"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

30 Σεπ 2012

«Ουδείς αναμάρτητος»: πώς οι πολιτικοί αποποιούνται τις ευθύνες τους

Του Χαρίδημου Κ. Τσούκα, από την Καθημερινή.*
Ένας άντρας έχει απατήσει τη γυναίκα του. Αυτή το ανακαλύπτει και του ζητάει εξηγήσεις: «Γιατί το ’κανες;». Ατάραχος αυτός, απαντά: «Ουδείς αναμάρτητος».
Γιατί θα έπρεπε να μας παραξενέψει μια τέτοια απάντηση; Πιο γενικά: τι είναι αυτό που καθιστά τέτοιου είδους απαντήσεις μη ικανοποιητικές; Κατά πρώτο λόγο, μια τέτοια απάντηση δείχνει ότι ο ομιλητής δεν έχει συνειδητοποιήσει το σφάλμα του, άρα δεν δείχνει ειλικρινή μεταμέλεια. Παραπέμπει σε μια εγγενώς «αμαρτωλή» ανθρώπινη φύση, η οποία τον οδήγησε στη συγκεκριμένη πράξη. Αποσείει έτσι τη συγκεκριμένη ηθική ευθύνη που φέρει ως αυτόβουλο ον, χάριν μιας γενικής ανθρωπολογικής συνθήκης – «όλοι κάνουμε λάθη». Δεύτερον, δεν παρέχει μια αφήγηση που να ερμηνεύει τη συμπεριφορά του. Με τη γενική αναφορά στην ανθρώπινη φύση υπεκφεύγει, αφού δεν αναστοχάζεται τη δική του συγκεκριμένη συμπεριφορά. Αποφεύγοντας να δώσει συγκεκριμένη εξήγηση, αποφεύγει το «λόγον διδόναι».
Ένας πρωθυπουργός, ο κ. Σαμαράς, ερωτάται από δημοσιογράφο στο Βερολίνο για τη σφοδρώς αντιμνημονιακή του ρητορική τα προηγούμενα δύο χρόνια, όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Ατάραχος αυτός απαντά, μιμούμενος το διαβόητο «mea culpa» του Ανδρ. Παπανδρέου: «Ουδείς αναμάρτητος»! Με άλλα λόγια, ο κ. Σαμαράς είναι σαν να είπε: «Οπως όλοι, έχω κάνει λάθη στη ζωή μου. Η αντίθεσή μου στο Μνημόνιο ήταν ένα από αυτά».
Η αφηρημένη ομολογία του ήταν μια απομίμηση ομολογίας ενοχής, μια ψευδεπίγραφη ανάληψη ευθύνης. Προσποιούμενος ότι αναγνωρίζει τις αστοχίες του, οικειοποιείται –και, πονηρά, προσπερνά– την κριτική: αποφεύγει τη βάσανο της εξήγησης που θα έπρεπε να παράσχει. Η εξήγησή του αναπόφευκτα θα είχε αυτοκριτικό χαρακτήρα, με κίνδυνο απομείωσης του πολιτικού του κεφαλαίου. Αποφεύγοντας τη δημόσια αφήγηση των αστοχιών του, ξεφεύγει από τη δημόσια λογοδοσία.
Η υποψία μας για τη διπλή γλώσσα του πρωθυπουργού μετατρέπεται σε βεβαιότητα αν δούμε προηγούμενες παρεμφερείς δηλώσεις του. Τον Μάιο 2012, σε προεκλογική ομιλία στην Αρτα, είπε: «Εξακολουθώ και λέω ότι (το Μνημόνιο) είναι λάθος συνταγή». Σήμερα εμμέσως λέει: «Η αντίθεσή μου στο Μνημόνιο ήταν λάθος». Θα προσέξατε ότι ο κ. Σαμαράς πιστεύει δύο αντιφατικά πράγματα συγχρόνως: και το Μνημόνιο ήταν λάθος και η αρνητική στάση του στο Μνημόνιο ήταν εσφαλμένη! Σχιζοφρενικό;
Θα αναρωτηθείτε πώς συμβιβάζει ένας άνθρωπος τόσο αντιφατικές απόψεις. Δεν υποφέρει από «γνωστική δυσαρμονία»; Απάντηση: Ενας απορροφημένος από το εγώ του πολιτικός δεν βιώνει την αντιφατικότητα ως προβληματική. Ο ναρκισσιστικός εαυτός του κατασκευάζει ad hoc νοητικά σχήματα που εκλογικεύουν τη λογική ασυνέπεια. Τα προβλήματα που χειρίζεται ένας πολιτικός είναι άλλωστε τόσο σύνθετα, που μπορεί να απομονώσει εκείνες τις πτυχές που διευκολύνουν την εκλογίκευση του ιδιοτελούς καιροσκοπισμού του.
Ετσι, την υπερψήφιση του δεύτερου Μνημονίου ο κ. Σαμαράς την αποκαλεί, στην ομιλία του στην Αρτα, «ψήφο για το κούρεμα του χρέους». Το πακέτο των 11,5 δισ. περικοπών το βαφτίζει, στην ομιλία του στο Ζάππειο τον περασμένο Απρίλιο, «περικοπές σπατάλης». Αν και κανένας ισχυρισμός από μόνος του δεν είναι αναληθής, η διατύπωσή του είναι φενακιστική: αποκρύπτει τη μεγάλη εικόνα, αναδεικνύοντας επιλεκτικά επιμέρους όψεις της. Η λογικοφάνεια υποκαθιστά τη λογική συνέπεια.
Επιπλέον, στο μέτρο που κάθε ισχυρισμός διατυπώνεται ενώπιον ακροατηρίου (πραγματικού ή νοητού), η λογική ασυνέπεια αμβλύνεται από την πολλαπλότητα των ρητορικών πλαισίων: σε κάθε ακροατήριο λες διαφορετικά πράγματα! Στις προεκλογικές σου ομιλίες βάλλεις κατά του Μνημονίου, αυτοσυγχαίρεσαι για τη διορατικότητά σου, και υπόσχεσαι ότι θα βρεις ανώδυνα «ισοδύναμα» μέτρα. Στη Μέρκελ, ταπεινωμένος, δεσμεύεσαι ότι θα εφαρμόσεις πιστά το Μνημόνιο! Η ποικιλία των ρητορικών πλαισίων ενθαρρύνει την καιροσκοπική προδιάθεση του ομιλητή. Οι λαϊκιστές το ξέρουν καλά: λες αυτά που θέλουν να ακούσουν οι εκάστοτε ακροατές σου!
Φυσικά, η λαϊκιστική πλειοδοσία και η καιροσκοπική συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζουν μόνο τον κ. Σαμαρά – διαπερνούν όλο το πολιτικό φάσμα. Τα κόμματα προσποιούνται ότι αναλαμβάνουν δεσμεύσεις, τις οποίες καιροσκοπικά αγνοούν. Τελευταίο παράδειγμα, η δήθεν «προγραμματική συμφωνία» των τριών κυβερνητικών κομμάτων: ένα κείμενο άνευ αξίας πλέον, αφού βασικές δεσμεύσεις του ήδη αθετήθηκαν!
Ποιο είναι το πρόβλημα με αυτό τον καιροσκοπικό («στρατηγικό») τύπο ομιλίας; Ευτελίζει την πολιτική γλώσσα και τις ηθικές δεσμεύσεις που εγγενώς αναλαμβάνουν οι συν–ομιλητές, προάγει την ασυνεννοησία, και ενθαρρύνει τον ναρκισσισμό. «Αλλα μας λέγατε προεκλογικά», φώναζαν πρόσφατα οι συνδικαλιστές της Ν.Δ. «Αλλα λέγαμε στην προγραμματική συμφωνία», επισημαίνουν οι διαφωνούντες βουλευτές της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ.
Η έλλογη συμμετοχή μας στην πολιτική κοινότητα προϋποθέτει ότι η επικοινωνία μας αποσκοπεί πρωτίστως στην αμοιβαία κατανόηση. Αυτό συμβαίνει όταν είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε ο ένας τους ισχυρισμούς του άλλου, το οποίο προϋποθέτει ότι οι ισχυρισμοί αντανακλούν αξιόπιστα τις πεποιθήσεις μας. Με άλλα λόγια, η συν–ομιλία μας διαπερνάται από την υπόρρητη προσδοκία «να ειπωθεί η αλήθεια». Οχι ότι δεν χρησιμοποιούμε «στρατηγικά» τον λόγο μας, αλλά, ακόμη και αυτή η χρήση καθίσταται εφικτή στο μέτρο που συν–εννοούμαστε. Η «στρατηγική» χρήση της γλώσσας προϋποθέτει την κατανοητική («επικοινωνιακή») χρήση: για να παραπλανήσουμε πρέπει να προσποιηθούμε ότι δεν το κάνουμε! Ακόμα και ο Τσοχατζόπουλος διατείνεται ότι «υπηρέτησε την Ελλάδα»!
Το δράμα της χώρας δεν αποτυπώνεται μόνο στην οικτρή δημοσιονομική της κατάσταση, αλλά και στην ευτέλεια της γλωσσικής συμπεριφοράς των πολιτικών της.
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

29 Σεπ 2012

Το πρόβλημά μας δεν είναι το χρέος

Είναι κάτι ξύπνιοι που λένε, πάνε χαμένες οι θυσίες του ελληνικού λαού. Είναι οι ίδιοι ξύπνιοι που λένε τα νούμερα δεν βγαίνουν, η συνταγή είναι λάθος. Αυτοί όλοι προσπαθούν να σβήσουν την πραγματικότητα, να μας κάνουν να ξεχάσουμε την ιστορία. Να ξεχάσουμε την τραγική τριετία 2007-2009, όταν το πρωτογενές έλλειμμα του δημοσίου έφτασε τα 24 δις το χρόνο. Τότε δεν ξέραμε τι σημαίνουν τα νούμερα, τώρα όμως που έχουμε καταλάβει τι κόπο, τι θυσίες και τι αίμα αντιπροσωπεύουν τα δις, πόσο δύσκολο είναι να περικοπούν 11,5 δις τα επόμενα 2 χρόνια, τώρα ξέρουμε τι παραλογισμός ήταν το ελληνικό δημόσιο να καταναλώνει 24 δις παραπάνω από όσα είχε κάθε χρόνο, να δανείζεται 24 δις κάθε χρόνο.
Αυτό που αποσιωπούν οι ξύπνιοι είναι ότι ο υπόλοιπος πλανήτης έπαψε να μας δανείζει. Θέλουν να κρύψουν ότι αυτά τα 24 δις, μέσα σε λίγα χρόνια, με οποιονδήποτε τρόπο, έπρεπε να τα εξοικονομήσουμε. Γιατί κανείς πια δεν μας τα δάνειζε. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη απάτη της αντιμνημονιακής ρητορικής. Όλα τα κόμματα που συμμετείχαν στις κυβερνήσεις και όλα τα υπόλοιπα που αντιπολιτεύονταν, αυτή τη σκληρή πραγματικότητα προσπαθούσαν να κρύψουν. Αντιστέκονταν, δέχονταν πιέσεις, όρθωναν το παράστημά τους στις τρόικες, διαπραγματεύονταν, απέρριπταν, καταργούσαν, για να μην πουν την αλήθεια: Δανεικά τέλος. Κάτι πρέπει να κοπεί. Το τι ήταν το ερώτημα.
Σκέψου μόνο για ένα λεπτό πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία των τελευταίων χρόνων, αν το πολιτικό σύστημα έκανε αυτή την παραδοχή, αν έλεγε την αλήθεια. Αν έλεγαν δηλαδή, ναι, τέρμα τα δανεικά, πρέπει να περικοπούν 24 δις το χρόνο και ο καθένας λέει την πρότασή του, λέει από πού θα γίνουν οι περικοπές. Εκεί αμέσως θα ξεχώριζαν οι δίκαιοι από τους άδικους, απ’ αυτούς που προσπαθούν να κρατήσουν ανέγγιχτο το χρεοκοπημένο σύστημα της διαφθοράς και της σπατάλης. Αυτό, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα που εκπροσωπεί το κατεστημένο, το αποσιώπησε με μαεστρία. Οι Συντηρητικοί «αντιστέκονταν στις επιταγές της τρόικας» και οι Πολύ Συντηρητικοί ήθελαν ακόμα μεγαλύτερη αντίσταση: να μη μειωθεί κανένα έλλειμμα, να μη θιγεί ο δημόσιος τομέας της σπατάλης και της διαφθοράς καθόλου.
Ποιοι ήταν αυτοί που δεν ήθελαν μειώσεις, που αμφισβητούσαν την πραγματικότητα; Αυτοί που δεν ήθελαν να χάσουν οι ίδιοι τίποτα. Την πραγματικότητα όλοι την ήξεραν. Οι μειώσεις ήταν αναπόφευκτες. Γιατί απλώς δεν μας δάνειζαν πια. Το παιχνίδι ήταν εις βάρος ποιων θα γίνουν οι μειώσεις.
Οι θυσίες του ελληνικού λαού έπιασαν τόπο. Παρ’ όλα όσα λένε. Σ’ αυτή την τριετία έγινε, όπως έγινε, ένα κατόρθωμα. Από κει που είχαμε 24 δις έλλειμμα το χρόνο, τώρα έχουμε 4. Σε λίγο δεν θα έχουμε καθόλου, δεν θα χρειαζόμαστε δανεικά. Αυτό δεν έχει γίνει ποτέ στην ιστορία σε τέτοιο μέγεθος, σε τόσο λίγο χρόνο. Ο ελληνικός λαός το κατάφερε με τις θυσίες του και είμαστε πολύ μάγκες που το καταφέραμε ενώ όλοι μας είχαν για ξεγραμμένους.
Ποιος λαός όμως και με ποιες θυσίες; Πλήρωσαν φόρους περισσότερους αυτοί που πλήρωναν πάντα. Έχασαν τα ασθενέστερα στρώματα τις δουλειές τους, οι εργαζόμενοι είδαν τις αποδοχές τους να εκμηδενίζονται, οι νέοι αποκλείστηκαν από την παραγωγή. Και το πελατειακό σύστημα ακόμα και σήμερα αρνείται να κάνει την παραμικρή παραχώρηση, ο ελληνικός παρασιτισμός ζει και βασιλεύει όπως πάντα. Άγνωστες λέξεις μαθαίνουμε κάθε μέρα, διορίζουν τους συγγενείς και κομματικούς φίλους ως «ΠΕΘ», προσωπικό ειδικών θέσεων, μαθαίνουμε ότι υπάρχει και «ειδική συνδικαλιστική» σύνταξη, επιδοτούν με εκατομμύρια κάθε χρόνο τις ποδοσφαιρικές ομάδες των υπόδικων προέδρων, στις ΔΕΚΟ αντί για μειώσεις δίνουν αυξήσεις και πριμ, οι δημοτικές επιχειρήσεις που έκλεισαν, ανοίγουν με άλλο όνομα και οι δήμοι εξακολουθούν να χρεοκοπούν, οι υπάλληλοι που κατηγορούνται για διαφθορά αθωώνονται στα πειθαρχικά γιατί δεν εφαρμόζεται ο νόμος για την αλλαγή της σύνθεσής τους χωρίς πια συνδικαλιστές, διαγράφουν τα χρέη των κομμάτων, η φοροδιαφυγή μένει ατιμώρητη γιατί η δικαιοσύνη δεν δικάζει, τα πανεπιστήμια δεν εφαρμόζουν το νόμο αλλά πληρώνουν εκατομμύρια για κατασκηνώσεις και δεκάδες χιλιάδες για πρυτανικές τουαλέτες.
Η τρόικα θεώρησε κοροϊδία τα προτεινόμενα από την ελληνική κυβέρνηση, τα 700 εκ. εξοικονόμηση από την μελλοντική πάταξη της φοροδιαφυγής και τα 350 από τη μελλοντική συγχώνευση των οργανισμών και των δημόσιων φορέων και των αμέτρητων ΝΠΔΔ. Τρία χρόνια τα ίδια μας λέτε, απαντούν, και δεν κάνετε τίποτα. Οπότε, συνεχίζουμε για 3η χρονιά με περικοπές μισθών και συντάξεων. Και γιατί τότε, αφού το έχουν καταλάβει αυτό, δεν εξαρτούν τις δόσεις από την υλοποίηση αυτών των μεταρρυθμίσεων που το κομματικό σύστημα αρνείται να κάνει; Από τη σύλληψη της φοροδιαφυγής, από τη θέσπιση ενός σύγχρονου φορολογικού νομοσχεδίου που αντιμετωπίζει τη διαφθορά, από τις συγχωνεύσεις των άχρηστων οργανισμών, από την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας που τώρα καταπατείται ανενόχλητα, από τις ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ που έχουν γίνει πάρκινγκ κομματικών στρατών και μέσο πλουτισμού του κομματικού συστήματος; Γιατί παίζουν έτσι το παιχνίδι του πελατειακού κράτους;
Γιατί δεν τους νοιάζει.Για την Ευρώπη είναι αδιάφορο αν η Ελλάδα γίνει απλώς μια φτωχότερη χώρα, αν δεν χρωστάει και δεν χρειάζεται να της δανείζουν συνεχώς. Κι άλλες χώρες είναι φτωχές. Αυτή είναι η δεύτερη κρυμμένη απάτη της συμπαιγνίας του πολιτικού συστήματος.
Το πρόβλημά μας δεν είναι το χρέος. Το πρόβλημά μας είναι όσα γεννούν το χρέος. Η χαμηλή παραγωγικότητα, η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, ο παρασιτισμός, η λευκή απεργία του δημοσίου που έχει ήδη ιδιωτικοποιηθεί προς όφελος των λειτουργών του, οι πελατειακές σχέσεις, το κομματικό κράτος στο ρόλο του ταμία που ανοίγει και κλείνει τους διακόπτες του χρήματος, ο συντεχνιασμός. Αυτά πρέπει να αλλάξουν.
Και αυτό δεν έχει να κάνει με τον Τόμσεν. Έχει να κάνει με μας. Το πολιτικό σύστημα προσπαθεί να διατηρήσει το πλαίσιο άθικτο, απλώς σε χαμηλότερο επίπεδο. Ελπίζει ότι θα διατηρήσει το ίδιο χρεοκοπημένο μοντέλο, έστω φτωχότερο.
Ο ξαφνικός θάνατος της χρεοκοπίας συνεπάγεται την έξοδο από την Ευρώπη και τον τριτοκοσμισμό της χώρας, ο παρατεταμένος θάνατος των συνεχών μειώσεων χωρίς αλλαγές οδηγεί σε μια Ελλάδα ίδια όπως παλιά, πλην φτωχότερη.
Γι’ αυτό στη ρητορική όλων των κομμάτων επικρατεί η άρνηση, η υπεράσπιση του παρελθόντος, η απόκρουση των αλλαγών. Προσπαθούν να διασώσουν, όχι να αλλάξουν. Έστω κι αν αυτό συνεπάγεται γενική φτώχεια. Όχι όμως γι’ αυτούς. Για τα κόμματα και τις προνομιούχες ομάδες του κατεστημένου, λεφτά πάντα υπάρχουν. Είναι καιρός να εμφανιστούν πολιτικές δυνάμεις που θα ’χουν στόχο μια καινούργια, καλύτερη Ελλάδα και όχι τη διατήρηση της παλιάς.
 
Του Φώτη Γεωργελέ, από το athensvoice.gr

28 Σεπ 2012

Ο εθνικός μας ανδρισμός

Ακούγοντας τον κ. Μεϊμαράκη να δηλώνει ότι όταν βγάζει το κοστούμι του βγάζει πρώτα το παντελόνι του, σκέφτηκα πως αυτός ο άνθρωπος καταφέρνει να κάνει αυτό που προσπαθώ χρόνια να επιτύχω. Όντως, στην κρεμάστρα πρώτα μπαίνει το παντελόνι και μετά το σακάκι, αλλιώς πρέπει να βρεις κάπου να ακουμπήσεις το σακάκι μέχρι να κρεμάσεις το παντελόνι. Τις δυσάρεστες συνέπειες για τις τσακίσεις του σίδερου μπορείς να τις αποφύγεις όντως αν βγάλεις πρώτα το παντελόνι σου. Παρακολουθώντας όμως τα διάφορα σχόλια για τη δήλωση του προέδρου της Βουλής, διαπίστωσα πως πρόκειται λιγότερο για ενδυματολογική οδηγία και περισσότερο για χάραξη πολιτικής. Αυτής της πολιτικής που δεν διστάζει να αξιοποιεί τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας και τη λεπταίσθητη συλλογική μας φαντασία για να υποδηλώσει δύναμη, θάρρος, σφρίγος και λοιπές σωματικές αρετές του εθνικού μας ανδρισμού.
Εδώ που τα λέμε δεν μας είπε και τίποτε πρωτότυπο ο πρόεδρος της Βουλής. Απλώς θέλησε να μας υπενθυμίσει πως κι αυτός φοράει παντελόνια όπως και τόσοι άλλοι συνάδελφοί του και συναγωνιστές του σπεύδουν να δηλώσουν όταν αντιλαμβάνονται ότι τα επιχειρήματά τους δεν αρκούν για να συνετίσουν τους αντιπάλους τους. Κι αυτός είναι τόσο εξοικειωμένος με τα παντελόνια που φοράει ώστε είναι έτοιμος να τα βγάλει ανά πάσα στιγμή. Απορώ βέβαια πώς δεν βαρέθηκε ακόμη, αφού έχει φτάσει στο όριο της μέσης ηλικίας, όμως το κοινότοπο περί σχέσης εξουσίας με τη διέγερση φαίνεται ότι ισχύει σε πολλές περιπτώσεις. Κι αν πολλοί σοκαρίστηκαν, παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η χώρα μας μπορεί να έχει χάσει πολλά, όμως τον ανδρισμό της δεν τον έχασε ακόμη. Αρκεί να καταγράψει κανείς τις ερωτικές προσκλήσεις που οι διαδηλωτές προχθές απηύθυναν στη Μέρκελ, στην ΕΕ ή και στον κ. Κουβέλη, προσκλήσεις που κάνουν την πολιτική μας ζωή να μοιάζει με μόνιμη άσκηση σεξουαλικής παρενόχλησης.
Γι' αυτό καλά θα κάνει η Αριστερά πριν σοκαριστεί με τον κ. Μεϊμαράκη να σκεφτεί πρώτα τον τρόπο με τον οποίον διαχειρίζεται τις δικές της ορμές. Θα μου πείτε, βέβαια, ο κ. Μεϊμαράκης είναι πρόεδρος της Βουλής και έχων ρόλο άκρως θεσμικό δεν μπορεί, πώς να το κάνεις, να λέει τέτοιες λέξεις, όσο κι αν αυτοί οι ίδιοι που σοκάρονται μέχρι χθες αποκαλούσαν τη Βουλή «μπουρδέλο». Όμως για σκεφθείτε ότι τον κ. Μεϊμαράκη για να γίνει πρόεδρος της Βουλής τον ψήφισαν τόσοι άνθρωποι οι οποίοι προφανώς ήθελαν να επενδύσουν στον πολιτικό του ανδρισμό. Διότι δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι και οι γυναίκες ψηφοφόροι τι ζητούν κι αυτές οι κακομοίρες; Εναν άντρα ζητούν, για να τις αγκαλιάσει και να τις αναλάβει υπό την προστασία του. Θα ήταν, λοιπόν, άτοπο αν την κρίσιμη στιγμή πρόδιδε τις προσδοκίες τους και ξεχνούσε πως φοράει παντελόνια.
Διότι, είπαμε, μπορεί να μας φάνε τα ευρώ μας, μπορεί να μας αναγκάσουν να κόψουμε τσιγάρο και ποτό, αλλά τον ανδρισμό μας δεν τον δίνουμε με τίποτε. Είναι κεκτημένο δικαίωμα και κόκκινη γραμμή.
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, από τα ΝΕΑ.

27 Σεπ 2012

Όταν ο Αλέξης μοίραζε υποσχέσεις

Η εικόνα της διεφθαρμένης κόρης που κύλησε στον βούρκο της αμαρτίας για να ταΐσει το πεινασμένο της παιδί, μας έρχεται από την δεκαετία του ΄50 και αποτυπώθηκε στα καρέ των παλιών ελληνικών ταινιών. «Αμάρτησα για το παιδί μου», λέει η μάνα. «Άτιμη κοινωνία, που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους κατεβάζεις», για να θυμηθούμε και μία ακόμη ατάκα. Οι κινηματογραφιστές έκοβαν έτσι εισιτήρια. Όπως κι ο Αλέξης. Αναπαράγει τα πρότυπα εκείνης της εποχής, ελπίζοντας να κόψει στο τέλος περισσότερα εισιτήρια από τον Αντώνη.

Η απάντηση που έδωσε ο κ. Τσίπρας σε ερώτηση για τους καθηγητές που παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα, ήταν χαρακτηριστική για το πώς σκέπτονται οι πολιτικοί. Μην είμαστε άδικοι με τον κ. Τσίπρα. Ο λαϊκισμός, η λογική του «Τσοβόλα δώστα όλα» είναι ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας της μεταπολίτευσης.
Ορισμένοι θα υποστηρίξουν σε αυτό το σημείο ότι η ελληνική αριστερά δεν έχει κυβερνήσει μέχρι σήμερα και ότι η πολιτική των παροχών ήταν το όπλο του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Η αλήθεια είναι ότι ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είχαν την δυνατότητα να κάνουν πράξη τα όνειρα περισσοτέρων ψηφοφόρων τους σε σχέση με τα κόμματα της αριστεράς. Για να το πούμε πιο καθαρά, τα δύο μεγάλα κόμματα διόρισαν δεκάδες χιλιάδες και οι άλλοι μερικές εκατοντάδες. Αντίθετα, η αριστερά είχε μεγαλύτερη συνεισφορά στην δημιουργία ενός γενικευμένου λαϊκίστικου μετώπου στην κοινωνία. Την λογική αυτή ακριβώς αναπαρήγαγε για άλλη μία φορά ο κ.Τσίπρας. Τι είπε; Ότι ο καθηγητής αναγκάζεται να κάνει ιδιαίτερα επειδή δεν έχει μία αξιοπρεπή αμοιβή. Για τον ίδιο λόγο, φανταζόμαστε, ότι φοροδιαφεύγει ο ελεύθερος επαγγελματίας, ζητάει μίζα ο δημόσιος υπάλληλος. Κάθε ένας, τέλος πάντων, έχει μία δικαιολογία για να πάρει μέρος στο πάρτι της ανομίας.
Το οδυνηρό για τον εκπαιδευτικό είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν έχει δίκιο. Το οδυνηρό για τον ελληνικό λαό είναι ότι δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα κάποιος να του πει την αλήθεια και να πράξει τα δέοντα. Ο Έλληνας εργαζόμενος δεν αμείβεται κατά ανάγκη λιγότερο απ’ ό,τι άλλοι Ευρωπαίοι συνάδελφοι του. Αλλά πληρώνει τα πάντα ακριβότερα, σαν να ζει στην χώρα με το μεγαλύτερο βιοτικό επίπεδο στην Ευρώπη. Κι αυτό από μόνο του είναι στρεβλό και οφείλεται σε δύο παράγοντες: Στο υψηλό κόστος που συνεπάγεται η έλλειψη διαφάνειας και η διαφθορά, όπως και η άρνηση της κοινωνίας να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις.
Αυτή την πραγματικότητα δεν θέλει να την αντιμετωπίσει κάποιος, πολύ περισσότερο ένα κόμμα που προσδοκά στην αύξηση της εκλογικής του δύναμης. Είναι πολύ εύκολο να ασκήσει κανείς κριτική στα όσα είπε ο κ. Τσίπρας. Πιο χρήσιμο όμως είναι να ασκήσει κανείς πίεση στην σημερινή κυβέρνηση να έρθει σε ρήξη με κατεστημένες αντιλήψεις και να προχωρήσει τον ουσιαστικό μετασχηματισμό της Ελλάδας από κοινωνία των μεταπρατών σε μία κοινωνία δικαίου δυτικού τύπου. Η Ελλάδα δεν ανήκει στην Ανατολή και δεν ανήκει στα διάφορα τζάκια που επιβουλεύονται τον δημόσιο πλούτο της. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και οι πολίτες της δικαιούνται να απολαύσουν τα αγαθά μιας πραγματικής δυτικής δημοκρατίας.
Είναι ένας δρόμος που δεν είναι τόσο δύσκολος όσο μας λένε. Για να είμαστε πιο ακριβείς, είναι ένας δρόμος που θα στερήσει από τους κρατικοδίαιτους την δωρεάν σίτιση από το πρυτανείο. Είναι ένα κόστος που πρέπει να πάρουμε και είναι κάτι που δεν πρέπει να φοβίζει τις δυνάμεις της εργασίας.

 Του Θανάση Μαυρίδη, από το capital.gr

25 Σεπ 2012

Ο Έλληνας δικαστής και ο Σωκράτης

Του Μιχάλη Ντόστα, Πρωτοδίκη Γρεβενών
    Όταν το 2004 στην ακριτική Σάμο ορκίστηκα δικαστής λαμβάνοντας έτσι από την Ελληνική Πολιτεία την ύψιστη τιμή να κρίνω τους συμπολίτες μου, σε καμία περίπτωση δεν σκέφτηκα ότι θα βρισκόμουν σε δίλημμα για την τήρηση του όρκου αυτού ή όχι. Ότι δηλ. θα κλυδωνιζόμουν σχετικά με το αν έπρεπε να τηρήσω κάποια συνταγματική διάταξη ή όχι. Θεωρούσα ότι ποτέ δεν θα υπήρχε το ενδεχόμενο να κληθώ να παραβιάσω το Σύνταγμα. Λίγο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 νομίζαμε όλοι ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί για την Ελλάδα καταστάσεις όπως οι μέρες του ’36, ο αδελφοκτόνος πόλεμος 1946 – 49, τα Ιουλιανά του 1965, τα Απριλιανά του 1967 και άλλα πολλά. Καταστάσεις, που δυστυχώς όλα δείχνουν ότι μπορεί να τις ξαναζήσουμε. Στο πλαίσιο αυτό είχα τη θέληση να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου γράφοντας δικαστικές αποφάσεις, άντε και καμιά νομική πραγματεία και όχι δημοσιογραφικά άρθρα. «Οι δικαστές μιλούν με τις αποφάσεις τους» ήταν και το δικό μου δόγμα. Να όμως που με το παρόν άρθρο θα παραβιάσω αυτή την αρχή από ανάγκη. Από ανάγκη να εξηγήσω στους συναδέλφους μου και στους υπόλοιπους συμπολίτες μου γιατί τελικά δεν θα παραβιάσω το Σύνταγμα και ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 εδ. β΄ αυτού, κατά την οποία «απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ’ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας» (τα ίδια λέει και η διάταξη του άρθρου 40 παρ.5 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων). Τις τελευταίες ημέρες οι δικαστικοί λειτουργοί καλούμαστε από τη διοίκηση της Ένωσής μας να απέχουμε από τα καθήκοντα μας καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του εργάσιμου ωραρίου και να δικάζουμε μόνο 9 – 10 το πρωί (…. ώστε να θεωρηθεί ότι κάνουμε αποχή και όχι απεργία – ύψιστο νομικό επιχείρημα). Σε όσους μιλάνε για αντισυνταγματικότητα η απάντηση είναι άμεση: Μα και η κυβέρνηση παραβιάζει το άρθρο 88 παρ.2 του Συντάγματος, κατά το οποίο « …… οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους». Μερικοί πάνε ακόμη παραπέρα και λένε ότι οι τρεις κρατικές λειτουργίες είναι ισότιμες και ισόκυρες και μεταφράζουν αυτό με μία και μόνη απαίτηση: μισθολογική εξομοίωση. Το πώς θα γίνει αυτό ακριβώς δεν το διευκρινίζουν, αν λ.χ. ο Πρωτοδίκης Γρεβενών πρέπει να αμείβεται όσο ο βουλευτής, όσο ο Υπουργός Εξωτερικών ή ο Πρωθυπουργός. Άλλωστε ο συνδικαλιστικός λόγος στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να είναι ακριβής. Αρκεί να είναι σκληρός. Ας το δεχτούμε και αυτό, αν και ως δημοκρατικός Έλληνας πολίτης έχω μία δυσκολία να αποδεχτώ ότι η απευθείας από τον ελληνικό Λαό εκλεγμένη νομοθετική εξουσία (Βουλή) δεν έχει τα πρωτεία κύρους έναντι των άλλων δύο εξουσιών (ενόψει του ότι κατ’ άρθρο 1 παρ.2 του Συντάγματος «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» ενώ κατά το άρθρο 50 ανήκει στη Βουλή το λεγόμενο «τεκμήριο της αρμοδιότητας»). Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά. Οι δικοί μου πολιτειολογικοί προβληματισμοί είναι λεπτομέρειες. Άλλωστε τώρα είναι στη μόδα το «να καεί να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Ας γυρίσουμε στο επιχείρημα «αφού οι άλλοι (ήτοι, η εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας) παραβιάζουν το άρθρο 88 παρ. 2 του Σ, ας παραβιάσουμε και εμείς το άρθρο 23 παρ.2». Αυτή ήταν εν ολίγοις η απάντηση της προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κας Θάνου στον κ. Βενιζέλο, που επεσήμανε την αντίθεση προς το Σύνταγμα των κινητοποιήσεων με τη μορφή αποχής του κλάδου μας (το αν βέβαια συμβιβάζεται η πρόεδρος μιας δικαστικής ένωσης να ανοίγει «διάλογο» και μάλιστα σε υψηλούς τόνους με τα πολιτικά κόμματα και τους αρχηγούς τους με τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ.3 του Σ και 40 παρ.6 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, που καθιερώνουν την πολιτική ουδετερότητα των δικαστών, επίσης με προβληματίζει). Αυτό και αν είναι ύψιστο νομικό επιχείρημα: Η θεωρητική θεμελίωση της αυτοδικίας και μάλιστα από τους επαγγελματίες εφαρμοστές του δικαίου. Το ότι η επιχειρηματολογία αυτή ταυτίζεται ουσιαστικά με το προσφάτως ακουσθέν από κάποιους άλλους συμπολίτες μας επιχείρημα ότι «αφού οι κρατικές αρχές δεν πάνε να συμμαζέψουν το παραεμπόριο στα παζάρια, θα το κάνουμε εμείς αναποδογυρίζοντας και κανά πάγκο» δεν φαίνεται να απασχόλησε κανέναν. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι λίγοι (;) που λένε ότι οι κινητοποιήσεις των δικαστών με τη μορφή αποχής είναι νομιμότατες ως καλυπτόμενες από το άρθρο 120 του Συντάγματος, κατά την παρ. 4 του οποίου «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Κατ’ αυτούς λοιπόν η επικείμενη ψήφιση από τη Βουλή νόμου, που θα προβλέπει δυσανάλογες περικοπές στο μισθολόγιο των δικαστών, ισοδυναμεί με βίαιη κατάλυση του πολιτεύματος, η οποία δικαιολογεί κάθε αντίδραση, και ο πατριωτισμός του Έλληνα δικαστή κρίνεται από το πόσο δυναμικά θα υπερασπιστεί το μισθολόγιο του (το ομηρικό «εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης» ίσως έπρεπε να διατυπωθεί ως «αμύνεσθαι περί πάρτης»). Δεν μπορεί κανείς να ασχοληθεί στα σοβαρά με αυτό το επιχείρημα. Μόνο ως προσβολή μπορεί να εκληφθεί στη μνήμη εκείνων, που πράγματι αγωνίστηκαν σε ανώμαλες περιόδους για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ίσως όμως οι συνάδελφοι, που το υιοθετούν, θα έπρεπε να αναρωτηθούν αν ταιριάζει με τη συνείδησή τους να υπηρετούν ως δικαστές μία πολιτεία, στην οποία κατά τη γνώμη τους έχει καταλυθεί βιαίως το πολίτευμα. Δυστυχώς, όμως, υπάρχει ακόμη και ανακοίνωση του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που φαίνεται να υιοθετεί ακόμη και αυτή την άποψη προειδοποιώντας ότι «…..αν απαιτηθεί θα οδηγηθούμε σε ρήξη με τις άλλες δύο Εξουσίες (Νομοθετική και Εκτελεστική), εάν αυτές επιμείνουν να αγνοούν το ισότιμο των Λειτουργών της Δικαστικής Εξουσίας» (βλ. την από 3.9.2012 ανακοίνωση για διοργάνωση πανδικαστικών συγκεντρώσεων στις 5 και 17.9.2012). Και πάλι το ισότιμο μεταφράζεται σε «ισόμισθο». Ποιοι είναι όμως αυτοί που απειλούν με ρήξη την εκλεγμένη Βουλή και Κυβέρνηση; Και πώς εννοούν τη ρήξη; Ότι θα ρίξουν την Κυβέρνηση; Στη Δημοκρατία οι κυβερνήσεις αλλάζουν μόνο με εκλογές ή με απόσυρση της εμπιστοσύνης της Βουλής και όχι με συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις. Η μόνη κυβέρνηση, που έπεσε με συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις (των φορτηγατζήδων) ήταν η Κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή και αντικαταστάθηκε από τη χούντα του Πινοσέτ. Πιστεύω ότι οι συντάκτες της ανακοίνωσης λόγω και της έντασης των ημερών δεν το πολυσκέφτηκαν, γιατί αλλιώς είναι σοβαρά τα πράγματα. Οι τελευταίοι, που διανοήθηκαν στην Ελληνική ιστορία να έρθουν σε ρήξη με την εκλεγμένη Βουλή και Κυβέρνηση, ήταν οι Απριλιανοί του 1967 και περικύκλωσαν με τανκς τη Βουλή, τα τότε Ανάκτορα και άλλα κυβερνητικά κτίρια. Είμαι βέβαιος ότι οι συνδικαλιστές μας δεν θα ήθελαν ποτέ να ταυτιστούν με αυτούς. Για αυτό λίγο περισσότερη προσοχή στις ανακοινώσεις τους δεν βλάπτει. Είπαμε ο συνδικαλιστικός λόγος πρέπει να είναι σκληρός αλλά όχι και έτσι.
Ας αφήσουμε όμως τα νομικά και ας έλθουμε στην ουσία. Θα διερωτηθεί κανείς προς το συντάκτη του κειμένου αυτού: Α) «Μα καλά, εσύ είσαι δικαστής, δεν σε νοιάζει που θα χάσεις 500 – 600 ευρώ το μήνα από το μισθό σου; Θα τα βγάλεις πέρα; Δεν έχεις υλικές ανάγκες;» Το αντιμετωπίζω κάθε μέρα στις ερωτήσεις ή στις εκφράσεις απορίας των συναδέλφων μου, των φίλων μου, των άλλων συλλειτουργών της Δικαιοσύνης (δικηγόρων, γραμματέων), με τους οποίους συνομιλώ και τους λέω ότι θα συνεχίσω να ασκώ κανονικά τα καθήκοντά μου. Υπάρχουν και αυτοί που θεωρούν ότι κάτι κρύβεται από πίσω (πολιτικές διασυνδέσεις και φιλοδοξίες, που με κάνουν να θέλω να γίνω αρεστός σε κάποιους αφανείς για την ώρα πολιτικούς, δημοσιογράφους κλπ). Τι να κάνουμε; Ζούμε στη χώρα της καχυποψίας. Υπάρχει και το τελείως αντίθετο ερώτημα (από απλούς πολίτες μη σχετιζόμενους με το χώρο της Δικαιοσύνης): Β) Δεν είναι υπερβολικό την σήμερον ημέρα ένας Πρωτοδίκης να αμείβεται με 2.500 ευρώ καθαρά το μήνα; Υπάρχουν και άλλοι νέοι επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, εκπαιδευτικοί) που είναι άνεργοι, αμείβονται με 1.000 ευρώ το μήνα ή αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό. Ας ξεκινήσω με το Β ερώτημα. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι υπερβολικό: Η ζωή του δικαστή είναι δύσκολη. Συνεχές διάβασμα και γράψιμο χωρίς ωράριο. Εμπλοκή με δικομανείς και καχύποπτους πολίτες, που ανά πάσα ώρα και στιγμή είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναφορά ή μήνυση για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Συνεχείς υπηρεσιακές μετακινήσεις (αλλού η οικογένεια αλλού ο δικαστής – υπάρχουν και τα κωλύματα εντοπιότητας) με τα αντίστοιχα έξοδα. Περιορισμοί στην προσωπική ζωή ιδίως στην επαρχία (πρέπει να υπάρχει και η «έξωθεν καλή μαρτυρία»). Συνειδησιακά διλήμματα και το αντίστοιχο ψυχικό κόστος. Αυξημένα επαγγελματικά έξοδα λόγω και της ελλιπούς υποδομής των δικαστηρίων (αγορά νομικών βιβλίων, συνδρομές σε νομικά περιοδικά, γραφική ύλη, επίσημο ντύσιμο, μίσθωση ή αγορά μεγαλύτερου διαμερίσματος για διατήρηση γραφείου και βιβλιοθήκης). Ο δικαστής πρέπει να ζει άνετα για να μπορεί να κάνει τη δουλειά του απερίσπαστος. Δεν μπορεί όμως να παραβλεφθεί ότι υπάρχει και μία μειοψηφία (αισθητή πάντως και όχι ασήμαντη) που δεν έχει συναίσθηση του ρόλου και των ευθυνών του δικαστή. Το λειτούργημα τους είναι δευτερεύουσα ή τριτεύουσα προτεραιότητα στη ζωή τους και κοιτάζουν πώς να τη βγάλουν έτσι. Βρίσκονται πάντα οι «χρήσιμοι βλάκες» – συνάδελφοί τους, που επιβαρυνόμενοι κάτι παραπάνω βγάζουν και τη δουλειά που αναλογεί στους υπόλοιπους «για να μην εκτεθεί η υπηρεσία». Οπότε οι τελευταίοι απολαμβάνουν ένα «ακριβοπληρωμένο δημοσιοϋπαλληλίκι». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ορισμένων Προέδρων Πρωτοδικών σε μικρά επαρχιακά Πρωτοδικεία, που εμφανίζονται ελάχιστα στα δικαστήρια, που υποτίθεται ότι διευθύνουν, «φορτώνοντας» τη δουλειά τους στους Πρωτοδίκες, που έχουν μάθει «ότι δεν λες όχι στον Πρόεδρο». Και ας έλθουμε στο Α΄ Ερώτημα: Οι περικοπές, που ετοιμάζονται, θα είναι άδικες ειδικά για τους δικαστές του πρώτου βαθμού. Υπάρχουν δικαστές, που δεν εργάζεται ο σύζυγός τους ή που την περίοδο της «δανεικής ευημερίας» έλαβαν υψηλά δάνεια για αγορά κατοικίας κλπ., όταν κανείς δεν φανταζόταν ότι η Χώρα θα χρεωκοπήσει και ότι θα έχουμε μειώσεις μισθών. Που δεν υπηρετούν στον τόπο τους και ξοδεύουν το μισό τους μισθό σε εισιτήρια και ξενοδοχεία. Όμως, επειδή ακριβώς είναι δικαστές, δεν μπορούν να απαντήσουν στην αδικία με αδικία. Και ένα Γ΄ ερώτημα: Είναι οι υψηλές αποδοχές εγγύηση της ανεξαρτησίας του Δικαστή; Ασφαλώς το να έχει ο δικαστής λυμένο το βιοποριστικό του πρόβλημα αλλά και μια άνετη ζωή βοηθάει στην ψυχική του ισορροπία άρα και στην ευθυκρισία του. Επίσης, βοηθάει στο να έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί την επιστήμη του με μεγαλύτερη άνεση αλλά και να μην αποσπάται από το λειτούργημά του λόγω αλλότριων υποχρεώσεων (λ.χ. να κάτσει να μελετήσει μια υπόθεση χωρίς να έχει το άγχος να καθαρίσει το σπίτι του ή να διαβάσει τα παιδιά του, αφού μπορεί να πληρώσει κάποιον άλλον να το κάνει). Ωστόσο, η ανεξαρτησία του δικαστή (και ως τέτοια εννοώ το να δει μία υπόθεση αμερόληπτα χωρίς άλλο κριτήριο πέραν του νόμου και της συνείδησής του και χωρίς να δέχεται επιρροές από τρίτους και όχι το να μπορεί βάζει «λουκέτο» στα δικαστήρια όποτε θέλει, να κάνει τον τιμητή των πάντων στον δημόσιο λόγο χωρίς να ανέχεται κριτική από κανέναν κ.ο.κ.) είναι κατά 90% εσωτερική του υπόθεση. Εξαρτάται από τη δική του συνείδηση και προσωπικότητα. Αν ο δικαστής δεν θέλει να επηρεαστεί, δεν επηρεάζεται. Ιστορικές μορφές της Δικαιοσύνης όπως ενδεικτικά οι Χρ. Σαρτζετάκης, Π. Δελαπόρτας αλλά και πιο πρόσφατες περιπτώσεις όπως εισαγγελείς του «Βατοπεδίου» κ.κ. Ηλ. Κολιούσης και Ελ. Σωτηροπούλου δεν έδειξαν τη στάση που έδειξαν, επειδή πληρώνονταν καλά. Την έδειξαν, επειδή είχαν ακέραιη προσωπικότητα, επίγνωση του ρόλου τους και ψυχικό σθένος. Στα δύσκολα προτίμησαν ακόμη και να χάσουν την εργασία και τον μισθό τους παρά να συμβιβαστούν. Επομένως, ας τελειώνει το παραμύθι ότι οι καλές αποδοχές είναι εγγύηση της ανεξαρτησίας του δικαστή. Βοηθούν αλλά δεν έχουν καταλυτικό ρόλο. Υπάρχουν άλλες εγγυήσεις, όπως η αξιοκρατία στις προαγωγές και μεταθέσεις και το αμετάθετο (που σε άλλες χώρες κατοχυρώνεται συνταγματικά όχι όμως και στη δική μας), που μπορούν να έχουν πολύ πιο αποφασιστική συμβολή στην προσωπική ανεξαρτησία του δικαστή. Ωστόσο, όταν πριν από λίγα χρόνια πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων διώχθηκε πειθαρχικά, επειδή ζήτησε την τήρηση αντικειμενικών κριτηρίων για τις υπηρεσιακές μεταβολές, η δική μας Ένωση (Δικαστών και Εισαγγελέων) δεν αντέδρασε καν επίσημα αλλά μόνο ατομικά κάποια μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, όταν Δικηγορικοί Σύλλογοι πιέζουν για την απομάκρυνση «ανεπιθύμητων» δικαστών (ακόμη και με αποχές) ή καθιερώνουν δικά τους κωλύματα εντοπιότητας, κανείς δεν συγκινείται. Επομένως, τα δάκρυα για την περιστολή της ανεξαρτησίας των δικαστών λόγω μείωσης των αποδοχών τους είναι κροκοδείλια.
Και ας έρθουμε στο συμπέρασμα: Οι επικείμενες περικοπές είναι για τους δικαστές και ιδίως τους χαμηλόβαθμους δυσανάλογες και άδικες. Δικαιολογούν αντιδράσεις αλλά πάντα στα όρια της νομιμότητας (προσπάθεια να πειστεί η πολιτική ηγεσία αλλά και ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα και κυρίως η Ελληνική κοινωνία ότι η ποιότητα στην απονομή της δικαιοσύνης προϋποθέτει αξιοπρεπείς αποδοχές των λειτουργών της, προσφυγές στο αρμόδιο Δικαστήριο από όσους συναδέλφους το επιθυμούν, ακόμη και πανδικαστικές συγκεντρώσεις). Ωστόσο, η καταφυγή στην ευθέως παράνομη πρακτική της αποχής από τα καθήκοντά μας δεν δικαιολογείται. Αφαιρεί κάθε ηθική νομιμοποίηση από τον δικαστή να επιτελέσει το έργο του. Πώς άραγε ο δικαστής αυτός θα τιμωρήσει τον οποιονδήποτε παραβάτη έστω και με την ελάχιστη ποινή, αν και ο ίδιος έχει παρανομήσει για να διαφυλάξει τα «δίκαια» του κλάδου του; Με ποιο έρεισμα θα κρίνει την απεργία «παράνομη και καταχρηστική», όταν ο ίδιος απήργησε παρά τη ρητή συνταγματική απαγόρευση; Ο ρόλος του δικαστή δεν είναι μόνο να διεκπεραιώνει δικογραφίες. Είναι και παραδειγματικός. Οφείλει να αποτελεί υπόδειγμα για όλους τους υπόλοιπους και να τους διδάσκει με το παράδειγμά του ότι θεμέλιο της κοινωνικής ειρήνης είναι η ευνομία, όσο δυσάρεστο και αν είναι μερικές φορές για κάποιον να πειθαρχήσει στους νόμους, που ψηφίζει η δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή. Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε στη χώρα του Σωκράτη, ο οποίος, παρά το ότι καταδικάστηκε άδικα σε θάνατο και είχε την ευκαιρία να δραπετεύσει, προτίμησε να πιει το κώνειο μόνο και μόνο για να τηρηθούν οι νόμοι της πόλης. Εν ανάγκη και εμείς θα υποστούμε τις θυσίες ή και την αδικία μόνο και μόνο για να δείξουμε σε μία δύσκολη για τη πατρίδα περίοδο ότι δεν υπάρχουν πατρίκιοι και πληβείοι. Ότι όλοι είμαστε στο ίδιο σκάφος. Ο ρόλος μας είναι να δημιουργήσουμε μία Δικαιοσύνη υψηλού επιπέδου με πίστη του κάθε πολίτη ότι θα δικαστεί δίκαια και αμερόληπτα, με ταχύτητα στην απονομή της χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα, με δικαστές αφοσιωμένους στο έργο τους και όχι δημοσιοϋπαλληλίσκους, που ασχολούνται μόνο με τον μισθό τους. Η τιμή να κρίνεις τους συμπολίτες σου δεν εξαργυρώνεται με κανέναν μισθό. Η ιδιότητα του λειτουργού κατακτάται από τον καθένα ξεχωριστά. Δεν απονέμεται. Δεν μειώθηκε το κύρος του Καποδίστρια από το ότι δεν ελάμβανε μισθό ούτε το κύρος του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το ότι έχυσε το νερό στην έρημο, επειδή δεν είχαν και οι στρατιώτες του να πιουν. Αυτές είναι οι ακατάλυτες αξίες του Ελληνισμού («μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς και σεμνώτερον και αγιώτερον» για να θυμηθούμε και πάλι τον Σωκράτη) και όχι οι συνδικαλιστικές ιαχές («θα βάλουμε λουκέτο», «θα έρθουμε σε ρήξη ……», «θα βγάζουμε τους νόμους αντισυνταγματικούς»). Αυτά δεν βοηθούν ούτε την προώθηση των αιτημάτων μας ούτε ενισχύουν το κύρος του Δικαστικού Σώματος. Αυτά μπορεί ίσως να βοηθήσουν κάποιους συνδικαλιστές να πάρουν περισσότερες ψήφους στις επόμενες αρχαιρεσίες των δικαστικών ενώσεων και τίποτε παραπάνω. Αν ευημερήσει και πάλι η Ελλάδα, θα ευημερήσουμε όλοι μας. Αν δεν τα καταφέρει, θα την πατήσουμε όλοι μας. Ούτε βέβαια μπορεί να μας εκφράζει η υποκρυπτόμενη αντίληψη μερικών ότι ας σώσουμε εμείς τις αποδοχές μας και οι άλλοι ας πάνε να πνιγούν. Δεν μπορεί η φιλοδοξία μας να είναι το να είμαστε μέλη μιας καλοπληρωμένης κρατικής ελίτ στο πλαίσιο μιας «μπανανίας» μεσανατολικού ή λατινοαμερικανικού τύπου (όπως λ.χ. συνέβαινε με τον Στρατό και το Δικαστικό Σώμα στην προ Ερντογάν Τουρκία). Η θέση της Ελλάδας είναι στην Ευρώπη και, αν αυτό κατοχυρωθεί, θέλω να πιστεύω ότι και η μεταχείριση του Δικαστικού της Σώματος θα είναι η ανάλογη.
Αναδημοσίευση από e-Θέμις

23 Σεπ 2012

Γιατί αποτυγχάνουν οι κινήσεις συνεργασίας στον μεταρρυθμιστικό φιλοευρωπαϊκό σοσιαλιστικό χώρο;

Μήπως είναι ώρα, να μεταρρυθμιστούν οι μεταρρυθμιστές;
Η μαγική εικόνα των μεταρρυθμιστών: αλλού οι επιβάτες αλλού το όχημα... (έργο του Banksy)
 
του Γιώργου Παπασπυρόπουλου
Γράφει η Βάσω Κιντή στο άρθρο της "Για την αναμόρφωση της κεντροαριστεράς" στην Μεταρρύθμιση:
"Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει ανάγκη ενός νέου κόμματος στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας ή της Κεντροαριστεράς, όπως υπάρχει ανάγκη συνεργασίας όλων των μεταρρυθμιστικών ομάδων που έχουν σχηματιστεί. Όμως αν είναι να πετύχει αυτή η απόπειρα πρέπει ο λόγος προς τους πολίτες να είναι ειλικρινής, υπεύθυνος, καθαρός, φρέσκος.
Όχι άλλα παλαιοκομματικά τερτίπια, όχι συμβιβασμοί με το παλιό. Η αναμόρφωση της κεντροαριστεράς δεν θα προκύψει με παρθενογένεση αλλά δεν μπορεί να είναι δέσμια των πρακτικών του παρελθόντος. Χρειάζονται καθαρές κουβέντες και όχι χρησμοί, υπεύθυνες πράξεις και όχι υπολογισμένες μεθοδεύσεις. Υπ’ αυτήν την έννοια η γνώμη μου είναι πως δεν χρειαζόμαστε μία παρατακτική συνάθροιση ομάδων κάτω από μια ‘Ελιά’, αλλά τις βαθιές τομές ενός καθαρού μεταρρυθμιστικού λόγου.
Στόχος δεν πρέπει να είναι η αμοιβαία ανοχή των διαφορετικών παραλλαγών και ο συμβιβασμός σε ένα minimum αλλά η ρήξη με ό,τι μας οδήγησε στη χρεοκοπία."
Και πιο πάνω: "... ο πλουραλιστικός αυτός λόγος της μεταρρύθμισης δεν έχει μετουσιωθεί σε πολιτική. Την πολιτική ασκούν τα δύο κόμματα του χώρου, Πασόκ και Δημάρ, που εξακολουθούν να λειτουργούν με τον τρόπο που έχουν μάθει. Μπορεί το Πασόκ, μόνο του, χωρίς καμία υποστήριξη, να αγωνίστηκε τα τελευταία δυο χρόνια (παρά τα προβλήματα και τις αναστολές) για τη διάσωση και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, μπορεί η Δημάρ να έκανε την υπέρβαση στηρίζοντας την παρούσα κυβέρνηση, αλλά κατά τα άλλα είναι φανερό πως πολιτεύθηκαν και πολιτεύονται με όρους του παρελθόντος."
 
Τι εμποδίζει λοιπόν την ανάσχεση του λαϊκισμού σε αυτήν την χώρα από μια συμμαχία εναντίον "ότι μας οδήγησε στην χρεοκοπία";
Κινήσεις έγιναν πολλές, λόγος μεταρρυθμιστικός και υπέρ των συνεργασιών για την ευρωπαϊκή μας πορεία ακούστηκε παντού, δυνάμεις ορκίστηκαν στο όνομα της συνεργασίας - ειδικά στις πρώτες εκλογές. Το τσουνάμι του λαϊκισμού τις σάρωσε όμως όλες στις επαναληπτικές. Επιβίωσε μόνο η Δημαρ του Φ. Κουβέλη, από όσες δυνάμεις κουβαλούν μαζί τους την υπόσχεση της μεταρρύθμισης. Φιλελεύθεροι και οικολόγοι συντρίφθηκαν εκλογικά. Κι αυτή απροετοίμαστη έπεσε μέσα σε ευθύνες δυσανάλογες για να καλύψει την εκλογική της εντολή και την άρνηση του παλιού της εαυτού Συριζα να κάνει οτιδήποτε για την επιβίωση της χώρας.
Σήμερα, οι διάσπαρτες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις φέρονται και άγονται από την πλημμυρίδα των πολιτικών τακτικισμών εν μέσω κρίσιμων διαπραγματεύσεων με την τρόικα και θανατερής ύφεσης στην οικονομία. Δεν βλέπουν κάποιο καθαρό ρόλο γι αυτό και ονειρεύονται το "μετά". "Ελιές", συγκλίσεις ΠΑΣΟΚ-Δημαρ, νέα κόμματα, νέες πρωτοβουλίες, ανασυνθέσεις των φιλελευθέρων, ανασυγκροτήσεις της πολιτικής οικολογίας κλπ κλπ
 
Όμως τίποτα δεν μπορεί να συμβεί αν η αιτία της αφλογιστίας του χώρου αυτού μένει αλώβητη.
Κι αυτή δεν είναι άλλη από την διάσταση λόγων και πράξεων. Από το απλό γεγονός ότι οι περισσότεροι/ες που παίρνουν πρωτοβουλίες ή ασκούν συνεργατική πολιτική, δεν εννοούν αυτό που λένε.
Δεν είναι δυνατόν π.χ. το ΠΑΣΟΚ, όσο και να προσπαθεί να συνδεθεί (δυο χρόνια τώρα) με την πραγματικότητα και να ασκήσει ρεαλιστική ευρωπαϊκή πολιτική να το κάνει αυτό με τους παλιούς όρους... Με έναν αρχηγό, πάπα του πελατειακού συστήματος και αδυναμία να ανοίξει σε μια συμμετοχική διαμόρφωση πολιτικής από τα φιλομεταρρυθμιστικά στελέχη του. Δεν γίνεται και την εξουσία ολάκερη και την δημοκρατία ανέπαφη - κάτι από τα δυο ...θα τσακίσει. Και στο ΠΑΣΟΚ του ενός ανδρός αρχής, έχει προ πολλού σπάσει το δεύτερο.
Δεν είναι δυνατόν, ένα κόμμα σαν την Δημαρ, που δεν πρόλαβε να απογαλακτιστεί από τον συνασπισμικό της εαυτό να πέφτει στα βαθειά χωρίς ανθεκτικές ανανεωτικές υποδομές. Μπορεί η κίνησή της για ανάληψη ευθυνών να ήταν υποχρεωτική και ανακουφιστική για την κοινωνία, αλλά η ίδια στηρίζεται στην εμπειρία και τις πολιτικές ενοράσεις ενός επίσης ανδρός: του αρχηγού της Φ. Κουβέλη. Και ένα αρχηγικό αριστερό σχήμα συνεχίζει όσο αντέχει ο αρχηγός, όχι η ανέτοιμη προγραμματικά συλλογικότητα. Κι αυτό δείχνει τον καθημερινό κίνδυνο του εγχειρήματος.
Δεν είναι δυνατόν ο φιλελεύθερος χώρος να κατεβαίνει με τρία τουλάχιστον σχήματα στις εκλογές, όταν ομνύει στην συνεργασία όλων των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων από την δεξιά έως την αριστερά και θεωρείται εκείνος που θα αναδείξει το καινούργιο στην ελληνική πολιτική σκηνή και να βυθίζεται στον δικό του εμφύλιο και την αναξιοπιστία.
Τέλος, δεν είναι δυνατόν, ο οικολογικός χώρος των Οικολόγων Πράσινων μετά το σχεδόν 3% με συνεργατικές και ευρωπαϊκές διακηρύξεις να μεταμορφώνεται στον δεύτερο γύρο σε μοναχικό σκαντζόχοιρο που εκλιπαρεί τον Συριζα να τον ..."θυμηθεί εν τη Βασιλεία του", κλωτσώντας την καράφα με το γάλα του οικολογικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μας με πλατιές μεταρρυθμιστικές συνεργασίες (όπως κάνει σε άλλες χώρες).
Με λίγα λόγια, ο λαϊκισμός δεν είχε αντίπαλο στην τελευταία πολιτική σύγκρουση. Μόνο ανάχωμά του η κλυδωνιζόμενη από τις ίδιες αιτίες τρικομματική κυβέρνηση.
Όλα τα προοδευτικά κόμματα, όσα τουλάχιστον δεν έχουν ανταλλάξει την προγραμματική τους επάρκεια με τη βύθιση στον λαϊκισμό (πάλαι ποτέ Συνασπισμός), πάσχουν ακόμη από ασάφεια όσον αφορά τη ρήξη τους με το πελατειακό σύστημα.
Ειδικά τα στελέχη τους που έχουν μεγαλώσει μέσα σε αυτό ή ως υπάλληλοι του κόμματος που τα συντηρεί με κρατική επιδότηση, είναι δύσκολο να σπάσουν τον ομφάλιο λώρο. Στο βάθος ελπίζουν ακόμη σε ένα πολιτικό θαύμα (πχ την πολιτική διαπραγμάτευση, όπως έκανε κάποτε ο ...Ανδρέας) που θα επαναφέρει τα πράγματα σε μια κατάσταση όπου αυτά θα έχουν διασωθεί και το σύστημα θα έχει επανέλθει με κάποιες μικροαλλαγές. Γι αυτό και έχουν ξεχάσει την ζέουσα πραγματικότητα της κατάρρευσης δουλειών και απασχόλησης, της παύσης λειτουργίας της οικονομίας και της αγοράς και ασχολούνται να βάζουν κόκκινες γραμμές για την απασχόληση στο Δημόσιο, ένα Δημόσιο που δεν μπορεί πια να θρέψει ο ιδιωτικός παραγωγικός τομέας όσους φόρους και χαράτσια κι αν του βάλουν ακόμη.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν έχουν καταλάβει ακόμη. Κι ο λόγος είναι ..."ταξικός". Είναι θέμα όρασης. Πως βλέπουν την κοινωνία και την οικονομία. Οι περισσότεροι/ες από τα στελέχη του χώρου προέρχονται είτε από τον Δημόσιο τομέα είτε από τα ευγενή επαγγέλματα. Χώρους που ακόμη δεν έχουν χτυπηθεί συντριπτικά από την κρίση, χώρους καθαρά πελατειακούς, μη παραγωγικούς, παροχής υπηρεσιών που όλες τις προηγούμενες δεκαετίες εξαντλούνταν στο δούναι και λαβείν. Το κομματικό βύσμα, την εξυπηρέτηση από τον δικό μας, την προώθηση με το μέσον και όχι την αξιολόγηση. Και καλούνται τώρα, να κατανοήσουν ενώ η τσέπη τους αντέχει ακόμη, ότι τα ψέμματα τελείωσαν μαζί με τα δανεικά. Ότι αυτή η χώρα πρέπει να παράξει, να δουλέψει με σχέδιο και να ξοδεύει όσα βγάζει.
Είναι φανερό ότι είναι ανέτοιμοι. Ακόμη κι αν έχουν τις καλύτερες προθέσεις. Κι επειδή, δεν πρόκειται να παραχωρήσουν τις θέσεις τους στον κομματικό σωλήνα σε άλλους, φανερά πιο έτοιμους και ικανούς.
Τι μπορεί λοιπόν να γίνει;
Αυξήστε την αναγκαιότητα - έλεγε ένας παλιός σοφός - και οι αλλαγές θα εμφανιστούν. Πως να αυξήσουμε την αναγκαιότητα;
Ένας υποχρεωτικός τρόπος είναι ...η τρόικα. Μας ζητά αξιοπιστία, σοβαρές μελέτες, νούμερα που να βγαίνουν και διαρθρωτικές αλλαγές που να πραγματοποιούνται...
Γίνεται σκληρή και διαβολική, εκβιάζοντας με οριζόντιες περικοπές την απροθυμία μας να βρούμε τα χρήματα από αλλαγές στο κράτος και την λειτουργία του - εκείνο το αμαρτωλό πελατειακό σύστημα που διατηρούμε. Μας πατάει στον κάλο, απειλώντας μας με πείνα και ανθρωπιστική κρίση.
Ένας άλλος τρόπος είμαστε "εμείς", ο λαός της παραγωγής και της μεταρρύθμισης... οι "προοδευτικοί". Αλλά αυτός είναι ο προαιρετικός τρόπος. Επειδή δεν έχουμε συνηθίσει να συμμετέχουμε στην κεντρική πολιτική σκηνή - επειδή δεν έχουμε "χρόνο για τέτοια". Επειδή δεν έχουμε συνδικαλιστικά όργανα και οργάνωση - ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ εκπροσωπούν το Δημόσιο τομέα. Επειδή παλεύουμε για την επιβίωση ακόμη πιο σκληρά σήμερα και δεν περισσεύει ενέργεια. Επειδή οι κομματικοί έχουν το πάνω χέρι σε όλα τα προοδευτικά σχήματα και εύκολα μας "απωθούν" στο περιθώριο.
Πραιρετικός ξεπροαιρετικός τρόπος, ακόμη κι αν απαιτεί μεγάλη υπέρβαση, δεν είναι καλύτερος από την σκληρή αγάπη του Τόμσεν ή την υπόσχεση Αργεντινής του Τσίπρα;
Ή αλλιώς έχουμε χρόνο για άλλα πειράματα;
Ας κερδίσει λοιπόν η προσπάθεια εκείνων που θα μιλήσουν ξεκάθαρα με πρόγραμμα αναίρεσης των αιτιών της χρεοκοπίας και αληθινή συλλογική διάθεση συμμετοχής όλων. Εκείνων που θα μεταρρυθμίσουν εσωτερικά τον μεταρρυθμιστικό χώρο πρώτα.
 
Αναδημοσίευση από την αριστερή στρουθοκάμηλο.

17 Σεπ 2012

Πώς οι μέλισσες επιλέγουν το επάγγελμα που τους ταιριάζει

Χημικοί διακόπτες στα γονίδια καθορίζουν αν μια εργάτρια μέλισσα θα γίνει τροφός ή τροφοσυλλέκτρια (Φωτογραφία: Eurokinissi )
Όλες οι μέλισσες σε μια κυψέλη γεννιούνται ίδιες, σύντομα όμως η καθεμία αναλαμβάνει ένα συγκεκριμένο επάγγελμα για τη συντήρηση της αποικίας: βρεφοκόμος, τροφοσυλλέκτρια ή βασίλισσα. Η εξειδίκευση αυτή οφείλεται σε «επιγενετικές αλλαγές», δηλαδή σε χημική τροποίηση του DNA σε συγκεκριμένες θέσεις, αποκαλύπτει το τελευταίο πείραμα στο Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς. Δεδομένου ότι επιγενετικές τροποποιήσεις απανώνται και στο ανθρώπινο DNA, η μελέτη των μελισσών ίσως προσφέρει τελικά νέα στοιχεία για την αντιμετώπιση ασθενειών.

Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι η βασίλισσα της κυψέλης διαφέρει από τις εργάτριες λόγω επιγενετικών αλλαγών, οι οποίες έχουν τη μορφή μεθυλομάδων (-CH3) που συνδέονται σε συγκεκριμένες θέσεις πάνω στο μόριο του DNA.

Στην περίπτωση της βασίλισσας, η μεθυλίωση του DNA είναι μόνιμη και το έντομο δεν μπορεί να αλλάξει ρόλο στην κυψέλη.

Τώρα, όμως, οι ερευνητές του Τζον Χόπκινς αναφέρουν ότι οι επιγενετικές αλλαγές που διαχωρίζουν τις τροφούς από τις τροφοσυλλέκτριες μιας κυψέλης αναστρέφονται όταν το απαιτούν οι συνθήκες.

Όλες οι εργάτριες μέλισσες μιας κυψέλης είναι γενετικά πανομοιότυπες και συνήθως ξεκινούν την καριέρα τους ως τροφοί, ταΐζοντας τη βασίλισσα και τις προνύμφες της αποικίας. Όταν όμως αρχίζουν να γερνούν, οι περισσότερες τροφοί αλλάζουν ρόλο και βγαίνουν από την κυψέλη για να γίνουν τροφοσυλλέκτριες.

Αυτή η αλλαγή καριέρας προκαλείται από αναστροφή των επιγενετικών αλλαγών, διαπιστώνει η ομάδα του Δρ Άντριου Φάινμπεργκ.

Οι ερευνητές ξεκίνησαν το πείραμα αφήνοντας θηλυκές μέλισσες της ίδιας ηλικίας να εγκατασταθούν σε μια άδεια κυψέλη. «Όταν οι νεαρές μέλισσες μπαίνουν για πρώτη φορά στην κυψέλη, μοιράζουν αυτόματα τις δουλειές έτσι ώστε να υπάρχει μια σωστή αναλογία τροφών και τροφοσυλλεκτριών» εξηγεί ο Δρ Φάινμπεργκ.

Εξετάζοντας το μοτίβο μεθυλίωσης στους εγκεφάλους 21 τροφών και 21 τροφοσυλλεκτριών, οι ερευνητές εντόπισαν 155 σημεία του γονιδιώματος που παρουσίαζαν διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες.

Στην επόμενη φάση, οι ερευνητές εξέτασαν το κατά πόσο αυτές οι επιγενετικές αλλαγές ήταν μόνιμες. Για το λόγο αυτό απομάκρυναν τις περισσότερες τροφούς από την αποικία, και παρατήρησαν τότε ότι αρκετές από τις τροφοσυλλέκτριες μετατράπησαν μυστηριωδώς σε τροφούς, προκειμένου να αποκαταστήσουν την ισορροπία της κυψέλλης.

Η αλλαγή επαγγέλματος διαπιστώθηκε ότι συνδέεται με αλλαγή των μοτίβων μεθυλίωσης σε 107 από τις 155 θέσεις του γονιδιώματος που είχαν εντοπιστεί στην πρώτη φάση της μελέτης.

Περαιτέρω αναλύσεις αποκάλυψαν ότι οι περισσότερες θέσεις μεθυλίωσης επηρεάζουν την έκφραση (λειτουργία) των λεγόμενων ρυθμιστικών γονιδίων, τα οποία ρυθμίζουν τη δραστηριότητα άλλων γονιδίων.

Όπως τονίζει ο Δρ Φάινμπεργκ, η μεθυλίωση του DNA παίζει καθοριστικό ρόλο για τη λειτουργία της αποικίας: «Οι γενετικές αλληλουχίες χωρίς αυτές τις χημικές ετικέτες είναι σαν δρόμοι χωρίς φανάρια» σχολιάζει.

Επισημαίνει μάλιστα ότι η έρευνά του είναι η πρώτη που αναγνωρίζει το ρόλο της αναστρέψιμης μεθυλίωσης στη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής ενός ζώου.

Δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια ανακαλύπτεται ότι οι επιγενετικές αλλαγές παίζουν ρόλο στη λειτουργία και του ανθρώπινου γονιδιώματος, οι μέλισσες ίσως προσφέρουν στοιχεία για την αντιμετώπιση ασθενειών μέσω της παρέμβασης στα μοτίβα μεθυλίωσης.

Αναδημοσίευση από το in.gr. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Neuroscience.

15 Σεπ 2012

Ελιά τώρα!

Ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη χώρα τόσοι πολλοί δεν μιλούσαν τόσο πολύ για το μέλλον της κεντροαριστεράς, αλλά και ποτέ άλλοτε η χώρα δεν κινδύνευε -πέρα απ’ όλους τους άλλους τεράστιους κινδύνους που απειλούν την ίδια την κοινωνική της ειρήνη και δημοκρατία- να μείνει χωρίς εκπροσώπηση της όποιας κεντροαριστεράς στο πολιτικό σύστημα.
Δυστυχώς, όπως φαίνεται, οι απαιτήσεις των εταίρων μας, οι οποίες αποτυπώνονται στις «εμμονές» της τρόικας, οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Όλα δείχνουν πως αν και η χώρα έχει περιορίσει δραστικά τα ελλείμματά της, η συνέχιση αυτής εδώ της πολιτικής, η εφαρμογή δηλαδή των μέτρων των 11.8 δις, θα οδηγήσει σε αύξηση και όχι σε μείωση των ελλειμμάτων, γιατί από μια οικονομική στιγμή και πέρα, η οποιαδήποτε μείωση των δαπανών, όταν δεν συνοδεύεται από αλλαγές του παραγωγικού μοντέλου, συνοδεύεται από ακόμη μεγαλύτερη μείωση των εσόδων και του ΑΕΠ.

Κινούμαστε σ’ ένα φαύλο κύκλο. Η κυβέρνηση και οι δύο κεντροαριστεροί της εταίροι, αντί να ψάχνουν ισοδύναμα, θα έπρεπε να τονίσουν στους δανειστές πως καμία παραγωγική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει πάνω σ’ ένα υφεσιακό τοπίο, το οποίο διαρκεί περισσότερο από 5 χρόνια. Καμία βαθιά μεταρρύθμιση, κανενός παραγωγικού μοντέλου, δεν μπορεί να γίνει σε ένα πεδίο πενταετούς λιτότητας. Το δίλημμα δεν είναι ανάπτυξη ή λιτότητα, μέτρα ή μεταρρυθμίσεις, αλλά συνέχιση της λιτότητας ή αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Να το τονίσουν αυτό, ακόμη και αν είναι σίγουροι πως θα απορριφθεί.

Δεν τρέφω αυταπάτες. Είμαι σίγουρος πως αυτή τη στιγμή, οποιαδήποτε άρνηση τήρησης των δεσμεύσεων λιτότητας του πακέτου των 11.8 δις, είτε με αυτά τα μέτρα, είτε με κάποια άλλα ισοδύναμα, δεν θα είχε καμία πιθανότητα έγκρισης. Επειδή όμως η πολιτική, στην μακρά της πορεία, δεν ταυτίζεται με την τέχνη του εφικτού, αλλά με την τέχνη του να συγκρούεται κανείς με αυτά που φαντάζουν αυτονόητα, χρειάζεται να αλλάξει οπωσδήποτε η ατζέντα των δύο κομμάτων της κεντροαριστεράς, αν βεβαίως θέλουν να διασωθούν, αλλά κυρίως να διασώσουν τις αναγκαίες (κατά τη γνώμη μου) αξίες και αρχές της σοσιαλδημοκρατίας.

Με τα σημερινά δεδομένα, αν η κυβέρνηση κατορθώσει να μη γίνουμε Αργεντινή, πράγμα που ελπίζω να εύχεται η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, έστω και αν οι Τσίπρας, Καμμένος και χρυσαυγίτες εύχονται το αντίθετο, τότε την επιτυχία θα την πιστωθεί μόνο ο χώρος της κεντροδεξιάς. Πράγμα βεβαίως που από μόνο του είναι εντός του πολιτικού παιγνιδιού και δεν είναι τόσο ανησυχητικό για τη Δημοκρατία, αν και θα μπορούσε να είναι ανησυχητικό για το κράτος πρόνοιας.

Αν πάλι «δώσει ο Θεός» και γίνουμε Αργεντινή, όπως ο κύριος Τσίπρας εύχεται, αν δηλαδή ζήσουμε τον εφιάλτη που λέγεται χρεοκοπία της Αργεντινής ο πρώτος ωφελημένος ίσως είναι ο Τσίπρας, αλλά σίγουρα ο τελευταίος θα είναι το ραγδαία αναπτυσσόμενο φίδι του ελληνικού νεοναζισμού.
Τι κάνει όμως σήμερα το ΠΑΣΟΚ πρωτίστως και δευτερευόντως η ΔΗΜΑΡ, για να αποφύγουν την κατάρρευση που τους απειλεί; Κοιτάνε να υπερασπίσουν το παρελθόν και το παρόν τους, νομίζοντας πως έτσι εξασφαλίζουν το μέλλον τους. Επειδή όμως δεν ενδιαφέρονται να παρουσιάσουν ένα κοινό σχέδιο μεταρρυθμίσεων του παραγωγικού ιστού της χώρας, το μόνο που κάνουν είναι να κόβουν το σχοινί πάνω στο οποίο κάθονται. Μάλλον πιο σωστό θα ήταν να γράψω πως νομίζουν ότι το παρελθόν και το παρόν τους θα σώσει το μέλλον τους.

Γι’ αυτό και η μεν ΔΗΜΑΡ, σ’ ένα κλίμα κομματικού μικρομεγαλισμού και μερικής αλαζονείας, ασχολείται μόνο με την «ανεύρεση ισοδυνάμων» και τη δήθεν τήρηση των προγραμματικών της δεσμεύσεων, μερικά δε στελέχη της απορρίπτουν οποιονδήποτε δηλώνει σοσιαλδημοκράτης, αλλά προέρχεται από το χώρο του ΠΑΣΟΚ. Η ΔΗΜΑΡ δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την ανασυγκρότηση της ευρύτερης δημοκρατικής, ανανεωτικής και σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς, εγκλείοντας έτσι το πολιτικό της μέλλον στο παρόν της.

Το δε ΠΑΣΟΚ κάνει κάτι χειρότερο, εγκλείει το δικό του μέλλον στο παρελθόν του. Το ΠΑΣΟΚ, αντί να χρησιμοποιήσει την 3η του Σεπτέμβρη ως αφορμή για να δοθεί μεν ο απαραίτητος φόρος τιμής στις δημοκρατικές εγκλήσεις αυτής της διακήρυξης, αλλά και για να αναζητήσει το μέλλον του στο χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, προσπαθεί να πείσει πως υπάρχει «ελπίδα» να ανακάμψει, αν επιστρέψει μερικώς στις «αρχέγονες» αξίες του. Κόβει έτσι τις δύο από τις εννιά ακτίνες του, αντί να κόψει τον ομφάλιο λώρο που το συνέδεε με το πελατειακό κράτος και τον αντικοινωνικό κρατισμό. Δεν αντιλαμβάνεται όμως πως αυτή η επιστροφή για εκείνους που το ακολουθούσαν και τώρα το εγκατέλειψαν, έχει ήδη πραγματοποιηθεί από τον κύριο Τσίπρα, τον σημερινό αρχιμάστορα του λαϊκισμού και δεύτερο, πως ακριβώς εκείνα τα στρώματα που θα μπορούσαν σήμερα να το ακολουθήσουν, καθόλου δεν θέλγονται από την αρνητική πλευρά της διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη, από τον εθνικο-λαϊκισμό. Τα δυναμικά κοινωνικά στρώματα, αλλά και τα αδύναμα στρώματα που θα είχαν να ωφεληθούν πάρα πολύ από την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, καθόλου μα καθόλου δεν βλέπουν το μέλλον τους στο παρελθόν του ΠΑΣΟΚ και τη μικρομεγαλιστική αυτάρκεια του παρόντος της ΔΗΜΑΡ και των πολιτικών κινήσεων. Με τήρηση κάποιων προϋποθέσεων (που κυρίως αφορούν τη σύνθεση του πολιτικού προσωπικού), θα μπορούσαν να δουν το μέλλον τους σε μια ελληνική εκδοχή της ιταλικής Ελιάς, αν με τη σειρά της αυτή η ελληνική Ελιά υποστήριζε τρεις μεγάλους στόχους:

- Την αναδιανομή πόρων από το συντεχνιακό κράτος – βιομήχανο, το κράτος των ΔΕΚΟ και των οριζόντιων επιδομάτων (από τα οποία κυρίως επωφελούνται οι γνωρίζοντες και όχι οι έχοντες ανάγκη), στο αναγκαίο κράτος πρόνοιας και παροχής υπηρεσιών στους τομείς υγείας, παιδείας, κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής ειρήνης.

- Τη λειτουργία ενός δημόσιου χώρου που θα εκτείνεται τόσο, όσο είναι αναγκαίο για να δίνει ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες στους πολίτες που εργάζονται στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα.

- Τη διαμόρφωση πολιτικών άρσης των μεγάλων ανισοτήτων μέσα από την ενίσχυση του ιδιωτικού επιχειρηματικού πνεύματος και πρωτοβουλίας και τον δημοκρατικό και κοινωνικό έλεγχό τους. Απώτερος στόχος θα είναι η δημιουργία ιδιωτικού πλούτου που τμήμα του θα αναδιανέμεται, μέσω αντίστοιχων φορολογικών πολιτικών, στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Αυτή η αναδιανομή θα είναι δίκαιη και για το επιχειρηματικό κεφάλαιο, γιατί αυτό δεν θα έχει απέναντί του ένα κράτος Λεβιάθαν, αλλά ένα ευλύγιστο και λειτουργικό, αντιγραφειοκρατικό κράτος. Εξάλλου είναι ακριβώς το γραφειοκρατικό και συντεχνιακό κράτος και όχι το δημόσιο γενικά που δεν επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να αναπτυχθεί. Ένας ιδιωτικός τομέας που θα οφείλει τη δυναμική του ανάπτυξη στη στήριξη του κράτους, δεν θα δυσκολεύεται να πληρώνει και τους αναλογούντες φόρους. Τα διεθνή παραδείγματα πολλά.

Θα μπορούσα να καταθέσω και άλλες προτάσεις, το έχω άλλωστε κάνει από εδώ και αλλού, αλλά εδώ θέλω να δώσω μόνο το στίγμα των πολιτικών που θα πρέπει να ακολουθήσει η ελληνική σοσιαλδημοκρατική Αριστερά, αν θέλει να επιβιώσει της κρίσης.

Εκτός όμως από ένα πρόγραμμα για το μέλλον και όχι τους ύμνους προς το παρελθόν, το οποίο εξάλλου δεν είναι και τόσο πετυχημένο, χρειάζεται και μια ανασύνθεση του πολιτικού προσωπικού. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι εμμονές σε προσωπικές στρατηγικές, που κάθε λίγο και λιγάκι αλλάζουν, οι προσκολλήσεις στα όποια κομματικά κεκτημένα (αλήθεια ποια, αυτά του 8% για το ΠΑΣΟΚ και του 4% για τη ΔΗΜΑΡ;), οι παραγοντισμοί μερικών πολιτικών κινήσεων, αποτελούν τον ασφαλέστερο δρόμο προς την ανυποληψία. Το σύνθημα που πρέπει να ενστερνισθούν όλες ανεξαιρέτως οι εκφάνσεις της ελληνικής «παρούσης» και μελλοντικής σοσιαλδημοκρατίας, είναι μόνο ένα: Ελιά τώρα!

Ο δρόμος είναι δύσκολος, αλλά η προϋπόθεση για την επιτυχία του είναι να μη κοιτάξουμε πίσω. Γιατί πίσω βρίσκονται μόνο τα απολιθώματα της κρατικίστικης και λαϊκιστικής Αριστεράς, ενώ βεβαίως μπροστά βρίσκεται η φιλελεύθερη και ανανεωτική σοσιαλδημοκρατία, η οποία έχει πάντοτε ανοικτό μέτωπο κατά του νεοφιλελευθερισμού. Μάλλον πιο σωστό είναι να πω, ότι τάσσεται εναντίον οποιουδήποτε αρνείται την αναγκαιότητα του κράτους πρόνοιας, της δίκαιης αναλογικής φορολογίας και κυρίως της διαρκούς πάλης κατά των ανισοτήτων, τις οποίες γεννά η απαραίτητη αλλά μη επαρκής οικονομία της αγοράς.
 
Του Γιώργου Σιακαντάρη, από μεταρρύθμιση

13 Σεπ 2012

Τα περιθώρια ανόδου, ίδια με τα περιθώρια σωτηρίας της δημοκρατίας και της χώρας...

Διάβασα τις προάλλες πως οι κάτοικοι της Γαύδου και περιοχών της Νότιας Κρήτης ετοιμάζουν κινητοποιήσεις εναντίον της πιθανότητας ανακάλυψης και εξόρυξης υδρογονανθράκων στην ευρύτερη υποθαλάσσια περιοχή.
Οι κάτοικοι της περιοχής πιθανολογούν πως η ανακάλυψη και εκμετάλλευση κοιτασμάτων εγκυμονεί κινδύνους υποβάθμισης του περιβάλλοντος, η εκμετάλλευση του οποίου λόγω της τουριστικής κίνησης στην περιοχή θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα έσοδα.
Αν π.χ. ανακαλυφθεί ένα τεράστιο κοίτασμα το οποίο ενδέχεται να αφήνει μερικά δισ. το χρόνο έσοδα στο κρατικό προϋπολογισμό, αυτό θα αποτελεί μια ελάφρυνση για του φορολογούμενους και στήριξη για τους συνταξιούχους, αλλά για τα εισοδήματα της ευρύτερης περιοχής οι επιπτώσεις είναι πιθανόν να είναι αρνητικές.
Και μόνο η ιδέα πως μερικά χιλιόμετρα από τις αμμουδιές υπάρχουν οι αντλίες που θα δουλεύουν όλο το 24ωρο και συνωστισμός πετρελαιοφόρων θα ανακόψει τη διάθεση για επίσκεψη οπότε θα μειώσει και την τουριστική κίνηση. Πόσο μάλλον αν υπάρξει κάποιο μεγάλο ατύχημα ή κάποιες σποραδικές διαρροές που δεν μπορεί να αποκλείσει κάποιος.
Στο σενάριο αυτό θα έχουμε μια εξέλιξη όπου η εκμετάλλευση ενός νέου πόρου αυξάνει στο όφελος της κοινωνίας, αφού θα χρειαστεί να πληρώνουν λιγότερους φόρους ή θα απολαμβάνει περισσότερες υπηρεσίες χωρίς να καταβάλει μεγαλύτερο κόστος, αλλά μειώνει τα έσοδα των παρακείμενων περιοχών. Πόσο μάλλον αν οι παρακείμενες περιοχές ούτως ή άλλως φοροδιαφεύγουν, οπότε δεν υπάρχει κανένα όφελος από τη μείωση των φόρων…
Το παράδειγμα της Νότιας Κρήτης είναι τυχαίο. Στην Ελλάδα όμως δεν υπάρχει περιοχή που ο τοπικός πληθυσμός να επιζητεί ή έστω να δείχνει ανεκτικότητα σε οποιαδήποτε επένδυση «καθαρή» ή βρώμικη» η οποία αποφέρει άμεσα οφέλη στο καθένα χωριστά, ει δυνατόν σε μετρητά και «μαύρα»…
Κάθε επένδυση που δεν προέρχεται τουλάχιστον από τον τοπικό πληθυσμό αντιμετωπίζεται με εχθρότητα, πόσο μάλλον αν προέρχεται από το εξωτερικό. Σ’ αυτό βοηθάει η κυρίαρχη αριστερή ιδεολογία που αντιμετωπίζει την επιχειρηματικότητα με ταξικούς «φακούς μυωπίας» και αντιαποικιακό μένος άλλων τόπων και χρόνων…
Δεν ξέρω αν είναι το επαρχιακό σύμπλεγμα φθόνου του τύπου: «…αφού δεν μπορώ εγώ, δεν θα προκόψει κανένας» ή οι βαλκανοορθόδοξες ρίζες του ραγιαδισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας που έχει διαποτιστεί στη νοοτροπία πως το κράτος δεν αντιπροσωπεύει εμάς, αλλά τον κατακτητή, άρα είναι εχθρός…
Το αποτέλεσμα είναι πως η κοινωνία μας είναι παντελώς εχθρική στις επενδύσεις, τους επιχειρηματίες και γενικώς ό,τι αφορά το συμφέρον του συνόλου με τους όρους που αυτό νοείται σε όλο τον προηγμένο κόσμο της Δύσης.
Παραδείγματος χάριν, πολλοί δήμοι στην Αττική έχουν αλλάξει έτσι τις κατευθύνσεις των δρόμων που δεν επιτρέπουν την διατοπική προσέγγιση και διέλευση.
Κανένας Δήμος δεν θέλει την δημιουργία ΧΥΤΑ στα όριά του χωρίς όμως να έχει κανένα πρόβλημα να υδροδοτείται και να ηλεκτροφωτίζεται από μονάδες που «οχλούν» αισθητικά ή περιβαλλοντικά άλλες περιοχές.
Πριν λίγους μήνες, πάνω από 100 δημοτικοί άρχοντες είχαν κινητοποιηθεί εναντίον της χωροθέτησης δημιουργίας ζωνών ιχθυοκαλλιέργειας στην ευρύτερη περιοχή τους, όπως αποφάνθηκαν οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες προς χάριν του εθνικού συμφέροντος σε συνεργασία με την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Στην Χαλκιδική συνεχίζεται επί χρόνια ο κλεφτοπόλεμος μεταξύ μερίδας τοπικών φορέων εναντίον του εγχειρήματος εξόρυξης χρυσού.
Καλά θα αναρωτηθεί κάποιος, οι περιοχές αυτές δεν έχουν ανάγκη από θέσεις εργασίας, δημοτικά τέλη, ασφαλιστικές εισφορές;
Φαίνεται πως το μεταπολιτευτικό ελληνικό όνειρο τους διορισμού στο δημόσιο, ει δυνατόν σε κάποια αργομισθία με δυνατότητα να υπάρχουν και «τυχερά» από λαδώματα και μικροεκβιασμούς, δεν άφησε περιθώρια για την δημιουργία ανάγκης για πραγματικές θέσεις εργασίας με συνθήκες πραγματικότητας όπως τις ορίζει η λειτουργία της αγοράς.
Οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και τα φθηνά δάνεια της περιόδου του Ευρώ, συν την «τρέλα» του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος της υπερβάλλουσας ρευστότητας, διόγκωσε μέχρι υπερβολής αυτή τη νοοτροπία αποστροφής προς κάθε παραγωγική δραστηριότητα και επένδυση.
Τα παραπάνω δεν αρκούν από μόνα τους για να περιγράψουν την κατάσταση. Υπάρχει και παράμετρος της δυσπιστίας προς το αν το κράτος εκφράζει το γενικό συμφέρον ή λόγω της ροπής προς την διαφθορά επιμέρους συμφέροντα ιδιωτών, σε συνέργεια με στελέχη της δημόσιας διοίκησης και αργυρώνητους πολιτικούς, και καταστρατηγεί το δημόσιο συμφέρον προς όφελος συντεχνιών που έτυχε να έχουν πρόσβαση στη εξουσία...
Το πρόβλημα της «εξέγερσης» πάντων κατά πάντων και όλων εναντίον του κράτους, ξεκινά και από τη δυσπιστία πως το ελληνικός κράτος εκφράζει το γενικό συμφέρον, ή το συμφέρον της εκάστοτε κυρίαρχης μερίδας των πελατών και των φίλιων επιχειρηματικών δυνάμεων που διαπλέκονται και δεν ανταγωνίζονται με όρους αγοράς.
Η πελατειακή διάρθρωση του κράτους είναι φυσικό να έχει σαν συνέπεια την περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Θυμάστε επί Καραμανλή την αποδιάρθρωση της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας από τα έμπειρα στελέχη προκειμένου να λάβουν τις θέσεις «ημέτεροι» λόγω κάποιου επιδόματος που πρόσφερε η υπηρεσία; Έτσι και χειρότερα δουλεύει όλο το δημόσιο.
Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν φυσικό η χώρα να γίνει «ξέφραγο αμπέλι» για λαθρομετανάστες και εγκληματικές πράξεις. Καθώς οι κοινωνίες, όπως η φύση, απεχθάνονται τα κενά, οι ορδές των ακροδεξιών ανέλαβαν αυτόκλητα να επιβάλουν την τάξη προς ικανοποίηση απηυδισμένων κοινωνικών κατηγοριών.
Η αδυναμία του κράτους τόσα χρόνια να περιορίσει την ταλαιπωρία και τις ζημιές από τις απεργίες και καταλήψεις του κέντρου της Αθήνας, των εθνικών οδών και βασικών κέντρων της ομαλής λειτουργίας της καθημερινότητας έχει συμβάλει στη εκτροφή του «φιδιού» που μόλις εξήλθε του «αυγού»...
Οι αγανακτισμένοι αποτέλεσαν την διάρρηξη του περιβλήματος του αυγού του φιδιού, την οποία η «μυωπική» αριστερή ανάγνωση των εξελίξεων ερμήνευε σαν δημιουργία προεπαναστατικών συνθηκών.
Το επόμενο στάδιο είναι απορρόφηση της πρώτης ύλης της πεζοδρομιακής αριστεράς από την άκρα δεξιά, όπως έγινε στη Βαϊμάρη;...
Αρχετυπικά, στο πυρήνα της ιδεολογίας, ο σταλινισμός (η μόνη ρεαλιστική αποκρυστάλλωση του μαρξισμού) και ο ναζισμός αποτελούν πανομοιότυπα μορφώματα. Είναι εχθροί της διακυβέρνησης με δημοκρατικές διαδικασίες και της δημιουργίας και διανομής του πλούτου μέσω των συνθηκών της αγοράς. Πιστεύουν με πανομοιότυπο τρόπο στον απόλυτο κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και την προσήλωση σε αφηρημένα ιδεολογικά σχήματα με παροιμιώδη θρησκευτική προσήλωση.
Αν η χώρα στους επόμενους μήνες δεν καταφέρει να κυβερνηθεί πραγματικά με δημοκρατικές διαδικασίες όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Με πρώτο την κατάρρευση και εν συνεχεία την μαζοχιστική υποταγή των χιλιάδων συντεχνιακών και τοπικών συμφερόντων που εμποδίζουν σήμερα τη δημοκρατική επιβολή του νόμου στην επιβολή κάποιου αυτόκλητου δικαίου.
 
Του Κώστα Στούπα από το capital.gr

11 Σεπ 2012

Η δημοκρατική παράταξη στο μέλλον

Οι προσπάθειες που αναπτύσσονται τελευταία για το μέλλον της δημοκρατικής παράταξης στην πατρίδα μας, συναρτώνται άμεσα με την εξέλιξη που θα έχει το μεγάλο εθνικό στοίχημα: η έξοδος της χώρας από την κρίση.

Μετά τις επανειλημμένες αποτυχίες δυόμισι χρόνων, το ζητούμενο περί την κρίση σήμερα επικεντρώνεται σε έναν πραγματιστικό στόχο: την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, εν αναμονή μιας συνολικότερης ρύθμισης προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης. Αναγκαίες προϋποθέσεις μιας τέτοιας προοπτικής αποτελούν η δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας, η τήρηση των δεσμεύσεων προς εταίρους και δανειστές, η άμεση ψήφιση των μέτρων των 11,88 δισ. ευρώ.

Ωστόσο, η αποδοχή των μέτρων συναντά, δικαιολογημένα, μεγάλες αντιδράσεις. Οι έως τώρα θυσίες, μέχρις εξαντλήσεως για μεγάλα κοινωνικά στρώματα, φαίνεται να πήγαν χαμένες. Η αυξανόμενη ανεργία και η ύφεση θέτουν σε αμφισβήτηση τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς πως τα νέα μέτρα θα είναι τα τελευταία. Στο κλίμα δυσπιστίας για τους κυβερνητικούς χειρισμούς συντείνουν η δυστοκία περί την οριστικοποίηση των μέτρων, η εμφανής καθυστέρηση στο πεδίο των διαρθρωτικών αλλαγών και η έλλειψη εθνικού οράματος, ολοκληρωμένου σχεδίου με χρονοδιάγραμμα πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Σχέδιο που να πείθει για την ανάγκη των νέων (και τελευταίων) αυτών θυσιών.

Αν η κυβέρνηση ολιγωρεί στην εκπόνηση παρόμοιου σχεδίου, είναι υποχρέωση της δημοκρατικής παράταξης να προσπαθήσει να το εκπονήσει και να αναζητήσει τρόπους εφαρμογής του. Είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για το μέλλον της χώρας - και της ίδιας.

Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας δεν είναι αποτέλεσμα λανθασμένων χειρισμών ή ολιγωρίας κάποιων κυβερνήσεων (όσο και αν παρόμοια συμβάντα συνέβαλαν στην επιτάχυνση και την ένταση του φαινομένου). Είναι απόρροια του κοινωνικού συμβολαίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση, ολοκληρώθηκε και εφαρμόστηκε στη μακρά πασοκική διακυβέρνηση με τα μεγάλα, νεοδημοκρατικά διαλείμματα.

Στην περίοδο αυτή, αντί της κατάργησης των πολιτικών και κοινωνικών προνομίων του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς, προτάθηκε η επιλεκτική και εκτεταμένη παροχή «προνομίων» προς τις κοινωνικές ομάδες, αναλόγως των ιδιαίτερων επιθυμιών τους, αλλά και του συναλλακτικού πλεονεκτήματος που παρείχετο στην εκάστοτε πολιτική εξουσία. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια ιδιότυπη «δημοκρατία των προνομίων». Το άγραφο «σύνταγμα» αυτής της δημοκρατίας είχε ως βασικά του άρθρα την περιφρόνηση του δημόσιου χώρου, τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, την παροχή εν αφθονία μη βιώσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Βασικός νόμος ήταν η μη εφαρμογή των νόμων, η γενικευμένη ανομία. Το πολιτικό σύστημα άλλαξε ρόλο: από υπερασπιστής του δημόσιου συμφέροντος, μετατράπηκε σε διαχειριστή της πλαστής και εφήμερης ευημερίας της κοινωνίας, εξασφαλίζοντας τη δική του πραγματική ευημερία και μακροημέρευση. Η ευρεία συναίνεση επιτεύχθηκε με την απόκρυψη του γεγονότος πως η άκοπη απόλαυση των πολλών ισοδυναμούσε με την υποθήκευση του μέλλοντος των επόμενων γενεών.

Γνωρίζουμε πια πως η μέγιστη ευθύνη γι’ αυτή την εξέλιξη βαρύνει τους τότε κυβερνώντες. Ευθύνες έχει και η Αριστερά, στα ιδεολογήματα και τις διεκδικήσεις της οποίας στηρίχθηκε, εν πολλοίς, αυτό το μοντέλο. Γνωρίζουμε επίσης πως αρκετοί από αυτούς που σήμερα συγκροτούν την ευρύτερη δημοκρατική παράταξη «έπαιξαν» στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης. Αυτό το παρελθόν τούς «σημαδεύει» και δυσκολεύει το σήμερα.
Η σωτηρία της χώρας συναντά πολλαπλές δυσκολίες. Μοιάζει να χρειάζεται μια δημοκρατική «μετάλλαξη» της κοινωνίας και των πολιτικών της δυνάμεων, ιδιαίτερα της δημοκρατικής παράταξης. Μια υπέρβαση του προηγούμενου εαυτού τους, αφού δεν μπορεί να ελπίζει κανείς σε παρθενογένεση.

Με όπλο τη διδαχή από το παρελθόν η χώρα και η δημοκρατική παράταξη μπορεί να ελπίζουν στο μέλλον.
 
Του Σταύρου Λιβαδά, από τα Νέα, 10/09/2012

10 Σεπ 2012

Και τώρα, κύριε Λαζόπουλε;

Ομολογώ ότι περιμένω με μεγάλο ενδιαφέρον τα νέα επεισόδια του Αλ Τσαντίρι News του Λάκη Λαζόπουλου. Θέλω να δω αν συνειδητοποίησε τι έσπειρε τα δυο τελευταία χρόνια και τι θερίζει τώρα. Αν θα υπάρξει ένα ψήγμα αυτοκριτικής. Μια επωφελής αξιοποίηση του καλοκαιριού θα ήταν να έβλεπε σε επανάληψη τα προηγούμενα επεισόδια και παράλληλα σε ζωντανή μετάδοση τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής να επιδίδονται στις προσφιλείς πρακτικές τους και να διαδηλώνουν την απέχθεια τους για το κοινοβούλιο, τους δημοκρατικούς θεσμούς και τον πολιτικό κόσμο. «Μα τι σχέση έχω εγώ με αυτούς ;» θα μας αντιτείνει αγανακτισμένος. « Εγώ ενδιαφερόμουν για τον απλό λαό, για την «κυρία» στην οποία απευθυνόμουν, για την Αριστερά, για το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ολόκληρη εκπομπή – αγιογραφία έκανα για τον Τσίπρα, την Λιάνα Κανέλλη πρόβαλα σαν πρότυπο πολιτικού, εγώ φταίω που την πλάκωσε στις μάπες ο Κασσιδιάρης; Εγώ φταίω που πάνω από 400.000 συμπολίτες μας ψήφισαν τους νεοναζί; Η τρόικα και το μνημόνιο φταίνε».
Προφανώς για την ψήφο στην Χρυσή Αυγή δεν φταίει μόνο ούτε κυρίως ο Λάκης Λαζόπουλος, έχει όμως σοβαρό μερίδιο ευθύνης, μεγαλύτερο από όσο ο ίδιος φαντάζεται. Γιατί σε ρόλο τηλε-ευαγγελιστή κανοναρχούσε ένα εύπλαστο κοινό και το εξοικείωνε με την ανομία, την περιφρόνηση των θεσμών και το μπάχαλο, με την αντίληψη ότι όταν «αντιστέκεσαι» τα πάντα επιτρέπονται. Ένα πράγμα έκανε με απαράμιλλη συνέπεια: χάιδευε αδιακρίτως τους πάσης φύσεως αγανακτισμένους.
Το Σάββατο είδα σε επανάληψη ένα επεισόδιο. Ένας ηλικιωμένος αγανακτισμένος καλούσε να μπούν στην Βουλή και να σπάσουν τα πόδια των βουλευτών. Ο τηλε-ευαγγελιστής παρουσίασε το video και το άφησε στον αέρα ασχολίαστο, κλείνοντας με νόημα το μάτι στο κοινό. Η απρόσωπη κυρία, ο «λαός» του Λαζόπουλου, κατάπιε το μήνυμα, χαχάνισε και χειροκρότησε. Μετά ήρθε η πάνω πλατεία Συντάγματος με τις ελληνικές σημαίες και τα συνθήματα «για την χούντα που θα πέσει σε τούτη την πλατεία» και «το μπουρδέλο την Βουλή που πρέπει να καεί» ενώ η κάτω «κόκκινη» πλατεία – και μαζί ο Λαζόπουλος – σιγοντάρανε ευτυχισμένοι.

Κάπως έτσι ήρθε η «αριστερή» Κερατέα που άνοιξε τον δρόμο και νομιμοποίησε την ακροδεξιά Κόρινθο, την Ραφήνα και τα ντου των νεοναζί. Τα ήθελε αυτά ο Λαζόπουλος; Όχι, βέβαια. Αντικειμενικά όμως τα υπέθαλψε. Γιατί όταν η «κυρία του» εμπέδωσε το μήνυμα ότι κάθε διαμαρτυρία – άρα και η βία – είναι δικαιολογημένη γιατί η χώρα είναι περίπου υπό γερμανική κατοχή, τότε δεν είχε πρόβλημα να πεταχτεί μέχρι την Χρυσή Αυγή. Και η Χρυσή Αυγή έχει το «πλεονέκτημα» να έχει εύπεπτα, απλουστευτικά μηνύματα, όπως – δυστυχώς – είναι τα τελευταία χρόνια τα μηνύματα που εκπέμπει ο Λαζόπουλος. Σε άλλη συχνότητα αλλά το ίδιο χοντροκομμένα. Όταν δυο μόνο χρώματα υπάρχουν , το άσπρο και το μαύρο, τότε δεν υπάρχει χώρος για το κόκκινο του Λαζόπουλου και αναπόφευκτα επικρατεί το μαύρο. Γιατί αυτό που αγνόησε ο Λαζόπουλος είναι ότι η Δημοκρατία συμβιώνει με την πολυχρωμία και τις αποχρώσεις.
Και όμως τα είχε τόσο καλά τακτοποιήσει στο μυαλό του με την μανιχαική λογική του. Από την μια ήσαν οι κακοί Ευρωπαίοι, οι Γερμανοί και η τρόικα, το σάπιο πολιτικό σύστημα που από την πρώτη μέρα της αντιπολίτευσης σωρεύει δεινά στον τόπο. Και από την άλλη ο απλός λαός – προσωποποιημένος στην «κυρία του» και στο αλαλάζον ακροατήριο του – πάντοτε αθώος, ανυποψίαστος και πάντα προδομένος. Και πάντα έτοιμος να πάει αριστερά και μόνο αριστερά, γιατί αριστερός είναι ο λόγος των ευαγγελιστών του Αλ Τσαντίρι ή της Σπίθας. Χαμπάρι δεν πήραν από την ακροδεξιά επέλαση. Εδώ κοτζάμ κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς συνωστίζονται με τους εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής στις κινητοποιήσεις των αστυνομικών και επιχαίρουν γιατί οι ένστολοι δεν θέλουν πλέον να χρησιμοποιούνται «ως μηχανισμός καταστολής κατά των λαϊκών κινητοποιήσεων». Σε ελεύθερη μετάφραση και σύμφωνα με την ανοιχτή προτροπή των εκπροσώπων της Χρυσής Αυγής αυτό σημαίνει οτι όταν θα ξαναμαζευτούν οι αγανακτισμένοι στο Σύνταγμα δεν πρέπει να υπάρχει αστυνομική δύναμη ώστε να προστατεύσει το Κοινοβούλιο.

Όταν το 2012 αριστεροί αναγορεύουν το δημοκρατικό κράτος σε εχθρό στρώνουν το έδαφος στον πραγματικό εχθρό. Όταν διαβάζεις ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της Χρυσής Αυγής και μόνο από το λογότυπο και τα σύμβολα μπορείς να διακρίνεις την προέλευση, τότε αυτή η αριστερά είναι σε λάθος δρόμο. Και τώρα πιά ούτε ο Τσίπρας, ούτε η Παπαρήγα, ούτε ο Μίκης, ούτε ο Γλέζος, ούτε βέβαια ο Λαζόπουλος μπορούν να ισχυριστούν ότι δεν βλέπουν τον φασιστικό κίνδυνο.
Του Νίκου Μπίστη, από το protagon.gr

9 Σεπ 2012

Ο στρατηγός Λι των Νοτίων και ο πρόεδρος Ολάντ


Ο στρατηγός Ρόμπερτ Λι από τη Βιρτζίνια υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Ανέλαβε την ηγεσία του στρατού της Συνομοσπονδίας αν και δεν ήταν ένθερμος οπαδός της απόσχισης. Εγινε θρύλος για την ικανότητά του στους τακτικούς ελιγμούς μέσα στη μάχη, αν και φαίνεται πως του έλειπε ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής. Τον Απρίλιο του 1865, όταν όλα είχαν πια τελειώσει για τους Νότιους, ήταν αυτός που ήπιε το πικρό ποτήρι της συνθηκολόγησης.
Η Ευρώπη ζει στις μέρες μας έναν ιδιότυπο πόλεμο Βορείων και Νοτίων. Ο ανεπτυγμένος Βορράς επιδιώκει να επιβάλει κανόνες δημοσιονομικής και πολιτικής συμβίωσης, στους οποίους οι Νότιοι δεν αρέσκονται. Ο Βορράς επιθυμεί εμφανώς την ταχύτερη και βαθύτερη ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με ατμομηχανή τον δημοσιονομικό έλεγχο. Αντίθετα ο Νότος, μαθημένος σε πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική δεν επιθυμεί να εκχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα σε μια αυστηρή Ενωση.
Οπως, όμως, και στην περίπτωση του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, έτσι και σήμερα στην Ευρώπη δεν συγκρούονται μόνο οικονομίες και οικονομικά συμφέροντα. Συγκρούονται διαφορετικές πολιτικές κουλτούρες, νοοτροπίες και συμπεριφορές που διαμορφώθηκαν μέσα στα στενά όρια του ευρωπαϊκού έθνους-κράτους με την πάροδο των χρόνων. Η ευκολία με την οποία στη δημόσια σφαίρα αυτά τα εθνικά στερεότυπα και οι προκαταλήψεις κυριαρχούν, αποτελεί αναμφισβήτητα εμπόδιο για την αναζήτηση και υιοθέτηση προωθητικών πολιτικών λύσεων. Το γεγονός αυτό, αποτυπώνεται σήμερα μέσα στην κρίση, στην πολιτική αρένα των κρατών της Ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής ένωσης και παντού εμφανίζεται με το ίδιο πρόσωπο, αν και όχι με την ίδια ισχύ: αυτό του λαϊκισμού και της ανόδου των άκρων.
Οπως και τότε στις ΗΠΑ, έτσι και τώρα στην Ευρώπη ο ιδιότυπος αυτός πόλεμος φαίνεται πως δεν έχει καμιά πιθανότητα να κερδηθεί από τους Νότιους: η παραγωγική τους βάση είναι πιο αδύναμη, η δημοσιονομική τους κατάσταση αξιοθρήνητη, οι εξαγωγικές τους δυνατότητες σχετικά περιορισμένες, η ροπή προς την καινοτομία και την ευρεσιτεχνία όχι σπουδαία, η εκπαίδευση επιεικώς μέτρια, και τέλος, ο βαθμός κοινωνικής συνοχής των κοινωνιών τους ασθενέστερος από αυτόν των Βορείων. Κανένας δεν θα στοιχημάτιζε, πως μέσα στο σύγχρονο διεθνές ανταγωνιστικό πλαίσιο, ο ευρωπαϊκός Νότος θα μπορέσει να συνεχίσει να ζει όπως ζούσε όλα τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή πάνω από τις δυνατότητές του, με δανεικά· με εκτεταμένο πελατειασμό, κορπορατισμό και μικρή παραγωγή.
 

Για πολλούς, ο στρατηγός αυτής της «εξέγερσης» των Ευρωπαίων Νοτίων είναι ή πρέπει να είναι ο πρόεδρος Ολάντ. Πράγματι κατά έναν παράξενο τρόπο, εδώ και κάποιο διάστημα, ο Γάλλος πρόεδρος έχει αναλάβει την εκπροσώπηση των Νοτίων μέσα στο ευρωπαϊκό αυτό πλαίσιο ανταγωνισμού. Οπως όμως και ο στρατηγός Λι, ούτε και ο ίδιος πιστεύει στα σοβαρά σε αυτήν την «εξέγερση», ούτε στην πιθανότητα να έχει αυτή ευτυχή κατάληξη. Με εμφανή την απουσία κάποιας στρατηγικής εκ μέρους του, φαίνεται πως ικανοποιείται με μικρές νίκες σε επικοινωνιακές μάχες ή με τακτικούς ελιγμούς που τελικά απλώς παρατείνουν την αγωνία και την αβεβαιότητα.
Η Ευρώπη σήμερα, όμως, δεν έχει ανάγκη από χρονική επιμήκυνση της σύγκρουσης μεταξύ Βορείων και Νοτίων. Μια τέτοια παράταση της αβεβαιότητας θα έχει επώδυνες συνέπειες για όλους. Αντίθετα, αυτό που χρειάζεται είναι η εξεύρεση των διαδικασιών που θα εμβαθύνουν την Ενωση. Χρειάζονται, λοιπόν, οι θεσμοί εκείνοι που θα διασφαλίσουν την προοπτική μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, που θα είναι ικανή να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα κρίσεις σαν τη σημερινή. Εμβάθυνση, σημαίνει όμως, πως πρέπει να ενοποιήσουμε τον τρόπο που αποφασίζουμε. Σημαίνει απαραίτητα σύγκλιση στη λήψη των αποφάσεων και των βασικών πολιτικών κατευθύνσεων. Είναι παράλογο να συζητάμε για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και ο καθένας στη χώρα του να προβαίνει ανεξέλεγκτα σε δαπάνες, να δημιουργεί χρέη και μετά καλεί τους υπόλοιπους που έχουν ακόμη νερό στο ντεπόζιτο να σβήσουν την πυρκαγιά.
Ας μην έχουμε αυταπάτες, αργά ή γρήγορα, τον πόλεμο θα τον κερδίσουν οι Βόρειοι. Το βασικό προσόν του προέδρου Ολάντ, θα αποδειχθεί η ικανότητά του να συνθηκολογήσει αποδεχόμενος με ρεαλισμό την ήττα, όπως έκανε εξάλλου και ο στρατηγός Λι, και να αφοσιωθεί στην ευημερία της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως τέτοιας και όχι μόνο της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Η ικανότητα όμως της Ευρωπαϊκής Ενωσης να μακροημερεύσει δεν θα κριθεί κυρίως σε αυτό το πεδίο αλλά στην ικανότητα και διορατικότητα των Βορείων να οικοδομήσουν θεσμούς και να χαράξουν πολιτικές που δεν θα λειτουργήσουν εκδικητικά έναντι των ηττημένων Νοτίων, αλλά θα πετύχουν να δημιουργήσουν μια πραγματική ευρωπαϊκή ομοσπονδία με κανόνες που θα ανοίξουν τον δρόμο για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή ιδέα μπορεί πλέον να ζήσει μόνο κάτω από ένα κοινό συνταγματικό πλαίσιο. Μόνον έτσι οι μελλοντικές γενιές των Ευρωπαίων πολιτών θα θυμούνται τα σημερινά χρόνια, ως μια περίοδο δημιουργίας της ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας και όχι ως πρελούδιο μιας ακόμη βαθιάς σύγκρουσης στενοκέφαλων εθνικών συμφερόντων και νοοτροπιών.
 
Του Νίκου Μαραντζίδη, από την Καθημερινή.