"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

27 Απρ 2014

Και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο

του Σταύρου Τσακυράκη από την Καθημερινή.
Υπάρχουν δύο όψεις στην υπόθεση της Σαμπιχά Σουλεϊμάν. Η πρώτη είναι η πολιτική. Αφού πρώτα επελέγη από τον ΣΥΡΙΖΑ ως υποψήφια του κόμματος για τις ευρωεκλογές, στη συνέχεια, χωρίς πολλά πολλά, αποσύρθηκε η υποψηφιότητά της, προφανώς για λόγους ψηφοθηρικούς. Η κυρία Σουλεϊμάν αυτοπροσδιορίζεται ως Ελληνίδα μουσουλμάνα Ρομά και όχι ως μουσουλμάνα Τουρκάλα. Στον ΣΥΡΙΖΑ μέτρησαν τα κουκιά και τις αντιδράσεις των τουρκογενών μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και κατάλαβαν ότι, εάν επέμεναν, οι τελευταίοι θα μποϊκοτάριζαν την υποψηφιότητά της. Λάθος πολιτική επιλογή; Οπως το κρίνει κανείς. Αλλος είπε ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ενέδωσε στις υποδείξεις του τουρκικού προξενείου, άλλος ότι «εκλογές έρχονται, το ζητούμενο είναι να μαζέψουν τις ψήφους της μειονότητας». Βέβαιο είναι ότι έσπευσαν να αποφασίσουν μία υποψηφιότητα χωρίς να τους νοιάζει τι ακριβώς εκπροσωπεί αυτή και προφανώς χωρίς να έχουν καμία ουσιαστική επαφή με τη μειονότητα.

Υπάρχει όμως και μια άλλη, πιο σημαντική διάσταση στο ζήτημα: η υποκριτική προσπάθεια να δικαιολογηθεί η αποπομπή της κυρίας Σουλεϊμάν ως συνεπής με τον αγώνα για τα δικαιώματα της μειονότητας και τον αριστερό διμέτωπο αγώνα κατά τόσο του ελληνικού όσο και του τουρκικού εθνικισμού. Ετσι, ο υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ Δ. Χριστόπουλος υποστηρίζει το δικαίωμα των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης να αυτοπροσδιορίζονται.

Στην περίπτωση δηλαδή της μειονότητας να θεωρούν εαυτούς ως Τούρκους, Πομάκους, Ρομά, Ελληνες, Ιταλούς ή Σουηδούς. Ταυτόχρονα όμως καταγγέλλει τους μηχανισμούς του ελληνικού κράτους και την προπαγάνδα τους ότι η μειονότητα «δεν είναι ένα ενιαίο συμπαγές τουρκικό πράμα αλλά δύο και τρεις εθνοτικές ομάδες». Ο συλλογισμός του είναι στρεβλός. Από τη στιγμή που η μειονότητα είναι ένα «συμπαγές τουρκικό πράμα», ο ανεκτός αυτοπροσδιορισμός αναγνωρίζεται μόνο στους μουσουλμάνους που ταιριάζουν σε αυτό το σχήμα, δηλαδή τους τουρκογενείς.

Όλοι οι υπόλοιποι μπορούν βέβαια να αυτοπροσδιορίζονται, αλλά σε αυτήν την περίπτωση, δυστυχώς γι’ αυτούς, αποτελούν και «δούρειους ίππους» του ελληνικού εθνικισμού. Οπως θα έλεγαν και οι Αγγλοι, με αυτόν τον τρόπο ο κ. Χριστόπουλος «βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο». Η γνησιότητα του αυτοπροσδιορισμού της κυρίας Σουλεϊμάν αμφισβητείται, καθώς δεν ταιριάζει με τη θέση του ότι η μειονότητα πρέπει οπωσδήποτε να θεωρηθεί ένα «συμπαγές τουρκικό πράμα».

Τώρα, μπορεί η μειονότητα να είναι όντως ένα «τουρκικό πράμα». Μπορεί και να είναι τρία, τέσσερα ή εκατό πράματα. Το ζήτημα δεν βρίσκεται εκεί αλλά αφορά, σε επίπεδο αρχών, το δικαίωμα κάθε μέλους της μειονότητας να αυτοπροσδιορίζεται. Εάν δεχθούμε αυτήν τη βασική αρχή, δεν μπορούμε στη συνέχεια να αρνούμαστε στην πράξη το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού ανάλογα με τον επιθετικό προσδιορισμό που τοποθετούμε μπροστά από τη μειονότητα της Δυτικής Θράκης. Εάν ο αυτοπροσδιορισμός της κυρίας Σουλεϊμάν είναι ψευδεπίγραφος, διότι η ίδια αποτελεί δούρειο ίππο του ελληνικού εθνικισμού, με την ίδια ευκολία θα μπορούσε να θεωρηθεί κίβδηλος και ο αυτοπροσδιορισμός του νέου υποψηφίου του ΣΥΡΙΖΑ, τουρκογενούς μουσουλμάνου, διότι υπηρετεί τον δούρειο ίππο του τουρκικού εθνικισμού. Και πάει λέγοντας…

Δεν γίνεται να έχεις και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Και να είσαι υπέρ του αυτοπροσδιορισμού των μελών της μειονότητας και μετά να τους βαφτίζεις όπως εσύ θέλεις. Ή το ένα γίνεται ή το άλλο. Ο αγώνας κατά του εθνικισμού δεν έχει πρόσημο αριστερό, δεξιό, τουρκικό ή ελληνικό. Απαιτεί πρώτα απ’ όλα την απαλλαγή από την πολιτική ιδεοληψία.

23 Απρ 2014

Αν η αριστερά αγαπούσε τους εργάτες θα τους δίδασκε την επιχειρηματικότητα

Του Γιάννη Στριλιγκά, από το  capital.gr 

Είναι αναγκαίο μερικές φορές να απλοποιούμε μια ιδεολογία, όταν  μέσα από την απλοποίηση της, μας αποκαλύπτεται το παράλογο και η αφυσικότητα που την χαρακτηρίζει.

Η αριστερά, έχοντας αναλάβει τον ρόλο του εργατοπροστάτη και χωρίζοντας ταξικά την κοινωνία καλλιεργεί στους οπαδούς της την ψευδαίσθηση ότι κάποιος κακός καπιταλιστής μιας κλειστής κοινωνικής τάξης κρατά για τον εαυτό του τον πλούτο, από τον οποίον οι οπαδοί της είναι αποκλεισμένοι. 

Το αφύσικο αυτής της άποψης της αριστεράς βρίσκεται στο ότι αγνοεί , ή προσποιείται ότι αγνοεί, ότι η παραγωγή αγαθών και πλούτου είναι πρωτίστως ατομική ευθύνη και δράση των μελών της κοινωνίας και η παραγωγικότητα τους αυτή  για να μετουσιωθεί σε οικονομικό πλούτο απαιτεί την ύπαρξη αναγκών της υπόλοιπης κοινωνίας,  η οποία και θα αγοράσει τα παραγόμενα αγαθά  για να μετουσιωθούν αυτά ως πλούτος για τον παραγωγό τους "καπιταλιστή".

Πιο απλά η παραγωγή  πλούτου, προαπαιτεί την παραγωγή ωφέλιμων αγαθών για την κοινωνία, μιας και κανένας λογικός δεν θα αγόραζε ποτέ κάτι άχρηστο. 

Το ερώτημα λοιπόν είναι: Γιατί η αριστερά δεν κάνει μαθήματα επιχειρηματικότητας στους εργάτες ώστε να προσφέρουν αυτοί τα χρήσιμα αγαθά  που έχει ανάγκη η κοινωνία μετουσιώνοντας τα σε πλούτο για τους ίδιους δίνοντας τους την ευχέρεια μιας καλύτερης ζωής; 

Λυπούμε αν θα στενοχωρήσω τους φίλους μου της αριστεράς λέγοντας, ότι αυτή έχει συμφέρον από την ύπαρξη φτωχών εργατών γιατί αυτοί είναι οι ψηφοφόροι της, αντιθέτως οι "κακοί" καπιταλιστές  έχουν συμφέρον από την ύπαρξη καλοπληρωμένων εργατών γιατί αυτοί είναι και οι πελάτες τους. 

Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ταξικό, όπως την συμφέρει να νομίζει η αριστερά, αντιθέτως είναι ατομικό γιατί ένας μεγάλος αριθμός μελών της κοινωνίας επιλέγει από μόνος του τον ρόλο του καταναλωτή - εργάτη και όχι τον ρόλο του παραγωγού επιχειρηματία.

Κανένας δεν ήταν τα τελευταία τριάντα χρόνια στην Ελλάδα αποκλεισμένος από την επιχειρηματικότητα και την παραγωγικότητα  και αυτό ισχύει και σήμερα, παρόλο την οικονομική κρίση,  την οποία όμως για να ξεπεράσουμε δεν θα πρέπει να αναζητούμε λύσεις σε ταξικές διεκδικήσεις και διαχωρισμούς όπως συμφέρει την αριστερά, αλλά σε ατομικές δράσεις και παραγωγικότητα που είναι προς το συμφέρον των αναγκών της κοινωνίας.

Όσο θα αυξάνεται ο αριθμός των εργατών που θα γίνονται επιχειρηματίες, τόσο θα αυξάνεται η κοινωνική ευημερία και θα χάνει οπαδούς η αριστερά και όσο αυξάνονται οι επιχειρηματίες που γίνονται εργάτες τόσο θα αυξάνεται η κοινωνική  ένταση  και οι οπαδοί της αριστεράς.

Η ύπαρξη της αριστεράς, προϋποθέτει την ύπαρξη φτωχών εργατών, αυτός είναι και ο λόγος που η αριστερά δεν κάνει μαθήματα επιχειρηματικότητας στους οπαδούς της. 
Η αριστερά προσποιείται ότι θέλει την ευημερία της κοινωνίας, αντιθέτως οι "κακοί" επιχειρηματίες , όσο κακοί και αν είναι ξέρουν ότι δεν έχουν συμφέρον από μια γεμάτη φτωχούς κοινωνία.

Η λύση στα κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα βρίσκεται στην φυγή μπροστά, στην ατομική δράση για αύξηση της παραγωγικότητας και στον αριθμό θέσεων εργασίας που θα δημιουργήσουν ο σημερινοί νέοι και εργάτες που θα πρέπει επειγόντως να αποφασίσουν να γίνουν επιχειρηματίες γιατί αυτός είναι και ο μόνος δρόμος για την αύξηση του πλούτου.

Λεφτά για επενδύσεις πάντα υπάρχουν για όλους αρκεί να υπάρχουν ιδέες και όρεξη για ρίσκο. 

ΥΓ. Να δω τους ΚΚΕ - ΣΥΡΙΖΑ να διοργανώνουν επιχειρηματικά events  με κάποιο Venture Capital και γίνομε αμέσως ψηφοφόρος τους.

* Ο κ. Γιάννης Στριλιγκάς ασχολείται με την αγροτική οικονομία

21 Απρ 2014

«Η χούντα δεν τελείωσε το 1973»…

Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, από τη μεταρρύθμιση.

Προσωπικές αναμνήσεις, πριν από 47 χρόνια. 21 Απριλίου 1967. Μαθητής στην 6η Δημοτικού στην Καλαμάτα. Ο δάσκαλος μάς ανακοινώνει ότι δεν θα κάνουμε μάθημα. Πανευτυχείς φεύγουμε και οργανώνουμε ποδοσφαιρικό αγώνα στην αλάνα της οδού Φαρών, στο παλαιό εργοστάσιο Ζαν και Ρος (οίνων και οινοπνευμάτων). Σε λίγο, μας μαζεύουν τρομοκρατημένοι οι γονείς μας. Απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τη δύση του ηλίου. Συλλήψεις. Λογοκρισία.

Ήταν Παρασκευή πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα που έγινε το πραξικόπημα. Τη Δευτέρα του Πάσχα οικογενειακή σύναξη στην ταβέρνα Κουρκουτά που έχει μοναδική θέα στο Μεσσηνιακό Κόλπο. Βλέπω δύο μεγάλα πλοία του πολεμικού ναυτικού να σαλπάρουν αργά από το λιμάνι. Ρωτάω τι γίνεται. Οι δικοί μου απαντούν ότι είναι γεμάτα κομμουνιστές που τους πάνε εξορία. Είναι σωστό; Ρωτάω με παιδική αφέλεια. Αλλάζουν κουβέντα. Δεν μπορώ να το χωνέψω, αναστατώνομαι, μελαγχολώ βαθιά.

Λίγο αργότερα αρχίζουν οι «δηλώσεις μετανοίας». Πολυσέλιδες καταχωρήσεις στην εφημερίδα «Σημαία» της Καλαμάτας. Εκατοντάδες αριστεροί πολίτες να υφίστανται τον εξευτελισμό της αποκήρυξης, «μετά βδελυγμίας», της ιδεολογίας τους, «του κομμουνισμού και των παραφυάδων του», με την ελπίδα να γυρίσουν στα σπίτια τους από την εξορία.
Κουβαλάω αυτές τις αναμνήσεις μέσα μου για δεκαετίες. Ακριβώς για αυτό το λόγο όταν ακούω συνθήματα ότι «η χούντα δεν τελείωσε το 1973» ή διαβάζω ότι 30% των κατοίκων αυτής της χώρας υποστηρίζουν ότι περνούσαμε καλύτερα στη δικτατορία, εξεγείρομαι.
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό στην Ελλάδα της κρίσης: Η απαξίωση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Μιας δημοκρατίας που παρ’ όλα τα προβλήματά της είναι η πληρέστερη και η ουσιαστικότερη που είχε ποτέ αυτός ο τόπος.
Δυστυχώς, σε επίπεδο ιδεών και αντιλήψεων, ο αντισυστημικός ριζοσπαστισμός και ο φαιοκόκκινος εξτρεμισμός έχουν απαξιώσει στον κοινό νου τη δημοκρατία. Μια νέα ιδεολογία αντιδημοκρατίας έχει αναδυθεί.
Ο λόγος των άκρων, ο λόγος της αντιδημοκρατίας συνεχίζει να είναι εξαιρετικά δημοφιλής στην ελληνική κοινωνία. Όσοι δεν έζησαν σε άλλες εποχές έχουν το ελαφρυντικό της άγνοιας. Όσοι τα έζησαν και αναπαράγουν δημαγωγικά στερεότυπα εναντίον της δημοκρατίας, είναι ασυγχώρητοι.
Ξεχνάμε ότι το δημοκρατικό πολίτευμα είναι το κοινό μας σπίτι. Ξεχνάμε ότι το να καταστρέψεις το σπίτι αυτό δεν κερδίζεις τίποτα. Ξεχνάμε ότι πρέπει να σεβόμαστε τους κανόνες συμβίωσης, ακόμα και όταν θέλουμε να τους αλλάξουμε. Εκστομίζουμε αστόχαστα ανοησίες του τύπου «τι χούντα, τι δημοκρατία». Αντιμετωπίζουμε τη δημοκρατία εργαλειακά, μόνον όταν μας προσφέρει ευημερία και της γυρίζουμε την πλάτη όταν εμφανίζονται κρίσεις και προβλήματα. Έτσι έγινε και παραμονές του 1967 όταν κάποιοι αποζητούσαν «έναν λοχία να μας σώσει».
Εύχομαι και ελπίζω ότι δεν θα θέσουμε σε κίνδυνο αυτό το δημοκρατικό κεκτημένο. Ότι δεν θα υποχρεωθούμε να καταλάβουμε, εκ των υστέρων, τι αξία είχε αυτό που χάσαμε. Για να γίνει αυτό επέτειοι, όπως η σημερινή, 47 χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, μπορεί να μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε μια νέα αυτογνωσία.

17 Απρ 2014

Πουκάμισο αδειανό ευρωπαϊκής ραφής.

Του Χρήστου Χωμενίδη, από το lifo

Η ανακοίνωση των προς σταύρωσιν υποψηφίων στις Ευρωεκλογές μοιάζει να δικαιώνει τους υπέρμαχους της λίστας. Όλα σχεδόν τα κόμματα έχουν δολώσει τα ψηφοδέλτιά τους με έναν ή και περισσότερους «επώνυμους» της τέχνης και του αθλητισμού, του θεάματος γενικά. Επαίρονται για τα «λαμπερά» ονόματα που δέχθηκαν να μπουν κάτω από τις μαρκίζες τους. Και ευελπιστούν –κάτι θα ξέρουν- πως με την παρουσία τους και μόνο θα τραβήξουν ψηφοφόρους που ειδάλλως ούτε απ’έξω θα περνούσαν απ’τα κομματικά μαγαζιά. Κι έτσι θα κάνουν τη διαφορά.   
Οι σοβαροί πολίτες τραβάνε τα μαλλιά τους. «Τι μπορεί να σκαμπάζει» αναρωτιούνται «ένας ποδοσφαιριστής ή ένας λαϊκός τραγουδιστής, ένας συγγραφέας έστω μυθιστορημάτων, από τα όσα κρίνονται στην Ευρωβουλή; Πώς είναι δυνατόν να στέλνουμε στις Βρυξέλλες ανθρώπους οι οποίοι θα περάσουν από κάθε άποψη απαρατήρητοι; Εκτός πιά κι αν τρέφουμε την ψευδαίσθηση ότι οι εγχώριοι «σταρ» διαθέτουν ίχνος διεθνούς εκτοπίσματος ώστε να λειτουργήσουν ως διαφημιστές των εθνικών μας δικαίων… Μας περισσεύουν έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο –είκοσι μία διαθέτουμε όλες κι όλες- για να τις δίνουμε όπου λάχει;»   
Αλοίμονο! Εάν οι Έλληνες επικροτήσουν την Κυριακή των Ευρωεκλογών την φελινικής αισθητικής πασαρέλλα των ψηφοδελτίων, αυτό δεν θα αποδεικνύει –κατά την άποψή μου- ανεπίτρεπτη εκ μέρους τους επιπολαιότητα. Θα σημαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Κάτι πολύ βαθύτερο. Την χρεοκοπία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ιδέας.
Προσπαθήστε να θυμηθείτε πόσες φορές κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια -που η Ελλάδα κλυδωνίζεται από την πιο δεινή μεταπολεμική της κρίση- όρθωσε το Ευρωκοινοβούλιο το ανάστημά του. Πότε παρενέβη κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση. Το σώμα που κατεξοχήν εκπροσωπεί –υποτίθεται- τους λαούς της Ευρώπης παρέμεινε δευτεραγωνιστής, αν όχι και κομπάρσος του δράματος. Κομπάρσος ευγενέστατος –εννοείται- με γλώσσες και με τρόπους…   
Ποιοι εκφράζουν τη βούληση της Ευρώπης στα μάτια του μέσου Έλληνα; Η Γερμανίδα καγκελάριος και ο Γάλλος πρόεδρος. Περιστοιχισμένοι από τους βωβούς συνήθως ηγέτες των μικρότερων χωρών. Και από μια κουστωδία τεχνοκρατών-γραφειοκρατών, που κανείς μας σχεδόν δεν ξέρει σε ποια λαϊκή βούληση χρωστάνε το τουπέ τους.  
Κάποιος ευρωπαϊστής με βαθιά γνώση και θερμή πίστη (επιβιώνουν ευτυχώς ακόμα τέτοιοι) θα μου αντέτεινε πλήθος επιχειρήματα. Θα μου αποδείκνυε πως όλοι οι υψηλοί αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτουν δημοκρατική νομιμοποίηση.  Θα μου έκρουε κώδωνα κινδύνου: «Τώρα, που η Ευρώπη έχει χάσει το βήμα αν όχι και το δρόμο της, τώρα περισσότερο από ποτέ απαιτείται το Ευρωκοινοβούλιο να στελεχωθεί από τους άριστους κι από τους πλέον επαϊόντες, ανεξαρτήτως ιδεολογίας. Ούτε από Ζαγοράκηδες ούτε από Λαζόπουλους!».   
Από το 1981, έχουμε στείλει στις Βρυξέλλες περισσότερους από διακόσιους ευρωβουλευτές. Αποκλείεται να ήταν όλοι σκάρτοι. Σίγουρα υπήρξαν μεταξύ τους αρκετοί άκρως αξιόλογοι και ευσυνείδητοι άνθρωποι. Πείτε μου έναν –έναν έστω- ο οποίος να ξεχώρισε με τις παρεμβάσεις του. Δείξτε μου έναν ο οποίος να έκανε τη διαφορά.
Επί τριάντα χρόνια, οι Έλληνες αντιλαμβάνονταν την Ευρώπη ως μία πελώρια αγελάδα με αστείρευτους μαστούς. Από το 2010, μεταμορφώθηκε στα μάτια μας σε μια σανίδα σωτηρίας, γεμάτη δυστυχώς με σκουριασμένα καρφιά. Όσο κοντόφθαλμοι και καιροσκόποι και αν είμαστε, δεν γίνεται να φταίμε αποκλειστικά εμείς για αυτή τη θλιβερή παρεξήγηση.   
Η Ευρωπαϊκή Ιδέα –η προοπτική μιας ενωμένης ηπείρου που να εκτείνεται από τον Ατλαντικό μέχρι σχεδόν τα Ουράλια και να αποτελεί όχι απλώς κοιτίδα αλλά και κιβωτό του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας- συνελήφθη την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πήρε σάρκα και οστά χάρη σε εμβληματικούς ηγέτες, οι οποίοι συν τοις άλλοις είχαν γνωρίσει στο πετσί τους τη φρίκη του ναζισμού. Κι άρχισε να ξεφτίζει όταν τους διαδέχθηκαν ανέμπνευστοι διαχειριστές, ικανοί μονάχα για να μοιράζουν την πίτα. Μια πίτα που κατά τα τελευταία χρόνια διαρκώς συρρικνώνεται.   
Ακόμα και κλασσικός μαρξιστής να είσαι, ακόμα και φανατικός νεοφιλελεύθερος, δεν μπορείς να αγνοείς πως των κοινών ευρωπαϊκών ταμείων προηγούνται οι κοινές ευρωπαϊκές αξίες. Ότι χωρίς ένα καινούργιο όραμα –ή αφήγημα ή σχέδιο- που θα της ξαναδώσει οικονομικό, πληθυσμιακό και πολιτιστικό σφρίγος, η Ευρώπη θα συνέχισει να φυλλοροεί.   
Στο μεταξύ, οι πολίτες της θα ψηφίζουν όχι ως πολίτες. Αλλά σαν τηλεθεατές.
 Πηγή: www.lifo.gr

13 Απρ 2014

Το χρήμα των αγορών

Του Πάσχου Μανδραβέλη, από την  Καθημερινή

Το στοίχημα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης παραμένει .

Έχει ένα μεγάλο δίκιο ο επικεφαλής της Ομάδας Δράσης της Ε.Ε. (Task Force) κ. Χορστ Ράιχενμπαχ ο οποίος δήλωσε στο Spiegel ότι «το χρήμα [των αγορών] είναι ο μεγάλος αστάθμητος παράγοντας. Κανένας δεν μπορεί να πει εάν η Ελλάδα θα είχε αυτήν τη στιγμή τη δυνατότητα να βγει μόνη της στις αγορές χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια των χωρών της Ευρωζώνης». Και το δίκιο του δεν αφορά μόνο το δεύτερο σκέλος· είναι αλήθεια ότι θα βλέπαμε με το κιάλι τις αγορές αν φεύγαμε από τη Ζώνη του Ευρώ και γινόμασταν Αργεντινή, όπως εύχονταν κάποιοι. Το δίκιο του αφορά και την αστάθεια των αγορών, οι οποίες παρεμπιπτόντως έδωσαν προχθές και στο Πακιστάν 2 δισ. δολάρια έπειτα από επταετή αποκλεισμό του. Αυτό που οφείλουμε να καταλάβουμε είναι ότι και οι αγορές κρατικών ομολόγων είναι -όπως όλες οι αγορές- δισυπόστατες. Εκτός από τη ζήτηση υπάρχει και η προσφορά. Κι αυτόν τον καιρό υπάρχει μεγάλη ρευστότητα παγκοσμίως που κάνει τα κρατικά ομόλογα πιο ελκυστικά.
Συνεπώς πρέπει να φέρουμε... «στα κυβικά της» τη μεγάλη επιτυχία να βγούμε μετά τέσσερα χρόνια στις αγορές. Δεν πρέπει να απαξιώσουμε το άνοιγμα που επέτυχε η κυβέρνηση ανοίγοντας ένα ρυάκι στο μεγάλο ποτάμι του χρήματος που κυκλοφορεί στις διεθνείς αγορές. Αλλά δεν πρέπει και να υπερβάλλουμε. Το βασικό στοίχημα που είναι η παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας παραμένει μπροστά μας. Και σ’ αυτόν τον τομέα έγιναν πολλά -τα αποτελέσματα των οποίων, όπως γίνεται με όλες τις διαρθρωτικές αλλαγές, θα φανούν εν καιρώ- αλλά όπως φαίνεται δεν έγιναν όσα πρέπει. Σ’ αυτόν τον δύσκολο (για το εγχώριο πολιτικό σύστημα) τομέα έχουμε ό,τι είχαμε πάντα: υπαναχωρήσεις, κουτοπονηριές, στασιμότητα, όπου μπορούν. Όπως γράφει και η Suddeutsche Zeitung, « οι ελεγκτές της τρόικας πήραν εν τω μεταξύ την αγγλική μετάφραση του πακέτου μεταρρυθμίσεων που ψηφίστηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο και διαπίστωσαν πως όλα όσα συμφωνήθηκαν δεν συμβαδίζουν με όλα όσα ψηφίστηκαν».
Το πρόβλημα είναι ότι σε επίπεδο αντιλήψεων όλα τριγύρω αλλάζουνε κι εδώ όλα τα ίδια μένουν. Η προπαγάνδα των συντεχνιών μαζί με τους συνήθεις οπισθοδρομικούς έκανε την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, να μοιάζει με το πρόχειρο και υποχρεωτικό διάβασμα που κάνουν οι φοιτητές την παραμονή των εξετάσεων για να πάρουν το «δημοκρατικό πέντε». Ελάχιστοι κατανοούν ότι η απελευθέρωση της αγοράς από διοικητικά εμπόδια, επιτρέπει σε νέους ανθρώπους να δοκιμάσουν διαφορετικές λύσεις για την παραγωγή φθηνότερων και καλύτερων προϊόντων και υπηρεσιών. Η προστασία των «εντός» από την «κακιά τρόικα» είναι και προστασία των πεπατημένων πρακτικών από τις ιδέες που μπορεί να έχουν οι «εκτός». Είναι προστασία από την πρόοδο και την ανάπτυξη της οικονομίας. Άνθρωποι που θα μπορούσαν να δοκιμάσουν νέες μεθόδους στην παραγωγή και διάθεση των προϊόντων εμποδίζονται τεχνηέντως, προκειμένου να μην αλλάξουν εκείνοι που χρησιμοποιούν τις παλιές μεθόδους. Αυτές οι αντιλήψεις παραμένουν κυρίαρχες στο πολιτικό σκηνικό, κάτι που έγινε φανερό από τα παζαρέματα και τις «επιτυχίες» που είχαν διάφοροι βουλευτές για να μην αλλάξουν τα κακώς κείμενα. Αυτά που κρατούν τον δυναμισμό της νέας γενιάς δέσμιο όλων των γραφειοκρατικών αντιλήψεων.
Αφού, λοιπόν, χαρούμε για την έξοδο στις αγορές, ας προσέξουμε και μια άλλη είδηση που βγήκε την ίδια μέρα: «Μείωση για πέμπτο συνεχή μήνα κατέγραψαν οι ελληνικές εξαγωγές, γεγονός που προκαλεί έντονη ανησυχία για τη βιωσιμότητα της ελληνικής παραγωγής... Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) η συνολική αξία των εξαγωγών τον Φεβρουάριο του 2014 ανήλθε σε 2.049,6 εκατ. ευρώ έναντι 2.202,7 εκατ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2013, παρουσιάζοντας μείωση 7%».

12 Απρ 2014

Στο βάθος βλέπω εργάτες να ανασηκώνουν τα μανίκια τους

Του Λεωνίδα Καστανά, από τη μεταρρύθμιση.

H έξοδος στις αγορές αποτελεί αναμφισβήτητα μια επιτυχία της τρόικα, του Υπουργείου Οικονομικών, του Γιάννη Στουρνάρα και της κυβέρνησης. Κυρίως αποτελεί επιτυχία των ελλήνων πολιτών, που έκλεισαν τ’ αυτιά τους σε όλους εκείνους που τους καλούσαν να τα διαλύσουν όλα και να μετατρέψουν την πλατεία Συντάγματος σε πλατεία Ταχρίρ. Να σύρουν δηλαδή τη χώρα τους έξω από την Ευρώπη και να τη ρίξουν στην αγκαλιά του τρίτου κόσμου, στη βία και στην ανέχεια, στην απόλυτη πολιτιστική υποβάθμιση. Και για να μην μασάμε τα λόγια μας αυτή η προτροπή διατυπώθηκε ευθαρσώς και με χίλιους τόνους από την Αριστερά. Μια Αριστερά δέσμια της ιδεοληψίας και των παραδόσεών της που θέλουν την Ελλάδα χώρα της Ανατολής και όχι της Ευρώπης, χώρα απομονωμένη και οπισθοδρομική, χώρα των συγκρούσεων και όχι των ειρηνικών έργων.
Οι πολίτες αυτής της χώρας έδειξαν μια αξιοσημείωτη υπομονή. Ανεξάρτητα από τα κόμματα που επέλεγαν στις δημοσκοπήσεις και τη ρητορική του καφενείου, πέρα από την αγανάκτηση, υπέμειναν στωικά τη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή, ανέχτηκαν τα σκληρά οριζόντια μέτρα, τη βαριά φορολογία, την αδικία. Και τα ανέχτηκαν γιατί κατάλαβαν από νωρίς ότι κανείς ξένος δεν έφταιγε για την κατάντια μας, παρά μόνο εμείς. Και πως ένας μόνος τρόπος υπήρχε για να βγούμε πάλι στο φως, αυτός της σκληρής δουλειάς και της ομόνοιας. Γι αυτό και γύρισαν την πλάτη σε όλους εκείνους τους άφρονες που τους καλούσαν κάθε τρεις και λίγο να απεργήσουν, να διαδηλώσουν, να σταματήσουν την παραγωγή, να σπάσουν και να χαλάσουν.
Από σήμερα η Ελλάδα επιστρέφει στην κανονικότητα. Δανείζεται από τις αγορές. Το κόστος εξυπηρέτησης του βραχυχρόνιου χρέους πέφτει, ξένα κεφάλαια περιμένουν να επενδύσουν στη χώρα τόσο στα ομόλογα του δημοσίου όσο και στον ιδιωτικό τομέα, μειώνεται το κόστος δανεισμού, αυξάνεται η ρευστότητα των ελληνικών επιχειρήσεων με παράλληλη μείωση του εσωτερικού δανεισμού. Πάνω απ’ όλα η χώρα αποκαθιστά την αξιοπιστία της. Και είναι ένα θαύμα.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις γνωρίζουν ότι αυτό δεν είναι μια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η ανεργία σαρώνει και θα σαρώνει για καιρό, η παραγωγική βάση είναι ασθενής, οι εξαγωγές είναι πίσω. Οι πολίτες συνεχίζουν να ματώνουν. Γι αυτό έχει ευθύνη να μην επιτρέψει στο πελατειακό κράτος να απορροφήσει το πρωτογενές πλεόνασμα. Να προχωρήσει στις αποκρατικοποιήσεις, να μειώσει το κόστος λειτουργίας του κράτους όχι με τη μείωση μισθών, αλλά με τη εξάλειψη της σπατάλης και της διαφθοράς, να απελευθερώσει τις αγορές με δραστικές μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις υλοποιώντας εδώ και τώρα όλες τις δεσμεύσεις του μνημονίου. Να διευκολύνει την υγιή επιχειρηματικότητα καταστρέφοντας τη γραφειοκρατία με ένα άρθρο και ένα νόμο, να κάνει το ζειν στη χώρα αυτή απλούστερο. Να μας απαλλάξει από τις κομματικές βδέλλες, από τους ακροδεξιούς και τους τιποτένιους, από όλους αυτούς τους λεχρίτες του πολιτικο - οικονομικού  συστήματος που συνεχίζουν τις δουλειές τους σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Γνωρίζουμε καλά ότι αυτή η κυβέρνηση έχει όρια. Το παλιό και το κακό υπάρχει μέσα της. Γι αυτό είναι καθήκον των πολιτών να εξαναγκάσουν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα σε μια γενναία στροφή προς τον εξευρωπαϊσμό. Δεν θέλουμε βουλευτικές εκλογές, δεν ανεχόμαστε περιπέτειες που κρύβονται πίσω από την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν θέλουμε το φασισμό να σκοτώνει στους δρόμους. Δεν θέλουμε δυναμίτη στη ζωή μας. Δουλειές θέλουμε. Ψωμί και τριαντάφυλλα. Σχολεία που να δουλεύουν και να παράγουν πλούτο. Βοήθεια για τους αδύναμους. Αξιολόγηση και δικαιοσύνη, όχι πονηρή ισότητα.  Μα πάνω απ’ όλα θέλουμε Ειρήνη. Μετά,  εμείς οι κανονικοί άνθρωποι που κατοικούμε στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου ξέρουμε τι θα κάνουμε. Στο βάθος, βλέπω τους εργάτες να ανασηκώνουν τα μανίκια τους. Η άνοιξη αυτή είναι δική μας.
Ο Λεωνίδας Καστανάς είναι εκπαιδευτικός και ο διαχειριστής του blog «μη μαδάς τη μαργαρίτα»

9 Απρ 2014

Ή θα αφανίσουμε αυτό το κράτος ή αυτό θα αφανίσει τη χώρα.

Του Γιώργου Γεωργακόπουλου, από τη μεταρρύθμιση.

Η υφιστάμενη λειτουργία του κράτους αποτελεί τη βασική πηγή δυσλειτουργίας της χώρας. Τόσο στο επίπεδο της οικονομίας (συνεχώς μεταβαλλόμενο φορολογικό σύστημα, αδυναμία δράσης ελεγκτικών μηχανισμών, αδυναμία παραγωγής βασικών υποδομών σε εύλογο χρονικό διάστημα…) όσο και στο επίπεδο της κοινωνικής πολιτικής (εύθραυστο ασφαλιστικό σύστημα, μη ικανοποιητική λειτουργία του εθνικού συστήματος υγείας, χαμηλή ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος…), η παράδοξη λειτουργία τους είναι έκδηλη.
Η χαοτικού τρόπου λειτουργία όλων των συστημάτων του κράτους (φορολογικό σύστημα, υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, δικαιοσύνη, περιβάλλον…)  αποτελεί το θεμελιώδη παράγοντα αναστολής της υγιούς ανάπτυξης και προόδου της χώρας. Αποτελεί επίσης ένα καθοριστικό εμπόδιο στη δράση και ανάληψη πρωτοβουλιών από την πλευρά των υγιών δυνάμεων της χώρας και συμβάλει σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό στην παραγωγή/αναπαραγωγή μιας γενικευμένης αναξιοπιστίας των θεσμών (πολιτικά κόμματα, συνδικαλισμός, δικαιοσύνη, αστυνομία…). Είναι κοινότοπο να πούμε ότι μια κοινωνία η οποία δεν πιστεύει στους θεσμούς της είναι αδύνατο να προχωρήσει.
Το παράδοξο είναι ότι ενώ δεν υπάρχει ούτε ένας πολίτης σε αυτή τη χώρα που να μην τονίζει συνεχώς και επί δεκαετίες ότι το κράτος είναι προβληματικό εν τούτοις αυτό συνεχίζει να λειτουργεί μέσα στην παραδοξότητα και την αναποτελεσματικότητα χωρίς να το επηρεάζει καν η τόσο βίαιη κρίση που μαστίζει τη χώρα μας.
Το ερώτημα συνεπώς παραμένει και επαναλαμβάνεται και αυτό επί δεκαετίες.
Γιατί είναι αναποτελεσματικό το κράτος;
Πως γίνεται να έχουμε ένα τόσο αναποτελεσματικό κράτος για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα;
Για πιο λόγο οι παρεμβάσεις του κράτους περιέχουν τόσο έντονα ανορθολογικά στοιχεία και αποτυγχάνουν να υλοποιήσουν τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις για τις οποίες όλοι μιλάμε;
Η απάντηση είναι αυτή που έχει δώσει, μεταξύ άλλων, ο Γιαννίτσης στο τελευταίο του βιβλίο ‘’η Ελλάδα στην κρίση’’.
Το κράτος στην Ελλάδα δεν έχει δομηθεί για να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον αλλά την εσωτερική λογική του ίδιου του κρατικού συστήματος.
Εάν ο στόχος του ήταν το δημόσιο συμφέρον ‘’θα ήταν ιστορικά αξιοπερίεργο να λειτουργεί μακροχρόνια και συστηματικά με μη ορθολογικούς κανόνες και συμπεριφορές… όπου οι στόχοι του θα βρίσκονταν σε μόνιμη αντίφαση με τα εργαλεία που θα επέλεγε για να τους πετύχει’’. Και αυτό γιατί ‘’κάθε φορά που θα ανακάλυπτε αυτή τη αδυναμία, θα λειτουργούσε αυτοδιορθωτικά’’.
Το βασικό πρόβλημα συνεπώς δεν βρίσκεται σε αυτό που χαρακτηρίζουμε συνήθως αποτελεσματικότητα. Το κυρίαρχο πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι στη χώρα μας διαμορφώθηκε ένα ιδιότυπο κοινωνικό συμβόλαιο όπου το κράτος (πολιτικές ηγεσίες, διοίκηση, και ένα στενό πλέγμα συμφερόντων) χειραγωγεί την αγορά (και χειραγωγείτε από αυτή) και ταυτόχρονα αποσπά την νομιμοποίηση του από την κοινωνία εξασφαλίζοντας μαζικούς διορισμούς, ευνοϊκές συνθήκες εργασίας περίθαλψης και συνταξιοδότησης σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα σε συνδυασμό με την απουσία μηχανισμών ελέγχου.
Κατά συνέπεια το θέμα δεν είναι ότι δεν μπορούμε να βρούμε εκείνες τις έξυπνες μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν το κράτος αποτελεσματικό. Το θέμα είναι ότι δεν αποφασίζουμε ως χώρα να οικοδομήσουμε εκείνους τους θεσμούς που θα τις υλοποιήσουν.
Αν υποθέσουμε τώρα ότι η χώρα μας (δηλαδή τα πολιτικά κόμματα) αποφασίσει να αλλάξει αυτό το μοντέλο μπορεί να δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό κράτος;
Η απάντηση είναι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο και απαιτεί πολύ χρόνο. Και αυτό διότι είναι αδύνατο να ζητάς από ένα σύστημα το οποίο στοχεύει πρωτίστως στην αναπαραγωγή του να γίνει ο φορέας της αλλαγής και κατά συνέπεια να ‘’αφανιστεί’’ το ίδιο.
Στα ερωτήματα του μέλλοντος δεν απαντάς με τα εργαλεία του παρελθόντος.
Κατά συνέπεια για έχει πιθανότητες επιτυχίας το εγχείρημα της οικοδόμησης ενός κανονικού κράτους, θα πρέπει να αναζητηθούν νέες λύσεις πέραν των όσων έχουν δοκιμαστεί μέχρι σήμερα.
Το κλειδί της λύσης θα ήταν η οικοδόμηση ενός ισχυρού κέντρου το οποίο να λειτουργήσει ως επιτελικό όργανο της μεταρρύθμισης του κράτους. Για να επιτελέσει το έργο του πρέπει να διαθέτει:
  • επαρκή αυτονομία δράσης με ισχυρή θεσμική κατοχύρωση
  • ισχυρές αρμοδιότητες (συμπεριλαμβανομένων των κυρωτικών)
  • υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό
  • επαρκείς πόρους

Η δημιουργία αυτού του θεσμού δεν πρέπει να γίνει μέσω της πεπατημένης οδού. Το εγχείρημα είναι εξαιρετικά εύκολο να το καταστήσεις, εξ’ αρχής θνησιγενές  εάν χρησιμοποιήσεις π.χ. το παραδοσιακό τρόπο για την στελέχωσή του. Δηλαδή να θέσεις επικεφαλής ένα κομματικό στέλεχος και να επιλέξεις με τα γνωστά κριτήρια, δηλαδή τα κομματικά, τους ‘’αρίστους’’ για την στελέχωσή του.
Πρέπει να αναζητηθεί μία ομάδα εμπειρογνωμόνων από το εξωτερικό (υπάρχουν αρκετοί διεθνείς οργανισμοί οι οποίοι διαθέτουν υψηλή εμπειρία σε θέματα δημόσιας διοίκησης) οι οποίοι σε συνδυασμό με μια ομάδα ελλήνων εμπειρογνωμόνων θα αναλάβουν να στήσουν το εγχείρημα.
Το επιχείρημα  που προβάλλεται συνήθως και το οποίο ακυρώνει τις μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας (διότι εξαναγκάζει στην υιοθέτηση της αποσπασματικής μεθόδου) είναι ότι το εγχείρημα απαιτεί πολύ χρόνο και άρα το θέμα είναι να δούμε τι θα κάνουμε εδώ τώρα. Ας σκεφτούμε όμως ότι εάν είχαμε τολμήσει το εγχείρημα στην έναρξη της κρίσης θα είχαμε ήδη μία πενταετία πίσω μας και η χώρα θα ‘’απολάμβανε’’ τώρα τα θετικά αποτελέσματα της προσπάθειας. Κατά συνέπεια το εν λόγω  επιχείρημα πρέπει να ουδετεροποιηθεί και να αντικατασταθεί από την απαίτηση διασφάλισης όλων των αναγκαίων προϋποθέσεων για την επιτυχή ολοκλήρωση του.
Θα πρέπει επίσης να λάβουν συγκεκριμένο περιεχόμενο (αντί της εμμονής στην ιδεολογία) μια σειρά άλλων επιχειρημάτων και λύσεων όπως είναι π.χ. το  αίτημα για λιγότερο κράτος. Ποιες λειτουργίες του κράτους αφορά το εν λόγω αίτημα και για πιο λόγο; Αφορά π.χ. το σύστημα υγείας και ποιες πτυχές του με δεδομένο ότι η χώρα διαθέτει ένα από τα πιο  ιδιωτικοποιημένα συστήματα στο κόσμο; Σε κάθε περίπτωση είναι απολύτως βέβαιο ότι η χώρα δεν δύναται να συνεχίσει με το υφιστάμενο κράτος. Κατά συνέπεια το κυρίαρχο ζητούμενο είναι ένα κράτος που λειτουργεί, ρυθμίζοντας με έξυπνο τρόπο την αγορά, παρεμβαίνοντας εκεί που πρέπει και προσφέροντας ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες, είτε είναι μεγάλο είτε λιγότερο μεγάλο.

7 Απρ 2014

Οι υπεράνθρωποι του Μπαλτάκου

Του Δημήτρη Καμπουράκη, από τους protagon.gr
Τον Τάκη Μπαλτάκο μου τον σύστησε ο Αντώνης Σαμαράς. Είχα πάει ένα βράδυ σε μια ταβέρνα της Κηφισιάς, την Κατσαρίνα, κι έπεσα πάνω τους. Κάθονταν οι δυο τους παρέα σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι. Ήταν τα «πέτρινα χρόνια» του Αντώνη, τότε που όπως έλεγε «κοίταζε μαζί με τη γυναίκα του το ταβάνι». Δε μπορώ να θυμηθώ με σαφήνεια τη χρονιά, υπολογίζω πάντως ότι ήταν έναν περίπου χρόνο πριν ο Καραμανλής τον βάλει στο υπουργείο πολιτισμού. Η γενική εικόνα του άλλοτε προβεβλημένου αρχηγού της Πολιτικής Άνοιξης ήταν αποκαρδιωτική. Δυο μπακούρια κουτσοπίνανε στην άκρη μιας άδειας αίθουσας. Μετά από λίγο άφησα την παρέα μου και πήγα στο τραπέζι τους. Ο Αντώνης Σαμαράς μου σύστησε τον συνδαιτυμόνα του, «Τάκης Μπαλτάκος, δικηγόρος». «Σπαρτιάτης» συμπλήρωσε ο ίδιος. «Έχει γράψει και καταπληκτικά βιβλία για την αρχαία Σπάρτη» μου είπε ο Σαμαράς.
Τότε κατάλαβα ποιος ήταν. Το βίτσιο μου με την ιστορία είχε αποδώσει εν προκειμένω. Είχα διαβάσει τα βιβλία του και μάλιστα πρόσφατα διότι τα θυμόμουν πολύ καλά. Ειδικά τον «θάνατο του Εφιάλτη». Έδειξε ευχάριστη έκπληξη που ήξερα το έργο του. Γλύκανε. Τα στενά του μάτια χαμογέλασαν κι άρχισε να μου μιλά με πάθος για τη Σπάρτη. Ο Σαμαράς δίπλα του χαμογελούσε, προφανώς τα είχε ακούσει όλα αυτά πολλές φορές από τον φίλο του. Ο Μπαλτάκος κελαηδούσε για την υπέροχη στρατιωτική δομή της Σπάρτης, για τη σκληρή εκπαίδευση των ανδρών της, για την ανεπανάληπτη κρυπτεία, για τον πολυσυζητημένο νόμο που επέτρεπε στις Σπαρτιάτισσες να αλλάζουν κατά βούληση συντρόφους ώστε να κάνουν γερά παιδιά. Όλη του η κουβέντα, όπως και τα βιβλία του άλλωστε, απέπνεε έναν απεριόριστο θαυμασμό για τη σταδιακή μετατροπή των Σπαρτιατών σ’ ένα είδος ανίκητων ρομποτικών υπερανθρώπων.
Όλα πήγαιναν καλά στην κουβέντα, ως την ώρα που του έκανα την ερώτηση: «Αυτή την περιγραφή που έχετε για τον τρόπο που άλλαζαν θέση οι Σπαρτιάτες πολεμιστές μέσα στη φάλαγγα την ώρα της μάχης, που τη βρήκατε; Έχετε φτιάξει κανονικό γράφημα. Περιγράφετε την τακτική τους με φοβερές λεπτομέρειες και με αριθμητικά παραδείγματα. Πότε ακριβώς άλλαζαν θέση, πώς γινόταν ο κύκλος ώστε να φεύγει η πρώτη γραμμή που πολεμούσε χωρίς να σπάει η παράταξη, μετά από πόση ώρα αντικαθιστούσε η μια γραμμή την άλλη, κ.λπ. Που τα βρήκατε αλήθεια όλα αυτά; Επειδή η αρχαία ελληνική φάλαγγα μ’ ενδιαφέρει πολύ, έχω ψάξει όλες τις ιστορικές πηγές, αλλά τέτοιο πράγμα δεν αναφέρεται πουθενά».
Είδα κατ’ ευθείαν το πρόσωπο του να παγώνει και τα μάτια του να χώνονται ξανά βαθιά μέσα στις κόχες τους, πίσω απ’ τους σκελετούς των γυαλιών του. «Όσα δεν ξέρουμε, μπορούμε να τα φανταζόμαστε με βάση τη συσσωρευμένη ιστορική μας γνώση», μου είπε ψυχρά και έκοψε μαχαίρι τη συζήτηση. Δεν ξαναμίλησε. Εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι η κραταιά Σπάρτη των βιβλίων του Τάκη Μπαλτάκου, προερχόταν δευτερευόντως από την ιστορική έρευνα και ήταν πρωτίστως ένα κατασκεύασμα των επιθυμιών και της ψυχοσύνθεσής του. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η πολιτική του στάση ως γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, ήταν μια χαζή μεταφορά της αρχαίας στρατόκαυλης Σπάρτης που είχε κατασκευάσει στο μυαλό του, σ’ ένα σήμερα που επίσης είχε κατασκευάσει στο μυαλό του.
Έτσι δημιουργούνται τα ιστορικά και τα πολιτικά ανέκδοτα.

5 Απρ 2014

Βιώσιμο πλεόνασμα και το τέλος του πολιτικαντισμού


Του Χαρίδημου Τσούκα, από έναρθρη κραυγή

Η πρόσφατη συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές αντιμετωπίστηκε από τα κόμματα με ξύλινη γλώσσα, ως συνήθως. Οι μεν επιδίδονται στη σωτηριολογία, οι δε στην καταστροφολογία. Το πολιτικό παιχνίδι στη χρεοκοπημένη Ελλάδα συνεχίζει να διεξάγεται με όρους μικρονοϊκής πόλωσης, εκνευριστικής στενομυαλιάς, και τοξικού λόγου. Για τον σκεπτόμενο πολίτη, όμως, είναι χρήσιμο να βλέπει τη μεγάλη εικόνα που οι κομματικοί μηχανισμοί αποκρύπτουν. 

Πρώτον, πετύχαμε, έστω και με κάποια λογιστικά τρικ, πρωτογενές πλεόνασμα. Μετά από τέσσερα χρόνια οδυνηρών περικοπών και εξοντωτικής φορολογίας, αλλοίμονο αν δεν το πετυχαίναμε! Το ερώτημα είναι: πώς θα καταστεί βιώσιμο; 

Δεύτερο, επιβεβαιώθηκε κι αυτή τη φορά ότι ο χειρισμός της Ελληνικής κρίσης από δανειστές και δανειζόμενο χαρακτηρίζεται από την αγορά πολιτικού χρόνου: αμφότερα μέρη διευθετούν πιεστικά προβλήματα (με δημοσιονομικά οδυνηρό τρόπο για τον δανειζόμενο), ανακοινώνουν δεσμεύσεις, και υπόσχονται να ξαναδούν τα επίμαχα θέματα στο μέλλον. Εν τω μεταξύ, οι πολίτες της δανειζόμενης χώρας υποφέρουν, ενώ οι κυβερνήσεις και των δύο μερών κατασκευάζουν την αισιοδοξία, ελπίζοντας στην εκλογική της εξαργύρωση. 

Τρίτο, οι δανειστές δεν μας εμπιστεύονται. Ξέρουν ότι σχεδόν καμία διαρθρωτική αλλαγή δεν θα κάναμε, αν δεν μας την επέβαλλαν. Οι ανάγκες του πελατειακού-κομματικού κράτους ήταν τέτοιες που δεν νοιαστήκαμε ποτέ να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα, όπως δεν μεριμνήσαμε για τον ουσιώδη εξορθολογισμό της υγείας, του ασφαλιστικού, της εκπαίδευσης, κοκ, όταν έπρεπε. Η εξευτελιστική επαιτεία προήλθε από την εγγενή ανικανότητα της χώρας να αυτο-μεταρρυθμίζεται. 

Η τρόικα ξέρει καλά ότι οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται, είτε εκτελούνται απρόθυμα, είτε καθυστερούν, είτε δεν υλοποιούνται. Η ρετσινιά του απατεώνα εξακολουθεί να μας συνοδεύει (τα «Greek statistics» δεν θα ξεχαστούν εύκολα). Οι δανειστές ασπάζονται μια οριενταλιστική αντίληψη για τη χώρα, την οποία φροντίζουμε να επιβεβαιώνουμε. Θεωρούν ότι έχουμε ανεύθυνους και λαϊκιστές πολιτικούς, γενικευμένη ανομία, και ένα αναξιόπιστο, μετα-οθωμανικό κράτος που κυριαρχείται από επιμέρους συμφέροντα. Αν παύσουν να μας κηδεμονεύουν, διαβλέπουν ότι θα επανέλθουμε στην πρότερη κατάσταση. Δεν θέλουν να χάσουν τα λεφτά τους, γι αυτό είναι φορτικοί, σχεδόν αποικιοκρατικοί. 

Τέταρτο, κάθε συμφωνία με τους δανειστές συνοδεύεται από κυβερνητική αισιοδοξία. Συνέβη το 2012 μετά το PSI, συνέβη πέρυσι με το περίφημο «success story» του κ. Σαμαρά, συμβαίνει και τώρα. Η «αισιοδοξία» διαρκεί όσο η μιντιακή κάλυψή της. Σύντομα επανακάμπτει η αφόρητη πραγματικότητα μιας οικονομικά κατεστραμμένης χώρας. Ο οικονομικός κύκλος της εφαρμογής ενός προγράμματος ακραίας λιτότητας δεν συμπίπτει με τον βιωματικό κύκλο των ανθρώπων (την οικονομική-βιοτική εξουθένωση που επέφερε η βελτίωση οικονομικών δεικτών). Η ασυγχρονία των δύο κύκλων παράγει, αναπόφευκτα, πολιτικά αποτελέσματα. 

Πέμπτο, όπου δεν παρεμβαίνει η τρόικα κυριαρχούν οι γνωστοί πολιτικοί εθισμοί που επέφεραν τη χρεοκοπία. Τα μεγαλύτερα λιμάνια, τους οργανισμούς ασφάλισης, και σημαντικούς δημόσιους φορείς διοικούν κομματικοί υπάλληλοι, άνθρωποι του «συστήματος», ή κολλητοί των πολιτικών αρχηγών. Νόμοι που επέφεραν τομές ξηλώνονται (π.χ. νόμος Διαμαντοπούλου), σχέδια εκλογίκευσης δημόσιων θεσμών υποσκάπτονται (από πολιτικάντηδες τύπου Αρβανιτόπουλου), ενώ πολιτικοί της συμφοράς (Παπαθανασίου, Παπουτσής, κοκ) διορίζονται σε ιδιαίτερα καλοπληρωμένες δημόσιες θέσεις. Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν πρωτοτυπεί: αφορίζει, φοβερίζει, και, φυσικά, υπόσχεται. Στο μέτρο που η χώρα αυτο-κυβερνάται, το κάνει αναπαράγοντας την πολιτική νοοτροπία που την κατέστρεψε. 

Πέμπτο, ο διεθνής οικονομικός έλεγχος δεν θα τερματισθεί με την εκπνοή του Μνημονίου. Μπορεί να ΜΜΕ να στερηθούν το ευπώλητο θέαμα τροϊκανών επισκέψεων στα υπουργεία, αλλά η Ελλάδα θα παραμείνει επί μακρόν υπό την «αυξημένη επιτήρηση» της ΕΕ. Όσο ευνοϊκή κι αν είναι η αναμενόμενη ρύθμιση του χρέους, το τίμημα θα είναι η παρατεταμένη πειθαρχία. 

Έκτο, οι ρίζες της οικονομικής εξαθλίωσης βρίσκονται στην κυρίαρχη πολιτική νοοτροπία που παρήγαγε τη χρεοκοπία, η οποία οδήγησε στο Μνημόνιο. Το τελευταίο, προϊόν του συσχετισμού ισχύος δανειστών-δανειζόμενου, έχει επανορίσει πλέον τους βιοτικούς όρους των Ελλήνων. Για να είναι η χώρα σε θέση να παράγει βιώσιμο πλεόνασμα απαιτείται ένας πρωτοφανής για την ιστορία της πολιτικός-οικονομικός ορθολογισμός. Οι πολιτικάντηδες, όμως, χρονίως εθισμένοι σε παροχές, ασχολούνται με τη διανομή του πλεονάσματος, όχι με τις προϋποθέσεις βιωσιμότητάς του. 

Αυτή είναι η πρόκληση της νέας «μεταμνημονιακής» πραγματικότητας: η δημοσιονομική πειθαρχία και η υγιής ανάπτυξη προϋποθέτουν μια νέα δημόσια κουλτούρα και ένα νέου ήθους πολιτικό προσωπικό να την καλλιεργήσει. Παραδόξως, το «τέλος του Μνημονίου» (και, άρα, η ανάγκη για βιώσιμα πλεονάσματα) απαιτεί σκληρές ορθολογικές επιλογές, οι οποίες θα σηματοδοτήσουν την αρχή του τέλους του πολιτικαντισμού. Αμήν!