"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

15 Σεπ 2012

Ελιά τώρα!

Ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη χώρα τόσοι πολλοί δεν μιλούσαν τόσο πολύ για το μέλλον της κεντροαριστεράς, αλλά και ποτέ άλλοτε η χώρα δεν κινδύνευε -πέρα απ’ όλους τους άλλους τεράστιους κινδύνους που απειλούν την ίδια την κοινωνική της ειρήνη και δημοκρατία- να μείνει χωρίς εκπροσώπηση της όποιας κεντροαριστεράς στο πολιτικό σύστημα.
Δυστυχώς, όπως φαίνεται, οι απαιτήσεις των εταίρων μας, οι οποίες αποτυπώνονται στις «εμμονές» της τρόικας, οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Όλα δείχνουν πως αν και η χώρα έχει περιορίσει δραστικά τα ελλείμματά της, η συνέχιση αυτής εδώ της πολιτικής, η εφαρμογή δηλαδή των μέτρων των 11.8 δις, θα οδηγήσει σε αύξηση και όχι σε μείωση των ελλειμμάτων, γιατί από μια οικονομική στιγμή και πέρα, η οποιαδήποτε μείωση των δαπανών, όταν δεν συνοδεύεται από αλλαγές του παραγωγικού μοντέλου, συνοδεύεται από ακόμη μεγαλύτερη μείωση των εσόδων και του ΑΕΠ.

Κινούμαστε σ’ ένα φαύλο κύκλο. Η κυβέρνηση και οι δύο κεντροαριστεροί της εταίροι, αντί να ψάχνουν ισοδύναμα, θα έπρεπε να τονίσουν στους δανειστές πως καμία παραγωγική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει πάνω σ’ ένα υφεσιακό τοπίο, το οποίο διαρκεί περισσότερο από 5 χρόνια. Καμία βαθιά μεταρρύθμιση, κανενός παραγωγικού μοντέλου, δεν μπορεί να γίνει σε ένα πεδίο πενταετούς λιτότητας. Το δίλημμα δεν είναι ανάπτυξη ή λιτότητα, μέτρα ή μεταρρυθμίσεις, αλλά συνέχιση της λιτότητας ή αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Να το τονίσουν αυτό, ακόμη και αν είναι σίγουροι πως θα απορριφθεί.

Δεν τρέφω αυταπάτες. Είμαι σίγουρος πως αυτή τη στιγμή, οποιαδήποτε άρνηση τήρησης των δεσμεύσεων λιτότητας του πακέτου των 11.8 δις, είτε με αυτά τα μέτρα, είτε με κάποια άλλα ισοδύναμα, δεν θα είχε καμία πιθανότητα έγκρισης. Επειδή όμως η πολιτική, στην μακρά της πορεία, δεν ταυτίζεται με την τέχνη του εφικτού, αλλά με την τέχνη του να συγκρούεται κανείς με αυτά που φαντάζουν αυτονόητα, χρειάζεται να αλλάξει οπωσδήποτε η ατζέντα των δύο κομμάτων της κεντροαριστεράς, αν βεβαίως θέλουν να διασωθούν, αλλά κυρίως να διασώσουν τις αναγκαίες (κατά τη γνώμη μου) αξίες και αρχές της σοσιαλδημοκρατίας.

Με τα σημερινά δεδομένα, αν η κυβέρνηση κατορθώσει να μη γίνουμε Αργεντινή, πράγμα που ελπίζω να εύχεται η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, έστω και αν οι Τσίπρας, Καμμένος και χρυσαυγίτες εύχονται το αντίθετο, τότε την επιτυχία θα την πιστωθεί μόνο ο χώρος της κεντροδεξιάς. Πράγμα βεβαίως που από μόνο του είναι εντός του πολιτικού παιγνιδιού και δεν είναι τόσο ανησυχητικό για τη Δημοκρατία, αν και θα μπορούσε να είναι ανησυχητικό για το κράτος πρόνοιας.

Αν πάλι «δώσει ο Θεός» και γίνουμε Αργεντινή, όπως ο κύριος Τσίπρας εύχεται, αν δηλαδή ζήσουμε τον εφιάλτη που λέγεται χρεοκοπία της Αργεντινής ο πρώτος ωφελημένος ίσως είναι ο Τσίπρας, αλλά σίγουρα ο τελευταίος θα είναι το ραγδαία αναπτυσσόμενο φίδι του ελληνικού νεοναζισμού.
Τι κάνει όμως σήμερα το ΠΑΣΟΚ πρωτίστως και δευτερευόντως η ΔΗΜΑΡ, για να αποφύγουν την κατάρρευση που τους απειλεί; Κοιτάνε να υπερασπίσουν το παρελθόν και το παρόν τους, νομίζοντας πως έτσι εξασφαλίζουν το μέλλον τους. Επειδή όμως δεν ενδιαφέρονται να παρουσιάσουν ένα κοινό σχέδιο μεταρρυθμίσεων του παραγωγικού ιστού της χώρας, το μόνο που κάνουν είναι να κόβουν το σχοινί πάνω στο οποίο κάθονται. Μάλλον πιο σωστό θα ήταν να γράψω πως νομίζουν ότι το παρελθόν και το παρόν τους θα σώσει το μέλλον τους.

Γι’ αυτό και η μεν ΔΗΜΑΡ, σ’ ένα κλίμα κομματικού μικρομεγαλισμού και μερικής αλαζονείας, ασχολείται μόνο με την «ανεύρεση ισοδυνάμων» και τη δήθεν τήρηση των προγραμματικών της δεσμεύσεων, μερικά δε στελέχη της απορρίπτουν οποιονδήποτε δηλώνει σοσιαλδημοκράτης, αλλά προέρχεται από το χώρο του ΠΑΣΟΚ. Η ΔΗΜΑΡ δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την ανασυγκρότηση της ευρύτερης δημοκρατικής, ανανεωτικής και σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς, εγκλείοντας έτσι το πολιτικό της μέλλον στο παρόν της.

Το δε ΠΑΣΟΚ κάνει κάτι χειρότερο, εγκλείει το δικό του μέλλον στο παρελθόν του. Το ΠΑΣΟΚ, αντί να χρησιμοποιήσει την 3η του Σεπτέμβρη ως αφορμή για να δοθεί μεν ο απαραίτητος φόρος τιμής στις δημοκρατικές εγκλήσεις αυτής της διακήρυξης, αλλά και για να αναζητήσει το μέλλον του στο χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, προσπαθεί να πείσει πως υπάρχει «ελπίδα» να ανακάμψει, αν επιστρέψει μερικώς στις «αρχέγονες» αξίες του. Κόβει έτσι τις δύο από τις εννιά ακτίνες του, αντί να κόψει τον ομφάλιο λώρο που το συνέδεε με το πελατειακό κράτος και τον αντικοινωνικό κρατισμό. Δεν αντιλαμβάνεται όμως πως αυτή η επιστροφή για εκείνους που το ακολουθούσαν και τώρα το εγκατέλειψαν, έχει ήδη πραγματοποιηθεί από τον κύριο Τσίπρα, τον σημερινό αρχιμάστορα του λαϊκισμού και δεύτερο, πως ακριβώς εκείνα τα στρώματα που θα μπορούσαν σήμερα να το ακολουθήσουν, καθόλου δεν θέλγονται από την αρνητική πλευρά της διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη, από τον εθνικο-λαϊκισμό. Τα δυναμικά κοινωνικά στρώματα, αλλά και τα αδύναμα στρώματα που θα είχαν να ωφεληθούν πάρα πολύ από την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, καθόλου μα καθόλου δεν βλέπουν το μέλλον τους στο παρελθόν του ΠΑΣΟΚ και τη μικρομεγαλιστική αυτάρκεια του παρόντος της ΔΗΜΑΡ και των πολιτικών κινήσεων. Με τήρηση κάποιων προϋποθέσεων (που κυρίως αφορούν τη σύνθεση του πολιτικού προσωπικού), θα μπορούσαν να δουν το μέλλον τους σε μια ελληνική εκδοχή της ιταλικής Ελιάς, αν με τη σειρά της αυτή η ελληνική Ελιά υποστήριζε τρεις μεγάλους στόχους:

- Την αναδιανομή πόρων από το συντεχνιακό κράτος – βιομήχανο, το κράτος των ΔΕΚΟ και των οριζόντιων επιδομάτων (από τα οποία κυρίως επωφελούνται οι γνωρίζοντες και όχι οι έχοντες ανάγκη), στο αναγκαίο κράτος πρόνοιας και παροχής υπηρεσιών στους τομείς υγείας, παιδείας, κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής ειρήνης.

- Τη λειτουργία ενός δημόσιου χώρου που θα εκτείνεται τόσο, όσο είναι αναγκαίο για να δίνει ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες στους πολίτες που εργάζονται στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα.

- Τη διαμόρφωση πολιτικών άρσης των μεγάλων ανισοτήτων μέσα από την ενίσχυση του ιδιωτικού επιχειρηματικού πνεύματος και πρωτοβουλίας και τον δημοκρατικό και κοινωνικό έλεγχό τους. Απώτερος στόχος θα είναι η δημιουργία ιδιωτικού πλούτου που τμήμα του θα αναδιανέμεται, μέσω αντίστοιχων φορολογικών πολιτικών, στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Αυτή η αναδιανομή θα είναι δίκαιη και για το επιχειρηματικό κεφάλαιο, γιατί αυτό δεν θα έχει απέναντί του ένα κράτος Λεβιάθαν, αλλά ένα ευλύγιστο και λειτουργικό, αντιγραφειοκρατικό κράτος. Εξάλλου είναι ακριβώς το γραφειοκρατικό και συντεχνιακό κράτος και όχι το δημόσιο γενικά που δεν επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να αναπτυχθεί. Ένας ιδιωτικός τομέας που θα οφείλει τη δυναμική του ανάπτυξη στη στήριξη του κράτους, δεν θα δυσκολεύεται να πληρώνει και τους αναλογούντες φόρους. Τα διεθνή παραδείγματα πολλά.

Θα μπορούσα να καταθέσω και άλλες προτάσεις, το έχω άλλωστε κάνει από εδώ και αλλού, αλλά εδώ θέλω να δώσω μόνο το στίγμα των πολιτικών που θα πρέπει να ακολουθήσει η ελληνική σοσιαλδημοκρατική Αριστερά, αν θέλει να επιβιώσει της κρίσης.

Εκτός όμως από ένα πρόγραμμα για το μέλλον και όχι τους ύμνους προς το παρελθόν, το οποίο εξάλλου δεν είναι και τόσο πετυχημένο, χρειάζεται και μια ανασύνθεση του πολιτικού προσωπικού. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι εμμονές σε προσωπικές στρατηγικές, που κάθε λίγο και λιγάκι αλλάζουν, οι προσκολλήσεις στα όποια κομματικά κεκτημένα (αλήθεια ποια, αυτά του 8% για το ΠΑΣΟΚ και του 4% για τη ΔΗΜΑΡ;), οι παραγοντισμοί μερικών πολιτικών κινήσεων, αποτελούν τον ασφαλέστερο δρόμο προς την ανυποληψία. Το σύνθημα που πρέπει να ενστερνισθούν όλες ανεξαιρέτως οι εκφάνσεις της ελληνικής «παρούσης» και μελλοντικής σοσιαλδημοκρατίας, είναι μόνο ένα: Ελιά τώρα!

Ο δρόμος είναι δύσκολος, αλλά η προϋπόθεση για την επιτυχία του είναι να μη κοιτάξουμε πίσω. Γιατί πίσω βρίσκονται μόνο τα απολιθώματα της κρατικίστικης και λαϊκιστικής Αριστεράς, ενώ βεβαίως μπροστά βρίσκεται η φιλελεύθερη και ανανεωτική σοσιαλδημοκρατία, η οποία έχει πάντοτε ανοικτό μέτωπο κατά του νεοφιλελευθερισμού. Μάλλον πιο σωστό είναι να πω, ότι τάσσεται εναντίον οποιουδήποτε αρνείται την αναγκαιότητα του κράτους πρόνοιας, της δίκαιης αναλογικής φορολογίας και κυρίως της διαρκούς πάλης κατά των ανισοτήτων, τις οποίες γεννά η απαραίτητη αλλά μη επαρκής οικονομία της αγοράς.
 
Του Γιώργου Σιακαντάρη, από μεταρρύθμιση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου