εξώκειλε χωρίς να εισακουστούν από την πλειονότητα των συναδέλφων τους ή το εκλογικό σώμα. Από την άποψη αυτή, η γενική καταδίκη του «συστήματος» είναι εξίσου άστοχη με τον αφορισμό «όλοι τα φάγαμε». Το χειρότερο μάλιστα είναι πως το τσουβάλιασμα ευνοεί τους χείριστους, καθώς διαχέει τις ευθύνες τους σε μια πολύ ευρύτερη ομάδα και τους παρέχει ένα βολικό άλλοθι («όλοι τα ίδια έκαναν»). Υπενθυμίζω αυτά τα προφανή, γιατί ενώ τα γνωρίζουμε, έχουμε την τάση να τα παραβλέπουμε.

Τέλος, ένα μεγάλο πρόβλημα αφορά το περιεχόμενο του «αντισυστήματος». Ποιοι ακριβώς είναι οι δημόσιοι κατήγοροι του «συστήματος»; Μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τρεις ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει όσους πράγματι δεν είχαν συμμετοχή στη πολιτική και εκφέρουν έναν αξιόπιστο και συγκροτημένο λόγο. Δυστυχώς πρόκειται για μια πολιτικά περιθωριοποιημένη μειονότητα. Στη συνέχεια έχουμε τους πολιτικά άφθαρτους, που εκφέρουν ακραία κριτική. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν αποκομίσει σημαντικά πολικά οφέλη, με πρώτη και καλύτερη τη Χρυσή Αυγή. Οπως είναι φανερό, το να μην έχεις υπάρξει μέρος του «συστήματος» δεν αρκεί για να καταστήσει την κριτική σου έγκυρη. Οσο για την τρίτη ομάδα, έχει προσποριστεί το μεγαλύτερο πολιτικό κέρδος απ’ όλους και απαρτίζεται σε μεγάλο βαθμό από πρώην μέλη του «συστήματος». Εξετάζοντάς την προσεκτικά, διακρίνει κανείς τέσσερις υποομάδες: πολιτικούς, πανεπιστημιακούς, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους. Κοινός παρονομαστής τους, η αδιάντροπη υποκρισία.

Η αποδοχή της κριτικής του «συστήματος» από την ομάδα αυτή προϋποθέτει τέσσερις παραδοχές. Πρώτον, πως το ΠΑΣΟΚ ή η Ν.Δ. δεν υπήρξαν μέρος του «συστήματος» για τους πολιτικούς, τους συνδικαλιστές ή τα στελέχη εκείνα που εγκατέλειψαν τα κόμματα αυτά για να βρουν «αντισυστημική» στέγη στον ΣΥΡΙΖΑ ή στους Ανεξάρτητους Ελληνες. Δεύτερον, πως τα κρατικά ΑΕΙ και οι δεκάδες επιτροπές και ιδρύματα που έστελναν σε πολυτελή ταξίδια ανά την υφήλιο και επιχορηγούσαν με κονδύλια και κρατικές αργομισθίες τόσους και τόσους σημερινούς «αντισυστημικούς» πανεπιστημιακούς, δεν αποτελούσαν μέρος του «συστήματος». Τρίτον, πως δεν ήταν «συστημικό» το υπουργείο Πολιτισμού, που διένειμε πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις στους διάφορους «αντισυστημικούς» καλλιτέχνες, ούτε πως ήταν «συστημικά» τα κρατικά και τα ιδιωτικά ΜΜΕ που τους πρόβαλλαν τόσο απλόχερα. Τέλος, πως δεν ήταν «συστημικά» τα διάφορα συγκροτήματα ΜΜΕ και τα υπουργεία που απασχολούσαν με συχνά τεράστιες αντιμισθίες τους δημοσιογράφους εκείνους που σήμερα βυσσοδομούν εναντίον των «καθεστωτικών» ΜΜΕ. Για να μην αναφέρω την ΕΡΤ, που από πυλώνας του «συστήματος» μεταμορφώθηκε κυριολεκτικά μέσα σε μία νύχτα σε κέντρο «αντισυστημικής» αντίστασης.

Είναι, λοιπόν, εντελώς φανερό πως οι άνθρωποι που πλασάρονται σήμερα ως «αντισύστημα» είναι στην πλειονότητά τους εκείνο το κομμάτι του «συστήματος» που απλά απώλεσε και νοσταλγεί τα προνόμια του. Κραυγάζουν για «ολικό ξήλωμα του κατεστημένου» εκείνοι που απλώς επιθυμούν να το υποκαταστήσουν. Οι λέξεις έχουν σημασία και η άστοχη αποδοχή και χρήση εννοιών σαν το «σύστημα» συμβάλλει τελικά στη μετατροπή μιας απαραίτητης τιμωρίας των υπευθύνων στην επανάληψη ενός έργου που δυστυχώς έχουμε ξαναδεί.

9 Φεβ 2014

Τι μάθαμε στα πέντε χρόνια της κρίσης

Του Ηλία Μόσιαλου, από την Ημερησία.
Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ότι η μεγάλη προσαρμογή που επιχείρησε η Ελλάδα -το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011- ήταν απαραίτητη.
Η ΝΔ κατάλαβε ότι χωρίς αληθινή δημοσιονομική προσαρμογή, τα ευχολόγια για άμεση ανάπτυξη δεν θα μπορούσαν να είχαν εφαρμοστεί, ούτε τα περίφημα «ισοδύναμα» να ισχύσουν, και γι΄ αυτό ξέχασε όλα τα «Ζάππεια», Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει τώρα για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, χωρίς να λέει τι διαφορετικό θα είχε κάνει ή θα έκανε για να τους πετύχει, έχει σαφώς περιορίσει την αντιμνημονιακή του ρητορεία («κατάργηση μ΄ ένα νόμο κι ένα άρθρο») και, επιπλέον, η σοβαρή του πτέρυγα αναγνωρίζει ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους δεν ήταν «επαχθές».
Ωστόσο, και τα δύο κόμματα δεν ολοκληρώνουν τη ρεαλιστική τους στροφή. Η κυβέρνηση επικαλείται συνεχώς ένα «Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης», που όμως αποτυγχάνει να το παρουσιάσει. Αντίθετα, στην πράξη δρα με τρόπο που πολλές φορές δεν συνάδει με την ανάπτυξη: παράδειγμα, το γεγονός ότι δίνεται έμφαση στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ ως ποσοστού και όχι στη σύνδεσή του με πραγματικούς αναπτυξιακούς στόχους.
Εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ορθά μιλά για «μεγάλη διευθέτηση» κατά τη διαχείριση του ελληνικού χρέους - με την οποία δεν νομίζω να διαφωνεί ούτε η κυβέρνηση, διαφοροποιούμενη μόνο σε λεπτούς χειρισμούς και προσεκτικότερη ρητορική- βλέπει στελέχη του να μιλούν για «ρήτρα ευρωπαϊκής ανάπτυξης», συνδεμένη με τη μείωση του χρέους και με νέο παραγωγικό υπόδειγμα. Αλλά ρήτρα σημαίνει συναρτημένη υποχρέωση και συγκεκριμένες αναπτυξιακές προτάσεις. Ε, εκεί κάπου σταματά το πλαίσιο της σκέψης του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Πέντε χρόνια λοιπόν μετά το ξέσπασμα της κρίσης, και ενώ υπάρχουν οι γενικότερες συνειδητοποιήσεις, είναι παράδοξο ότι δεν έχει ζητηθεί από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ή από Ανεξάρτητη Επιτροπή να διερευνήσει τα πώς και γιατί το 2009 ξοδεύαμε 24 δισ. παραπάνω απ΄ όσα εισπράτταμε ως κράτος, και να κατονομάσει από ποια υπουργεία και ποιους υπουργούς ξέφυγε ο λογαριασμός κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε πριν από το σκάσιμο της «φούσκας».
Το πόρισμα μιας τέτοιας έρευνας όχι μόνο θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, αλλά θα είχε και «παιδαγωγικό» χαρακτήρα, ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον παρόμοια πορεία. Περιορίζομαι σ΄ ένα μόνο παράδειγμα: το διάστημα 2000-2009 στον τομέα του φαρμάκου πληρώσαμε 18 δισ. ευρώ παραπάνω απ' όσο θα έπρεπε.
Η δημοσιονομική προσαρμογή πράγματι προχωρεί με τις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού. Παραμένουν όμως απείραχτες πολλές από τις αιτίες που γέννησαν την κρίση και διατηρούνται πολλά προβλήματα άλυτα. Δεν είναι σαφές τι θα γίνει με το τραπεζικό σύστημα και την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, την ασφυκτική πίεση σε χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις από την απουσία χρηματοδότησης, την ανάγκη δημιουργίας ενός τραπεζικού συστήματος αποτελεσματικού και ταυτόχρονα διαφανούς. Το φορολογικό μας σύστημα εξακολουθεί να στηρίζεται στην υπερφορολόγηση και όχι στην πλάτυνση της βάσης του, ενώ γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο. Η περίφημη επιτροπή Μαυραγάνη δεν έχει αποδώσει πορίσματα ακόμα. Η Δικαιοσύνη, αν και σαφώς χτυπάει πλέον ένα μέρος της διαφθοράς, κινείται ως ένας δυσκίνητος γραφειοκρατικός τομέας που καθυστερεί τόσο, ώστε να καταλήγει πολλές φορές σε αρνησιδικία.
Στο πεδίο του κοινωνικού κράτους, ενώ εξακολουθούμε να πληρώνουμε πολλά, οι αλλαγές είναι βραδείες, ενώ τα προνοιακά επιδόματα, για παράδειγμα, δεν έχουν εξυγιανθεί. Στην Υγεία οι προσαρμογές είναι ιδίως δημοσιονομικές κι όχι διαρθρωτικές. Στην Παιδεία υπάρχει σαφής οπισθοχώρηση, ως προς την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Στη Δημόσια Διοίκηση, παρόλο που η κυβέρνηση διανύει τον 20ό της μήνα στην εξουσία, και με συμπυκνωμένο μάλιστα πολιτικό χρόνο, η έμφαση δίνεται στην κινητικότητα και απουσιάζει οποιοδήποτε Συνολικό Σχέδιο Αναδιάρθρωσης: ποια κρατική δομή προκρίνουμε, ποια υπουργεία και ποιους οργανισμούς θέλουμε, πώς τα στελεχώνουμε, τι κίνητρα δίνουμε, τι στόχους έχουμε. Στην Αγροτική Οικονομία οι μεγάλες τομές, όπως η σύνδεση της φορολόγησης με την παραγωγή  κι όχι με το στρέμμα, καθυστερούν. Στον Τουρισμό, αν και έχουμε το γεωγραφικό πλεονέκτημα, έχουμε μείνει πίσω σε υποδομές και σε νευραλγικούς τομείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 100 μεγαλύτερες τουριστικές μας επιχειρήσεις έχουν λιγότερο από 10% του τζίρου στον κλάδο, πράγμα που δείχνει τον κατακερματισμό. Αλλά τουρισμό δεν κάνεις χωρίς σοβαρές τουριστικές επιχειρήσεις. Τελευταία ανακαλύφτηκε ο ιατρικός τουρισμός ως καινούργιο μεγάλο εθνικό σχέδιο, τη στιγμή που τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας δεν έχουν βρει τρόπο να χρεώνουν τις υπηρεσίες που παρέχουν το καλοκαίρι σε τουρίστες.
Η βασική αιτία είναι, φυσικά, το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Δεν αλλάζουν τίποτα (εκλογικός νόμος, λειτουργία του κοινοβουλίου, διορισμοί ημετέρων στους οργανισμούς του Δημοσίου), δίνοντας την εντύπωση ότι περιμένουν «να περάσει η μπόρα» για να ξαναρχίσουν τα ίδια.
Η Ελλάδα έχει τεράστιες δυνατότητες: γεωγραφική θέση, μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό (επειδή οι ελληνικές οικογένειες έχουν επενδύσει στα παιδιά τους), υπέδαφος, συμμετοχή στις βασικές δομές του δυτικού κόσμου. Δεν έχει όμως το πολιτικό σύστημα που της αξίζει, ώστε να είναι ένα σύγχρονο κράτος που κρατάει τον κόσμο του και ιδίως τους νέους. Κι αν δεν θέλει να γίνει Βουλγαρία (που από το 1990 έχασε 1,5 εκατομμύριο πληθυσμού, πέφτοντας από τα 8,8 εκατ. στα 7,3, και προβλέπεται ότι θα χάσει άλλο 1 εκατομμύριο και θα πέσει στα 6,5 μέχρι το 2030, λόγω μαζικής εξόδου), πρέπει να το αλλάξει. Και μάλιστα πολύ γρήγορα.

7 Φεβ 2014

«Ζούμε σε μια ήπειρο ηλικιωμένων, που διοικείται από ηλικιωμένους, με πολιτικές στραμμένες προς ηλικιωμένους»

Του Φώτη Γεωργελέ, από την athensvoice
Μια φορά, ένα γερμανικό περιοδικό, επειδή ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, είχε για κύριο θέμα ότι οι Έλληνες και Κύπριοι συνταξιούχοι είναι πλουσιότεροι των Γερμανών. Στο εξώφυλλο μάλιστα είχε ένα κυπριακό γαϊδουράκι με τα κοφίνια στο πλάι να ξεχειλίζουν από ευρώ. Η Μέρκελ, την άλλη κιόλας μέρα, προς τιμήν της, βγήκε και είπε, μη λέμε σαχλαμάρες, η προσπάθεια των Ελλήνων να συσσωρεύσουν, να έχουν δική τους στέγη, ακίνητα, δεν είναι πλουτισμός, είναι ανασφάλεια. Γιατί η κοινωνική πρόνοια δε είναι σαν της Γερμανίας, οι άνθρωποι τρέμουν μην αρρωστήσουν, μη χάσουν τη δουλειά τους, μη δεν έχουν λεφτά για φάρμακα, για φακελάκια, για οίκους ευγηρίας, για νοσοκομειακή περίθαλψη, για αξιοπρεπή γηρατειά.
Η ίδια Μέρκελ συνηθίζει να λέει μερικούς αριθμούς για να δείχνει το αδιέξοδο. Η Ευρώπη, το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, παράγει το 23% του παγκόσμιου ΑΕΠ και ξοδεύει το 50% της παγκόσμιας κοινωνικής δαπάνης. Και οι αριθμοί χειροτερεύουν συνεχώς. Το 1980 η Δύση δημιούργησε το 70% της παγκόσμιας παραγωγής, το 2001 το 50%, σήμερα οι αναπτυσσόμενες χώρες παράγουν το 70%. Η Ευρώπη γερνάει, χάνει το δυναμισμό της, είναι σαν τις παλιές αυτοκρατορίες που μία-μία αποσύρονται από το προσκήνιο. Η επανάσταση της τεχνολογίας και της γνώσης μπορεί να προκάλεσε το παγκόσμιο μπουμ ανάπτυξης, αλλά δημοκρατικοποίησε τους τρόπους και τα μέσα παραγωγής, οι παλιοί επικυρίαρχοι της Δύσης χάνουν την πλεονεκτική τους θέση. Εμείς ζήσαμε τη χρυσή μας περίοδο, τώρα ήρθε η σειρά των άλλων να ζήσουν τη δική τους. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση της δυτικής μεσαίας τάξης θα μειωθεί καθώς οι αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες θα συναντηθούν κάπου στη μέση.
Η Ευρώπη, ικανοποιημένη από την επιτυχία της και πλούσια, μοιάζει να αποφάσισε να μην προοδεύσει άλλο, να παγώσει το χρόνο, να ζήσει από τις προσόδους και τα προνόμιά της. Μέσα σε μια δεκαετία το χρέος του νότου υπερδιπλασιάστηκε. Συντήρησε την ανάπτυξη αλλά με τρόπο ψεύτικο και τεχνητό, δημιουργώντας φούσκες. Οι τιμές των ακινήτων αυξάνονταν κατά 15-20% το χρόνο. Χρηματοπιστωτικές φούσκες στις αγγλοσαξωνικές χώρες, φούσκες των ακινήτων στην Ιβηρική Χερσόνησο, φούσκα του δημοσίου στην Ελλάδα. Τεχνητοί παράδεισοι που η ευρωπαϊκή οικονομική πραγματικότητα δεν μπορούσε να προσφέρει. Ο μόνος τρόπος να διατηρηθούν, ήταν τα χρέη. Ζούσαμε σ’ ένα συλλογικό ψέμα που είπαμε στους εαυτούς μας, μέχρι που ήρθε η οικονομική κρίση και οι χρεοκοπίες.
Η Ευρώπη είναι σ’ ένα δύσκολο σταυροδρόμι. Θα αποδεχτεί τη μοίρα της και θα περάσει στο περιθώριο της ανάπτυξης ή θα αντιδράσει και θα πάρει τις δύσκολες αποφάσεις για να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Η οπτική της Μέρκελ, για να ξαναγυρίσουμε στην αρχή, δείχνει ένα δρόμο. Οι συντάξεις των Γερμανών δεν είναι μεγαλύτερες από των Ελλήνων, 950 ευρώ περίπου μέσος όρος, αλλά οι κοινωνικές παροχές του γερμανικού κράτους δεν συγκρίνονται με τις ελληνικές. Το θέμα δηλαδή είναι να διατηρηθεί το ευρωπαϊκό επίπεδο κοινωνικής προστασίας, το καλύτερο του κόσμου, αλλά όχι οι πρόσοδοι και τα προνόμια. Να απελευθερωθεί η οικονομία, να στραφεί ξανά στην παραγωγή, να μετατοπιστεί το βάρος από τις πολιτικές ασφάλειας στις πολιτικές ρίσκου. Γιατί μόνο το ρίσκο δημιουργεί ανάπτυξη, δίνει ευκαιρίες, επιτρέπει στον καθένα να φτιάξει τη ζωή του, δημιουργεί κοινωνική κινητικότητα.
Το ρίσκο είναι κίνηση, η αποστροφή στο ρίσκο είναι συντηρητισμός, ακινησία, μη χαθούν τα κεκτημένα, μη θιγούν τα προνόμια. Δεν είναι εύκολο. Ζούμε σε μια ήπειρο ηλικιωμένων, που διοικείται από ηλικιωμένους, με πολιτικές στραμμένες προς ηλικιωμένους. Κοιτάμε τον κόσμο με τη ματιά της προηγούμενης 20ετίας. Συντηρούμε τους προσοδούχους αντί να ενθαρρύνουμε την καινοτομία. Μας φαίνεται φυσικό να είναι η φορολόγηση εργασίας υψηλότερη της φορολογίας κεφαλαίου. Η προστασία της εργασίας για τους παλαιότερους να αυξάνει την ανεργία των νέων. Οι δαπάνες για συντάξεις ανεβαίνουν συνεχώς, πράγμα που σημαίνει περισσότερους φόρους, μεταφορά πλούτου εις βάρος των νέων.
Κοινωνική προστασία αφενός, αλλά και ξεφούσκωμα της κάθε φούσκας, περιορισμός προνομίων και προσόδων, στροφή στην παραγωγή αφετέρου, είναι ένα σχέδιο που συναντάει τεράστιες αντιδράσεις. Οι «κερδισμένοι» της κάθε φούσκας αντιδρούν με κάθε τρόπο. Τα golden boys της κάθε Λίμαν Μπράδερς θα κατηγορήσουν την υψηλή φορολογία, το κράτος που «επεμβαίνει» με κανόνες ρυθμιστικούς οι οποίοι ευνουχίζουν την επιχειρηματικότητα. Εννοούν την απουσία επιχειρηματικότητας, την οικονομία-καζίνο που χρεοκόπησε θεαματικά το 2008. Και τα δικά μας golden boys της κρατικοδίαιτης φούσκας, οι πολιτικοί των 48 ακινήτων, οι συνδικαλιστές των κυπριακών offshore και του ενός εκατομμυρίου εφάπαξ, θα κατηγορούν το «νεοφιλελευθερισμό», αυτό το αποτρόπαιο τέρας που απειλεί το δημόσιο τομέα. Εννοούν τις συνδικαλιστικές αργομισθίες, τις συνδικαλιστικές διπλές συντάξεις, τις ειδικές κατηγορίες φορολογουμένων που φοροδιαφεύγουν, τα επιδόματα χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα, τις πρόωρες συντάξεις στα 50 που το βάρος τους επωμίζεται η νεότερη γενιά, τις πολυτελείς θέσεις σε οργανισμούς της πλάκας, την κρατική γραφειοκρατία, την απομύζηση της δημόσιας περιουσίας. Είναι τα ίδια golden boys σε κάθε χώρα, οι ευνοημένοι της γενιάς του baby boom σ’ όλη τη Δύση, της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, που κρυμμένοι σε κάθε λογής σημαία ευκαιρίας δεν θέλουν ν’ αλλάξουν τίποτα. Αυτοκτονικά και πεισματάρικα. Κατηγορούν την «επίθεση στο κοινωνικό κράτος» και εννοούν τα προνόμιά τους που ακριβώς για να μη θιγούν, κατεδαφίζεται το κοινωνικό κράτος.
Η ριζοσπαστικότητα των ηλικιωμένων είναι συνήθως συντηρητική. Στην Ελλάδα, που έχουμε και το μεγαλύτερο πρόβλημα, έχουμε κατρακυλήσει στους ολοκληρωτισμούς των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Αλλά και στην Ισπανία απαγορεύουν τις αμβλώσεις, στη Γαλλία απόκτησαν το δικό τους tea party, δεκάδες χιλιάδες διαδηλώνουν ενάντια στην «οργανωμένη γενοκτονία του γαλλικού λαού». Ψεκασμένοι υπάρχουν παντού. Η επιστροφή στο παρελθόν είναι η λύση αυτοκτονίας για την Ευρώπη. Ο στρουθοκαμηλισμός κρύβει τα προβλήματα, αλλά δεν τα εξαφανίζει. Το παρελθόν δεν επιστρέφει ποτέ «με ένα νόμο, ένα άρθρο». Όσοι κρύβουν την πραγματικότητα, φέρνουν απλώς πιο κοντά την αναπόφευκτη παρακμή. Ο Ολάντ, αφού έχασε μερικά χρόνια γιατί ήταν απασχολημένος να αλλάζει «πρώτες κυρίες», τώρα αναγγέλλει ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως είχαν κάνει οι Γερμανοί πριν 10 χρόνια. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, να υπενθυμίσουμε, γιατί πολύ εύκολα κατηγορούν κάποιοι τη «νεοφιλελεύθερη» Μέρκελ.
Η Ευρώπη έστω και αργά, έστω δύσκολα και με πολλά μπρος-πίσω, προσπαθεί να καταργήσει τα τραπεζικά απόρρητα της Ελβετίας, διαλύει τους φορολογικούς παραδείσους, προσπαθεί να χτυπήσει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και να επαναφέρει την κατεύθυνση των επενδύσεων στην παραγωγή, εκεί που χάνει το παιχνίδι. Προσπαθεί να «κάψει» λίπος, να μειώσει δηλαδή προνόμια και προσόδους που δεν δικαιολογεί η οικονομική συγκυρία, να μειώσει γραφειοκρατικές δομές για να απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις. Το παιχνίδι είναι ανοιχτό, δεν είναι εύκολο, οι κατεστημένες δομές και τα συμφέροντα είναι δύσκολο να το επιτρέψουν. Αλλά, τουλάχιστον, αυτή η συντηρητική Ευρώπη, η γραφειοκρατική, δείχνει ότι έχει καταλάβει το πρόβλημα. Αντίθετα, οι κατήγοροί της είναι οι πραγματικοί συντηρητικοί. Πίσω από το σύνθημα «όχι στη λιτότητα» κρύβουν την πραγματικότητα, κρύβουν τις οφθαλμοφανείς επιδιώξεις τους. Που είναι, όχι στην αφαίρεση των δικών μας προνομίων και οι άλλοι ας πεθάνουν. Η «δίκαιη» λιτότητα είναι αναπόφευκτη για την Ευρώπη.
Η αλλαγή κάθε γερασμένης γραφειοκρατικής δομής που αφαιρεί ανταγωνιστικότητα από την Ευρώπη, είναι υποχρεωτική, αν θέλουμε να διατηρήσουμε ένα επίπεδο που είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα. Όσοι δεν αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα και υποστηρίζουν ότι τα πράγματα μπορούν να μείνουν όπως τα ξέραμε, είναι, ό,τι ταμπέλα κι αν κρατάνε, οι πραγματικοί συντηρητικοί της εποχής μας.

6 Φεβ 2014

Οι «58» ως αντιπολίτευση

Του Δημήτρη Τσιόδρα , από τη μεταρρύθμιση.

H ανασυγκρότηση του χώρου ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από το επίπεδο της «ζύμωσης» σε εκείνο της πράξης. Η κίνηση των «58» έγινε αφετηρία για να ξεκινήσουν οι διεργασίες για τον χαρακτήρα που θα έχει η έκφραση αυτών των δυνάμεων. Ενστάσεις πολλές, διαφορετικές γνώμες περισσότερες, προτάσεις άφθονες. Όμως το νερό αρχίζει να μπαίνει στο αυλάκι. Οι αγωνίες, οι θέσεις, οι απόψεις δεν μένουν πια στο επίπεδο της παρέας. Υπάρχει χώρος και διαδικασίες που όλα αυτά συζητούνται. Ουδείς γνωρίζει την τελική μορφή που θα πάρουν οι διεργασίες αυτές. Το βέβαιο είναι ότι το πρώτο βήμα, πρέπει πολύ σύντομα, να ακολουθήσουν τα επόμενα. Εδώ υπάρχει ένα πολύ κρίσιμο ερώτημα που χρήζει απάντησης επειγόντως: ποια είναι η θέση των «58» και της Πρωτοβουλίας για την Δημοκρατική Προδευτική Παράταξη, για την κυβέρνηση; Όσο η πρωτοβουλία ταυτίζεται με τις κυβερνητικές επιλογές δεν μπορεί να αναπτύξει δυναμική αφού φαίνεται να επικροτεί τις πολιτικές που προωθεί η ΝΔ και γίνονται δυσδιάκριτες οι διαφορές με το ΠΑΣΟΚ. Δίχως ορατό διαφοροποιητικό πολιτικό στίγμα το εγχείρημα θα βρεθεί σε τέλμα. Χρειάζεται στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη να κατατεθεί το περίγραμμα πολιτικού προγράμματος (το πρόγραμμα χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη επεξεργασία) που θα υπερβαίνει τις σημερινές κυβερνητικές επιλογές. Θα περιλαμβάνει προτάσεις οι οποίες δεν θα εξαντλούνται στην υλοποίηση μνημονιακών επιλογών, αλλά θα περιγράφουν το πως η Προοδευτική Δημοκρατική Παράταξη βλέπει την Ελλάδα μετά την κρίση. Πώς απαντά σε δυο κομβικά ζητήματα: α) Στο πως θα παραχθεί πλούτος, σε μια ελληνική οικονομία ανοιχτή στον υπόλοιπο κόσμο(στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει απάντηση από κανέναν) και β) πως από αυτόν τον πλούτο θα ενισχυθούν οι πιο αδύναμοι στην κοινωνία (εδω υπάρχουν πολλές απαντήσεις αλλά με αναπαραγωγή της πελατειακής λογικής και δίχως απολύτως καμία κοστολόγηση). Σε αυτά τα πεδία, ιδίως στο πρώτο, θα καταγραφούν οι διαφορές από την σημερινή κυβερνητική πολιτική και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι θέσεις αυτές θα επιτρέψουν τη σύνδεση με τις ανάγκες των πολιτών, θα διευρύνουν το ακροατήριο και θα επιτρέψουν σε πολίτες που έχουν μετακινηθεί προς το κόμμα του Α.Τσίπρα, να επανεξετάσουν τη στάση τους.

Η διαφοροποίηση από την κυβερνητική πολιτική, σαφώς θα δυσχεράνει το ΠΑΣΟΚ, το οποίο παραμένει κυβερνητικός εταίρος. Θα μπορεί βεβαίως να προβάλει τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση ως επιβεβλημένη από τις έκτακτες συνθήκες, ενώ παράλληλα θα έχει την δυνατότητα να προβάλει εναλλακτική λύση, πράγμα που κάνει σήμερα μόνο περιστασιακά και σε επιμέρους ζητήματα. Οι διαφοροποιήσεις του πλέον θα είναι πιο συγκροτημένες και θα εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο αλλαγών, ενώ σε κάποιο σημείο ίσως πρέπει να εξεταστεί και η αποχώρησή του (ιδίως αν διαμορφωθούν οι κατάλληλοι συσχετισμοί).

Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι τα κόμματα που υπέγραψαν τα προγράμματα διάσωσης στις εκλογές καταποντίστηκαν. Έμειναν στην αντιπολίτευση όμως ύστερα από μια δύσκολη περίοδο ανέκαμψαν εντυπωσιακά και διεκδικούν ξανά την εξουσία.

Στην Ιρλανδία το FianaFail, που κυβερνούσε τα 61 από τα 79 χρόνια από τότε που δημιουργήθηκε, συνετρίβη με 17,4% στις εκλογές του 2011 και ήρθε τρίτο. Επτά μήνες αργότερα οι μετρήσεις το έδειχναν να έχει πλήρως απαξιωθεί και να έχει κατρακυλήσει στο 10%. Σήμερα έχει ανέβει στο 27% και διεκδικεί με αξιώσεις την εξουσία από το συντηρητικό FineGael που έχει πέσει στο 30% (από 36,1% στις εκλογές).


Στην Ισπανία οι σοσιαλιστές, το 2011 ηττήθηκαν με διαφορά 16 μονάδων από το Λαϊκό Κόμμα (28,8% για το Σοσιαλιστικό Κόμμα έναντι 44,68% για το Λαϊκό Κόμμα). Σήμερα βρίσκονται σε απόσταση δύο μονάδων από το Λαϊκό Κόμμα.

Στην Πορτογαλία το Σοσιαλιστικό Κόμμα, είχε ηττηθεί με διαφορά 10 μονάδων από το κεντροδεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (28,05% για τους Σοσιαλιστές έναντι 38,66% για τους Σοσιαλδημοκράτες). Σήμερα τα ποσοστά έχουν αντιστραφεί και το Σοσιαλιστικό Κόμμα προηγείται στις δημοσκοπήσεις με πάνω από 10 μονάδες του κεντροδεξιού αντιπάλου του που κυβερνά.

Στην Ελλάδα, η συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, άφησε ως μόνη εναλλακτική εξουσίας γι αυτούς που διαφωνούν με τις ακολουθούμενες πολιτικές, τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι όσο οι «58» δεν ξεκαθαρίζουν τη θέση τους σε αυτό το ζήτημα, δεν θα μπορούν να αποτελούν επιλογή. Αυτοί που θα επικροτούν τις κυβερνητικές πολιτικές (με τις όποιες διαφωνίες τους) θα προτιμούν τη ΝΔ λόγω των σκληρών διλημμάτων που θα επικρατούν κι όσοι είναι δυσαρεστημένοι θα προτιμούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να προβληθεί εναλλακτική λύση από την Πρωτοβουλία για τη Δημοκρατική Προοδευτική Παράταξη.

Ο μεγάλος αντίπαλος είναι ο χρόνος. Αν η παράταξη δεν προλάβει να συγκροτηθεί στοιχειωδώς ως τις ευρωεκλογές και να αναδειχθεί σε τρίτο πόλο, τότε οι εξελίξεις μπορεί να προσλάβουν τέτοιο χαρακτήρα, ώστε να μεταβάλουν εντελώς το σημερινό τοπίο οδηγώντας τη χώρα σε καταστροφική δίνη. Αν αντιθέτως, διατηρηθεί η δυναμική και η Δημοκρατική Προοδευτική Παράταξη αναδειχθεί σε τρίτο πόλο με διψήφιο ποσοστό, τότε όλα τα σημερινά δεδομένα ανατρέπονται. Κι αυτός πρέπει να είναι ο στόχος.

4 Φεβ 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η σκιά του


Της Αγγελικής Σπανού, από τη μεταρρύθμιση.

Αποτάσσεσαι το μνημόνιο; Απεταξάμην. Ούτε, όμως, αυτό δεν αρκεί για να διεκδικήσει κάποιος με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ μια περιφέρεια ή έναν μεγάλο δήμο. Πρέπει να μην έχει «σκοτεινό παρελθόν», να μην καταγράφεται στο βιογραφικό του έστω και μία θετική ψήφος στους όρους κάποιας από όλες τις δανειακές συμβάσεις, που χρειάστηκαν λόγω μιας πραγματικής χρεοκοπίας, την ύπαρξη της οποίας εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει ένα σημαντικό κομμάτι του πολιτικού συστήματος.

Με αυτό το κριτήριο, ναι ή όχι στο μνημόνιο, αποκλείστηκαν όλοι οι υποψήφιοι που ανήκαν στο ΠΑΣΟΚ μετά το ξέσπασμα της κρίσης ακόμη και αν σύντομα έφυγαν από το κόμμα τους. Αντίθετα, δεν υπήρξε πρόβλημα με υποψήφιους που συνδέονται με τους ΑΝΕΛ, αφού πρόκειται για βέρους αντιμνημονιακούς, ούτε με άλλους που έχουν τις περγαμηνές της κομματικής ορθοδοξίας αλλά κανένα εκτόπισμα σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας. Ένα πλέγμα παθήσεων που κρατούν τον ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβισμένο σε αναχρονισμούς, δογματισμούς και αγκυλώσεις αναδείχθηκαν με την επιλογή υποψηφίων για τις αυτοδιοικητικές εκλογές στη διήμερη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής.

Η αξιωματική αντιπολίτευση δίνει τη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών με όρους μνημόνιο/αντιμνημόνιο. Οι πολίτες περιμένουν λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητάς τους (σκουπίδια, ελεύθεροι χώροι, γραφειοκρατία κοκ) και ο ΣΥΡΙΖΑ τους υπόσχεται ότι θα έχουν τοπικούς άρχοντες με αντιμνημονιακό πάθος, για να πετύχουν τι; Πιθανώς ακόμη περισσότερες προσλήψεις στους ήδη υπερφορτωμένους με περιττό προσωπικό ΟΤΑ. Ενδεχομένως και ακόμη μεγαλύτερες σπατάλες σε δημοτικές εταιρείες-φαντάσματα που βουλιάζουν στα ελλείμματα και στα χρέη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προτάσσει το κριτήριο της πολιτικής ηθικής και της ιδεολογικής καθαρότητας για την επιλογή των υποψηφίων αλλά την ίδια ώρα δεν έχει κανέναν αξιακό ενδοιασμό να αδειάσει την Ελένη Πορτάλιου, που είχε αξιοπρεπέστατη παρουσία στο Δήμο Αθηναίων αλλά προφανώς κρίθηκε ως ακατάλληλη «εμπορικά» για να δώσει τη μάχη τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα εξουσίας.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ ίσως είναι ότι δεν έχει τη δυνατότητα να συγκινήσει και να εμπνεύσει δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις και να τις πάρει μαζί του για να συνθέσει μια πολιτική πραγματικότητα που δεν θα καθορίζεται από τους διαγκωνισμούς των συνιστωσών με την πλειοψηφία και από τις δυσκολίες προσαρμογής των τοπικών οργανώσεων σε όσα φέρνει η προοπτική της εξουσίας.

Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να προσελκύσει αξιόλογες προσωπικότητες εκτός μηχανισμών αλλά αναγκάζεται να ξύνει τον πάτο του κομματικού πιθαριού για να φτιάξει τα ψηφοδέλτιά του είναι άκρως εντυπωσιακό με την πολύ κακή έννοια. Αλλά είναι λογικό και αναμενόμενο γιατί πάρα πολλά από όσα συμβαίνουν στην αξιωματική αντιπολίτευση δεν βγάζουν νόημα και όταν βγάζουν πρόκειται για κάτι αρνητικό.

Πώς χωράει σε ένα κόμμα που διαβεβαιώνει ότι δεν «παίζει» με την ελληνική παρουσία στην ευρωζώνη η άποψη που διατύπωσε ο Π. Λαφαζάνης από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής;: «Τοποθετήσεις κεντρικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που κάνουν λόγο για απεχθές χρέος της τάξης του 5% και για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς είναι αυθαίρετες, βαθύτατα λαθεμένες και εκτός συλλογικών αποφάσεων, ενώ η αναφορά σε σχέδια Μάρσαλ παραβλέπει ότι αυτά τα σχέδια είχαν βαθύτατα αντιαριστερό προσανατολισμό και χρησιμοποιήθηκαν για τον αμερικάνικο έλεγχο της Δυτ. Ευρώπης και της Ελλάδας». Η πλειοψηφία/ηγεσία τολμά να πει τη φράση «ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί» ή παραμένει μια έννοια ταμπού που θα αποφεύγεται μέχρι τέλους;

Γιατί είναι απαράδεκτο να στηρίξει ο ΣΥΡΙΖΑ τον Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη; Εχουν κάποιον «προοδευτικότερο» να βάλουν απέναντι; Γιατί ο Κουρουμπλής και ο Μητρόπουλος έχουν θέση στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά ο Μπόλαρης δεν έχει; Είναι περισσότερο ταυτισμένος με το πράσινο κατεστημένο; Και τι τρέχει με τον Κοτσακά; Εκφράζει το καλό ΠΑΣΟΚ κατά την αντίληψη του Αριστερού Ρεύματος, ενώ, αντίθετα, ο Οδυσσέας Βουδούρης εκφράζει το κακό ΠΑΣΟΚ; Δεν υπάρχει λογική πίσω απ όλα αυτά, μόνο εμπάθειες και αρτηριοσκλήρωση. Ενας απλοϊκός μανιχαϊσμός που ταυτίζει το μνημόνιο με το Κακό και το αντιμνημόνιο με το Καλό. Στο σημείο αυτό σταματάει η πολιτική ηθικολογία. Δεν δίνονται ορισμοί του Καλού και του Κακού για όσα προηγήθηκαν των μνημονίων και έφεραν τη χώρα στον οικονομικό γκρεμό και στην κοινωνική καταστροφή που ακολούθησε. Πολύ περισσότερο δεν δίνονται ορισμοί του Καλού και του Κακού σε όσα έπονται, με μνημόνια ή χωρίς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκαθαρίζει αν είναι κάτι καλό ή κακό η δημοσιονομική εξυγίανση αλλά αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι είναι κάτι ασήμαντο, που μπορεί και να παρακαμφθεί, εφόσον επανεκκινήσει η οικονομία και έρθει η ανάπτυξη από τον ουρανό –γιατί η άλλη λύση είναι να έρθει από τους Γερμανούς που μαζί με τα ευρώ βάζουν και τη λιτότητα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κόβει τις γέφυρες με τον πολιτικό ορθολογισμό και διολισθαίνει όλο και περισσότερο στον λαϊκισμό που δεν είναι πια μόνο επικοινωνιακή μανιέρα, είναι μια συνολική πολιτική στάση που υποκαθιστά την ιδεολογία. Ο ΣΥΡΙΖΑ πορεύεται προς την εξουσία μοιράζοντας υποσχέσεις και φτιάχνοντας κλίμα. Δεν δουλεύει για μια σοβαρή/ρεαλιστική προγραμματική πρόταση και δεν θέλει να πατήσει στο έδαφος του πολιτικού πραγματισμού γιατί προτιμά την ευκολία των εύηχων συνθημάτων και της καλλιέργειας ψευδαισθήσεων.

Το παραμύθι με το μνημόνιο/αντιμνημόνιο βρίσκεται στις τελευταίες σελίδες. Μετά από αυτό έρχεται η πραγματικότητα των σκληρών κανόνων της ευρωζώνης που έχουν ήδη συμφωνηθεί και θα ισχύσουν erga omnes, με τον πλέον αυστηρό τρόπο για τους πλέον υπερχρεωμένους. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι μπορεί να τους παρακάμψει χωρίς να διακινδυνεύσει την ελληνική παρουσία στην ευρωζώνη θα πρέπει και να το αποδείξει, να πείσει με τα επιχειρήματά του ότι αυτό μπορεί να συμβεί ή, διαφορετικά, να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών του.

Αλλά η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται πολύ μακριά από κάτι τέτοιο. Αναπαύεται στην ευκολία της μίας και μοναδικής αλήθειας, έχει όλες τις απαντήσεις, όμως μας λέει τις μισές, ξέρει πώς θα βγούμε από την τρύπα μας χωρίς να χτυπήσουμε και με ποιον τρόπο θα γίνει η ζωή μας καλύτερη χωρίς να αλλάξουμε εμείς αλλά μόνο οι άλλοι και τα άλλα. Όπως συνήθως συμβαίνει με τα ελληνικά κόμματα, δεξιά και αριστερά, προ και μετά χρεοκοπίας, vincere est totum.

2 Φεβ 2014

Πολίτες και κόμματα

του Ευθύμη Δημόπουλου, από το Blog, μη μαδάς τη μαργαρίτα

Η αρχή της μεταπολίτευσης (24 Ιουλίου 1974) είναι γνωστή σε όλους, με εξαίρεση ίσως κάποιους διαδηλωτές του ΣΥΡΙΖΑ που για χάρη της ομοιοκαταληξίας φωνάζουν ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ’73». Το τέλος της μεταπολίτευσης μάλλον δεν μπορεί να το ορίσει κανείς ακόμη. Όμως είναι δύσκολο να αρνηθεί κάποιος ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μεταπολιτευτικής περιόδου, αν όχι το κυριότερο, είναι ο ρόλος των μαζικών κομμάτων όχι μόνο στη συγκρότηση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και πολιτείας αλλά και στη διαμόρφωση μιας νέας συλλογικής ταυτότητας, για τους πολίτες.
Στην πρώτη μεταπολιτευτική φάση με τη μαζική ένταξη και συμμετοχή τους στα κόμματα δεκάδες χιλιάδες πολίτες αναζήτησαν όχι μόνο τον πολιτικό τους αλλά και τον κοινωνικό τους αυτοπροσδιορισμό. Στη δεύτερη μεταπολιτευτική φάση, φάση εκφυλισμού των κομμάτων σε μηχανισμούς για την κατάληψη της εξουσίας, εκφυλίζεται και η σχέση πολιτών και κομμάτων. Τα κόμματα μετατρέπονται σε μηχανισμούς παροχής προσόδων και προνομίων για τα κομματικά τους μέλη αλλά και για μεγάλες κατηγορίες ψηφοφόρων τους. Μοιράζουν δημόσιο χρήμα, οφίτσια, πουλάνε γνωριμίες και κοινωνική προβολή, φτιάχνουν επαγγελματικές καριέρες. Ο διευθυντής του σχολείου, ο πρύτανης στο πανεπιστήμιο, το διοικητικό συμβούλιο του νοσοκομείου, ο διοικητής στους ενστόλους, ο ανώτερος δικαστικός και πολλοί άλλοι δημόσιοι λειτουργοί δεν είναι πια προϊόν θεσμών αλλά κομματικών δικτύων. Το κομματικό κράτος έχει ήδη στηθεί και οι υπόλοιποι θεσμοί της κοινωνίας έχουν επικίνδυνα ατροφήσει. Οι κομματικοί μηχανισμοί αυτονομούνται και επικαθορίζουν ή εκβιάζουν ακόμη και ηγεσίες. Ο κομματάνθρωπος κυριαρχεί πάνω στον πολίτη. Η Ελλάδα έχει αποκτήσει ένα μεγάλο δομικό μειονέκτημα σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη.

Απ’ όποιο πρίσμα και να δει κάποιος παρατηρητής την ελληνική χρεωκοπία είναι αδύνατο να την κατανοήσει χωρίς να λάβει υπόψη του τον κομματικό πατερναλισμό και υδροκεφαλισμό. Όποια στρατηγική και να επιλεγεί για την ανασυγκρότηση της ελληνικής δημόσιας ζωής και του κράτους αλλά και για την προσαρμογή προς το ευρωπαϊκό μοντέλο είναι απίθανο να τελεσφορήσει χωρίς το τέλος του κομματικού κράτους.

Αυτό δε συνεπάγεται απαραίτητα εξαφάνιση των κομμάτων ή σύνθλιψή τους. Σημαίνει όμως ρευστοποίηση και ανασύνθεσή τους. Ένα μεγάλο τμήμα πολιτών με ανησυχία για τη χώρα και διάθεση προσφοράς αρνείται να αυτοπροσδιοριστεί με κάποιο κομματικό επίθετο. Ένα άλλο τμήμα πολιτών συγκροτεί οργανώσεις και κινήσεις, αποχωρεί από κόμματα ή χειραφετείται από τις κομματικές ηγεσίες. Όλοι αυτοί αναζητούν ένα πεδίο συνάντησης και κοινής δράσης. Η κίνηση των 58 προβάλλει ως ελπίδα συσπείρωσης και κοινής δράσης για αυτούς τους ανθρώπους. Για να καταφέρει όμως να τους εκφράσει δεν μπορεί και δεν πρέπει η προσπάθεια να είναι ούτε μονοκομματική ούτε μόνο κομματική.

Ωστόσο, οι κομματικοί μηχανισμοί δεν είναι διατεθιμένοι (οι τελευταίες αυταπάτες διαλύθηκαν μέσα στο χώρο της ΔΗΜΑΡ) να παραδώσουν τα κλειδιά της εξουσίας και των προνομίων τους. Προχωρώντας προς τις ευρωεκλογές, τη δημιουργία «σώματος» στους 58, την παραγωγή θέσεων και τη συγκρότηση ευρωψηφοδελτίου οι μηχανισμοί θα βάζουν, εφόσον δεν ικανοποιούνται, όλο και περισσότερες τρικλοποδιές στο εγχείρημα. Από την άλλη δεν μπορούν να μιλούν πια από θέση ισχύος. Οι ψηφοφόροι δεν τους ανήκουν, πολύ περισσότερο οι ενεργοί πολίτες.

Στη φάση αυτή θα είναι κρίσιμος ο ρόλος των κινήσεων και των πολιτών που έχουν χειραφετηθεί από κομματικά επιτελεία. Χρειάζεται από μέρους μας πολιτική γενναιοψυχία. Να μη θαμπωθούμε από οφίτσια, να μη δελεαστούμε από αρχηγικούς ρόλους. Πρέπει να προσέλθουμε στο εγχείρημα συντεταγμένα όλες οι πολιτικές φυλές (Δράση, ΔΗΝΕΛ, Πρωτοβουλία Β, ανέστιοι φιλελεύθεροι, Δημαρίτες που ήρθαν σε ρήξη με την επίσημη ηγεσία τους, οικολόγοι, εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ κ.ά.) που ερμηνεύουμε την ελληνική κρίση με κοινούς όρους. Στην ιδρυτική μας συγκέντρωση θα αναμειχθούμε μεταξύ μας κατά το πρότυπο της μεταρρύθμισης του Κλεισθένη. Οι «πολιτικές τοπικότητες» θα παραχωρήσουν τη θέση τους στο νέο κράμα. Θα εκλέξουμε τους αξιότερους και όχι αυτούς που θα μας υποδείξουν τα δίκτυα. Έτσι, η αξία του αθροίσματος θα να είναι μεγαλύτερη της αξίας των όρων του, ώστε να παράγει μια διαφορετική πολιτική ποιότητα που δε θα παγιδευτεί στο παιχνίδι της παραδοσιακής κομματικής αντιπαλότητας. Έτσι θα κατακτήσουμε μια νέα πολιτική χειραφέτηση και μια νέα συλλογική αυτογνωσία.