"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

30 Αυγ 2014

Εθνική θησαυροθηρία ή κριτική αρχαιολογία;

Του Γιάννη Χαμηλάκη, από την Αυγή
Οι αρχαιολογικές ειδήσεις σπάνια γίνονται πρωτοσέλιδα ή κύρια θέματα σε εφημερίδες, τηλεοπτικά δελτία και ιστότοπους, και μάλιστα για βδομάδες. Ακόμα και στην Ελλάδα, όπου η αρχαιολογία είναι κατεξοχήν εθνική επιστήμη και η (εθνικοποιημένη) αρχαιότητα, εδώ και αιώνες, συμβάλλει καθοριστικά στη συγκρότηση του συλλογικού φαντασιακού, κάτι τέτοιο είναι σχετικά σπάνιο. Η δημοσιότητα που έχουν πάρει οι πρόσφατες ανασκαφές στην Αμφίπολη των Σερρών, λοιπόν, με αφορμή το σημαντικό εύρημα, συνιστά φαινόμενο που απαιτεί παραπέρα διερεύνηση. Οι μελλοντικοί αρχαιολόγοι, ανθρωπολόγοι και ιστορικοί θα έχουν πολλή δουλειά αναλύοντας τον όγκο του δημοσιογραφικού υλικού που συσσωρεύεται καθημερινά, όμως οι πρώτες σκέψεις παραπέμπουν σε φαινόμενα γνωστά στην έρευνα. Φαινόμενα που σχετίζονται, από τη μία, με τις πολιτικές διαστάσεις της Αρχαιολογίας ανά τον κόσμο και, από την άλλη, με βαθιά εδραιωμένες αντιλήψεις για το παρελθόν, τους θεωρούμενους ως προγόνους, αλλά και τη γη και το έδαφος, την υλικότητα και την ίδια τη διαδικασία της ανασκαφής.
Πιο συγκεκριμένα, η μετα-αφήγηση που κυριαρχεί στις περισσότερες αναφορές στο εύρημα, ακόμα και στις σοβαρές, επιφυλακτικές ή και κριτικές αναλύσεις, είναι αυτή της αποκάλυψης ενός «κρυμμένου (αρχαιολογικού) θησαυρού». Ενός θησαυρού που η ίδια η μακεδονική γη κρατάει στα «σπλάχνα» της, ως επτασφράγιστο μυστικό εδώ και χιλιάδες χρόνια. Στη φαντασιακή αυτή κατασκευή, η αρχαιολογική συνάφεια είναι δευτερεύουσα. Εδώ, εύκολα αναγνωρίζουμε στοιχεία που απαντώνται ευρύτατα, και στον ελλαδικό χώρο, και αλλού, στοιχεία με προνεωτερικές καταβολές, που όμως είναι ενσωματωμένα στη νεωτερική συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας. Λαογράφοι και ανθρωπολόγοι έχουν συλλέξει πολλές τέτοιες ιστορίες κρυμμένων θησαυρών, τα «γεννήματα» που η ίδια η γη υποτίθεται πως προσφέρει σε λίγους και εκλεκτούς. Η διαλεκτική ανάμεσα στην απόκρυψη και την αποκάλυψη συνιστά ένα καίριο ρητορικό σχήμα σ' αυτές τις ιστορίες, όπου συχνά το μυστικό αποκαλύπτεται μέσα από όνειρα ή από οράματα, ενώ θα πρέπει να τηρηθούν απαράβατα οι κανόνες της μυστικότητας, διαφορετικά ο θησαυρός μετατρέπεται σε «άνθρακες», ο υποσχόμενος αμύθητος υλικός πλούτος καθίσταται άχρηστος. «Φήμες από γενιά σε γενιά για μεγάλο θησαυρό στην Αμφίπολη» τιτλοφορείται ένα δημοσίευμα, παρέχοντας έτσι τη σύνδεση ανάμεσα στις τοπικές αφηγήσεις περί θησαυρών και στην αρχαιολογική έρευνα, ενώ οι αναφορές για το αίνιγμα και το μυστικό που φυλάττουν οι μαρμάρινες σφίγγες της εισόδου, καθώς και για την άκρα μυστικότητα την οποία υποτίθεται πως τηρούν οι ειδικοί ανασκαφείς είναι άφθονες.
Σε ένα τέτοιο φαντασιακό υπόστρωμα λοιπόν εδράζεται και η πρόσφατη πρωθυπουργική επίσκεψη στην ανασκαφή, προσθέτοντας παράλληλα νέα στοιχεία στο αποκαλυψιακό αυτό αφήγημα. Η εικόνα του πολιτικού ηγέτη που περιγράφει με λεπτομέρεια εκατοστού ένα αρχαιολογικό εύρημα, που υποδύεται κατά βάση τον αρχαιολόγο, παραπέμπει σε πρότυπα γνωστά στην έρευνα. Στα μαθήματα Ιστορίας της Αρχαιολογίας συχνά αναφερόμαστε, για παράδειγμα, στη φωτογραφία του 1932 που παρουσιάζει τον Μουσολίνι με έναν τεράστιο κασμά στη στέγη ενός σπιτιού στο κέντρο της Ρώμης, έτοιμος να το κατεδαφίσει, στο πλαίσιο όχι μόνον του «εξευγενισμού» του κέντρου της πόλης αλλά και της αποκάλυψης της αρχαίας Ρώμης, πάνω στην οποία επεδίωξε να στηρίξει το δικό του ιμπέριουμ. Ή συζητάμε τα έργα και τις ημέρες του Γιγκαέλ Γιαντίν, του αρχαιολόγου-πολιτικού, και κάποτε αναπληρωτή πρωθυπουργού του Ισραήλ, που μεταξύ άλλων συνέβαλε και στην αρχαιολογική «παραγωγή», κατά τη δεκαετία του 1960, μιας από τις πλέον σημαντικές θέσεις του ισραηλινού εθνικισμού, τη Μασάντα.
Όμως ο αρχαιολόγος-πρωθυπουργός της Αμφίπολης δεν περιέγραψε μόνο με λεπτομέρεια το μνημείο, δεν παρέπεμψε μόνο στην ονειρική θησαυροθηρία και στην πεποίθηση πως η γη της Μακεδονίας ετοιμάζεται να βγάλει από τα σπλάχνα της έναν «μοναδικό θησαυρό», δεν έδωσε μόνο κατευθύνσεις στους αρχαιολόγους για το ποιο είναι το σημαντικό ερώτημα που θα πρέπει τώρα να διερευνήσουν: η ταυτότητα του νεκρού. Συμπεριέλαβε επίσης το εύρημα, προτού ακόμα αποκαλυφθεί πλήρως, αποτυπωθεί και, κυρίως, μελετηθεί, στην ελληνική εθνική αφήγηση αλλά και στον μυθικό χρόνο του εθνικού πεπρωμένου, σε μια εθνο-χριστιανική τελεολογία που αρχίζει από τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο και καταλήγει στον ίδιο και στην Ελλάδα του 2014: «Περιμέναμε 2.300 χρόνια για τον τάφο αυτό» θα πει. Έφτασε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου για την αποκάλυψη του μεγάλου μυστικού, για τη «γενεσιακή» στιγμή που ίσως φέρει και τη «σωτηρία». Σ' αυτό το σωτηριολογικό αφήγημα φαίνεται να ευελπιστούν και πολλοί άλλοι. Εξάλλου, όπως δήλωσε ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας, «αν είναι όπως τα λένε, θα σωθεί όλη η περιοχή, όλος ο νομός Σερρών, η Μακεδονία και η Ελλάδα μας».
Είναι γνωστό από άλλα παραδείγματα ανά τον κόσμο πως τέτοιου είδους θησαυροθηρικές εξάρσεις εμφανίζονται ιδιαίτερα σε στιγμές βαθιάς κρίσης σαν τη σημερινή, εμπεριέχοντας παράλληλα την ελπίδα και την υπόσχεση της λύτρωσης. Όπως έχουν επισημάνει ανθρωπολόγοι σαν τον Τσαρλς Στιούαρτ και τον Ντέιβιντ Σάτον, τέτοια φαινόμενα συχνά αφορούν πράγματα κρυμμένα στο υπέδαφος, είτε πρόκειται για πετρέλαιο ή φυσικό αέριο είτε για «αρχαιολογικούς θησαυρούς». Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η συνύφανση της οραματικής θησαυροθηρίας με το εθνικό πεπρωμένο, με την εθνικά φορτισμένη μακεδονική γη, με την πανίσχυρη μυθ-ιστορία του Αλεξάνδρου και με τις αντιλήψεις περί προγόνων - κοσμοκατακτητών, που καθιστά το επεισόδιο της Αμφίπολης τόσο ελκυστικό. Όσο για την Αρχαιολογία την ίδια, συνεχίζει να συνεισφέρει καταλυτικά σ' αυτήν τη συνύφανση, ετοιμάζοντας μια νέα θεατροποιημένη κάθοδο στον κόσμο των νεκρών, παραπέμποντας στη Βεργίνα και στον Μανώλη Ανδρόνικο. Έτσι, σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, η πίστη στις εθνικές αξίες μπορεί να φέρει αποτελέσματα, η προγονική γη μπορεί να μας ανταμείψει αποκαλύπτοντας τα καλά κρυμμένα μυστικά της και προσφέροντας απλόχερα τους θησαυρούς της. Στην οικονομία των αγορών και της χρηματιστηριακής κρίσης, αντιπαραβάλλεται μια εναλλακτική αποκαλυψιακή οικονομία, μια ονειρική - ηθική οικονομία που ανταμείβει τους εθνικά σκεπτόμενους και δρώντες.
Το εύρημα της Αμφίπολης, που έχει αναμφίβολα μεγάλη αρχαιολογική σημασία, ανεξάρτητα από βεβιασμένες εθνικές ερμηνείες και τους όποιους συσχετισμούς με επώνυμα ιστορικά πρόσωπα, αποκαλύπτεται χάρη στη γνώση και την κοπιαστική δουλειά εργατών και εργατριών, αρχαιολόγων και άλλων επιστημόνων. Οι ειδικοί στη συγκεκριμένη περίοδο, μετά την απαιτούμενη μελέτη, θα διατυπώσουν τις ερμηνείες τους και ενδέχεται, όπως και στην περίπτωση της Βεργίνας, να μην υπάρξει ομοφωνία, κάτι απόλυτα φυσιολογικό.
Όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως για κάθε υλικό μνημείο σημασία έχει η συνολική πολιτισμική του βιογραφία, οι χρήσεις και επαναχρήσεις του ανά τους αιώνες μέχρι και σήμερα, ακόμα και οι συνθήκες της λεγόμενης σύλησής του, και όχι μόνον η στιγμή της κατασκευής και της πρώτης χρήσης του. Μια υλική πολιτισμική βιογραφία που για αναγνωστεί απαιτεί τη λεπτολογική, ενσώματη ενασχόληση και με το ελάχιστο μακροσκοπικά αλλά και μικροσκοπικά διαγνώσιμο υλικό ίχνος, με κάθε κόκκο χώματος, συμπεριλαμβανομένης και ολόκληρης της επίχωσης. Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως οι όποιες εθνοτικές και πολύ περισσότερο εθνικές ταξινομήσεις υλικών μαρτυριών του παρελθόντος, ιδιαίτερα σε εποχές που χαρακτηρίζονταν από πολιτισμική υβριδικότητα, είναι όχι μόνο επιστημονικά αυθαίρετες αλλά και κοινωνικά και πολιτικά επικίνδυνες. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο και στην περίπτωση της Αμφίπολης είναι μια κριτική, πολυχρονική αρχαιολογία, χειραφετημένη τόσο από τα ασφυκτικά δεσμά του εθνικού φαντασιακού όσο και τις επιδιώξεις της πολιτικής εξουσίας.
* Ο Γιάννης Χαμηλάκης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον. Το βιβλίο του Το έθνος και τα ερείπιά του: Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

19 Αυγ 2014

Δάσκαλος χωρίς όνομα ψάχνει κενά

Του Ανδρέα Ζαμπούκα, από  τους protagon.gr
Ως το τέλος Αυγούστου, το υπουργείο Παιδείας σκοπεύει να συμπληρώσει τις θέσεις των εκπαιδευτικών. Οι διαδικασίες είναι γνωστές εδώ και πολλά χρόνια. Πρώτα οι διευθυντές στέλνουν τις ανάγκες του σχολείου τους, στη συνέχεια προκύπτουν τα κενά και στο τέλος γίνονται, πάντα καθυστερημένα, οι απαραίτητες μετακινήσεις. Το μόνο που άλλαξε τα τελευταία χρόνια είναι η ηλεκτρονική καταγραφή των αναγκών και η ταχύτερη διασταύρωση των αιτήσεων.
Σκεφτόμουν πόσο απρόσωπο είναι και εκ των πραγμάτων, και ανεύθυνο το σύστημα, για την οργάνωση μιας εκπαιδευτικής μονάδας. Πάντα ήμουν από αυτούς που πίστευαν ότι ο διευθυντής κάθε σχολείου θα έπρεπε από τον Ιούνιο, να είχε πανέτοιμο τον φάκελο με τον προγραμματισμό της επόμενης χρονιάς και να τον είχε καταθέσει στη Διεύθυνση. Όλα να είχαν τελειώσει από τέλος Ιουνίου! Προσωπικό, εγγραφές (από Απρίλιο), εκπαιδευτικά σχέδια, τα πάντα! Όχι μόνο δεν δίνεται μια τέτοια προοπτική στην εκπαίδευση αλλά συνεχίζουν ακόμα, να παλινδρομούν στις τακτικές διευθέτησης των προβλημάτων.
Το πρώτο μεγάλο ολίσθημα είναι που οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζονται ως νούμερα! Αν δηλαδή κάποιος έχει προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες στο σχολείο του, δεν μπορεί να αξιολογηθεί η θέση του, παρά μόνο ως αριθμός σειράς. Τι κι αν όλη η σχολική κοινότητα πίνει νερό στο όνομα του, τι κι αν οι μαθητές τον λατρεύουν ή ο διευθυντής τον θεωρεί απαραίτητο; Θα μετακινηθεί αλλού, επειδή μειώθηκαν οι ώρες και προηγείται άλλος συνάδελφος, πιο παλιός, να τις αναλάβει. Όλοι θεωρούνται «ισότιμοι» απέναντι σε μια λίστα που έχει μεν ονόματα. Δεν αντιπροσωπεύουν όμως ταυτότητες αλλά αριθμούς! Στη πραγματικότητα, γράφεις στα παλιά σου παπούτσια μαθητές, γονείς και διευθύνσεις, χωρίς να υπολογίζεις τη γνώμη τους.
Το άλλο κακό, είναι που ακόμα κι αν ο διευθυντής θέλει να προετοιμάσει έγκαιρα την επόμενη χρονιά, δεν μπορεί εξαιτίας των κενών θέσεων. Όσοι φιλότιμοι και «ονειροπόλοι» μπήκαν στον κόπο, γρήγορα τα παράτησαν και απογοητεύτηκαν από τις ανατροπές των κενών και των συνεχών αλλαγών.
Και τέλος, η συνεχής απαξίωση της προσωπικότητας του δασκάλου είναι επώδυνη για όλο το σύστημα. Ουσιαστικά, ζητάς από κάποιον άνθρωπο που ξόδεψε απεριόριστο χρόνο να οργανώσει βιβλιοθήκες, προγράμματα, αυτόν που κέρδισε διαγωνισμούς καινοτομίας, που ξεκίνησε φιλόδοξα σχέδια με τα παιδιά, να τα παρατήσει όλα και να τρέχει σε άλλο σχολείο. Πόσα τον πληρώνεις για να γίνεται «γυρολόγος» και πόσες αντοχές νομίζεις ότι έχει να τα υφίσταται όλα;
To σύστημα είναι συγκεντρωτικό! Και όπως όλα τα συγκεντρωτικά συστήματα, δεν εξυπηρετεί τον πολίτη. Ο δάσκαλος είναι πρόσωπο και έχει ταυτότητα. Και τις ταυτότητες μόνο οι κοινότητες τις αξιολογούν, όχι οι λίστες και τα νούμερα. Αν αυτός που διοικεί το σχολείο, δεν έχει στη διάθεσή του το προσωπικό που χρειάζεται, ποτέ δεν θα μπορέσει να βελτιώσει το έργο του. Γιατί έχει να επιτελέσει μια σπουδαία αποστολή κάθε χρονιά, που η πολιτεία του αναθέτει τη μόρφωση 300 παιδιών. Αν τον εμπιστεύεσαι, άσ’ τον ελεύθερο να κάνει τη δουλειά του και μετά αξιολόγησέ τον.
Διαλέξτε, επιτέλους, αν θέλετε σπουδαίους δασκάλους ή κακόμοιρα ανασφαλή ανθρωπάκια που συμπληρώνουν αιτήσεις για να μη χάσουν τη θέση τους. Μόνο σε πρόσωπα εμπιστεύεσαι το παιδί σου, όχι σε νούμερα και αριθμούς!

12 Αυγ 2014

Η μίζερη κληρονομιά του 2004


Του Κώστα Γιαννακίδη, από τους protagon.gr
Η Ελλάδα δεν χρεοκόπησε επειδή διοργάνωσε Ολυμπιακούς Αγώνες. Όμως ένας από τους πολλούς λόγους που οδήγησαν στη χρεοκοπία ήταν η διαχείριση της ολυμπιακής κληρονομιάς. Η απώλεια της ευκαιρίας έχει ιστορικό βάρος για τη χώρα. Και όμως, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να αποδώσει ευθύνες σε κυβερνήσεις και πρόσωπα που σχεδίασαν έργα και μετά τα άφησαν να σαπίσουν. Δέκα χρόνια μετά τους Αγώνες και η ελληνική κοινωνία αρνείται να δει ή δεν γνωρίζει καν τι συνέβη και τι θα μπορούσε να γίνει με τους Αγώνες.
Το καλοκαίρι του 2004 βρέθηκα στο Μόντρεαλ, εκεί όπου οι άνθρωποι πλήρωναν μέχρι πρόσφατα το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων του 1976. Έβριζαν και τότε, δεν ήθελαν να ακούσουν για Ολυμπιακούς Αγώνες. Το Μόντρεαλ αποπλήρωσε το χρέος των Αγώνων το 2006. Ουσιαστικά το ίδιο έχει συμβεί και εδώ. Η αλήθεια είναι ότι εδώ συνέβαινε πριν καν γίνουν οι Αγώνες. Και όμως, το Μόντρεαλ δίδαξε όλες τις επόμενες διοργανώσεις για όσα πρέπει να κάνουν και όσα οφείλουν να αποφύγουν. Μόνο δύο πόλεις δεν διάβασαν το μάθημα. Η Μόσχα και η Αθήνα.
Να, λοιπόν, μερικά δεδομένα.
Η διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων αποτελεί, συνήθως, ιστορική ευκαιρία για την ανάπλαση και την «επανεκκίνηση» πόλεων ή περιφερειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Βαρκελώνη που μετά το 1992 επαναπροσδιόρισε το στίγμα της στον παγκόσμιο χάρτη. Οι Αγώνες της Βαρκελώνης θεωρούνται οι καλύτεροι όχι μόνο για το θέαμα που προσέφεραν, αλλά για την αύρα τους, για την αλλαγή που έφεραν στην πόλη.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες μπορούν να είναι μία κερδοφόρα επιχείρηση. Αρκεί να υπάρξει ορθολογικός σχεδιασμός για τη δημιουργία και την αξιοποίηση των εγκαταστάσεων. Το Μόντρεαλ και η Αθήνα είναι οι δύο πόλεις που δημιούργησαν μεγάλο αριθμό καινούργιων εγκαταστάσεων, αλλά δεν κατάφεραν να τις αξιοποιήσουν. Στο Σίδνεϊ έκαναν αγώνες και σε λυόμενα. Στην Ατλάντα και στο Λος Άντζελες οι εθνικές και πολιτειακές χρηματοδοτήσεις είχαν να κάνουν με υποδομές κοινής ωφέλειας και ασφάλεια. Τα υπόλοιπα έγιναν σε συνεργασία με ιδιώτες. Αντίστοιχα μοντέλα υιοθέτησαν και άλλες πόλεις. Η Αθήνα;
Η Αθήνα δημιούργησε εγκαταστάσεις ακόμα και για τα πιο απίθανα σπορ. Ο λόγος; Από τη μια η έλλειψη σχεδιασμού και από την άλλη η βουλιμία: να φτιάξουμε έργα, να δώσουμε δουλειές. Τα έργα δεν φτιάχνονται από την Οργανωτική Επιτροπή των Αγώνων. Τα έργα φτιάχνονται και κοστολογούνται από τις κυβερνήσεις. Μερικές φορές η Οργανωτική Επιτροπή πιέζει. Και συχνά η κυβέρνηση υποχωρεί, όταν είναι «ανοιχτή» σε θέματα καθυστερήσεων. Όλα αυτά μπορεί να τα εξηγήσει παραστατικά ο Ευάγγελος Βενιζέλος, υπουργός Πολιτισμού -και αρμόδιος για ολυμπιακά έργα- εκείνη την περίοδο.
Μπήκε μέσα η Αθήνα; Ακόμα δεν το γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα. Η χώρα δεν κάθισε ποτέ να αποτιμήσει τα θετικά και τα αρνητικά των Αγώνων. Ποτέ. Κάποια στιγμή ο Στουρνάρας είπε στη Βουλή ότι το πρόσημο είναι θετικό. Και τώρα το ΙΟΒΕ εκπονεί μελέτη, με έξοδα της Γιάννας. Κατά προσέγγιση οι Αγώνες ξεπέρασαν ως κόστος τα 8.5 δισ. Και ακόμα και αν δεχθούμε ότι έγιναν περιττά έργα, με υπερτιμολογήσεις, με πούρα Γιάννας και ξιπασιά στελεχών, τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απουσία σχεδίου και την εγκατάλειψη. Μα τίποτα.
Πριν από δέκα χρόνια η Αθήνα είχε τις καλύτερες, τις πιο σύγχρονες εγκαταστάσεις στον κόσμο για να γίνει κάτι αντίστοιχο της Βαρκελώνης. Να πουλήσει πολιτισμό, ιστορία και υποδομές. Έχοντας, παράλληλα, μία βάση χιλιάδων ανθρώπων με διάθεση εθελοντισμού -αυτοί αξιοποιήθηκαν μόνο στη διοργάνωση της Eurovision. Μετά χάθηκαν τα αρχεία με τα στοιχεία τους. Και όμως, μια εβδομάδα μετά τη λήξη των Αγώνων, η Αθήνα άρχισε να συμπεριφέρεται λες και ξύπνησε από ένα όνειρο. Σαν μάνα που πάντρεψε κόρη με ανεπιθύμητο γαμπρό. Κακόκεφη, συνέχισε την πορεία προς τα κάτω. Κράτησε, βέβαια, ως κληρονομιά των Αγώνων το μετρό, το αεροδρόμιο, την Αττική Οδό, αλλά, εντάξει, το μετρό έφαγε αρχαία, το αεροδρόμιο κορμοράνους και η Αττική Οδός λεφτά. 

1 Αυγ 2014

Ένα Νέο «Παράδειγμα»

Του Νίκου Δήμου, από τους protagon.gr
Με ρωτάνε συχνά τι είναι το πιο σημαντικό που χρειάζεται ο τόπος. Και απαντώ: έναν νέο τύπο ανθρώπου. Ένα νέο Νεοέλληνα.
Ο νέος αυτός άνθρωπος θα μεγαλώσει και θα διαμορφωθεί μέσα σε ένα Νέο «Παράδειγμα» (με την έννοια του paradigm του Thomas Kuhn) δηλαδή σε ένα νέο πλαίσιο αναφοράς. Που θα του δοθεί από μία νέα παιδεία.
Ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά της;
1.Έμφαση στην επιστημονική προσέγγιση της γνώσης μέσα από την διαγνωστική ανάλυση, την διαδικασία δοκιμής-λάθους, την ατομική εμπειρία. Αποχή από κάθε δογματική επιβολή ιδεών, απόψεων ή θεωριών – άρα: τέλος στην απομνημόνευση.
2.Εξάσκηση στις νέες μεθόδους απόκτησης περιεχομένου. Ατομική προσέγγιση στο Διαδίκτυο με διατύπωση κριτηρίων ελέγχου και διασταύρωσης πηγών. Εκπόνηση εργασιών μέσα από συλλογική συνεργασία με συμμαθητές και καθηγητές μέσω διαδικτύου.
3.Κάθαρση της διδασκαλίας από τους διαδεδομένους εθνικούς μύθους και προσήλωση στα γεγονότα. (Σταδιακή κατάργηση της «Δημόσιας Ιστορίας» προς όφελος της επιστημονικής).
4.Έμφαση στην θεωρία της επιστήμης και την πρακτική της τεχνολογίας και ως περιεχόμενο και ως γνωσιοθεωρητική προσέγγιση. (Μπας και κάποτε διδαχθεί και στην Ελλάδα ο Δαρβίνος!).
5.Διδασκαλία μίας ξένης γλώσσας σε βάθος, ως πρωτεύον μάθημα, από την πρώτη ως την τελευταία τάξη. Ο νέος Νεοέλληνας θα είναι (τουλάχιστον) δίγλωσσος.
6.Όσοι έχουν πραγματική κλίση στα ανθρωπιστικά ή τις τέχνες, να διαχωρίζονται τα τελευταία χρόνια και να εξειδικεύονται. Αλλά να μαθαίνουν ουσιαστικά πράγματα. Π. χ., τα Αρχαία σαν ζωντανή γλώσσα. Να τα γράφουν και να τα μιλάνε. Ή να παίζουν ζωντανή μουσική.
7.Και πάνω από όλα: έμφαση στην ατομική κριτική σκέψη. (Για να πάψουν τα τρία τέταρτα των Ελλήνων να πιστεύουν σε θεωρίες συνομωσίας).
Ένα τέτοιο σχολείο χρειάζεται και νέους καθηγητές. Ώσπου να μεγαλώσει η πρώτη γενεά των νέων Νεοελλήνων, ταχύρρυθμα σεμινάρια στους υπάρχοντες, μήπως και ξεκολλήσουν από τους αποστεωμένους τύπους της παιδαγωγικής μας και ανοίξουν το νου τους. Διότι το βασικό στοιχείο του Νέου Παραδείγματος θα είναι η ανοιχτή σκέψη που θα οδηγήσει σε μία ανοιχτή κοινωνία. Αλλαγή βέβαια όλων των σχολικών βιβλίων και σταδιακή κατάργησή τους. (Όλη η ύλη υπάρχει στο διαδίκτυο. Οι καθηγητές ας συνθέτουν από εκεί τα μαθήματα με βάση γενικές οδηγίες). Αντίθετα να δοθεί έμφαση στα εκτός σχολικής ύλης αναγνώσματα που εμπλουτίζουν την φαντασία και την ευαισθησία των μαθητών.
Φυσικά είναι περιττό να πω ότι θα χρειαστεί να πνεύσει νέος άνεμος τόσο στο τραγικά απολιθωμένο υπουργείο Παιδείας, όσο και στις αντίστοιχες σχολές των ΑΕΙ.
Η πρώτη ένδειξη για την επιτυχία του Νέου Παραδείγματος θα είναι η παρακμή και κατάρρευση των φροντιστηρίων. Τι να διδάξουν σε μαθητές που σκέπτονται;  (Όσο υπάρχουν και θάλλουν φροντιστήρια, η Ελλάδα δεν θα δει προκοπή. Δεν είναι τυχαίο πως δεν υπάρχουν σε άλλη προηγμένη χώρα..).
Ονειρεύομαι; Αλλά ονειρεύομαι ορθολογικά. (Η λέξη κλειδί για κάθε ανανέωση στην Ελλάδα). Ξέρω πως ένα τέτοιο πρόγραμμα χρειάζεται χρόνο. Αλλά ο μόνος τρόπος να αλλάξεις την Ελλάδα είναι να αλλάξεις τους Έλληνες. Δεν υπάρχει «βασιλική οδός» για την αλλαγή.