"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

29 Δεκ 2013

Η πολιτική του μίσους


Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, από την εφημερίδα Μακεδονία

Το βιώνουμε μιλώντας με φίλους και γνωστούς, που έως πρόσφατα μοιραζόμασταν παρόμοιες απόψεις.
Όσοι επιμένουμε να αντιμετωπίζουμε την κρίση με μετριοπάθεια, αναζητώντας απαντήσεις, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι έφταιξε, ερευνώντας και τις δικές μας ευθύνες, πολύ συχνά συναντάμε ανθρώπους με απόλυτες βεβαιότητες, που συνήθως συνοδεύονται από μίσος.
Για αυτή την κατηγορία των συμπολιτών μας πάντοτε φταίνε οι “άλλοι” για την κρίση. Η Μέρκελ, το μνημόνιο, οι πουλημένοι πολιτικοί, το “σύστημα”. Ειδικά για τους “μνημονιακούς” πολιτικούς, τους μισούν γιατί είναι προδότες, πουλημένοι, γερμανοτσολιάδες, εχθροί της πατρίδας, όργανα ξένων συμφερόντων. Το μόνο που τους αξίζει είναι κρεμάλες. Πίσσα και πούπουλα.
Εκείνο που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη είναι ότι αυτός ο λόγος του μίσους έχει αριστεροδέξια προέλευση. Κάποτε ήταν εύκολο σε μία πολιτική συζήτηση να διακρίνεις σε ποια πολιτική οικογένεια ανήκει ο συνομιλητής. Τώρα είναι σχεδόν αδύνατο. Ο φαιοκόκκινος εθνικολαϊκισμός είναι το νέο πνεύμα των καιρών.
Ο λόγος του μίσους αναπαράγεται σ’ ένα διαρκές σπιράλ. Λειτουργεί ως ναρκωτικό σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, τον πολλαπλασιάζουν λαϊκιστές πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης, εγκαθίσταται ως βεβαιότητα στον “κοινό νου” και αποκτά διαστάσεις αυτονοήτου.

Οι άνεργοι και η κρίση
Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Η εύκολη απάντηση είναι ότι σε μια χώρα με 1,5 εκατομμύριο ανέργους είναι φυσιολογικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό το στερεότυπο δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Εάν ίσχυε, τότε θα έπρεπε να παρατηρείται, λιγότερο ή περισσότερο, και στις υπόλοιπες χώρες σε κρίση και σε μνημόνιο. Στην Κύπρο, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, πουθενά δεν υπάρχει αυτό το φαινόμενο.
Επιπρόσθετα, εάν ίσχυε, τότε οι άνεργοι συμπολίτες μας θα έπρεπε να υπερεκπροσωπούνται στα κόμματα που αναπαράγουν και διαχέουν συστηματικά τον λόγο του μίσους. Στη Χρυσή Αυγή, τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Σε μια χώρα με 30% ανέργους, οι άνεργοι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είναι μόλις το 17% του συνόλου των ψηφοφόρων της, σύμφωνα με πρόσφατη σφυγμομέτρηση της GPO. Παρόμοια υποεκπροσώπηση παρατηρείται και στα υπόλοιπα “αντισυστημικά” και αντιμνημονιακά κόμματα.

Μία απόπειρα εξήγησης
Αντίθετα, ο λόγος του μίσους συναντιέται συχνά σε αυτό που συμβατικά αποκαλούμε “μέση τάξη”. Στους ελεύθερους επαγγελματίες, στους αυτοαπασχολουμένους επιστήμονες, στη δημοσιοϋπαλληλική τάξη. Κοινό χαρακτηριστικό του μεγαλύτερου μέρους αυτής της τάξης είναι το προστατευμένο καθεστώς που απολάμβαναν επί δεκαετίες. Ακριβώς για αυτό το λόγο αντιδρούν, μέχρις εσχάτων, σε κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης που θίγει έστω και ελάχιστα από τα κεκτημένα τους. Φαντασιώνονται ότι μπορούν να διατηρήσουν τα σοβιετικού τύπου προνόμια που απολάμβαναν και αδυνατούν να κατανοήσουν ότι το προστατευτικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης δεν είναι βιώσιμο. Είναι οι προνομιακοί δέκτες και πολλαπλασιαστές του λόγου του μίσους.
Από τη στιγμή που υπάρχει ο προστατευτικός βιότοπος για την πολιτική του μίσους, οι λαϊκιστές δεν έχουν κανένα δισταγμό να καλλιεργήσουν το εύφορο έδαφος, να υποσχεθούν στους πάντες τα πάντα και να γίνουν η ηχώ της φωνής του μίσους. Το ότι η πολιτική του μίσους οδηγεί στο μίσος για την ίδια την πολιτική, ελάχιστα τους απασχολεί. Ο λόγος του μίσους είναι ο προθάλαμος για την αποδοχή της πολιτικής βίας και για τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Ο εκτσογλανισμός της ελληνικής κοινωνίας στον οποίο πρόσφατα αναφέρθηκε πολιτικός αρχηγός είναι πταίσμα μπροστά στο συνολικότερο πρόβλημα.
Εδώ βρίσκεται ένα κορυφαίο πρόβλημα στην Ελλάδα της κρίσης. Σε άλλες χώρες, αλλά και στην Ελλάδα σε άλλες εποχές, σε συνθήκες κρίσης, η μέση τάξη ήταν η κοινωνική ομάδα που σήκωνε το βάρος της ανασυγκρότησης της χώρας και της κοινωνίας. Στην παρούσα κρίση είναι το βαρίδι της ανασυγκρότησης, δίνοντας μια, μέχρις εσχάτων, μάχη για τη διατήρηση των προνομίων της, επιστρατεύοντας ανορθολογικές συμπεριφορές που δεν προτείνουν τίποτα το συγκεκριμένο.
Όσο ο λόγος του μίσους κυριαρχεί στην πολιτική και την κοινωνική ζωή, η πιθανότητα διάσωσης της χώρας θα μοιάζει με μακρινή προοπτική.
 

28 Δεκ 2013

Ευκαιρία να φτιάξουμε το κράτος που χάσαμε όταν σκότωσαν τον Καποδίστρια

Δημήτρης Νανόπουλος Φυσικός, Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

Συνέντευξη στον Γιώργο Βαϊλάκη, από την imerisia.gr

Κύριε Νανόπουλε, σήμερα βιώνουμε το τέλος μιας εποχής. Ποιες είναι οι συνέπειες στην Ελλάδα;

«Το τέλος μιας εποχής αποδίδει απόλυτα αυτό που βιώνουμε τώρα. Εύχομαι και ελπίζω ότι όλοι συνειδητοποιούμε, είτε έχουμε φταίξει είτε δεν έχουμε φταίξει, ότι κάτι δεν πήγε καλά όλα αυτά τα χρόνια. Πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι όπως πηγαίναμε δεν μπορούμε να συνεχίσουμε- έτσι στον αέρα. Και ότι από εδώ και πέρα έχουμε την ευκαιρία να χτίσουμε ένα πραγματικό, σύγχρονο, δυτικό κράτος. Εκείνο, δηλαδή, το κράτος που δεν χτίσαμε από τότε που σκοτώσαμε τον Καποδίστρια».

Εμείς τι κάναμε λάθος ως κοινωνία; Ποιες αιτίες μας έφεραν σε αυτήν την οικονομική κρίση και στα Μνημόνια; Υπήρχε εναλλακτική λύση;
«Δεν εκμεταλλευτήκαμε ήδη από την εποχή που μπήκαμε στην ΕΟΚ τα κονδύλια που μας δίνανε για επενδύσεις, για υποδομές. Νομίζαμε ότι είναι οι κουτόφραγκοι και εμείς τους κοροϊδεύουμε. Αυτή ήταν μια πάρα πολύ μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε. Ο κόσμος ήταν τότε ενωμένος, υπήρχε όραμα, υπήρχε ελπίδα. Αλλά έγινε μία κάκιστη χρήση των πόρων. Εστω και αν δεν το έκαναν ηθελημένα, τους ενδιέφεραν μόνο οι ψήφοι. Από εκεί και μετά, ο καθένας έβαλε το λιθαράκι του στην καταστροφή. Οσο για τα Μνημόνια; Νομίζαμε και πάλι ότι τους κοροϊδεύαμε. Πηγαίναμε και υπογράφαμε μόνο για να κερδίσουμε χρόνο και μετά δεν κάναμε τίποτα. Δεν είναι, όμως, τα πράγματα έτσι. Πρέπει να δούμε, επιτέλους, τι μπορούμε να κάνουμε τώρα».

Είχατε πει παλιότερα ότι «η κβαντική φυσική είναι ένα είδος παραλόγου, με την έννοια ότι ξεφεύγει από τα όρια της καθεστώσας λογικής». Πιστεύετε ότι αυτή η απότομη ανατροπή που ζούμε σε σχέση με αυτά που ξέραμε, συνάδει με τη λογική ή έχει κυριαρχήσει το παράλογο;
«Εχει κυριαρχήσει το θέατρο του παραλόγου. Πάντως, δεν θυμάμαι χώρα στον δυτικό κόσμο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να έχει περάσει τέτοια κρίση. Θέλει πάρα πολύ σκέψη και δύναμη για να δούμε πώς μπορούμε να ξεφύγουμε. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ζούμε σε μία κβαντική πολιτική κατάσταση όπου κυριαρχεί η αρχή της αβεβαιότητας και της απροσδιοριστίας. Χάσαμε τα αβγά και τα πασχάλια. Εχουμε αποδείξει στην πράξη ότι η κβαντική φυσική δεν δουλεύει μόνο στον μικρόκοσμο, αλλά δουλεύει και στον... ελληνικό μακρόκοσμο».

Οι ιστορικοί του μέλλοντος σε ποια στοιχεία του παρόντος θα πρέπει να καταφύγουν για να μας καταλάβουν καλύτερα; Για παράδειγμα, οι Ελληνες δεν φημιζόμαστε για την ικανότητα να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, ακόμα και όταν ο κίνδυνος είναι ορατός.
«Οι Ελληνες το έχουμε αυτό από την αρχαιότητα. Ολος ο Ομηρος έχει γραφτεί για αυτό, για τις αψιμαχίες μεταξύ των Ελλήνων. Αλλά να το επικαλούμαστε σαν χαρακτηριστικό μας είναι λάθος. Τι πάει να πει έτσι είμαστε εμείς οι Ελληνες, τσακωνόμαστε. Τότε να σταματήσουμε να υπάρχουμε σαν έθνος. Ας κάνουμε κάτι άλλο. Εάν δεν μπορούμε να μονιάσουμε, εάν δεν μπορούμε να καταλάβουμε τους κινδύνους που έχουμε μπροστά μας, τότε τι να πω. Εχουμε φύγει από την εποχή που γίνονταν οι πόλεμοι και οι κατακτήσεις με την μπότα. Είχα πει πριν από τρία χρόνια ότι πάμε για οικονομικό ναζισμό, ότι ο Νότος θα κινδύνευε να γίνει ένα είδος προτεκτοράτου. Θέλω όμως να πω και κάτι άλλο: έχουν κατορθωθεί ορισμένα πολύ σημαντικά πράγματα από τον ελληνικό λαό. Και τώρα περιμένω να δω τους κυρίους από την κεντρική Ευρώπη πώς θα μας συμπεριφερθούνε. Πρέπει να δείξουν αλληλεγγύη, να υπάρξει ελάφρυνση ώστε να μπορέσει η κυβέρνηση, η όποια κυβέρνηση, να μη σκέφτεται μόνο τα χρέη. Τα γόνατά μας είναι ματωμένα. Ασε να σηκωθούμε λίγο πάνω».

Ποιο θεωρείτε το πιο επικίνδυνο φαινόμενο στην Ελλάδα της κρίσης;
«Την απαισιοδοξία. Ενώ οι Ελληνες είμαστε από τη φύση μας αισιόδοξοι, δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε τόση διάχυτη απαισιοδοξία. Είναι τραγικό. Ο κόσμος έχει γίνει καταθλιπτικός, πέρα από την παράνοια η οποία υπάρχει. Αλλά για να αλλάξει αυτό, πρέπει να παρέλθει η οικονομική κρίση, η οποία όμως είναι αποτέλεσμα και έλλειψης παιδείας. Και παιδεία δεν εννοώ το να έχεις πτυχία. Παιδεία είναι και το να πληρώνεις φόρους. Γιατί κανένας δεν πλήρωνε φόρους».

Υπάρχουν περιθώρια για αισιοδοξία; Πιστεύετε ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να ανακάμψει σε ορατό ορίζοντα;
«Τελευταία έχει ανάψει λίγο μέσα μου η φλόγα της αισιοδοξίας ότι θα γλιτώσουμε. Αλλά πρέπει όλοι να βοηθήσουνε πέρα από τα μικροκομματικά οφέλη. Διότι εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα 'ρθεις».

Τι συμβουλεύετε τους νέους για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην εποχή τους;
«Εγώ θα έφευγα. Ξέρω ότι ακούγεται βαρύ, αλλά πώς μπορώ να πω σε έναν νέο άνθρωπο να μείνει; Εχει ξαναγίνει αυτό μετά τον Εμφύλιο που έφυγαν τα καλύτερα μυαλά και πήγαν στο Παρίσι - ο Καστοριάδης, ο Ξενάκης, ο Πουλαντζάς ή και στη χούντα που έγινε κάτι αντίστοιχο. Και έμειναν στην Ελλάδα μετριότητες και κάτω. Είναι το φαινόμενο Σαλιέρι: έχουνε μια εξυπνάδα, αλλά είναι ατάλαντοι. Ο Σαλιέρι είχε το μυαλό να καταλάβει την ιδιοφυΐα του Μότσαρτ και γι' αυτό τον μισούσε τόσο πολύ. Φταίει όμως και ο κόσμος που επέτρεψε στους ?Σαλιέρηδες? να σκοτώνουν τους Μότσαρτ. Η Ελλάδα είναι γεμάτη τέτοιους, ακόμα και σήμερα. Και δεν αφήνουν περιθώρια για δημιουργία. Κοιτάξτε τι γίνεται. Πέστε μου εσείς σε ποια άλλη χώρα του κόσμου το μεγαλύτερο πανεπιστημιακό ίδρυμα θα μπορούσε να είναι επί δυόμισι μήνες κλειστό, επειδή μια ομάδα το αποφάσισε. Δεν έχει καμία σημασία εάν έχουν δίκιο ή όχι. Αλλιώς πρέπει να διεκδικείς το δίκιο σου. Δεν γίνεται σαράντα άτομα να κλείνουν το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ισως οι Ελληνες του εξωτερικού να κρατάνε τη δάδα της Ελλάδας πιο αναμμένη από τους Ελληνες εδώ πέρα».

Ενας συγγραφέας και πανεπιστημιακός δάσκαλος εξακολουθεί να ασκεί επίδραση στον κόσμο;
«Ναι. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρέπει να θέλουμε με αυτά που λέμε να γίνουμε αρεστοί. Πρέπει με αυτά που λέμε, να προσπαθούμε να βοηθήσουμε τον κόσμο να προχωρήσει. Να κάνουμε τον κόσμο να σκεφτεί. Και όχι τάχα να προτείνουμε έτοιμες λύσεις. Είναι αυτό που λένε οι Κινέζοι για το ψάρι: ότι δεν δίνεις σε κάποιον έτοιμο ψάρι, αλλά του μαθαίνεις να ψαρεύει».

Ενας νέος Διαφωτισμός
Ποια πράξη θεωρείτε επαναστατική σήμερα;
«Νομίζω ότι είναι η πνευματική επανάσταση και η αγωγή που μπορούνε να αλλάξουν τον κόσμο. Πρέπει να σπάσουν τα δεσμά τα αόρατα που κρατάνε τον κόσμο καθηλωμένο και να καταλάβουμε ότι μπαίνουμε σε μία νέα εποχή. Η τεχνολογία και η επιστήμη έχουν κάνει μεγάλη πρόοδο και έχουν φέρει τον άνθρωπο σε ένα καινούργιο, φωτεινό μέρος, το οποίο δυστυχώς δεν το έχει αντιληφθεί ο κόσμος. Πρέπει ο κόσμος να προχωρήσει με ορθολογισμό, πάνω σε δεδομένα και να φτιάξουμε μια καινούργια κοινωνία. Αυτό είναι το όνειρό μου και το όραμά μου. Όπως ο Διαφωτισμός είναι ένα αποτέλεσμα του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου και του Κοπέρνικου, διότι ο Βολταίρος ήταν μαθητής, και έφεραν την πραγματική επανάσταση, έτσι και σήμερα πρέπει να γίνει ένας νέος Διαφωτισμός μέσα από την τεράστια εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας».

ΜΙΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΡΟΜΟΥ
Η τραγωδία μας κρύβει τη σωτηρία μας
Πιστεύετε ότι αυτή τη στιγμή λείπουν οι πολιτικοί ηγέτες από την Ελλάδα, αλλά και από την υπόλοιπη Ευρώπη;
«Η πολιτική, πια, έχει αλλάξει σε σχέση με αυτό που γνωρίζαμε. Αλλά λόγω της παγκοσμιοποίησης στα οικονομικά, τα πράγματα έχουν γίνει εξαιρετικά περίπλοκα για τις πολιτικές αποφάσεις. Εδώ βλέπετε ότι τραντάχτηκε ολόκληρη Ευρωζώνη από μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα. Στις παλιές εποχές δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Θα λέγανε πτωχεύστε εσείς και όλα είναι μια χαρά. Αυτό που ήταν η τραγωδία μας κρύβει και τη σωτηρία μας. Η εξάρτηση που έχουν από μας και η εξάρτηση που έχουμε από αυτούς δημιούργησαν μία ισορροπία τρόμου. Ίσως θα έπρεπε να το είχαμε εκμεταλλευτεί καλύτερα αυτό. Θα έπρεπε όμως να είχε υπάρξει μία στήριξη απ' όλα τα κόμματα. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο. Και πραγματικά λυπάμαι, δεν το 'χω ξαναδεί αυτό το πράγμα».

26 Δεκ 2013

Η Ελλάδα που δεν θέλει να αλλάξει

Του Λεωνίδα Καστανά, από την athensvoice
H Ελλάδα δεν θέλει να αλλάξει. Η άποψη αυτή παγιώνεται σιγά αλλά σταθερά τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Είναι απόφαση μιας μερίδας του επιχειρηματικού κόσμου, σχεδόν σύσσωμου του πολιτικού συστήματος και ενός πλειοψηφικού τμήματος των πολιτών ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος ή κομματικής προτίμησης. Το μεγαλύτερο διακύβευμα του επόμενου χρόνου είναι η παραμονή στο Euro. Ισχυρές δυνάμεις θα προσπαθήσουν να μας βγάλουν από το σκληρό πυρήνα της ΕΕ, ενώ ήδη στην Ευρώπη ωριμάζει η ιδέα ότι η έξοδος της Ελλάδας είναι προς το συμφέρον των υπόλοιπων λαών της. Οι Ευρωεκλογές που έρχονται θα καταγράψουν την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού.
Η Ελλάδα δεν θέλει να αλλάξει τις κρατικές δομές της, την παραγωγική της βάση, το πολιτικό της σύστημα, τη λειτουργία της Δημοκρατίας της. Δύσκολα πράγματα, αλλά τρία χρόνια τώρα δεν κάνει σχεδόν τίποτα γι΄ αυτά. Και ό,τι μικροαλλαγές επιτυγχάνει υπό την πίεση της Τρόικας φροντίζει να τις ακυρώνει στην επόμενη στροφή. Στην Ελλάδα σπανίζουν οι νέες πολιτικές και επιχειρηματικές εφεδρείες που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν το λαό της, να αλλάξουν, «εδώ και τώρα», το υπόδειγμα, να την ξεκολλήσουν από το τέλμα. Υπάρχουν, αλλά είναι ακόμα αδύναμες. Είτε είναι πολύ εστέτ, είτε βαριούνται, είτε έχουν άλλα ενδιαφέροντα.
Κρατικοδίατοι, χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες και πολύχρωμες φυλές του Δημοσίου, αφού ξεπέρασαν το πρώτο σοκ της κρίσης, αναδιοργανώνονται και προετοιμάζονται για την επόμενη μέρα. Η λαϊκή δυσαρέσκεια λόγω των οριζόντιων μέτρων και της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής, η ανέχεια και η καλπάζουσα ανεργία, κυρίως των νέων, οπλίζει όλους αυτούς που θεωρούν ότι έχουν συμφέροντα από μια απομονωμένη, φτωχή Ελλάδα, μακριά από τον διεθνή ανταγωνισμό. Είναι όλοι αυτοί που έχουν επενδύσει ή παρκάρει τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Και είναι πολλοί, όπως ξέρετε. Πιστεύουν ότι αύριο θα διαχειρίζονται μεν μια κατεστραμμένη χώρα, αλλά μια χώρα που θα τους ανήκει ολοκληρωτικά, ελπίζοντας να χτίσουν και πάλι τις αυτοκρατορίες τους επί των ερειπίων. Με όχημα πάντοτε το κράτος, σχεδιάζουν να αγοράσουν ό,τι πουλιέται σε τιμή ευκαιρίας και με όπλο τον πληθωρισμό να σπρώξουν τους πολίτες στην απόλυτη εξαθλίωση και τους εαυτούς τους στην κορυφή. Αυτό είναι το σχέδιο του ελληνικού κρατικοδίαιτου, διεφθαρμένου καπιταλισμού και των πολιτικών του συμμάχων. Η Ελλάδα, τραυματισμένη βαριά από την κρίση, τους δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Όλοι αυτοί εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι μόνο. Η προσήλωση της Αριστεράς στον εργαλειακό χαρακτήρα του κράτους, ο δομικός συντηρητισμός και η δυσανεξία της στην ελεύθερη αγορά, γίνονται σήμερα σύμμαχοί τους. Η ιδεολογία του εθνολαϊκισμού, οι θεωρίες διεθνούς συνωμοσίας, το αντιευρωπαϊκό DNA και η νομιμοποίηση της βίας που καλλιεργήθηκαν εντατικά, την προηγούμενη περίοδο από την Άκρα Αριστερά και την Άκρα Δεξιά, δημιουργούν το ιδανικό υπόστρωμα για την ανάπτυξη τέτοιων σχεδίων. Ωθούν την κοινωνία μας να πάρει τη μεγάλη απόφαση, να ζητήσει πια μόνη της την έξοδο από το Euro ή να συγκατανεύσει σε μια ανάλογη εξέλιξη ως απότοκο ενός δήθεν ατυχήματος. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει προηγούμενο χώρας που επέστρεψε από το Euro στο εθνικό της νόμισμα και συνεπώς είναι «άγνωστες» οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, βοηθά την προσπάθεια των εραστών της δραχμής να πείσουν τους απελπισμένους, τους χαμένους, αλλά και τους πονηρούς, που αναζητούν μια ευκαιρία να ρεφάρουν.

21 Δεκ 2013

Είσαι το ταίρι μου

Της Βένας Γεωργακοπούλου, Eφημερίδα των Συντακτών (αναδημοσίευση από την πολιτική επιθεώρηση)

Τι τους έπαιρνα τοις μετρητοίς; Γιατί κάθε φορά που άνοιγαν το στόμα τους φανταζόμουνα τον καπιταλισμό να σωριάζεται, πρώτα εδώ, μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη και όπου φύγει φύγει αυτούς τους φρικτούς τραπεζίτες, που είδα με τα ίδια μου τα μάτια να παίζουν τα παιχνιδάκια τους στο «Capital» του Γαβρά; Άνθρωποι σαν κι εμάς είναι οι οικονομικοί εγκέφαλοι του ΣΥΡΙΖΑ, ο γλυκούλης ο Σταθάκης και ο ζωηρούλης ο Ευκλείδης. Όσους Τσε Γκεβάρα και να κολλάνε ακόμα στα γραφεία τους για να παρατείνουν την εφηβεία τους, το κάνουν το κουμάντο τους.

 Όταν, ας πούμε, έχουν λεφτά (που έχουν, και να τα χαίρονται, να βοηθάνε και κάνα συγγενή και φίλο σ” αυτή τη δύσκολη εποχή) τα βγάζουν στο εξωτερικό. Τα ποντάρουν σε funds (μη με ρωτήσετε τι σημαίνει η λέξη, δεν είμαι Βαρουφάκης) που θα τα προσέξουν και θα τα αυγατίσουν. Δίνουν και σε μας τους άσχετους και κάνα tip. Δηλαδή, όταν εγώ αποκτήσω ποτέ τα χρήματα που μου χρωστάει η Μάνια Τεγοπούλου (όχι σαν τον τυχερό τον Τσουκαλά, που τα πήρε ατάκα και επί τόπου από τον Ολλανδό εργοδότη του και δεν έχει να τρέχει σε δικηγόρους και ειρηνοδίκες), την BlackRock θα προτιμήσω. Έχει και καλλιτεχνικό ονοματάκι.

Κι ούτε θα ξαναπεταχτώ από την ντροπή στον ύπνο μου επειδή καθυστερώ να πληρώσω την εφορία. Αν αυτοί κοιμούνται του καλού καιρού που, βουλευτές, άνθρωποι της αριστεράς και της προόδου, δεν ακούνε τον Στουρνάρα που μάλλιασε η γλώσσα του να μας εκλιπαρεί να μην αποσύρουμε τις οικονομίες μας (λέμε τώρα) από τις ελληνικές τράπεζες, ούτε να τις βάλουμε κάτω από τους σουμιέδες, γιατί να νιώθω εγώ τέτοιο μίασμα; Γιατί να φορτώνομαι μόνη μου τα άδεια ταμεία του κράτους και κάθε φορά που τα αναφέρει η τηλεόραση να αλλάζω πανικόβλητη κανάλι;

Κι ούτε θα ξαναμπερδευτώ στις εκλογές. Όπως στις προηγούμενες, που μόνο που δεν λιποθύμησα μέσα στο παραβάν και κοψοχόλιασα τη δικαστική αντιπρόσωπο. Υπολογίστε με κι εμένα στο εξής στην παράσταση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Αν η Κεντροαριστερά τα κάνει μούσκεμα και κολλήσει στους 58 της νοματαίους, κι ας ανακάλυψε κατόπιν εορτής τον Βενιζέλο ο Μαργαρίτης, θα πάω σούμπιτη κι εγώ στην ήδη υπάρχουσα. Του Τσίπρα. Μου κλείνει πια το μάτι. Βρε χαζό, λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα.

Με έναν, όμως, όρο. Τους πλούσιους και κοσμοπολίτες της τους καμαρώνω. Ακόμα και η διγλωσσία τους έχει κάτι το αρχοντικό, σαν τους Βρετανούς ευγενείς του ωραίου μυθιστορήματος που διαβάζω, που έκαναν πατ πατ στον ώμο των κολίγων τους. Εκεί που τα στυλώνω μουλαρίσια και ξυπνάει μέσα μου ο αντιπασοκισμός, που μου ταλάνισε νιάτα και στομάχι, είναι στα ρετιρέ (έτσι δεν τα λέγαμε;) που πήγαν και καπέλωσαν τη χαμοκέλα του Αλέξη και την έκαναν ουρανοξύστη. Στον Τσουκαλά, βεβαίως βεβαίως, με τα μπόνους και την εθελούσια.

Δεν πάει να επικαλείται ακόμα και την εικασία του Γκόλντμπαχ. Συντεχνία και μόνο συντεχνία μου βρομάει. Από αυτές που φάγανε τον Γιαννίτση, μάθανε τον Έλληνα να συγχέει την τσεπούλα και τον μικροαστισμό του με τα αριστερά ιδεώδη, κάνανε το κράτος μας λαμπόγυαλο κι όταν το ΠΑΣΟΚ, τραβάτε με κι ας κλαίω, δεν μπορούσε πια να τις κανακεύει, βρήκαν στοργή, προδέρμ και θέση στη Βουλή. Να “ναι καλά η Κουμουνδούρου που τιμά τις αγνές ελληνικές παραδόσεις.

18 Δεκ 2013

Η χλεύη του αξίζει

Του Κώστα Γιαννακίδη, από τους protagon.gr
Η χλεύη και η διαπόμπευση αρμόζουν στον Μιχάλη Λιάπη. Και ευτυχώς η λήθη, το καταφύγιο των δειλών, δεν του χαρίζεται εύκολα. Όμως τώρα ξεχάστε το όνομα και δείτε το πρόσωπο. Τι είναι ο Λιάπης; Και τι δεν είναι. Είναι οι σκιές των δεινών μας μέσα σε ένα προκλητικό βλέμμα. Γόνος ισχυρής οικογένειας που κατέκτησε αξίωμα και ισχύ λόγω ονόματος. Ευκατάστατος, δεν χρειάστηκε να εργαστεί ποτέ. Ο πλούτος για αυτούς τους ανθρώπους είναι όπως η αναπνοή και ο χτύπος της καρδιάς τους - μία ζωτική λειτουργία. Κράτησε στα χέρια του κάτι από τις τύχες της χώρας. Ήταν υπουργός Μεταφορών - αύξησε θεαματικά τα πρόστιμα για τις παραβάσεις στις οποίες υπέπεσε. Ήταν και υπουργός Πολιτισμού. Αν μη τι άλλο, η κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει αντιστοιχεί σε πολιτισμό που έχει τον Μιχάλη Λιάπη στην πολιτική του διαχείριση.
Ένας άνθρωπος με ισχυρούς φίλους. Έτρεξε στη σκιά όταν αποκαλύφθηκε η στενή σχέση που διατηρούσε με τον Μ. Χριστοφοράκο της Siemens. O Λιάπης συγκεντρώνει επάνω του πολλά από αυτά που μας έριξαν στα γόνατα. Οικογενειοκρατία, αναξιοκρατία, απληστία, βουλιμία, ιδιοκτησιακή σχέση με το κράτος, προνομιακή με τους νόμους, πελατειακή με τους ψηφοφόρους. Όσο και αν μας εξοργίζει αυτό που συνέβη, οφείλουμε να το εκτιμήσουμε ως μάθημα. Μας θύμισε τι έχει συμβεί στη χώρα, αλλά και τι πρέπει να συμβαίνει από εδώ και πέρα. Πριν από μερικά χρόνια ο Λιάπης θα κατέβαζε το φιμέ τζάμι και οι αστυνομικοί θα χαιρετούσαν σε στάση προσοχής. Τώρα έκαναν τη δουλειά τους όπως πρέπει. Όλο και περισσότεροι κάνουν τη δουλειά τους όπως πρέπει. Μας κόστισε, βέβαια, πολύ ακριβά. Όμως σε αυτή τη χώρα φθηνά είναι μόνο τα λόγια. 

16 Δεκ 2013

Απαντήσεις σε έναν φοιτητή μου

Του Γιώργου Παγουλάτου, από την Καθημερινή.

Έρχομαι συχνά αντιμέτωπος με τις ερωτήσεις και ανησυχίες των φοιτητών μου. O δικός μας πρύτανης δεν κατέβασε τα ρολά και οι υπάλληλοι απέργησαν με αξιοπρέπεια αφήνοντας το Πανεπιστήμιο ανοιχτό, άρα είχαμε φοιτητές. Η πρώτη κατηγορία ερωτήσεων έρχεται από τελειόφοιτους, που προβληματίζονται για τα επόμενα βήματά τους: «και τώρα τι κάνουμε;».

Οτιδήποτε κι αν κάνεις, μη μείνεις αδρανής, είναι η πρώτη απάντησή μου. Οι συγκυρίες μεγάλης ανεργίας έχουν ένα μόνο καλό: δίνουν χρόνο για να επεκτείνει κανείς τη μόρφωση, τις δεξιότητες και την κατάρτισή του. Αυτό είναι χρήσιμο, όποια κι αν είναι η μετέπειτα εξέλιξη. Στην Ιρλανδία και την Ισπανία, που είχαν μια φούσκα στεγαστική και καταναλωτική μεγαλύτερη από τη δική μας, πλήθος νέων πέρασαν κατευθείαν από το σχολείο σε καλά αμειβόμενες δουλειές (οικοδομή, εμπόριο) χωρίς να αποκτήσουν πανεπιστημιακή μόρφωση. Σήμερα θερίζονται από την ανεργία. Αλλά κι έξω από τις μεταπτυχιακές σπουδές, η δημιουργικότητα αναπτύσσεται σε θερμοκοιτίδες επιχειρηματικότητας και προσπάθειες καινοτομίας. Ή στον ευρύτατο κοινωνικό και εθελοντικό τομέα, όπου χιλιάδες άνθρωποι αποκτούν δεξιότητες μαζί με την ικανοποίηση της προσφοράς στον συνάνθρωπο.

«Να φύγω ή να μείνω»; Αυτό που θα ήταν ατομικά ωφέλιμο για ένα νέο που ψάχνει δουλειά δεν είναι απαραίτητα ωφέλιμο για τη χώρα. Αν η Ελλάδα αδειάσει από το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό της, τότε οι αναπτυξιακές προοπτικές διαγράφονται δυσμενείς. Oλο και λιγότεροι θα εργάζονται για όλο και περισσότερους συνταξιούχους, σε έναν συρρικνούμενο πληθυσμό. Η χώρα θα έχει χάσει τις ηλικίες των εικοσάρηδων και τριαντάρηδων. Κυρίως θα έχει χάσει αυτούς που εμπραγματώνουν ακριβώς την εργασιακή ηθική της ατομικής ευθύνης, του μόχθου και της στοχοθεσίας που τόσο χρειάζεται ο τόπος για να ανακάμψει. Πίσω θα έχουν μείνει οι κουρασμένοι, παραιτημένοι, μεμψίμοιροι κι αγριεμένοι.

Παρ’ όλα αυτά, η απάντηση που –υπό όρους– τείνω να δίνω στο ερώτημα είναι: «φύγε». Ορισμένες από τις καλύτερες ομάδες επαγγελματιών και τεχνοκρατών που διαθέτει η Ελλάδα, στα πανεπιστήμια, στην επιστήμη, στις επιχειρήσεις, παντού, ήρθαν κάποτε απέξω φέρνοντας μαζί τους πολύτιμη εμπειρία και τεχνογνωσία. Είμαστε κοινωνία χαμηλού επαγγελματισμού, με εργασιακά περιβάλλοντα όπου οι κανόνες εύκολα κάμπτονται και διεισδύουν τα προσωπικά, τα πελατειακά, η διαφθορά κι ο νεποτισμός. Οσοι προήλθαν από επιχειρήσεις και οργανισμούς της Δύσης συνήθως έμαθαν να κάνουν τη δουλειά καλύτερα, κι επιστρέφοντας έφεραν παραγωγική τεχνογνωσία και συνήθειες. Τέτοιος επαναπατρισμός ανθρώπινου κεφαλαίου ωφελεί τη χώρα. Επειδή η Ελλάδα είναι ελκυστικός τόπος για να ζει κανείς, σε σχέση με τις περισσότερες γκρίζες και βροχερές πόλεις της Εσπερίας, είναι βάσιμη η προσδοκία ότι πολλοί που φεύγουν σήμερα, κάποια στιγμή, όταν οι συνθήκες βελτιωθούν, θα επιστρέψουν. Αλλά κι όσοι μείνουν έξω, θα είναι χρήσιμοι, ενσωματώνοντας στα διεθνή τους δίκτυα συνεργάτες και φίλους που έμειναν στην Ελλάδα. Και πάντως αυτό σημαίνει μια ενιαία ευρωπαϊκή οικονομία: οι εργαζόμενοι μετακινούνται, ακολουθώντας την οικονομική συγκυρία.

Ο φοιτητής μου εδώ με περιμένει με πιο δύσκολη ερώτηση: η φυγή από την ευρω-περιφέρεια είναι απλώς μέρος μιας κυκλικής ύφεσης ή θα έχει πάγια χαρακτηριστικά; Είναι μια υψηλότατη ανεργία που θα περάσει ή το προανάκρουσμα μιας μόνιμα χαμένης γενιάς;

Δεν μπορείς εύκολα να κοντράρεις την παραδοχή που περικλείεται σε αυτό το ερώτημα. Αν η Ευρωζώνη συνεχίσει όπως είναι, αν κι εμείς ως χώρα δεν κάνουμε αυτά που πρέπει να γίνουν, τότε ναι, είναι μεγάλος ο κίνδυνος η Ελλάδα, ο Νότος, να παραμείνει για πάρα πολλά χρόνια με επίπεδα ανεργίας εφιαλτικά. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ανεξέλεγκτη δυναμική φαύλου κύκλου. Δεν είναι αυτή η μοίρα μας. Πρέπει να δημιουργούμε δουλειές στην Ελλάδα κι όχι να εξάγουμε ανέργους στη Γερμανία. Η χώρα χρειάζεται μια αναγέννηση εμπιστοσύνης και σταθερότητας ώστε να γίνει ελκυστική για επενδύσεις, διεθνείς και εγχώριες. Είναι πολλοί οι παράγοντες που πρέπει να συντρέξουν μαζί. Δεν είναι μόνο οι αυτονόητες μεταρρυθμίσεις, οικονομική εξυγίανση, πολιτική σταθερότητα, ή η μεγάλη ώθηση που οφείλει να δώσει η Ευρώπη. Είναι κι οι λιγότερο ορατές, αλλά γι’ αυτό και πιο επίμονες αντιστάσεις από τα κάτω, στάσεις και νοοτροπίες που πρέπει να παραμεριστούν.

Η δουλειά της ανοικοδόμησης χρειάζεται μακρό ορίζοντα, σχέδιο, επιμονή και υπομονή, κι όχι εύκολη διαμαρτυρία και μαξιμαλισμό. Χρειάζεται συνεργασία, πνεύμα συμβιβασμού κι επίλυσης προβλημάτων, ή λογική μεταρρυθμιστικής σύγκρουσης με συγκεκριμένες παθογένειες. Όμως στην κοινωνία ασκεί ακόμα την ιδιότυπη επιρροή της η κουλτούρα της επαναστατικής καταγγελτικότητας και της θεσμικής απαξίωσης. Είναι διάχυτη μια διαρκής ερωτοτροπία με τον εξιδανικευμένο ρομαντισμό της ριζικής ανατροπής. Αυτό δεν βοηθά ούτε την οικονομία ούτε την κοινωνία να ορθοποδήσει.

Βοηθά όμως να καταλάβουμε πώς, την ώρα που φοιτητές κι οι οικογένειές τους έβλεπαν απελπισμένοι το εξάμηνο να καίγεται, ο πρύτανης του μεγαλύτερου πανεπιστημίου της χώρας επέλεγε να λάμψει στη σκηνή παρισινού θεάτρου φορώντας ένα αυτοκρατορικό και συνάμα επαναστατικό κόκκινο σεντόνι.

15 Δεκ 2013

Σύνθεση για τη μεταρρύθμιση

Η Ελλάδα είναι μία χώρα σε μετάβαση. Τα επόμενα χρόνια δεν αρκεί να προωθήσουμε οριακές αλλαγές, αλλά αντίθετα να προσαρμόσουμε τους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς στις νέες συνθήκες του εσωτερικού και διεθνούς περιβάλλοντος.
Δυστυχώς όμως, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της σημερινής περιόδου αδυνατούν (ή αποφεύγουν σκοπίμως) να το αντιληφθούν. Στην αριστερά της οπορτουνιστικής ανευθυνότητας που εκφράζεται κύρια μέσα στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, δυσκολεύονται να αντιστοιχήσουν τις αυξημένες προσδοκίες που γέννησε η εκλογική εκτόξευση των ποσοστών τους με τους περιορισμούς της οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας.
 Στη (νέο)συντηρητική δεξιά, η παραδοσιακή εσωστρέφεια, πέρα από το να ερεθίζει τα φοβικά ανακλαστικά της κοινωνίας, δεν επαρκεί προκειμένου να διαμορφώσει μια σύγχρονη και προοδευτική Ελλάδα. Και οι δύο τους αναπαράγουν ένα κακέκτυπο του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος σε ένα κατώτερο σημείο ισορροπίας, ανίκανοι να συμβάλουν στην αλλαγή παραδείγματος της χώρας. Έτσι, το «Μνημόνιο» προσφέρει σε ορισμένους βολική δικαιολόγηση ώστε να μεταφέρουν αλλού την ευθύνη των εφαρμοζόμενων (επώδυνων) μέτρων και αλλαγών, ενώ για άλλους αποτελεί έναν εξίσου βολικό εξωτερικό αντίπαλο προκειμένου να υπεραμυνθούν των δυσλειτουργιών του πρόσφατου παρελθόντος.
 
Ο (μικρός) δικομματισμός τους είναι πολιτικά ασταθής, οικονομικά επιζήμιος και κοινωνικά αδιέξοδος. Το πολιτικό μας σύστημα απέτρεψε την χρεοκοπία, δεν εξασφάλισε όμως τη σωτηρία. Οι προκλήσεις που διαφαίνονται στον ορίζοντα υπερβαίνουν τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις των δανειστών μας.
 

Το κοινωνικο-οικονομικο και πολιτικο περιβαλλον που διαμορφώνεται, οριοθετεί το νέο πλαίσιο της πολιτικής. Γνωρίζουμε ότι, σε συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής υφεσης παρατηρείται ενίσχυση της πόλωσης με ενδυνάμωση των πολιτικών άκρων και συρρίκνωση του μεσαίου χώρου, διευρύνονται οι ανισότητες και αυξάνεται κατακόρυφα η ζήτηση για υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας, αυξάνονται οι κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στις μεταρρυθμίσεις καθώς τα οργανωμένα συμφέροντα επιδίδονται σε «πολεμο φθορας» και βέβαια, φθείρονται ταχύτατα οι κυβερνητικοί σχηματισμοί ως αποδέκτες της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Καθώς οι οικονομικές συνθήκες δεν πρόκειται να βελτιωθούν θεαματικά στο επόμενο διάστημα, μια ολοκληρωμένη πολιτική στρατηγική πρέπει να δομηθεί γύρω από τους παρακάτω άξονες:
 
-Διαμόρφωση του πλαισίου για το νέο ρόλο του κράτους. Το «λιτοδίαιτο» κράτος, το οποίο, με βασική του αρχή τη δημοσιονομική εγκράτεια, θα κάνει «περισσότερα με λιγότερα», μπορεί να συμβάλει στην ανάταξη της οικονομίας. Κλειδί αποτελεί η προσεκτική και λεπτομερής αξιολόγηση κάθε πτυχής των δημόσιων πολιτικών, περικόπτοντας τις λιγότερο αποτελεσματικές δαπάνες, ιεραρχώντας τους τομείς απελευθέρωσης των αγορών. Ακόμη, απαιτείται η μεταφορά του κέντρου βάρους των δημοσίων δαπανών απο τις υποδομές στις κοινωνικές επενδύσεις (ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, εκπαίδευση/κατάρτιση). Και βέβαια, οι δημόσιες πολιτικές πρέπει να χρηματοδοτηθούν απο ένα οικονομικά αποτελεσματικό και κοινωνικά δίκαιο, ανταποδοτικό και καθολικό φορολογικό σύστημα, με βάση τη διάκριση ανάμεσα σε «κερδισμένο» και «μη κερδισμένο εισόδημα».
 
-Ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού συστήματος κοινωνικής προστασίας. Απαιτείται το συντομότερο ο σχηματισμός ενός λειτουργικού «διχτυού ασφαλείας» που θα προστατεύσει τις πλέον ευαλωτες κοινωνικές ομάδες που απαρτίζουν το «νέο κοινωνικό ζήτημα». Τούτο αποτελεί ηθική επιταγή, πολιτική προτεραιότητα για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, αλλά και οικονομική αναγκαιότητα προκειμένου να μην απαξιωθεί πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο.
 
-Βελτίωση των όρων της «καλής διακυβέρνησης» (λογοδοσία, διαφάνεια, κ.α.), της ποιότητας της δημοκρατίας (χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, πλαίσιο λειτουργίας των ΜΜΕ, ενίσχυση του ρόλου της κοινωνίας των πολιτών). Και τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, απαιτείται η προβολή της έννοιας της Καλής Κοινωνίας, κύριο συστατικό της οποίας είναι η αίσθηση του «γενικού συμφέροντος». Οι εγωιστικές συμπεριφορές ατόμων και ομάδων καταδικάζουν τη χώρα στη στασιμότητα. Η άλλη όψη της ατομικής ευθύνης είναι η κοινωνική υπευθυνότητα.
 
Γίνεται αντιληπτό ότι, για την επίτευξη των παραπάνω αναγκαίων μεταρρυθμίσεων απαιτείται ο σχεδιασμός ενός «οδικού χάρτη», που με όχημα ένα εθνικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης, θα μας επιτρέψει να βρούμε τον δρόμο μας στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ποιες είναι όμως εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που θα διεκδικήσουν την «ιδιοκτησία» (ownership) και θα προσδώσουν θετικό περιεχόμενο στο πρόγραμμα;
 
Η έκταση των αναγκαίων αλλαγών υπερβαίνει πραγματικά τις δυνατότητες ή/και τη θέληση των υφιστάμενων πολιτικών δυνάμεων. Προϋποθέτει τη σύγκρουση με κατεστημένες νοοτροπίες και οργανωμένες πρακτικές. Απαιτούνται ευρύτατες συναινέσεις και νέες ισορροπίες που στο υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό δεν φαίνεται να διαμορφώνονται.
 
Εκ των πραγμάτων λοιπόν, ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται ως ο χώρος της σύνθεσης, της σταθερότητας και της προοπτικής.  Που μπορεί να ανατρέψει τις κατεστημένες ισορροπίες χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Οι πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να εκφράσουν το νέο μεταρρυθμιστικό χώρο εντοπίζονται στο χώρο της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, του φιλελεύθερου κέντρου, της μεταρρυθμιστικής αριστεράς αλλά και της ρεαλιστικής οικολογίας.
 
Η σύγκλιση και σύνθεση των ιδεών τους μπορούν να αναγεννήσουν την τελματωμένη πολιτική μας ζωή. Στη συνέχεια μπορούν να ακολουθήσουν τα κατάλληλα πρόσωπα που θα υποστηρίξουν τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές, γνωστά πρόσωπα που θα τολμήσουν μαζί με νέα πρόσωπα που θα αναδειχθούν.
 
Η πρωτοβουλία των «58» φιλοδοξεί να πυροδοτήσει τις απαραίτητες διεργασίες για την πολιτική έκφραση του προοδευτικού μεταρρυθμιστικού χώρου. Φιλοδοξεί να δώσει βάσιμη ελπίδα στους έλληνες πολίτες που αντιλαμβάνονται τις απαιτήσεις των καιρών. Και οι οποίοι αναζητούν ρεαλιστικές απαντήσεις, αντί να καταφεύγουν σε ανεδαφικές επιλογές με τις οποίες λαϊκιστές πολιτευτές επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τα καθημερινά άγχη και τις δικαιολογημένες ανησυχίες τους.
 
Στην περίφημη «Αργώ» του Γιώργου Θεοτοκά, ένας από τους ήρωες παρατηρεί  πως, «πρέπει να αλλάξουνε πολλά πράματα. Κανένας άνθρωπος λογικός και δίκαιος δεν μπορεί να δεχτεί το σημερινό καθεστώς ως οριστικό. Μα πρέπει να βαδίσουμε σιγά-σιγά, με πολλή φρόνηση, να διορθώνουμε πράγματα με τα μέσα που μας προσφέρει η πραγματικότητα. Δεν πρέπει να ξεπεράσουμε τα όρια του δυνατού και να ριχτούμε τυφλά σε καταστρεπτικές περιπέτειες». Να ονειρευτούμε δηλαδή με τα μάτια ανοιχτά!

 Του Δημήτρη Σκάλκου, αναδημοσίευση από tvxs

11 Δεκ 2013

Οι θρυλικοί 58

Του Θανάση Χειμωνά, από την athensvoice
Προσοχή! Το παρακάτω κείμενο απευθύνεται σε αυστηρά συγκεκριμένο κοινό. Θα μιλήσω για όσους τοποθετούν τον εαυτό τους στον χώρο της Κεντροαριστεράς (με εξαίρεση φυσικά αυτούς που θεωρούν κεντροαριστερό τον Τσίπρα). Σε νυν αλλά και πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, σε ψηφοφόρους της ΔΗΜΑΡ, αλλά και σε όσους νιώθουν φρικτά εγκλωβισμένοι ανάμεσα στη σαμαρική δεξιά και το λαϊκιστικομμουνισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Αν λοιπόν, φίλε αναγνώστη, θεωρείς πως ο Αντώνης ή ο Αλέξης (ή άλλοι πιο ακραίοι από αυτούς τους δύο) θα σώσουν τη χώρα μη διαβάσεις παρακάτω.
Ως γνωστόν, είμαι ένας από τους (θρυλικούς πλέον) 58. Έχω ξαναγράψει για το ζήτημα, τούτη τη φορά όμως θα αναφερθώ σε κάτι πολύ συγκεκριμένο. Βλέπω πολύ κόσμο να αντιμετωπίζει θετικά την προσπάθεια αυτή, θέτοντας όμως μια προϋπόθεση: τη διάλυση τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΔΗΜΑΡ. Έχω μάλιστα την εντύπωση πως η ιστορία αυτή βασικά αφορά το ΠΑΣΟΚ, πως το κόμμα του Φώτη Κουβέλη απλώς αναφέρεται για λόγους fair play.
Το επιχείρημα είναι πως το ΠΑΣΟΚ πρέπει να πάψει να υπάρχει γιατί έχει ταυτιστεί με τη ρεμούλα, τα σκάνδαλα, τους διορισμούς. Πως είναι ένα κόμμα που κατέστρεψε τη χώρα και γι’ αυτό πρέπει είτε να αυτοδιαλυθεί είτε να αλλάξει όνομα (!). Να τα λέει όλα αυτά ένας παραδοσιακός δεξιός ή ένας οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ (κανονικός, όχι από αυτούς που τον ακολούθησαν τώρα για να χώσουν τα δάχτυλα στο μέλι) μπορώ να το κατανοήσω απόλυτα. Το παράδοξο όμως είναι πως η άποψη αυτή ακούγεται συχνά από άτομα που ανήκαν στο ΠΑΣΟΚ ή έστω το ψήφιζαν επί σειρά ετών. Αν αυτό πίστευαν για το κόμμα τους, γιατί το υπηρέτησαν τόσα χρόνια; Είμαι στέλεχος του κόμματος και αν ξεκινούσα να απαριθμώ τα θετικά που προσέφερε στη χώρα προφανώς δεν θα ακουγόμουν αξιόπιστος. Θεωρώ ωστόσο πως δεν χρειάζεται, γιατί οι ίδιοι τα γνωρίζουν. Ακόμα όμως και αν δεχτούμε πως το ΠΑΣΟΚ έκανε μόνο κακό στη χώρα σε τι θα αποσκοπούσε η διάλυσή του; Δηλαδή, οι άνθρωποι που βρίσκονται αυτή τη στιγμή υπό την αιγίδα του είναι λαμόγια και μόλις ο πράσινος ήλιος σβήσει θα εξαγνιστούν; Για να το χοντρύνουμε λίγο παραπάνω, ο Άκης (που δεν ανήκει πλέον στο ΠΑΣΟΚ) είναι πιο έντιμος από έναν σημερινό νεολαίο της ΠΑΣΠ; Αστεία πράγματα…
Πέρα από όλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ ακόμα και σήμερα που τα ποσοστά του χαροπαλεύουν ανάμεσα στο 5 και το 7,5 % εξακολουθεί να έχει ένα brand name. Οι περισσότεροι Έλληνες (και σχεδόν όλοι οι σημερινοί κεντροαριστεροί) κάποια στιγμή της ζωής τους πίστεψαν σε αυτό. Υπάρχει πολύς κόσμος που δεν το ψήφισε στις περσινές εκλογές, δεν το υποστηρίζει στα γκάλοπ αλλά παραμένει θετικός απέναντί του. Με άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ εκπροσωπεί ένα συμπαγές κομμάτι του ελληνικού λαού (μακράν το σημαντικότερο δημοσκοπικά στον κεντροαριστερό χώρο) πάνω στο οποίο θα χτιστεί η νέα κεντροαριστερά. Οι μηχανισμοί τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΔΗΜΑΡ δε, είναι αναγκαίοι ώστε να οργανωθούν με επιτυχία οι πρώτες συγκεντρώσεις της κίνησης των 58 – κάτι που φάνηκε στην εξαιρετική εκδήλωση στο Ακροπόλ την Δευτέρα.
Στο κείμενο των 58 είναι ξεκάθαρο πως δεν έχουμε να κάνουμε με τη δημιουργία ενός νέου κόμματος, αλλά ενός ευρύτερου συνασπισμού. Και σε αυτόν πρέπει να συμμετάσχουν όλα τα κόμματα και οι κινήσεις που εκπροσωπούν την κεντροαριστερά. Δεν γίνεται να προχωρήσουμε με μεμονωμένα άτομα. Στην πορεία (και αν όλα πάνε κατ’ ευχήν) αυτό μπορεί να αλλάξει, με τα τωρινά δεδομένα όμως έτσι θα συνεχίσουμε.
Ας ξεκολλήσουμε, λοιπόν, από τις εμμονές μας. Παλιότερα είχα μιλήσει για τη δημοσκόπηση που έλεγε πως 63 % των Ελλήνων θέλουν «κάτι» ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα, τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Οι συμπατριώτες μας που ενδεχομένως να ψήφιζαν μια ενωμένη κεντροαριστερά κυμαίνονται ανάμεσα στο 28 και το 30% του πληθυσμού. Σε γκάλοπ όπου ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία φτάνουν μετά βίας το 23άρι…
Πρόκειται για μια ιστορική ευκαιρία. Όχι για μένα, τους υπόλοιπους 57, το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ. Μια ιστορική ευκαιρία για έναν ιδεολογικό χώρο που διαχρονικά πρόσφερε πολλά στη χώρα. Μια ιστορική ευκαιρία για την ίδια τη χώρα σε μια κρισιμότατη καμπή της ιστορίας της. Αυτή η ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί, ρε γαμώτο!

8 Δεκ 2013

Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι το «κλειδί»

Του Άγγελου Στάγκου, από την Καθημερινή
Έχουν περάσει πέντε ημέρες από τη δημοσιοποίηση της έρευνας PISA του ΟΟΣΑ για τις επιδόσεις των 15χρονων σε 65 χώρες, στα μαθηματικά, στις θετικές επιστήμες, στην ανάγνωση και παρ’ όλο που τα αποτελέσματα ήταν άκρως απογοητευτικά για τα Ελληνόπουλα, δεν ίδρωσε το αυτί κανενός από την πολιτική τάξη, ενώ ελάχιστο ήταν και το ενδιαφέρον που έδειξαν τα μίντια. Ασχολήθηκαν με το θέμα την πρώτη ημέρα, για να μη θεωρηθεί ότι το «έχασαν», γράφτηκαν μερικά άρθρα εδώ και εκεί και από τότε «σιγήν ιχθύος». Ούτε βέβαια η κοινωνία έδειξε να ανησυχεί από το γεγονός ότι τα παιδιά μας βρέθηκαν από την 25η θέση στη 42η μέσα σε μία τριετία, ή από το άλλο γεγονός, ότι ο μέσος όρος τους στα τρία γνωστικά αντικείμενα είναι καλύτερος μόνο από εκείνον των παιδιών της Κύπρου, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Ότι δηλαδή υστερούν απέναντι στα παιδιά όλων των υπολοίπων παιδιών στην Ευρώπη, που με τη σειρά τους τα καταφέρνουν χειρότερα από συνομήλικούς τους ασιατικών χωρών.

Συγγνώμη, αλλά η αφασία και η αδιαφορία στο συγκεκριμένο θέμα δείχνει ένα σύστημα και μια κοινωνία σε βαθύτατη παρακμή και δίχως αντανακλαστικά, που σε τελική ανάλυση δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Δεν έχουν καταλάβει τίποτε από όσα συμβαίνουν στον πλανήτη Γη, ότι οι εξελίξεις στη γνώση και την εργασία είναι ταχύτατες, ότι αλλάζει μορφή η παραγωγή, ότι τα Ελληνόπουλα θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο για να έχουν στον ήλιο μοίρα. Δεν έχουν καν καταλάβει ότι η άθλια κατάσταση που επικρατεί στα πανεπιστήμια ξεκινάει από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ότι από εκεί πρέπει να αρχίσει η προσπάθεια αναμόρφωσης, ότι ουσιαστικά κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας νομίζοντας ότι διαθέτουμε σύστημα παιδείας. Ακόμη περισσότερο, δεν έχουν καταλάβει ότι τα παιδιά που διακρίνονται εδώ και στο εξωτερικό προσφέροντας άλλοθι και βλακώδεις ύμνους για την εξυπνάδα της φυλής, είναι μειοψηφία και πολλά από αυτά προέρχονται από ιδιωτικά σχολεία. Μόνο που το επίπεδο ενός εκπαιδευτικού συστήματος κρίνεται από τον μέσο όρο των μαθητών και φοιτητών...

Οι πάντες στην Ελλάδα ασχολούνται, όταν ασχολούνται, με όσα παρανοϊκά συμβαίνουν στην ανώτατη εκπαίδευση. Παραδοσιακά άλλωστε ήταν χώρος πολιτικο-κομματικού αναβρασμού στη χώρα. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει και αυτός ο αναβρασμός που δημιουργείται με κάθε ευκαιρία, πραγματική ή όχι, φτάνοντας σε ακραίες καταστάσεις, δεν είναι απλώς αντιπαραγωγικός. Υπονομεύει ουσιαστικά το παρόν και το μέλλον των φοιτητών και της χώρας. Και εκείνο που δεν γίνεται αντιληπτό είναι ότι το κακό ξεκινά από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εκεί το σύστημα παρέμεινε εντελώς αγκυλωμένο στο παρελθόν, εκεί όλη η φροντίδα ήταν και είναι να δημιουργούνται και να διατηρούνται θέσεις εργασίας εκπαιδευτικών χωρίς αξιολόγηση, εκεί σταμάτησε ο διαχωρισμός της ήρας από το στάρι, εκεί επικράτησαν η ισοπέδωση προς τα κάτω, η αδιαφορία, η απειθαρχία και η ασυδοσία εν ονόματι της θολής δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, εκεί ηττήθηκε η όποια σκέψη για επαγγελματική εκπαίδευση, εκεί ο τύπος και το φαίνεσθαι νίκησαν την ουσία, εκεί άνθησε η παραπαιδεία, εκεί σπαταλήθηκε χρόνος και χρήμα χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Ολα αυτά και άλλα με διαρκείς αποτυχημένες προσπάθειες για δήθεν πρόοδο και βελτίωση...

Με λίγα λόγια, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση καλλιεργήθηκε η στρεβλή νοοτροπία που χαρακτηρίζει πάρα πολλούς παράγοντες του εκπαιδευτικού συστήματος, από τους μαθητές ώς τους διδάσκοντες και από τις πολιτικές και κομματικές ηγεσίες ώς τους γονείς.

Με αυτήν ακριβώς τη στρεβλή νοοτροπία οι μαθητές γίνονται φοιτητές και η συντεχνία των διδασκόντων στα ΑΕΙ διαδέχεται τη συντεχνία των διδασκόντων στα γυμνάσια και τα λύκεια. Όσο για τις κομματικές και πολιτικές ηγεσίες, αυτές παραμένουν οι ίδιες –με φωτεινές εξαιρέσεις κατά καιρούς, που όμως συνήθως ηττώνται– και αποφασίζουν για κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης, πάντα υπό την πίεση των οργανωμένων συντεχνιών και των απαιτήσεων γονέων, τοπικών κοινωνιών και... Εκκλησίας. Με αποτέλεσμα, τα ευρήματα της έρευνας του ΟΟΣΑ!

Αν λοιπόν ποτέ ξυπνήσουν το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία, η αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να αρχίσει.

Το ερώτημα είναι πού θα βρεθούν οι άνθρωποι που θα έχουν και την τόλμη, το κουράγιο και τη γνώση να το κάνουν.

7 Δεκ 2013

Η ανεκπροσώπητη κοινωνική πλειοψηφία

Του Πασχάλη Αγανίδη*, από την Εφημερίδα των Συντακτών
Μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, κάνοντας ένα άλμα προς τα πίσω; Διατρέχουμε τον κίνδυνο μιας ιστορικής αντίφασης, μιας δομικής πολιτικής και κοινωνικής ανισορροπίας, που υπονομεύει τις προϋποθέσεις της εθνικής ανάκαμψης και καταρρακώνει τις προσδοκίες. Το συλλογικό αίτημα για το τέλος της κρίσης με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και ριζοσπαστικής αναδιανομής ευκαιριών είναι ασυμβίβαστο με τη διαμορφούμενη πολιτική γεωγραφία που εσωτερικεύει, αναπαράγει και αντανακλά τις παραλυτικές συνθήκες της κρίσης.
Η τεχνητή, ιστορικά μοιραία, διαιρετική τομή «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» σταδιακά ανασχηματίζεται σε ένα κοινωνικό και πολιτικό δίπολο που δεν ισορροπεί στη βάση ενός δημιουργικού, τυπικού προγραμματικού ανταγωνισμού, αλλά αρθρώνεται σε συμβιωτικές στρατηγικές πόλωσης, που κατά έναν αναπόφευκτο δεξιό και αριστερό κομματικό ορθολογισμό οδηγεί στον χειρότερο δυνατό πολιτικό παρονομαστή. Οι εμφυλιοπολεμικές κραυγές, ο θεατρικός λαϊκισμός, η ηθική εξόντωση του αντιπάλου και ο αυτοσκοπός της σύγκρουσης παράγουν έναν αφόρητο, αναχρονιστικό διπολισμό των χειρότερων δυνατών εκδοχών Δεξιάς και Αριστεράς.
Το εγχείρημα ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς επιδιώκει τη διόρθωση αυτής της ιστορικής αντίφασης και την ανάσχεση της δυναμικής μιας μόνιμης ανισορροπίας μεταξύ κοινωνικών προσδοκιών και πολιτικής γεωγραφίας που δημιουργεί δομικά χάσματα εκπροσώπησης και δεν βοηθά τη δημοκρατία. Παρά την εύλογη και έντιμη κριτική για μία προγραμματική και ιδεολογική αμηχανία, που όμως δεν προκύπτει ως αδυναμία, αλλά ως πολιτική αυτοσυγκράτηση απέναντι σε έναν κόσμο που αλλάζει γρηγορότερα από τις ιδέες μας, το εγχείρημα δεν συμβαίνει σε κοινωνικό και πολιτικό κενό.
Υπάρχει μια ανεκπροσώπητη κοινωνική πλειοψηφία -που έχει εκφράσει τις προτιμήσεις της σε πρόσφατες δημοσκοπικές έρευνες- η οποία αφενός κατανοεί την πολιτική της ταυτότητα με όρους ιστορικού βάθους, πολιτικών συμβολισμών και εμπειρικών βιωμάτων (είναι η αίσθηση του «ανήκειν» στη δημοκρατική παράταξη πέρα από τις συγκυριακές εκλογικές συμπεριφορές) και αφετέρου συνειδητοποιεί ότι η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει συναινέσεις, στρατηγικές συνεργασίες, δημιουργικό πολιτικό ανταγωνισμό και επαναφορά της Πολιτικής και των ιδεών στο προσκήνιο.
Ωστόσο, το πολιτικό και κοινωνικό υπόστρωμα για την ανασυγκρότηση του χώρου της Κεντροαριστεράς δεν εξαντλείται ούτε στη διαχείριση πολιτικών συναισθημάτων και συμβολισμών ούτε στον δημιουργικό ετεροκαθορισμό. Η Κεντροαριστερά μπορεί να ανακτήσει την πολιτική και ιδεολογική πρωτοκαθεδρία μόνο με μια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση που θα απευθύνεται με μαζικό τρόπο στις προσδοκίες και στα αμοιβαία συμφέροντα των πιο παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και των «ξεχασμένων του συστήματος», που μια ολόκληρη πολιτική και θεσμική -τυπική και άτυπη- «συμπαιγνία», τόσο πριν από την κρίση όσο και μέσα στην κρίση, φρόντισε να κρατήσει στο περιθώριο.
Αυτή είναι η προϋπόθεση για να φύγουμε από το τέλμα, αποκαθιστώντας με ασφάλεια και όχι ανεύθυνο ρίσκο τις θεμελιώδεις αδυναμίες και αντιφάσεις της μνημονιακής διαρθρωτικής προσαρμογής: μεταρρυθμίσεις «από τα πάνω» δίχως πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα μεταρρύθμισης, που παράγουν οριακά αποτελέσματα και αναπαράγουν θεσμικές και κοινωνικές αδικίες και ανισότητες σε μη βιώσιμα οικονομικά και κοινωνικά επίπεδα.
Ενας νέος ιστορικός κύκλος δίκαιης αλλαγής και συλλογικής ευημερίας απαιτεί μεγάλες, ριζοσπαστικές αναδιανομές πόρων, ευκαιριών και κινήτρων που θα ξαναχαράξουν τον παραγωγικό και πολιτικό χάρτη της χώρας βάζοντας στο επίκεντρο της προσπάθειας τους χθεσινούς «outsiders», που μέσα στην κρίση μετατράπηκαν στα βολικά θύματα της προσαρμογής: είναι οι άνεργοι, οι νέοι, οι παραγωγικές, δημιουργικές δυνάμεις που ασφυκτιούν μέσα σε κλειστές αγορές και αφόρητες κρατικές παρεμβάσεις, οι κοινωνικές ομάδες που συστηματικά βρίσκονται «εκτός των τειχών» του κοινωνικού κράτους χωρίς πολιτική και θεσμική ισχύ και σήμερα είναι εντελώς απροστάτευτες, οι εργαζόμενοι που δεν εκπροσωπούνται πολιτικά και συνδικαλιστικά και γίνονται έρμαιο της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και ανομίας. Είναι η «σιωπηλή» κοινωνική πλειοψηφία που θα έχει τον καθοριστικό ρόλο για την έξοδο από την κρίση και που η συντηρητική Δεξιά αδυνατεί να εκφράσει, ενώ η Αριστερά, επί της ουσίας, συστηματικά αγνοεί.
Ο ιστορικός ρόλος για την Κεντροαριστερά είναι δεδομένος. Η αποφυγή του μοιραίου, μιας κοινωνικής και πολιτικής σύνθλιψης που θα μας καθηλώσει, είναι στα χέρια της.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
* Οικονομολόγος και υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης. Εχει υπογράψει το κείμενο-πρόσκληση των 58 για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς.

4 Δεκ 2013

Η κεντροαριστερά, ο Καρλ Σμιτ και ο Νορμπέρτο Μπόμπιο

Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, από τη μεταρρύθμιση

Ύστερα από 32 χρόνια κομματικής αγρανάπαυσης, αποφάσισα να συμμετάσχω ενεργά στις διαδικασίες της κίνησης των 58. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας τι με οδήγησε σε αυτή την απόφαση και τι προσδοκώ από αυτήν την κίνηση.
Ο κύριος και βασικός λόγος είναι ότι πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, έχουμε μπροστά μας ένα κείμενο πολιτικών πεποιθήσεων. Ακούγεται ως παραδοξολογία, αλλά εδώ και πολλά χρόνια σε αυτή τη χώρα, τα κείμενα που μιλούσαν για πεποιθήσεις, για ιδέες, γίνονταν όλο και σπανιότερα. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που εμφανίστηκαν, στη Μεταπολίτευση, δύο τέτοια κείμενα. Ήταν «Οι στόχοι του Έθνους» του ΚΚΕ εσωτερικού και η «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» από το ΠΑΣΟΚ. Ελάχιστα τα κοινά τους σημεία, εκτός από την επίκληση του «σοσιαλισμού». Το δεύτερο επικράτησε πανηγυρικά του πρώτου. Ήμουν στους ηττημένους εκείνης της μάχης. Κρατώ όμως ως ανάμνηση ότι τότε, η Πολιτική με πι κεφαλαίο, ήταν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Σιγά σιγά αυτό εξαφανίστηκε. Στη θέση του ήλθαν οι μανιχαϊσμοί, οι λαϊκισμοί, οι δυνάμεις του φωτός και του σκότους, οι άγονες αντιπαραθέσεις, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής. Η πολιτική μετατράπηκε σε διαχείριση και τεχνική της εξουσίας. Αποπολιτικοποιήθηκε.
Ιδίως στην Ελλάδα της κρίσης, βιώσαμε τραυματικά τον βαθμό μηδέν του πολιτικού λόγου. Ένας ακραίος, απολιτικός, φαιοκόκκινος λαϊκισμός κάλυψε τα πάντα, παράγοντας ως σκωληκοειδή απόφυση τον πολιτικό εξτρεμισμό, επίσης φαιοκόκκινο. Οι δυνάμεις που ανέλαβαν το Σισύφειο έργο να κρατήσουν τη χώρα ζωντανή, υπέστειλαν τη σημαία της ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Αρνήθηκαν έμπρακτα να δώσουν τη μάχη για την πολιτική ηγεμονία. Αρκέστηκαν σ’ έναν ατελέσφορο πόλεμο κινήσεων, ξεχνώντας ή αγνοώντας ότι προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση εξουσίας, είναι η επικράτηση στον πόλεμο των θέσεων, στη μάχη των ιδεών. Οι όποιες -και δεν είναι και λίγες- μεταρρυθμίσεις, έμειναν πολιτικά ορφανές.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επικρατήσει σε αυτή τη χώρα ένας ακραίος ανορθολογισμός. Θεωρίες συνωμοσίας που βρήκαν ευήκοα ώτα. Τσαρλατάνοι και πολιτικοί απατεώνες που απέκτησαν πολιτική επιρροή. Φιλοναζιστικά κόμματα που χτύπησαν φλέβα στην ελληνική κοινωνία και αρδεύουν ακατάπαυστα.
Ο χώρος που χτυπήθηκε περισσότερο από την ιδεολογική ηγεμονία του ανορθολογισμού είναι, κατά παράδοξο και ειρωνικό τρόπο, ο χώρος που συνέβαλε καθοριστικά στη σωτηρία της χώρας, δηλαδή η κεντροαριστερά. Δεν είναι τυχαίο, παρότι αντιφατικό. Ο χώρος μας διψάει για ιδέες, δεν αρκείται στον αναγκαίο ρεαλισμό. Ένα τμήμα του συναίνεσε στην επιβολή αναγκαίων και αναπόφευκτων μέτρων λιτότητας, χωρίς να έχει το θάρρος και το κουράγιο να υπερασπιστεί ιδεολογικά τις πολιτικές του επιλογές. Ένα άλλο τμήμα του οχυρώθηκε στην ασφάλεια του διφορούμενου λόγου. Οι πολίτες που συγκροτούσαν τη λαϊκή βάση της κεντροαριστεράς, είτε βρήκαν θαλπωρή στη ριζοσπαστική αριστερά που υπόσχεται επίγειους παραδείσους, είτε μετανάστευσαν, προσωρινά (;) προς συντηρητικές πολιτικές επιλογές.
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, ύστερα από επίπονη κυοφορία, εμφανίζεται ένα κείμενο που μιλά και πάλι για την Πολιτική με πι κεφαλαίο. Ίσως όχι τόσο τολμηρά όσο κάποιοι θα περίμεναν. Είναι όμως ένα κείμενο πεποιθήσεων, που θα μπορούσα να τις κωδικοποιήσω σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
  • ·Υποστηρίζει μια άλλη αντίληψη της πολιτικής. Προτείνει να κατανοήσουμε ότι στις πολιτικές αντιπαραθέσεις συμμετέχουν αντίπαλοι. Όχι εχθροί. Δεν είμαστε σε πόλεμο. Δεν πάμε να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον. Θεωρώ αυτή τη θέση εξαιρετικά κρίσιμη. Στη χώρα μας έχει επικρατήσει ο εμφυλιοπολεμικός λόγος και η ρητορική του μίσους. Ο θυμός και η αγανάκτηση έχουν γίνει η νέα Μεγάλη Ιδέα του Έθνους. Ακόμα και στις προσωπικές μας σχέσεις. Αντίθετα, στις ευρωπαϊκές χώρες οι πολιτικές δυνάμεις αντιπαρατίθενται, συγκρούονται αλλά και συζητούν. Αναζητούν συγκλίσεις και αποκλίσεις, τελέσφορους συγκερασμούς και συμβιβασμούς, όπως έγινε πρόσφατα στη Γερμανία με τον μεγάλο συνασπισμό σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών. Στην Ελλάδα, στο όνομα του δήθεν αριστερόστροφου «ριζοσπαστισμού», η πολιτική νοείται όπως την όρισε ο θεωρητικός του ναζισμού, ο Καρλ Σμιτ, ως σύγκρουση εχθρών και φίλων. Εχθρών που ακόμα και εάν δεν υπάρχουν, πρέπει να τους εφεύρουμε. Σε αντίθεση με αυτήν την πολεμοχαρή τοποθέτηση, πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ριζοσπαστικό και προοδευτικό από αυτό που είπε ένας φιλελεύθερος σοσιαλιστής, ο Νορμπέρτο Μπόμπιο: «Η δημοκρατία είναι ένα καθεστώς στο οποίο οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται μέσω συμφωνιών των διαφόρων ομάδων». Γιʼ αυτού του τύπου την δημοκρατία μας καλεί να συστρατευτούμε η κίνηση των 58.
  • ·Προτείνει, παράλληλα με μια ριζική αλλαγή του κράτους και του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, την προσπάθεια για μια νέα αυτογνωσία, δηλαδή για ένα νέο σύστημα ιδεών και αξιών που θα αντιπαρατεθούν στη λαίλαπα του ανορθολογισμού, του λαϊκισμού και του εξτρεμισμού. Θα συμπλήρωνα ότι μόνο μέσα από μια νέα αυτογνωσία είναι δυνατόν να ξεριζωθεί από τα μυαλά των ανθρώπων ο λαϊκισμός και ο εξτρεμισμός. Πρόκειται για μια προσπάθεια που, δεδομένου ότι δεν έχει βραχυχρόνια αποτελέσματα, απαιτεί μια τεράστια διανοητική αφοσίωση και προσήλωση. Οι ιδέες δεν είναι κάτι το νεφελώδες που το επικαλούμαστε για να περνάει η ώρα. Έχουν υλική δύναμη. Αποκτούν υπόσταση και επιστρέφουν στην πραγματικότητα, διαμορφώνοντάς την. Οι ιδέες εκδικούνται αυτούς που τις χρησιμοποιούν άκριτα, αλλά και αυτούς που τις ξεχνάνε.
  • ·Εισηγείται για το κοινό μας σπίτι, την κεντροαριστερά, τη σοσιαλδημοκρατία, να συγκατοικήσουμε και να μάθουμε ξανά να συζητάμε πολιτικά. Είναι κάτι που το έχουμε ξεχάσει. Απόδειξη τα όσα τεκταίνονται σε όμορους χώρους, όπου ακόμα και σήμερα, η διαφωνία εκλαμβάνεται ως προδοσία. Εδώ κρύβεται ένας μεγάλος κίνδυνος. Εάν δεν αποφασίσουμε να προσέλθουμε σε αυτήν την κοινή προσπάθεια, αφήνοντας στην άκρη εμπάθειες, προκαταλήψεις και ψυχώσεις, δεν θα πετύχουμε τίποτα. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί μεγαθυμία, υπέρβαση του παρελθόντος, ανοιχτούς ορίζοντες, ευρύτητα σκέψης. Κανείς δεν περισσεύει. Αλλιώς, όπως είπε και ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ξέφυγα από τους καρχαρίες και νίκησα τους τίγρεις, μ’ έφαγαν όμως οι κοριοί.»

1 Δεκ 2013

Οι συνδικαλιστές διοικούν το πανεπιστήμιο

   
Της Βάσως Κιντή, από την athensvoice.

Διαβάζουμε ότι ο υπουργός Παιδείας ζήτησε την Παρασκευή 29/11/2013, τρεις μήνες μετά το κλείσιμο του ΕΚΠΑ, από τον πρύτανη κ. Θ. Πελεγρίνη «να εφαρμόσει την ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου της 25ης Νοεμβρίου για επαναλειτουργία του ΕΚΠΑ και να προβεί πάραυτα σε δημόσια δήλωση και στις ενέργειες εκείνες που θα διασφαλίζουν το άμεσο άνοιγμα του Πανεπιστημίου και το δικαίωμα των εργαζομένων στην εργασία που παρεμποδίστηκε.»
Η ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου της 25ης Νοεμβρίου δεν είναι η πρώτη στην οποία εκφράζεται η «σταθερή θέση της να επαναλειτουργήσει πλήρως το Πανεπιστήμιο Αθηνών». Τουλάχιστον άλλες εφτά φορές είπε η Σύγκλητος το ίδιο πράγμα, με συμφωνία ασφαλώς του πρύτανη, ο οποίος με κάθε ευκαιρία δήλωνε επίσης δημόσια (όπως του ζητεί τώρα ο υπουργός) ότι θέλει το Πανεπιστήμιο ανοιχτό. Δεν έχει υπ’ όψη του ο κ. υπουργός τις αποφάσεις αυτές και τις δηλώσεις του κ. Πελεγρίνη; Δεν γνωρίζει ότι παρά τις αποφάσεις αυτές (μία απόφαση μάλιστα όριζε ρητά και έναρξη μαθημάτων) το πανεπιστήμιο παραμένει επί τρεις μήνες ερμητικά κλειστό; Δεν γνωρίζει ο υπουργός ότι οι αποφάσεις αυτές και οι δηλώσεις ήταν εκ των πραγμάτων προσχηματικές όταν επί τόσους μήνες δεν γίνεται τίποτε; Να δηλώσει τι επιπλέον ο πρύτανης; Ζητεί ο υπουργός κι άλλα λόγια και δεν βλέπει τις πράξεις; Το Συμβούλιο του Ιδρύματος με ανακοίνωσή του εδώ και ένα μήνα κάλεσε τον υπουργό, αφού δεν έχει το ίδιο την αρμοδιότητα, να ελέγξει κατά πόσον ο πρύτανης του ΕΚΠΑ ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του και την πολιτεία να διασφαλίσει το κύρος του θεσμού και το μέλλον των φοιτητών και της ακαδημαϊκής κοινότητας. Τι έκανε για το ζήτημα αυτό ο υπουργός που έχει την ευθύνη της εποπτείας και συγχρόνως τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που αφαίρεσαν από το Συμβούλιο; Τι έκανε η κυβέρνηση και η ανεξάρτητη δικαιοσύνη που διέταξε τόσες κατεπείγουσες εισαγγελικές έρευνες;
Σύμφωνα με τον νόμο, την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία του Ιδρύματος την έχει ο Πρύτανης. Άρθρο 2 παρ.18α: «[Ο πρύτανης] προΐσταται του ιδρύματος και το διευθύνει, έχει την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του, επιβλέπει την τήρηση των νόμων, του Οργανισμού και του Εσωτερικού Κανονισμού και μεριμνά για τη συνεργασία των οργάνων του ιδρύματος, των διδασκόντων και των φοιτητών.» Ο πρύτανης ωστόσο του ΕΚΠΑ από κοινού με τη Σύγκλητο παρέδωσαν, μεταφορικά και κατά κυριολεξία, τα κλειδιά του Ιδρύματος στον συνδικαλιστικό φορέα των διοικητικών υπαλλήλων. Τα αμφιθέατρα δεν ανοίγουν, λέει ο πρύτανης, γιατί έχουν τα κλειδιά οι διοικητικοί υπάλληλοι ενώ όλες οι αποφάσεις της Συγκλήτου και οι ενέργειες του πρύτανη τελούν υπό την αίρεση των διοικητικών υπαλλήλων. Αποφασίζει η Σύγκλητος αλλά πρέπει να περιμένει να δώσει την έγκρισή της η συνέλευση των διοικητικών. Ποιος διοικεί αυτό το ίδρυμα;
Το Πανεπιστήμιο κλυδωνίζεται ακυβέρνητο επί τρεις μήνες σε μια θάλασσα παρασκηνιακών μεθοδεύσεων και συναλλαγών από ανεύθυνους και «υπεύθυνους» με πλήρη περιφρόνηση του θεσμού και της ακαδημαϊκής λειτουργίας. Όσοι παρασιτούν στο σώμα του πανεπιστημίου και υπάρχουν επειδή υπάρχει το πανεπιστήμιο, το υπέταξαν στα δικά τους ιδιοτελή και πολιτικά συμφέροντα. Οι άξιοι διοικητικοί υπάλληλοι που θέλησαν να κάνουν έναν έντιμο αγώνα για να διασφαλίσουν τις θέσεις εργασίας τους αλλά και οι φοιτητές και το διδακτικό προσωπικό, αντί να προστατευθούν με μία διαφανή διαπραγμάτευση, χρησιμοποιήθηκαν σε μυστικές συμφωνίες για να κάνουν παιχνίδι οι δυνάμεις που ανέκαθεν υπέτασσαν το δημόσιο συμφέρον στο προσωπικό, στο πελατειακό και στο πολιτικό. Αυτές οι δυνάμεις που πρωταγωνιστούσαν σε μαξιμαλιστικές θέσεις όλο αυτό το διάστημα σήμερα συκοφαντούν τον ίδιο τον αγώνα που υποτίθεται έδιναν διακινώντας ειδήσεις περί αντιδημοκρατικών διαδικασιών στις ψηφοφορίες τους, δήθεν κλοπής της κάλπης κλπ.
Ο πρύτανης πέταξε αμέριμνος στο Παρίσι για να παίξει (στο Ελληνικό Σπίτι) στο έργο του για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, η Σύγκλητος σιωπά από τις 25 Νοεμβρίου και για το Πανεπιστήμιο Αθηνών αποφαίνεται ο (έκπτωτος;) γραμματέας του διοικητικού προσωπικού ο οποίος, υπεράνω αποφάσεων του ίδιου του κλάδου του, εντελώς αυθαίρετα και παραπλανητικά, δηλώνει ότι το πανεπιστήμιο άνοιξε κατά 40-50%! Πού είναι η ηγεσία του Πανεπιστημίου; Τι κάνει ο υπεύθυνος υπουργός; Σε ποια χώρα του πρώτου, δεύτερου, τρίτου, ή εκατοστού κόσμου θα ήταν τα πανεπιστήμια επί μήνες κλειστά και θα συνέβαιναν όλα αυτά χωρίς καμία επίπτωση;
Η κατάσταση στα πανεπιστήμια είναι η μικρογραφία όσων συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία. Ένας δημόσιος θεσμός, έρμαιο και όμηρος συντεχνιακών συμφερόντων και ιδεολογικών αγκυλώσεων, υπεξαιρείται από επαγγελματίες συνδικαλιστές και δυνάμεις που τον νέμονται. Δεν υπάρχει καμία διάθεση για μεταρρύθμιση και κάθε απόπειρα αλλαγής αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Τα φορτώνουμε όλα στην κακιά τρόικα που μας επιβουλεύεται και θέλει να μας καταστρέψει και πορευόμαστε με τον τρόπο που εμείς ξέρουμε. Κάνουμε πως παίρνουμε μέτρα και συνεχίζουμε αμέριμνοι προς την καταστροφή.