"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

28 Φεβ 2016

Η εκκωφαντική αποτυχία των ελίτ

Του Στάθη Καλύβα, από την Καθημερινή.
Ο​​ι μεγάλες αντιπαραθέσεις της ατελείωτης αυτής εξαετίας έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι σχεδόν πάντοτε διατυπωμένες έτσι ώστε να μετατρέπουν σύνθετα προβλήματα σε δήθεν απλά διλήμματα. Παράγουν έτσι εύκολες αντιπαραθέσεις αλλά σχεδόν ποτέ ουσιαστική εμβάθυνση. Τα παραδείγματα αφθονούν: είναι η κρίση ελληνική ή ευρωπαϊκή; Φταίει η νοοτροπία μας ή το πολιτικό μας σύστημα, η ιστορία μας ή η διεθνής συγκυρία; Εμείς «τα φάγαμε» ή μια δράκα διεφθαρμένων πολιτικών; Μνημόνιο ή αντιμνημόνιο; Το ίδιο συμβαίνει τώρα με το θέμα των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών.
Υπάρχει, πιστεύω, μια εξαίρεση στον κανόνα αυτό, ένα πραγματικό δίλημμα με απλή απάντηση. Επανέρχεται συχνά και αφορά την ευθύνη των πολιτικών και κοινωνικών ελίτ σε σχέση με τον λαό. Ως ηγεσίες ή ελίτ εννοούμε τους ανθρώπους εκείνους που λειτουργούν ως κοινωνικά υποδείγματα και έχουν τη δυνατότητα να εμπνέουν την κοινωνία και να δρομολογούν το μέλλον της: πολιτικούς ηγέτες, οικονομικά ισχυρούς, πνευματικούς ανθρώπους, κάθε λογής διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ανώτερους και ανώτατους δημόσιους λειτουργούς. Πρόκειται προφανώς περί ετερογενούς και όχι πάντα συνεκτικής ομάδας. Εξίσου προφανώς, οι ελίτ δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν και να μετρηθούν με ακρίβεια, ενώ η έννοια του λαού διαστέλλεται τόσο εύκολα ώστε να περιλαμβάνει ουσιαστικά τους πάντες. Εξ ου και η αναπόφευκτη σκιαμαχία ανάμεσα σε δύο λογιών λαϊκισμούς, με τον πρώτο να κατακεραυνώνει τον λαό που έκανε τις επιλογές που έκανε και τον δεύτερο να τον θεωρεί εξ ορισμού αθώο και άμωμο, «πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο».
Παρ’ όλ’ αυτά, θα ισχυριστώ πως το ερώτημα για το μερίδιο της ευθύνης που αντιστοιχεί στις ελίτ απαντάται εύκολα και αυτό γιατί η ευθύνη των μεγάλων επιτυχιών και αποτυχιών σε οποιαδήποτε συλλογικότητα ανήκει πρωταρχικά στις ελίτ: αυτές έχουν το γενικό πρόσταγμα. Και δεν αναφέρομαι εδώ στις ακραίες περιπτώσεις των διεφθαρμένων πολιτικών και επιχειρηματιών και στις πιο γελοίες φυσιογνωμίες που υπάρχουν παντού.
Πρόσφατα διάβαζα για μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, τον Μεσοπόλεμο. Οι ελίτ της εποχής εκείνης, παρά τα συχνά σφάλματα και τις ενίοτε λανθασμένες τους επιλογές, διέθεταν κάποια βασικά χαρακτηριστικά: εργατικότητα, ακεραιότητα, αγάπη για τη μόρφωση, αυτοπειθαρχία, ορθοκρισία, έννοια για το συλλογικό. Χωρίς να ωραιοποιώ, θα έλεγα πως τις διέκρινε μια στιβαρότητα, ένα gravitas που διασώζεται σε πολλά γραπτά τεκμήρια. Με τα σημερινά κριτήρια, θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε συντηρητικές ή και αρτηριοσκληρωτικές, αλλά δεν είναι ορθό να επιβάλλουμε το δικό μας αξιακό πλαίσιο στο παρελθόν.
Αν αντίστοιχα, εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που αποτέλεσαν την ελίτ της τελευταίας τριακονταετίας εύκολα θα διαπιστώσουμε τη συχνότητα με την οποία επανέρχονται χαρακτηριστικά όπως η ματαιοδοξία, ο κυνισμός, η επιδερμική μόρφωση, η επιπολαιότητα και ο νεοπλουτισμός. Τη μετάλλαξη αυτή, την βίωσα ο ίδιος από πρώτο χέρι ως φοιτητής του ελληνικού πανεπιστημίου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν είδα να εξαφανίζονται οι παλαιάς κοπής καθηγητές (αρκετοί από τους οποίους ήταν αξιόλογοι), να αποτυγχάνει να ριζώσει η επόμενη γενιά των σοβαρών και ανοιχτόμυαλων ερευνητών και τελικά να κυριαρχούν οι φελλοί που δεν νοιάζονταν καν να τηρήσουν τα προσχήματα. Την αίσθηση αυτή, του διάχυτου κυνισμού, του περιορισμένου αυτοελέγχου, της γενικευμένης χαλαρότητας και ελαφρότητας και της αδιαφορίας για το συλλογικό, την διαπίστωσα πολλές φορές έκτοτε. Και είναι εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα διαχύθηκε στην κοινωνία και αντανακλάται στην μπαχαλοποίηση του κράτους και της κοινωνίας που προηγήθηκαν βέβαια της κρίσης.
Τι ακριβώς συνέβη; Η πιθανότερη εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στην εύκολη ευμάρεια της εποχής των παχιών αγελάδων. Πολλοί ήταν εκείνοι που βρέθηκαν σε θέσεις ευθύνης και, που ενώ δεν έπραξαν αυτά που έπρεπε να πράξουν, επιβραβεύθηκαν γι’ αυτά καθώς η χώρα (και οι ίδιοι) φαινόταν να πορεύεται από επιτυχία σε επιτυχία. Είναι εύκολο (και πολύ ανθρώπινο) να αποδώσεις τις επιτυχίες που δεν σου ανήκουν στις (ανύπαρκτες) ικανότητές σου.
Και πώς διορθώνεται το πρόβλημα; Πώς αποκτά μια χώρα καλύτερη ελίτ; Κατ’ αρχάς με την αναγνώριση του προβλήματος δίχως υπεκφυγές. Αυτονόητο μεν, αλλά όχι και τόσο εύκολο. Ένα δεύτερο βήμα προσφέρει η ίδια η ζωή, καθώς η κρίση στρέφει μια σημαντική μερίδα των πιο δυναμικών νέων ανθρώπων εκτός της χώρας και τους αναγκάζει να αναπτύξουν τα ατομικά εκείνα χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν στις νέες, σκληρές συνθήκες. Πολλοί από αυτούς θα χαθούν βέβαια για τη χώρα, αλλά το παράδειγμά τους θα εμπεδωθεί και θα εμπνεύσει.
Το μεγαλύτερο βήμα, όμως, είναι η συνειδητή επιλογή να δημιουργήσουμε εκ του μηδενός (και, εννοείται, έξω από τα ασφυκτικά όρια του κράτους) τις δομές εκείνες που θα δια πλάσουν ανθρώπους ικανούς στο μέλλον να εμπνεύσουν την κοινωνία και να ηγηθούν. Και η βασική δομή αυτού του είδους, ίσως και η μόνη, είναι η παιδεία. Εκεί λοιπόν θα πρέπει να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους όσοι θλίβονται από τη σημερινή κατάντια της χώρας και ενδιαφέρονται για το μέλλον της.

25 Φεβ 2016

Μαύρο στα κανάλια. Φως στην ιδεολογία.

Του Δημήτρη Ραυτόπουλου, από την athensvoice.gr
Δεν ήταν παρόλα που ξέφυγε από το έρκος υφυπουργικών οδόντων η δήλωση ότι η αυτονόμηση των ΜΜΕ είναι παθογένεια της Δημοκρατίας. Το επαναβεβαίωσε ο ίδιος ο κ. Χρ. Βερναρδάκης με αγωνιστική παρρησία, εξηγώντας ότι η άποψή του δεν ήταν τυχαία, αλλά αποτελεί ιδεολογικό προαπαιτούμενο. Και ως προς αυτό έχει δίκιο. Η ιδεολογία της ριζοσπαστικής αριστεράς θέλει την ενημέρωση των πολιτών κρατική υπόθεση· με τον έλεγχο, εννοείται, του κόμματος μονιμοποιημένου στην εξουσία. Διαφορετικά δεν θα ήθελε, βέβαια, κηδεμονία των ΜΜΕ από μια δεξιά κυβέρνηση π.χ., αφού η «παθογένεια» της Δημοκρατίας επιτρέπει την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία…
Η ριζική θεραπεία, επομένως, είναι η απαλλαγή από την αρχιπαθογένεια: τη Δημοκρατία.
Οι κυβερνητικές απόπειρες για τον έλεγχο των ιδιωτικών ΜΜΕ, μετά την ΥΕΝΕΔοποίηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, δεν είναι απλό επεισόδιο αυταρχισμού μιας διακυβέρνησης καταστροφικής και ανίκανης. Μαζί με την κομματικοποίηση του κράτους, εντάσσεται σε μια ολοκληρωτική αντίληψη ηγεμονίας λενινοσταλινικής μορφής.
Αυτού του είδους οι τάσεις ονομάζονται συνήθως φασιστικές, αλλά ορθότερο θα ήταν το επίθετο λενινικές. «Ο Μουσολίνι είναι ο πίθηκος του Λένιν» είχε πει ο Καρλ Κάουτσκι, θεωρητικός του μαρξισμού και ηγετική μορφή της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας («αποστάτης» βέβαια).
Πράγματι. Τον ολοκληρωτισμό, που σακάτεψε την ανθρωπότητα τον περασμένο αιώνα, τον μοιράστηκαν φασισμός/ναζισμός και λενινοσταλινισμός, αλλά την αναμφισβήτητη πρωτιά την είχε ο δεύτερος. Όχι μόνο στη λογοκρισία και στον έλεγχο κάθε μορφής έκφρασης αλλά γενικότερα στην όλη επιστροφή στη βαρβαρότητα, με την κατάργηση του κράτους δικαίου και της κοινωνίας των πολιτών, με την ανθρωποκτηνοτροφία των στρατοπέδων, τις γενοκτονίες, τις μαζικές σφαγές.
Ας περιοριστούμε όμως στον έλεγχο του λόγου, γιατί είναι η προϋπόθεση, ο όρος για την υποταγή και την κοπαδοποίηση των «μαζών». Ο Λένιν την προγραμμάτισε κατά την πρώτη απόπειρα κατάληψης της εξουσίας, το 1905. Και την εφάρμοσε από την πρώτη μέρα της εξουσίας του, τον Οκτώβριο του 1917. Έγραφε το 1905: «Οι εκδόσεις, τα τυπογραφεία, τα βιβλιοπωλεία, τα αναγνωστήρια, οι βιβλιοθήκες, όλα όσα σχετίζονται με την παραγωγή και τη διακίνηση του βιβλίου πρέπει να τεθούν κάτω από τον έλεγχο του κόμματος και να του δίνουν λογαριασμό». Αν υπήρχε τότε ραδιοτηλεόραση, λέτε να την άφηνε ξεκαπίστρωτη ο Βλαδίμηρος Ίλιτς; Ή μήπως θα ήταν η πρώτη στον κατάλογο; Οπωσδήποτε, η πρώτη πράξη της σοβιετικής εξουσίας ήταν η απαγόρευση των άλλων κομμάτων και των εφημερίδων. Εφεξής, στη σοβιετική επικράτεια μόνο δύο εφημερίδες κυκλοφορούσαν, η πρωινή «Πράβδα», όργανο της Κ.Ε. του κόμματος, και η απογευματινή «Ισβέστια», όργανο της κυβέρνησης. Στις μεγάλες πόλεις ανατυπώνονταν με προσθήκες ανακοινώσεων των τοπικών κομματικών και διοικητικών αρχών. Έτσι π.χ. στην Ουκρανία, την εποχή του διωγμού των «κουλάκων», της κολλεκτιβοποίησης (κολχόζ, σοβχόζ) και της μεγάλης πείνας με εκατομμύρια νεκρούς και μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών, ακόμα και εθνοτήτων, οι εφημερίδες πανηγύριζαν νίκες του σοσιαλισμού, αφθονία αγαθών, γενική ευτυχία, απομόνωση των προδοτών. (Μόνο έτσι εξηγείται το γεγονός της υποδοχής ως ελευθερωτών των ναζιστικών ορδών στην Ουκρανία το 1941, αλλά και των φασιστικών απηχήσεων σήμερα).
Ο Λ. Τρότσκυ, τότε (1905), υπερασπιζόταν τη λογοκρισία και τον κομματικό έλεγχο της πληροφόρησης, με μια εμπαθή ρητορική που θύμιζε συριζέικα επιχειρήματα περί διαπλοκής και νεοφιλελεύθερης συνωμοσίας των ΜΜΕ. «Δεν μειώνει κατά τίποτα την ελευθερία του Τύπου η απαγόρευση αντιδραστικών και φιλελεύθερων συκοφαντιών» έγραφε.
Ο έλεγχος της πληροφορίας, της σκέψης και της έκφρασης ήταν ταυτόσημος στα δύο ολοκληρωτικά συστήματα, το λενινοσταλινισμό και το ναζισμό. Όπως ο Λένιν, έτσι και ο Χίτλερ στο «Mein Kampf» (1931) προέβλεπε: «Πρέπει κάθε έντυπο, από το αλφαβητάριο όπου το παιδί μαθαίνει να διαβάζει, μέχρι την τελευταία εφημερίδα, κάθε θέατρο και κάθε κινηματογράφος, κάθε κολώνα αφισοκόλλησης, κάθε τοίχος μάντρας να είναι στην υπηρεσία αυτής της μοναδικής αποστολής» (του ναζισμού). Στην ολοκληρωτική οργάνωση της κοινωνίας και του κράτους, ο λενινικός κομμουνισμός προηγήθηκε κατά πολύ του ναζισμού. «Ο Λένιν τη δίδαξε όχι μόνο στον Στάλιν αλλά και στον Μουσολίνι και έμμεσα, μέσω των Γερμανών κομμουνιστών, στον Χίτλερ».
Η λενινική ντιρεκτίβα του 1905 αναφερόταν κατά κύριο λόγο στη λογοτεχνία και χρωματιζόταν από μόλις συγκρατούμενο μίσος κατά της πολυφωνίας, της διαλογικότητας, της ελευθερίας του πνεύματος και της φαντασίας. Έπρεπε να γίνει η λογοτεχνία «γρανάζι» και «μπουλόνι» της κομματικής προπαγάνδας. Έγραφε ο Λένιν: «Η λογοτεχνία πρέπει να είναι η λογοτεχνία του κόμματος. Το σοσιαλιστικό προλεταριάτο πρέπει να αξιοποιήσει την αρχή της κομματικής λογοτεχνίας και να τη μεταχειριστεί σαν αντίβαρο στην εξουσία του φιλελεύθερου Τύπου της μερκαντιλιστικής μπουρζουαζίας, αντίβαρο στον "αριστοκρατικό αναρχισμό" και στο κυνήγι του κέρδους […] Έξω οι άνθρωποι των Γραμμάτων που σνομπάρουν το κίνημα! Έξω οι υπεράνθρωποι της γραφής! Η λογοτεχνική δραστηριότητα πρέπει να είναι το γρανάζι και το μπουλόνι ενός μεγάλου σοσιαλδημοκρατικού μηχανισμού που κινείται κάτω από την άγρυπνη πρωτοπορία της εργατικής τάξης […] Οι άνθρωποι των Γραμμάτων οφείλουν να τεθούν στην υπηρεσία των οργανώσεων του κόμματος».
Το άρθρο του Λένιν μεταφράστηκε στα γερμανικά το 1924 και έγινε το εγκόλπιο των κομμουνιστών διανοούμενων. Θεωρείται ότι αυτές οι λενινικές αρχές ενέπνευσαν τον Μάο Τσε Τουνγκ, αλλά και τον Μουσολίνι που ήταν, στα νιάτα του, θαυμαστής του Λένιν. Το κυριότερο είναι ότι εφαρμόστηκαν με εξίσου βάρβαρο τρόπο από τη σοβιετική εξουσία· με τον τερατώδη μηχανισμό λογοκρισίας και προπαγάνδας που διεύθυνε η Agitprop, τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής, με το «Επιτροπάτο του λαού για τη διαπαιδαγώγηση» και τον ΙΖΟ (τομέα Καλών Τεχνών).
Έτσι δολοφονήθηκε (είναι η αρμόδια λέξη) μία από τις μεγαλύτερες εθνικές λογοτεχνίες, εκείνη που έδωσε στον κόσμο μορφές σαν του Ντοστογιέφσκι, του Γκόγκολ, του Τσέχωφ, του Τολστόι, του Πούσκιν. Η ποίηση εξαφανίστηκε κυριολεκτικά, η πεζογραφία πνίγηκε από τη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, οι πρωτοπορίες στη λογοτεχνία και την τέχνη κατέληξαν σε αυτοκτονίες, αυτοεξορία στη Δύση, Γκουλάγκ, σιωπή. Είναι το μόνο καθεστώς στην ιστορία, όπως είπε ο Κορν. Καστοριάδης, που δεν άφησε ίχνη πολιτισμού. Μόνο οι κλασικές ερμηνευτικές τέχνες, δηλαδή η δεξιοτεχνία και όχι η καθαυτό δημιουργία, είχαν καλές επιδόσεις (μπαλέτο, όπερα, σολίστ, σκηνοθεσία) και αυτό είναι κραυγαλέο χαρακτηριστικό στραγγαλισμού της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας από ένα τυραννικό καθεστώς. Κατά μια –δυσανάλογη έστω– αντιστοιχία, το ίχνος πολιτισμού που θα αφήσει η «πρώτη φορά Αριστερά» θα είναι μάλλον το ανέβασμα του Ξηρού στο Εθνικό (ως πρωτοπορία, στην Πειραματική σκηνή), ο Λαζόπουλος και οι ξενέρωτες γυροβολιές στην πίστα ή στις εκλογικές εξέδρες.
Οι αυταρχικές παρορμήσεις για τον έλεγχο του λόγου εκδηλώθηκαν πάντα, στην ιστορία, στο βαθμό που μεγάλωνε η εμβέλεια του λόγου και διευρυνόταν το κοινό. Αυτό έγινε στην Αθηναϊκή Πολιτεία με τη θανάτωση του Σωκράτη –το πρώτο έγκλημα της Δημοκρατίας–, με τη δίωξη του Αναξαγόρα, με τις επεμβάσεις κατά του Αριστοφάνη, που η «παρρησία» του ενοχλούσε τον Κλέωνα, όχι όμως τον Περικλή… Αυτό έγινε με τη διάδοση της τυπογραφίας του 16ου αιώνα που προκάλεσε τη βαρβαρότητα της θρησκευτικής λογοκρισίας επί 4 αιώνες, με τον Κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων του Βατικανού. Αυτό έγινε στην Αγγλία του 17ου αιώνα με την ανάπτυξη του αστικού φιλελευθερισμού και του Τύπου.
Το μέτρο που καθιέρωνε κρατική άδεια για την έκδοση εφημερίδας και η λογοκρισία ήταν η θρυαλλίδα των φιλελεύθερων επαναστάσεων που επέβαλαν το πρώτο σύγχρονο Σύνταγμα, το Bill of Rights, το 1689. Ακριβώς έναν αιώνα αργότερα, το 1789, η Γαλλική Επανάσταση έδωσε στο δυτικό πολιτισμό τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, όπου το άρθρο 11, γραμμένο από τον Μιραμπώ, ορίζει: «Η ελεύθερη ανακοίνωση σκέψεων και γνωμών είναι από τα πολυτιμότερα δικαιώματα. Κάθε άνθρωπος μπορεί να μιλάει, να γράφει και να τυπώνει ελεύθερα και είναι υπεύθυνος για την κατάχρηση αυτής της ελευθερίας στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος». Σ’ αυτή τη σειρά των ιστορικών «89» προστέθηκε, στη διακοσιοστή επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης, το 1989, η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο διάβολος και του Μανώλη η σκούφια: εκείνη τη χρονιά δημιουργήθηκε στη μικρή μας Ελλάδα η πρώτη ανεξάρτητη αρχή, θεσμός προστασίας της νομιμότητας και της ανεξαρτησίας του Τύπου, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Και τώρα, αναγεννημένος ο ανύπαρκτος «υπαρκτός» με τη συνδρομή και της ολίγης ακροδεξιάς, αχρηστεύει το ΕΣΡ και ονειρεύεται Λένιν (βλ. παραπάνω).
Γι’ αυτό ο πρωθυπουργός, με ευσεβή αναφορά στο λενινοσταλινικό κομμουνισμό, μας θύμισε το ανέκδοτο του Σοβιετικού Συντάγματος, που καταργούσε την εκμετάλλευση ανθρώπων από άνθρωπο! Πράγματι, αυτό βεβαίωνε στο προοίμιό του το αναθεωρημένο σοβιετικό Σύνταγμα του 1946, και μάλιστα όχι ως επαγγελία, αλλά ως πραγμάτωση: «Η Σοβιετική εξουσία προγραμμάτισε βαθύτατες κοινωνικο-οικονομικές μεταρρυθμίσεις, έβαλε τέλος για πάντα στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο…»
Στην πραγματικότητα, το σοβιετικό καθεστώς ξεπέρασε και τον πιο άγριο καπιταλισμό στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αν πάρουμε στοιχεία από την αγορά εργασίας και χωρίς να λογαριάσουμε την αναβίωση της δουλοκτησίας, με δουλοκτήτη το κράτος και δούλους τον πληθυσμό του «αρχιπελάγους Γκούλαγκ». Έγραφε ο Λ. Τρότσκυ το 1936: «Υπάρχουν μισθοί 100 ρουβλίων και άλλοι 8-10 χιλιάδων ρουβλίων.
Οι μεν ζουν σε τρώγλες, με τρύπια παπούτσια, οι άλλοι μετακινούνται με πολυτελή αυτοκίνητα και διαθέτουν πολυτελή διαμερίσματα, βίλα κοντά στη Μόσχα και άλλη βίλα στον Καύκασο».
Ο Γάλλος κομμουνιστής οικονομολόγος Σαρλ Μπετελέμ διαπίστωνε την εξής εισοδηματική κλίμακα: εργάτης 100 ρούβλια, διευθυντής 3000 ρ., συγγραφέας (καλός κομματικός) 16.000 ρ., αντιπρόεδρος της κυβέρνησης 25.000 ρ. (250 εργατικοί μισθοί). 
Κατά τον Κορνήλιο Καστοριάδη («Η γραφειοκρατική κοινωνία», 1973) το 15% του σοβιετικού πληθυσμού καρπούται το 84% του κοινωνικού προϊόντος και ο λαός –το 85% του πληθυσμού– το 16%, έχουμε δηλαδή μια σχέση αντιστρόφως ανάλογη.
Τα προνόμια και τη χλιδή της νομενκλατούρας δεν τα είχε, μετά το μεσαίωνα, καμιά κοινωνική τάξη στη Δύση. Αντίστοιχα, το προλεταριάτο (που η δικτατορία ήταν δική του!...) ζούσε στη μιζέρια: από τη διατροφή, τη στέγαση, την περίθαλψη, ως τις συντάξεις πείνας. Πασίγνωστες είναι οι τεράστιες ουρές για προμήθεια τροφής και οι άθλιες συνθήκες κατοικίας: 4-9 τ.μ. κατ’ άτομο, κοινή κουζίνα, τουαλέτα, λουτρό… (κατά όροφο).
Τα πλήρη αποκαλυπτήρια αυτής της βάναυσης εκμεταλλεύτριαςτάξης έγιναν το 1980 με την έκδοση στη Γαλλία και στη Γερμανία του βιβλίου του σοβιετικού ιστορικού Μίκαελ Βοσλένσκτυ, «Η Νομενκλατούρα - Οι προνομιούχοι στην ΕΣΣΔ». Το σύνολο των προνομιούχων υπολογιζόταν σε 750.000 – 3 εκατ. με τα μέλη των οικογενειών τους, δηλαδή λιγότερο από 1,5% του σοβιετικού πληθυσμού. Το 1970, σε διευθυντικές θέσεις του κόμματος και του κράτους σημειώνονται 76.847 πρόσωπα: είναι η αφρόκρεμα της ελίτ. Συνολικά 250.000 πρόσωπα ασκούν εξουσία, μικρή ή μεγάλη: το 1 τοις χιλίοις του πληθυσμού. Η περιγραφή των προνομίων τους, των αηδιαστικών ηθών τους, του τρόπου ζωής τους θα προκαλούσε ντροπή και σε πίθηκο. Ήταν η μόνη άρχουσα τάξη που είχε το «λίμπρο ντ’ όρο» και στην εποχή μας. Νομενκλατούρα = ονομαστικός κατάλογος. Ο νομενκλάτωρ ήταν ισόβιος, όσο ανίκανος ή διεφθαρμένος και αν αποδειχνόταν. Επιλεγόταν για να γραφτεί στη Νομενκλατούρα με κριτήρια κομματικά (καλή ώρα…) και όχι ικανότητες. Παρέμενε στη νομενκλατούρα ισοβίως, ακόμα και αν έχανε το πόστο του, εκτός αν έκανε κομματικό στραβοπάτημα. Επιζούσε το «μπαξίς» στις υπηρεσίες, αλλά και το απίστευτο: αγοραπωλησία των πόστων, με ταρίφες που σημειώνονταν σε εμπιστευτικές εκθέσεις. Αναφερόταν π.χ. ότι το 1969 το πόστο του α΄ κομματικού γραμματέα περιοχής του Αζερμπαϊτζάν κόστιζε 200.000 ρούβλια (2 χιλιάδες μισθοί εργάτη ). Ο λόγος που το κόμμα (του ηθικού πλεονεκτήματος) ανεχόταν τη διαφθορά-θεσμό ήταν απλός: η αγοραπωλησία και η υψηλή ταρίφα εξασφάλιζαν τη διαδοχή στα πόστα ανθρώπων της νομενκλατούρας, των μόνων που διέθεταν κεφάλαια!... Η άρχουσα τάξη στην ΕΣΣΔ ήταν κληρονομική και δεν είχε τους κινδύνους της Γουώλ Στρητ, των κρίσεων, του Χρηματιστηρίου. Ο νομενκλάτωρ ροχάλιζε ήσυχος.
Δεν ήταν έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι κατά την εξέγερση των εργατών στην Πολωνία, από τα κυριότερα αιτήματα ήταν «η κατάργηση της Νομενκλατούρας». Τότε έγινε παγκόσμια γνωστή η λέξη. Οι μόνες εργατικές εξεγέρσεις στη μεταπολεμική Ευρώπη έγιναν στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Έχω όμως μια απορία: γιατί ο πρωθυπουργός χρειάστηκε να επικαλεστεί το Σοβιετικό Σύνταγμα. Δεν είχε παρά να επαναλάβει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης· η 13η σύνταξη φτάνει από ώρα σε ώρα. Για να πάρει φόρα κάνει πίσω. Είμαστε ακόμα στην 7η…
Αντίθετα, δεν είναι τυχαίο ότι ανέσυρε τη σοβιετική κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο κατά τη συζήτηση για τον έλεγχο των ΜΜΕ. Το Σοβιετικό Σύνταγμα, πάλι, εκτός από την παραδείσια ισότητα, κατοχύρωνε και την ελευθερία του Τύπου. Αλλά: «Άρθρο 50. Σε αντιστοιχία με τα συμφέροντα των εργαζομένων και με σκοπό το δυνάμωμα του σοσιαλιστικού συστήματος, στους πολίτες της ΕΣΣΔ εξασφαλίζεται η ελευθερία του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων…» κ.λπ. Εξασφάλιζε, δηλαδή, την ελευθερία να συμφωνούν.
Το λαμπρό εκείνο Σύνταγμα του '18 του Λένιν και του '41 του Στάλιν κατοχύρωναν, με τον ίδιο τρόπο, τις πολιτικές ελευθερίες, την κριτική (άρθρο 49: Καταδίωξη για κριτική απαγορεύεται), τις ελεύθερες εκλογές (με ένα κόμμα!).
Για τους διαφωνούντες, απρόθυμους, μη ζητωκραυγαστές υπήρχε η τρομοκρατία, το Γκούλακ, οι αγγαρείες, η πείνα. Αυτά τα τελευταία τα διαφήμιζε ως απόλυτο όπλο του σοσιαλισμού, ο μεγάαααλος Λένιν:
«Το μονοπώλιο του ψωμιού, το δελτίο ψωμιού, η γενικευμένη αγγαρεία, ιδού ποιο είναι, στα χέρια των παντοδύναμων Σοβιέτ, το καλύτερο μέσον ελέγχου […], πιο τρομερό και από την γκιλοτίνα. Η γκιλοτίνα απλώς τρομοκρατούσε, εξουδετέρωνε τις δραστικές αντιστάσεις. Θέλουμε κάτι περισσότερο […] θέλουμε να τσακίσουμε την παθητική αντίσταση, που είναι πιο επίφοβη και επιβλαβής. Και έχουμε το μέσον. Αυτό είναι το μονοπώλιο του ψωμιού, το δελτίο, η γενικευμένη αγγαρεία».
Αυτό, βέβαια, είναι ένα μάξιμουμ πρόγραμμα. Το ιδανικό, η κατάργηση της εκμετάλλευσης... κ.τ.λ. η γενικευμένη φτώχεια, η καταστροφή της ιδιωτικής οικονομίας, η εξαφάνιση της μεσαίας τάξης, το μαύρο στον εγκέφαλο. Για την ώρα, προϋπόθεση είναι ο έλεγχος του Τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού, ένα άλλο παράλληλο πρόγραμμα.
Κατά της διαπλοκής, βεβαίως-βεβαίως…

21 Φεβ 2016

Πάνω σε δυο βάρκες βουλιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ

Του Στάμου Ζούλα, από την Καθημερινή.
Δ​​ιερωτώμαι, ειλικρινά αν στον ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, με τη διακυβέρνησή τους, ή –απλούστερα- τι τους συμβαίνει. Βιώνουμε μια καταιγίδα αριστερών μέτρων και συμπεριφορών στο εσωτερικό. Όπως η σοβιετοποίηση της Παιδείας, η αδίστακτη κομματικοποίηση του κράτους, ο απηνής διωγμός της αριστείας και η δικαίωση της μετριότητας στο Δημόσιο, το εγχείρημα χειραγώγησης της πληροφόρησης, κ.λπ. Ενώ, ταυτόχρονα, στα μεγάλα προβλήματα της χώρας, οι κυβερνώντες σύρονται, κυριολεκτικά, σε «αντιαριστερές» λύσεις. Οχι μόνον δείχνουν ανίκανοι να αφουγκραστούν την εκλογική τους βάση, αλλά αδυνατούν να ερμηνεύσουν και τα σαφέστατα μηνύματα του συνόλου των ψηφοφόρων. Ακόμα και όταν οι δημοσκοπήσεις, όπως η τελευταία της MRB, καταγράφουν την απαρχή μιας εντυπωσιακής ανατροπής του πολιτικού σκηνικού. Μέσα σε πέντε μήνες από τις εκλογές, η Ν.Δ. παίρνει το προβάδισμα, κατά 3,7 μονάδες, προηγείται με 41% έναντι 28% του ΣΥΡΙΖΑ, στην παράσταση νίκης, και κάτι σπάνιο για εν ενεργεία πρόεδρο της κυβέρνησης, ο κ. Τσίπρας χάνει με 3 μονάδες από τον κ. Μητσοτάκη στο ερώτημα για τον «καταλληλότερο πρωθυπουργό».
Γενικά, όλα τα στοιχεία της έρευνας αυτής πιστοποιούν την απογοήτευση της πλειονότητος των ψηφοφόρων των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στο πεντάμηνο της διακυβέρνησής τους, αποκαλύπτοντας και ένα, επίσης, σημαντικό στοιχείο. Ότι οι εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν «ανανέωσαν την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας», όπως διατείνονται οι εκάστοτε επανεκλεγμένοι, αλλά απλώς έδωσαν μια ελάχιστη χρονική παράταση της λαϊκής ανοχής, η οποία είχε, ήδη, δεινά δοκιμασθεί κατά την πρώτη θητεία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Σύμφωνα με όλα τα δημοσκοπικά ευρήματα, η παράταση αυτή έχει λήξει. Αυτό, όμως, είναι η μία πλευρά, που υποδηλώνει την απώλεια της πραγματικότητος εκ μέρους των κυβερνώντων. Η δεύτερη παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και εντοπίζεται στον κ. Τσίπρα και τους λοιπούς συριζαίους. Εξακολουθούν να πιστεύουν πως το «πρώτη φορά αριστερά» συσπειρώνει και συνεγείρει το σύνολον των ψηφοφόρων, που τους έδωσαν τις δύο εκλογικές τους νίκες, συν το τραγελαφικό «όχι» του δημοψηφίσματος. Αυτή η εκδοχή της εμμονής τους στην εντονότερη αριστεροποίηση της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης μπορεί να είναι αφελής, συγχρόνως, όμως, είναι και η επιεικέστερη. Διότι η δεύτερη πιθανότατα αποκαλύπτει μια επικίνδυνη αγκύλωση σε δογματισμούς και ιδεοληψίες, ως προς την ερμηνεία και –προπαντός– την εφαρμογή του «πρώτη φορά αριστερά».
Με άλλους λόγους, οι εγκέφαλοι του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν να λησμονούν από πού ξεκίνησε το κόμμα τους και –κυρίως– να εθελοτυφλούν για το πού μπορεί να πάει. Αν οι νεοψηφοφόροι τους διακατέχονταν από πίστη και αφοσίωση στο «πρώτη φορά αριστερά», όπως καμηλοπαρδαλίζοντας «βλέπουν» οι ίδιοι, τότε οι διαρρέοντες, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της MRB, ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ θα στρέφονταν προς τη ΛΑΕ του κ. Λαφαζάνη, που είναι καθηλωμένη στο 2%, στο ΚΚΕ, που παραμένει σταθερό, ή και στη Χρυσή Αυγή. Με δεδομένο ότι υπήρχε και υπάρχει μια δυσεξήγητη ελευθεροκοινωνία ψηφοφόρων μεταξύ ακροδεξιάς και ΣΥΡΙΖΑ. Πώς εξηγούν, λοιπόν, οι εγκέφαλοι του ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό (7,8%) των διαρρεόντων ψηφοφόρων «τους» στρέφεται προς τη Ν.Δ. και δευτερευόντως προς το ΠΑΣΟΚ και την Ενωση Κεντρώων; (Φίλες και φίλοι, είναι μάλλον άσκοπη η ερώτηση. Γιατί, αν μπορούσαν να απαντήσουν, δεν θα χρειαζόταν να σας κουράσω με τούτο το κείμενο...)

20 Φεβ 2016

Δημιουργώντας μια κοινή Ευρωπαϊκή Ταυτότητα

Του Βασίλη Μπενόπουλου*,  από Liberal

Σε μια εποχή ταχύρυθμων εξελίξεων, όπου η Ενωμένη Ευρώπη και το όραμα της αρμονικής συνύπαρξης και συνεργασίας των λαών της Γηραιάς Ηπείρου δοκιμάζονται, είναι σημαντικό να συζητήσουμε για την εκπαίδευση και τον ρόλο της στη διαμόρφωση Ευρωπαίων πολιτών. Γνωρίζουμε όλοι ότι μόνο μέσα από την εκπαίδευση μπορούν οι νέοι των χωρών της Ευρώπης να έρθουν κοντά και να διαμορφώσουν μια κοινή ταυτότητα. Ουσιαστικά, η μόνη ελπίδα επιβίωσης και συνέχισης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος βρίσκεται στην εκπαίδευση και την ωρίμανση των πολιτών.
Μέσα στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κλονίζεται από διαφωνίες και απειλές για απόσχιση από κράτη μέλη, πρέπει να βρεθεί τρόπος ανάδειξης της διπλής ταυτότητας των πολιτών, και ειδικά των νέων. Είμαστε, δηλαδή, Έλληνες, αλλά είμαστε και Ευρωπαίοι πολίτες.
Κάθε κρίση μπορεί να ανατρέψει τα πιστεύω των νέων ανθρώπων, και σίγουρα η οικονομική κρίση και τα διάφορα προβλήματα τα τελευταία χρόνια έχουν οδηγήσει πολλούς σε μια στάση πλήρους αμφισβήτησης και απαξίωσης αυτών των «γραφείων γραφειοκρατών στις Βρυξέλλες», που όλοι μας ονομάζουμε Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως η αλήθεια είναι ότι η Ε.Ε. δεν είναι ένα απόμακρο κλαμπ, ούτε μια άυλη ιδέα, αλλά μια πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι. Η Ε.Ε. είμαστε εμείς, όλοι οι πολίτες της Ευρώπης και όλες οι κυβερνήσεις που μας εκπροσωπούν. Για να καταστεί όμως σαφές και ξεκάθαρο ότι η Ε.Ε. είναι μια φιλελεύθερη δημοκρατική συμμαχία με παρελθόν, παρόν, και μέλλον, πρέπει οι μαθητές της να διδαχθούν και να ενημερωθούν, ξεκινώντας από τα σχολεία. Η εκπαίδευση, άλλωστε, αποτελεί το πιο καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης της κοινωνίας. Είναι η πηγή για κάθε ανακάλυψη και καινοτομία, είναι το μέσο για ευημερία και πρόοδο. Ό,τι είμαστε το οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό στην εκπαίδευση που μας διαμορφώνει και μας καθορίζει.
Ένας βασικός στόχος που πρέπει να τεθεί ευρωπαϊκά για την εκπαίδευση είναι η ενδελεχής διδαχή ευρωπαϊκής ιστορίας και πολιτισμού σε διάφορες τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με έμφαση στα κοινά χαρακτηριστικά και τις κοινές πορείες που έχουν χαράξει οι διαφορετικοί και ιδιαίτερα ξεχωριστοί λαοί της Ευρώπης. Να διδαχθούν, δηλαδή, οι νέοι για τη μακρά και συναρπαστική ιστορία αυτής της ηπείρου, που, μέσα από θριάμβους και πολέμους, μέσα από νίκες και καταστροφές, κατάφερε να γίνει ενιαία και να προχωρήσει μπροστά. Η αντικειμενική αλλά ουσιαστική και ολοκληρωμένη μελέτη της ιστορίας μας θα είναι ένα πρώτο βήμα για τη σταδιακή διαμόρφωση της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας, χωρίς φυσικά να χάνονται και τα χαρακτηριστικά κάθε πολιτισμού.
Παράλληλα, είναι αναγκαία η δημιουργία ενός νέου κοινού μαθήματος, που θα διδάσκεται σε όλα τα σχολεία της Ε.Ε., και θα έχει στόχο να παρουσιάσει, να εξηγήσει και να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο η Ε.Ε. λειτουργεί, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρώπης και τους διάφορους άλλους θεσμούς και οργανισμούς. Μόνο έτσι θα τελειώσουν τα στερεότυπα και οι αμφιβολίες για τον τρόπο που λειτουργεί θεσμικά η Ε.Ε., και θα καταστεί σαφές ότι η Ευρώπη είναι οι πολίτες της. Αυξημένη εμπιστοσύνη προς την ιδέα της Ε.Ε. μπορεί να έχει μόνο θετικά αποτελέσματα.
Πέρα από τα μαθήματα, υπάρχουν και πολλές δράσεις σχολείων και άλλων φορέων για τη συναδέλφωση των λαών και πολιτών της Ευρώπης, που θα πρέπει να ενθαρρυνθούν περαιτέρω. Ο πυρήνας της αλλαγής βρίσκεται στα σχολεία, όπου οι νέοι διαμορφώνουν τις προσωπικότητές τους. Άρα, λοιπόν, πρέπει να αναζητηθούν κοινές τομές και σημεία, πιθανά πεδία συνεργασίας μεταξύ διαφόρων σχολείων μέσα στην Ε.Ε. για την οργάνωση ταξιδιών, δράσεων, παρουσιάσεων ή κοινών δημιουργιών. Ο πολιτισμός, ο αθλητισμός, η τέχνη μπορούν να ενώσουν τους μαθητές που μέσα από αυτά τα προγράμματα θα δεθούν μεταξύ τους και θα γνωρίσουν έμπρακτα τις αξίες της συνεργασίας μεταξύ των λαών. Προγράμματα όπως το eTwinning, το Spring Day in Europe και το Comenius είναι καινοτόμα και εξαιρετικά σημαντικά, αλλά είναι γεγονός ότι χρειάζεται μια εκ νέου συνολική μεγάλη εκστρατεία. Αυτές οι συζητήσεις μπορούν και πρέπει να γίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά είναι απαραίτητο να αφεθούν οι φορείς και τα σχολεία ελεύθερα να πάρουν πρωτοβουλίες για τέτοιες δράσεις, που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και δυνατότητες του κάθε σχολείου ξεχωριστά. Με στόχο τη διαμόρφωση κοινής ταυτότητας, τέτοιες πρωτοβουλίες θα κάνουν τη διαφορά.
Πράγματι υπάρχουν διάφορα προβλήματα στον οικονομικό τομέα και ειδικότερα στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της Ε.Ε., αλλά η ουσία μακροπρόθεσμα βρίσκεται και στον τρόπο με τον οποίο θα συνυπάρξουμε ως λαοί καθώς προχωρούμε προς την ομοσπονδιοποίηση.
Πρέπει, επομένως, να τονιστεί ότι μόνο μέσα από τον χώρο της εκπαίδευσης θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις ώστε να προχωρήσουμε ενωμένοι ως Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχει πεδίο συνεργασίας και τεράστιες ευκαιρίες που πρέπει να αδράξουμε. Είναι πραγματικά στο χέρι μας να χτίσουμε μια ακόμα πιο ενωμένη Ευρώπη∙ το οφείλουμε ως κοινωνία στις γενιές που έρχονται.
* Ο Βασίλης Μπενόπουλος είναι μαθητής Γ' Λυκείου στο PIERCE - Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος.

16 Φεβ 2016

Έρχεται η ώρα που κανένα μνημόνιο δεν θα μας σώζει

Αν η ελληνική κοινωνία δεν αποφασίσει να απελευθερωθεί κυριολεκτικά από τον πελατειακό κρατισμό και τη διαφθορά του, θα καταποντιστεί πλέον σε χρόνο-ρεκόρ. Η χώρα κυβερνάται από μια δράκα γερασμένων πνευματικά και ιδεολογικά ανθρώπων.
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου, από το euro2day
Όχι, δεν είναι όλα μαύρα στη χώρα. Την καταστροφολογία και τη μαυρίλα τη διαχέουν στον κοινωνικό ιστό οι φαιοκόκκινες δυνάμεις του ζόφου, οι οποίες μόνον έτσι μπορούν και επιβιώνουν.
Στο πολιτικό μάρκετινγκ, οι πωλητές οραμάτων, σωτηρίας, ευτυχίας και πλούτου έχουν πάντα το πάνω χέρι -γιατί, μοιράζοντας ελπίδες, απαλλάσσουν τον λαό από τη σκέψη.
Η σκέψη και ο τρόπος που αυτή μπορεί να ασκηθεί είναι πολύ κακό πράγμα, διότι αποτελεί προϋπόθεση αυτονομίας και η τελευταία είναι αντίθετη με την έννοια του κοπαδιού. Συμβαίνει, όμως, οι φαιοκόκκινες δυνάμεις να θέλουν κοπάδια, τα οποία βαφτίζουν «λαό» και στο όνομά του μπορούν να διαπράττουν απάτες, εγκλήματα και άλλα ανομήματα.
Στην άλλη όχθη, οι φιλελεύθερες δυνάμεις θέλουν ελεύθερους, υπεύθυνους και σκεπτόμενους πολίτες, ικανούς να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τις τύχες τους στα χέρια τους, στο πλαίσιο, όμως, μίας κοινωνίας όπου ισχύουν και εφαρμόζονται κανόνες δικαίου. Υπό αυτή την έννοια, ο φιλελευθερισμός δεν είναι μία απλή πολιτική έννοια. Είναι επίσης μία φιλοσοφική προσέγγιση, που απελευθερώνει το άτομο μέσω της προσωπικής ευθύνης.
Από την πλευρά του, ο πολιτισμός εδράζεται στη γνώση. Υπάρχουν όμως δύο μορφές γνώσης. Ηεπιστημονική, αφενός, η οποία επιτρέπει να κατανοούμε πώς κινείται ο κόσμος και με ποιον τρόπο οικοδομούνται θεσμοί και καταστάσεις και, αφετέρου, η ελεύθερη, που προωθεί την κριτική σκέψη και την ατομική δημιουργία.
Γίνεται ταυτοχρόνως αυτονόητο ότι η επιστήμη και η ανάπτυξή της προϋποθέτουν την ανθρώπινη ελευθερία. Χωρίς την τελευταία, ο Κοπέρνικος, ο Γαλιλαίος, ο Νεύτων, ο Δαρβίνος, δεν θα είχαν ποτέ υπάρξει και οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι δεν θα είχαν ποτέ θεμελιώσει τον ορθό λόγο βάζοντας τον μύθο στο περιθώριο. Περιττόν ίσως να προσθέσουμε ότι, χωρίς την ελευθερία του λόγου και του σκέπτεσθαι, το Facebook, για παράδειγμα, θα ήταν επίσης ανύπαρκτο. Υποθέτουμε δε ότι στις ολοκληρωτικές κοινωνίες της λογοκρισίας και της ιδεολογικής απάτης, θα ήταν αδιανόητη η δημιουργία και ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας και των «κοινωνικών μέσων» (social media).
Σίγουρα ο αναγνώστης μας θα αναρωτιέται τι σχέση έχουν όλες αυτές οι θεωρητικές θέσεις και απόψεις με την Ελλάδα, που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλων των κορυφαίων φιλελεύθερων θεσμών του δυτικού κόσμου. Η συμμετοχή της χώρας μας στους δυτικούς θεσμούς είναι παραπλανητική καισυμφεροντολογική. Μεγάλο μέρος του λαού και των πολιτικών που τον εκπροσωπούν είναι ξεκάθαρα αντιδυτικού προσανατολισμού και βαθύτατα αντιφιλελεύθερο. Απλώς, η Δύση είναι καλή για να δανείζει και να επιδοτεί την Ελλάδα. Ενίοτε δε και για να την προστατεύει από υπαρκτούς και ανύπαρκτους εχθρούς. Κατά τα άλλα, για μέρος του εγχώριου αντιφιλελεύθερου πολιτικού χώρου η Δύση είναι καλή για ύβρεις και ξόρκια -που είναι τα σίγουρα μέσα προσέλκυσης ψηφοφόρων.
Σήμερα, αυτή η αντιδυτική και αντιφιλελεύθερη Ελλάδα είναι καταδικασμένη στην αφάνεια και την παρακμή. Ακόμα χειρότερα, είναι και ανίκανη να κάνει οποιαδήποτε προσπάθεια προσαρμογής στον ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο της ψηφιακής εποχής και των μεγάλων μετασχηματισμών. Ιδεολογικά, η ελληνική κοινωνία έχει καταρρεύσει υπό το βάρος του πτωχευμένου κρατισμού και της διαφθοράς του.
Αυτός είναι και ο λόγος που η χώρα έχει σήμερα την κυβέρνηση που της αξίζει. Κυβερνάται έτσι από μία δράκα γερασμένων πνευματικά και ιδεολογικά ανθρώπων, που νομίζουν ότι μπορούν να διατηρήσουν εν ζωή ένα σύστημα αρπαγής και ανοησίας το οποίο κρατιόταν ζωντανό ελέω εξωτερικών επιδοτήσεων και δανείων.
Τα 35 τελευταία χρόνια το σύστημα αυτό απορρόφησε πάνω από 1.000 δισεκατομμύρια ευρώ επιδοτήσεις και δάνεια και το μόνο που κατάφερε ήταν να... πτωχεύσει! Πρόκειται για μοναδική περίπτωση ανικανότητας και φαυλοκρατίας, αλλά και της άρνησης μιας κοινωνίας και ενός πολιτικού συστήματος να συγκλίνουν προς την πραγματικότητα. Όταν το 1981 η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα αντιπροσώπευε το 50% του μέσου εισοδήματός της. Το ίδιο ποσοστό αντιπροσωπεύει και σήμερα.
Αντιθέτως, η Ιρλανδία, όταν εντάχθηκε στην ΕΟΚ αντιπροσώπευε το 48% του ΑΕΠ της, αλλά σήμερα ξεπερνά το 106%. Την ίδια περίοδο, η μικρή αυτή χώρα από κτηνοτροφική έγινε τεχνολογική και σήμερα είναι ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς υψηλής τεχνολογίας στην Ευρώπη.
Σε παρόμοιο δρόμο βρίσκονται και οι τρεις μικρές χώρες της Βαλτικής, ενώ η Φινλανδία, για να ξεπεράσει την κρίση που γνώρισε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, μετατράπηκε σε κοινωνία γνώσης και υψηλής παιδείας. Σήμερα διαθέτει το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο, παράλληλα δε είναι και μεγάλος εξαγωγέας προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Μία άλλη σοβαρή διάσταση στις κοινωνίες αυτές είναι η καλλιέργεια της έννοιας του επιχειρείν ως μέσου αυτοολοκλήρωσης, δημιουργίας και παραγωγής εισοδήματος. Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε σε σχολείο του Ελσίνκι πώς, από την πρώτη τάξη του δημοτικού, τα παιδιά διδάσκονται να δημιουργούν επιχειρήσεις μέσω της ομαδικής προσπάθειας και μαθαίνουν να επιλύουν προβλήματα χωρίς να περιμένουν κάποιους κρατικούς παντογνώστες να τους τα λύσουν. Μας έκανε εντύπωση επίσης πώς τα παιδιά μαθαίνουν τι είναι οι κοινωνίες της ελευθερίας και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των άλλων.
«Ο 21ος αιώνας», μας είπε μία συμπαθέστατη Φινλανδή δασκάλα, «θα είναι αυτός της αυτοεπιχειρηματικότητας. Τα παιδιά θα πρέπει να μάθουν από πολύ μικρά να αναλαμβάνουν ευθύνες και να έχουν την αίσθηση της αυτοδημιουργίας μέσα από συλλογικές προσπάθειες».
Όλα αυτά, στην καθ' ημάς πραγματικότητα είναι «άγνωστη γη». Γι' αυτό και ο κοινωνικός ιστός καταρρέει, με τους δυναμικότερους νέους ανθρώπους να φεύγουν ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους.
Αν αυτό το βαρύ κλίμα της παρακμής και της μιζέριας δεν ανατραπεί, θα έλθει εποχή που κανένα μνημόνιο και καμία δανειακή ένεση δεν θα μπορούν να σώσουν τη χώρα μας.
Μοναδική ελπίδα σωτηρίας είναι η ανάδυση μιας «επιχειρούσας κοινωνίας», που θα μπορέσει να ανοίξει και άλλους ορίζοντες σε μία εποχή που απαιτεί τόλμη, ταλέντο, δημιουργικότητα και ελεύθερη σκέψη.

14 Φεβ 2016

Η εκκωφαντική σιωπή του Συριζαίου ψηφοφόρου

Του Νίκου Μαραντζίδη, από την Καθημερινή.

Α​​πό τη στιγμή της υπογραφής του τρίτου μνημονίου το καλοκαίρι που μας πέρασε, δεν είναι μόνο η κυβέρνηση που βρίσκεται υπό πίεση, αλλά και, ψυχολογικά τουλάχιστον, οι ψηφοφόροι της. Στις παρέες, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ γίνονται αντικείμενο πειραγμάτων από αυτούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδιαιτέρως αυτούς του «Ναι» του δημοψηφίσματος, που αισθάνονται πως παίρνουν μια γλυκόπικρη εκδίκηση. Οι ψηφοφόροι της «πρώτης φοράς Αριστερά» αντιμετωπίζονται από πολλούς συμπολίτες τους είτε ως εξαπατημένοι ρομαντικοί είτε ως επικίνδυνα αφελείς. Είναι φανερό πως οι καιροί που στις κοινωνικές συναθροίσεις οι του ΣΥΡΙΖΑ κουβαλούσαν μια αύρα ελπίδας και ενθουσιασμού έχουν παρέλθει.

Στις έρευνες κοινής γνώμης, τους τελευταίους μήνες οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να διακρίνονται σε τρεις άνισες ποσοτικά κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αυτούς που συνεχίζουν, έστω και χωρίς τον προγενέστερο ενθουσιασμό, να στηρίζουν την κυβέρνηση και να ελπίζουν. Χονδρικά δείχνουν να είναι περίπου το ένα τρίτο των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του Σεπτεμβρίου. Δηλώνουν ικανοποιημένοι από τα κυβερνητικά πεπραγμένα ή εκφράζουν τη θέση πως είναι ακόμη νωρίς για να κρίνουν. Ελπίζουν πως θα καλυτερέψουν τα πράγματα μετά μια δύσκολη περίοδο και κρίνουν πως η κυβέρνηση είναι η καλύτερη δυνατή υπό τις υπάρχουσες συνθήκες. Εδώ μέσα βρίσκει κανείς ποικίλα κίνητρα, ιδεολογικά, πολιτικά, ταξικά ή ακόμη και προσωπικές προσδοκίες.

Η δεύτερη ομάδα συγκεντρώνει αυτούς που αισθάνονται εντελώς απογοητευμένοι και θυμωμένοι. Αυτοί βροντοφωνάζουν σε όλους τους τόνους πως εξαπατήθηκαν και θέλουν να εκδικηθούν. Πρόκειται για ανθρώπους που βρέθηκαν στις κάλπες του ΣΥΡΙΖΑ ελπίζοντας στην κατάργηση των μνημονίων ή, έστω, προσδοκώντας μια καλύτερη διαπραγμάτευση και λιγότερο επώδυνα μέτρα και τώρα αισθάνονται εξαπατημένοι. Προέρχονται κυρίως από κοινωνικές ομάδες που έχουν πληγεί από την κρίση και τα προτεινόμενα μέτρα της κυβέρνησης τους θίγουν ιδιαίτερα (π.χ. αγρότες). Από ιδεολογικής πλευράς, οι άνθρωποι αυτοί κινητοποιήθηκαν κυρίως από εθνολακϊστικές ρητορικές και όχι από αριστερά σχέδια και συνέδεσαν εγωιστικές επιδιώξεις (π.χ. να μην πληρώνουν ΕΝΦΙΑ ή διόδια) με ανιδιοτελείς (υποτίθεται) απόψεις για την υπερηφάνεια του έθνους μας.

Τέλος, η τρίτη κατηγορία, και μάλλον η πολυπληθέστερη, είναι οι σιωπηλοί. Αυτοί δηλαδή που δημοσίως αποφεύγουν κάθε τοποθέτηση, αλλά ιδιωτικώς δηλώνουν προβληματισμένοι και αμήχανοι για τις εξελίξεις.

Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το facebook, ο χαρακτηριστικός ιδεότυπος αυτού του ατόμου είναι εκείνος που ενώ τα τελευταία χρόνια και μέχρι το δημοψήφισμα ήταν έντονα πολιτικοποιημένος και δραστήριος, τους τελευταίους μήνες ανεβάζει μόνο τραγούδια και φωτογραφίες αποφεύγοντας τον σχολιασμό των σημερινών πολιτικών τεκταινόμενων. Στις έρευνες κοινής γνώμης, πολλοί από αυτούς δηλώνουν πως δεν έχουν διάθεση να ψηφίσουν ή δεν ξέρουν τι θα ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές, όποτε αυτές γίνουν. Αλλοι, πάλι, δεν θέλουν καν να συμμετάσχουν σε τέτοιες έρευνες ή λένε ψέματα για την προηγούμενη ψήφο τους. Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αυτό το είδος ψηφοφόρου: ο ντροπαλός Συριζαίος!

Από πλευράς μεγέθους η ομάδα αυτή είναι σημαντική και η επανασυσπείρωσή της αποτελεί βασικό στόχο της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης. Το ευτύχημα για την κυβέρνηση είναι πως οι άνθρωποι αυτοί δεν δείχνουν προς το παρόν να έχουν αποφασίσει να την εγκαταλείψουν. Ομως η πολιτική επίπτωση της σιωπής, σε συνδυασμό με τις φωνές των θυμωμένων και εξεγερμένων κοινωνικών ομάδων από την άλλη πλευρά, ενισχύει το κλίμα απογοήτευσης και δυσαρέσκειας, γεγονός που εξ αντικειμένου υπονομεύει την κυβέρνηση. Πρόκειται για μια κατάσταση που λίγα χρόνια πριν είχαν γνωρίσει το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. και τώρα αγγίζει τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η κατάσταση αυτή είναι δυναμική και αυξανόμενη. Όπως έχει αποτυπώσει στη θεωρία της για το «σπιράλ της σιωπής», η Γερμανίδα πολιτικός επιστήμονας Elisabeth Noelle-Neumann, στα άτομα δεν αρέσει να απομονώνονται και να περιθωριοποιούνται από το κοινωνικό τους περιβάλλον εξαιτίας των πεποιθήσεών τους. Εξαιτίας, λοιπόν, αυτής της αποστροφής τους, οι άνθρωποι επιλέγουν να σωπαίνουν όταν διαισθάνονται πως εκφράζουν πολύ μειοψηφικές απόψεις που είναι αντιπαθείς στην πλειονότητα. Το αποτέλεσμα είναι πως έτσι ανατροφοδοτείται δυναμική η πλέον θορυβώδης άποψη και διαμορφώνεται μια δυναμική που επηρεάζει ολοένα και περισσότερους.

Με απλά λόγια, η δυναμική του παλιού αντιμνημονιακού στρατοπέδου στηριζόταν στη βροντόφωνη αντίδραση των πολιτών στα δυσάρεστα μέτρα και στην πεποίθησή τους πως υπάρχει εναλλακτική οδός. Η φωνή τους είχε αντανάκλαση στα παραδοσιακά ΜΜΕ και στο Διαδίκτυο και στη συνέχεια, μέσω αυτών, επέστρεφε δυνατότερη στην κοινωνία. Ήταν αυτές «οι φωνές», που κατάφεραν να διαμορφώσουν μια πλειοψηφική πολιτική κουλτούρα που εκφράστηκε ήδη από τις εκλογές του Μαΐου του 2012. Οι φωνές αυτές χαμηλώνουν και σωπαίνουν σταδιακά και αντικαθίστανται από άλλες. Προς το παρόν, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει βρει ένα νέο αφήγημα για να ενεργοποιήσει τις φωνές στήριξής της εκ νέου. Αν δεν το κάνει σύντομα, θα έρθει η ώρα που οι δημοσκοπήσεις θα αποτυπώσουν τη σιωπή των οπαδών της με εκκωφαντικό τρόπο.

11 Φεβ 2016

Το Νόμπελ του παραμυθιού

"Τα τρία γουρουνάκια" σε εκδοχή ελληναράδων
Του Γιάννη Μεϊμάρογλου, από τη Μεταρρύθμιση.
Δεν ξέρω αν η υποψηφιότητα των «ηρώων του Αιγαίου» για το Νόμπελ της ειρήνης και οι εκατοντάδες χιλιάδες υπογραφές που το συνοδεύουν, θα επηρεάσουν θετικά την κρίση της Σουηδικής Ακαδημίας. Το βέβαιο είναι ότι η αυταπάρνηση των κατοίκων του Αιγαίου που προσπαθούν καθημερινά να βγάλουν  από τα κύματα ζωντανούς τους συνανθρώπους τους, ακυρώνεται τις μέρες αυτές στην πράξη από τους ελληναράδες του Αιγαίου και όχι μόνον.
Είναι οι ίδιοι, οι στρατευμένοι ελληναράδες που ξεσηκώνονται κάθε φορά που νοιώθουν ότι θίγονται στο ελάχιστο τα συμφέροντά τους, που δεν ανέχονται την διαφορετικότητα και γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τους θεσμούς, τους νόμους, την κοινωνία ολόκληρη. Αυτοί που βάζουν σήμερα τις φωτιές στην Κω, τα Διαβατά, το Σχιστό, είναι όμοιοι μ” αυτούς που έστησαν το αντάρτικο στην Κερατέα και στους άλλους ΧΥΤΑ, που δεν ανέχτηκαν τον ΟΚΑΝΑ στη γειτονιά τους, που σήκωναν επί μήνες τις μπάρες στα διόδια.
Ας μην ανησυχούμε.
Ακόμα κι αν χάσουμε το Νόμπελ της ειρήνης, το Νόμπελ του παραμυθιού δεν το χάνουμε με τίποτα. Το μεγάλο παραμύθι της χώρας με τον ανάδελφο και περιούσιο λαό συνεχίζει να θρέφει γενιές Ελλήνων, να ταχτοποιεί τις συνειδήσεις τους απέναντι στον εαυτό τους και την ιστορία. Οι ήρωές του αναδεικνύονται συνεχώς σε μόνιμα θύματα μιας παγκόσμιας συνωμοσίας. Η κρίση ήταν μια ευκαιρία να ξανακοιταχτούμε στον καθρέφτη μας και, για πρώτη φορά, να μην αλλάξουμε τον καθρέφτη αλλά τον εαυτό μας. Δεν το κάναμε. Προτιμήσαμε και πάλι τα παραμυθάκια που μας νανουρίζουν ευχάριστα, διώχνοντας τις κακές σκέψεις και τους εφιάλτες.

Το παραμύθι «λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου μας χάιδεψε ευχάριστα τ” αυτιά, μόνο που δεν κράτησε για πολύ. Γιατί λεφτά δεν υπήρχαν κι ακόμη κι αν υπήρχαν δεν ήταν για μας. Το παραμύθι των Ζαππείων, του Αντώνη, μας τόνωσε το ηθικό. Κάποιοι κακοί Ευρωπαίοι προσπαθούσαν με τα μνημόνια να κάμψουν το φρόνημά μας, αλλά ένας μακεδονομάχος  πρωθυπουργός θα τους έβαζε στη θέση τους. Το παραμύθι του Αλέξη ήταν ωστόσο το πιο επαναστατικό απ” όλα. Είχε και Αριστερά, είχε και νιάτα, είχε και τσαμπουκά. Δυστυχώς όμως έφερε μαζί του και την ανευθυνότητα, την επιπολαιότητα και την ανικανότητα μιας παρέας που, κρυμμένη καλά πίσω από τις ιδέες και τις αξίες της Αριστεράς, κατέλαβε την εξουσία και οδηγεί τη χώρα με αλαζονεία και θράσος στην απόλυτη καταστροφή.
Στα παραμύθια, όταν φτάνουμε στο τέλος, ζούνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Στο δικό μας παραμύθι όμως που δείχνει να τελειώνει σε λίγο, μάλλον θα ζήσουν αυτοί καλά και όλοι εμείς πολύ χειρότερα!

6 Φεβ 2016

Το τοπίο πίσω από τις κραυγές

Του Νίκου Βατόπουλου, από την Καθημερινή

Πέρα από τον δυναμισμό, η πρόσφατη απεργία κατέδειξε και την πλήρη σύγχυση του αντικυβερνητικού μετώπου. Ως θετικό καταγράφεται η διογκούμενη δυσαρέσκεια κατά της κυβέρνησης που πλέον έχει επιτύχει το πρωτοφανές: να έχει οπαδούς μόνο ανάμεσα σε εκείνους που έχουν συμφέρον. Η πολυσυλλεκτικότητα του αντικυβερνητικού μετώπου αποκαλύπτει και τη ρηχότητα της ιδεολογικής δεξαμενής της κυβέρνησης, που απογυμνωμένη από επιχειρήματα έχει μείνει απλώς να ταυτίζεται με ένα τοπίο κυνισμού και κομματοκρατίας. Όσο θα χάνει λίπος ο πυρήνας ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο θα εντείνεται η αντιδημοκρατική του δημαγωγία.

Το μεγάλο θέμα όμως στην κοινωνία είναι ότι παρά το τεράστιο πλήγμα που δέχονται όλες ανεξαιρέτως οι επαγγελματικές τάξεις, φαίνεται ότι απουσιάζει το διογκούμενο ωστικό εκείνο κύμα υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Όσοι υποστηρίζουν την ανάγκη να αλλάξουν οι δομές και οι αντιλήψεις υπέρ ενός μικρού και ευέλικτου κράτους είναι αυτοί που υποστήριζαν τις ίδιες θέσεις εκείνο το αξέχαστο, δραματικό καλοκαίρι του 2015. Είναι εκείνο το 39%. Ο πυρήνας των ψηφοφόρων που απέχουν από τον αντιδυτικό λαϊκισμό. Πόσοι άραγε μπορεί να είναι σήμερα;

Διότι η αντίληψη των μπλόκων ή της συνοδοιπορίας στις διαδηλώσεις με την άδουσα Ζωή Κωνσταντοπούλου, είναι κάτι άλλο. Είναι απόγνωση, είναι ξέσπασμα, είναι άμυνα και επίθεση μαζί. Είναι και κατάντια. Πάντως αίτημα για μεταρρυθμίσεις δεν είναι. Είναι ανακύκλωση διαχρονικών ελληνικών αιτημάτων που μόνο μπροστά δεν μπορούν να πάνε την κοινωνία. Υπάρχει γενικευμένη ασάφεια ως προς το τι ζητάει ο καθένας, τι πιστεύει ότι πρέπει να γίνει και για το ποιος επί της ουσίας μπορεί να είναι ο δρόμος της ανάπτυξης. Στο αντισυριζαϊκό μέτωπο, ευρύ, βαθύ, ορμητικό και διογκούμενο, συνυπάρχουν φιλελεύθεροι αστοί και οπαδοί ολοκληρωτισμών που καίνε σημαίες. Υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος να διευρυνθεί το κομμάτι που πρεσβεύει τις φιλελεύθερες αρχές μιας φιλοδυτικής, ανοικτής κοινωνίας;

Σαφώς και υπάρχει. Αλλά απαιτείται χρόνος. Και χρόνος δεν υπάρχει. Η κυβέρνηση, αφού έχει κάψει προ πολλού όλα τα χαρτιά της, βλέπει τον εγκλωβισμό της σε ένα τοπίο καταστροφής που η ίδια δημιούργησε. Αλλά ανάμεσα στους αντιδρώντες, ο καθένας έχει κάτι άλλο στο μυαλό του.

3 Φεβ 2016

Μετά από έναν χρόνο στην κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ελλάδα βρίσκονται πιο απομονωμένοι από ποτέ

Το πρωτότυπο κείμενο στο http://www.huffingtonpost.com/cas-mudde/after-one-year-in-governm_b_9070880.html
Πριν από έναν χρόνο, το αριστερό λαϊκιστικό κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα. Ήταν η πρώτη φορά μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, που ήρθε πρώτο ένα άλλο κόμμα εκτός από τους δύο δεινόσαυρους της Μεταπολίτευσης, το κεντροαριστερό Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) και το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ). Παρόλο που η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη, η επιλογή του να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων (ΑΝΕΛ) προκάλεσε έκπληξη, κυρίως στους πολλούς (ξένους) υποστηρικτές του. Ωστόσο, αυτή η επιλογή ήταν απολύτως κατανοητή εκείνη την περίοδο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κερδίσει τις εκλογές με βάση μια πρότασή του για τον Τρίτο Δρόμο στην πολιτική των Μνημονίων, που καθόριζε τη σχέση μεταξύ της Τρόικα –της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΠ), της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ)– και της Ελλάδας μετά από διάφορα πακέτα διάσωσης. Οι ΑΝΕΛ ήταν το μόνο κόμμα στο ελληνικό κοινοβούλιο που υποστήριζε την ουτοπική θέση «Όχι στο Μνημόνιο, Ναι στην Ευρωζώνη». Επομένως, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, και Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας δεν είχε άλλη επιλογή παρά να σχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ σε μια προσπάθεια να επιχειρήσει να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους διάσωσης με τον τρόπο που είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του.
Εννέα μήνες αργότερα ο ακόμα καινούργιος, αλλά φθαρμένος, Πρωθυπουργός υπέβαλε την παραίτησή του και έφερε και πάλι την Ελλάδα στις κάλπες για τέταρτη φορά σε κάτι περισσότερο από τρία χρόνια. Κανένας, ούτε και ο Τσίπρας, δεν υποστήριξε ότι η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν επιτυχημένη. Εκπροσωπούμενη από τον φανταχτερό Υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε μια μέχρις εσχάτων ηθική μάχη με την Τρόικα, υποστηρίζοντας ότι κατείχε την απόλυτη αλήθεια και ότι οι αντίπαλοί του –για τους οποίους μιλούσε με κλασική λαϊκιστική φρασεολογία χαρακτηρίζοντάς τους ως «εχθρούς», «προδότες», ακόμα και «τρομοκράτες»– θα έβλεπαν το φως το αληθινό. Αλλά καθώς ο Βαρουφάκης ξεκίνησε να κάνει διαλέξεις περί Οικονομικών στις συναντήσεις του Eurogroup, οι συνάδελφοί του περιχαρακώνονταν ολοένα και περισσότερο στις αρχικές τους θέσεις και έχαναν τη μικρή συμπάθεια που τους είχε απομείνει στη δοκιμασία της «ριζοσπαστικής αριστερής» ελληνικής κυβέρνησης.
Για να αποφύγει το αδιέξοδο, ο Τσίπρας τράβηξε το τελευταίο του χαρτί, ένα αιφνιδιαστικό δημοψήφισμα για ένα ακατανόητο ζήτημα, που είχε μόνο νόημα ιδωμένο από την κοσμοθεώρηση του ΣΥΡΙΖΑ για μια επική μάχη μεταξύ της «δημοκρατικής Ελλάδας» και της «τεχνοκρατικής Τρόικας» – λες και άλλοι υπουργοί της Ευρωζώνης, όπως ο Ολλανδός Γέρουν Ντάισελμπλουμ και ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Σόιμπε δεν είχαν λάβει δημοκρατική εντολή εντός των χωρών τους για τις πολιτικές λιτότητας που αποφάσισαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε το δημοψήφισμα με 61 τοις εκατό υπέρ του «Όχι», αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι αυτό δεν είχε αλλάξει τίποτα έξω από την Ελλάδα. Κατά συνέπεια, ο Τσίπρας αγνόησε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, πρόδωσε τη δική του «δημοκρατική εντολή», και αποδέχτηκε ένα πακέτο διάσωσης που ήταν πολύ πιο δυσμενές για την Ελλάδα από τη συμφωνία που αυτός και οι υποστηρικτές του είχαν απορρίψει στο δημοψήφισμα.
Αμέσως μετά, ο Τσίπρας ζήτησε νέες εκλογές, αιφνιδιάζοντας τους πολλούς αντιπάλους εντός και εκτός του κόμματός του. Παρά τις παλινωδίες της Ελλάδας στο διάστημα μεταξύ του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου, τα αποτελέσματα των εκλογών σε γενικές γραμμές δεν διέφεραν σημαντικά. Οι περισσότερες διαφορές δεν ξεπερνούσαν το ένα τοις εκατό. Μόνο το φιλελεύθερο Ποτάμι έχασε δύο τοις εκατό. Αντίθετα, ο Τσίπρας αναδύθηκε από τις εκλογές ενισχυμένος, έχοντας καθαρίσει το κόμμα του από τους πιο σκληρούς αντιπάλους του, και με το κύριο αντίπαλο κόμμα (ΝΔ) χωρίς ηγεσία εκείνη τη στιγμή. Και πάλι επέλεξε τους ΑΝΕΛ ως εταίρο στην κυβέρνηση συνασπισμού, αλλά αυτή τη φορά η λογική της επιλογής του δεν ήταν πειστική.
Έχοντας αποδεχτεί, έστω και απρόθυμα, τους νέους σκληρούς όρους διάσωσης, η νέα κυβέρνηση θα ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει κοινωνικοοικονομικές πολιτικές. Λογικά, θα έπρεπε να εστιάσει στη μεταρρύθμιση του κράτος και σε κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα, που ήταν πάντα σημαντικά για το κόμμα και τους οπαδούς του. Σε αυτά τα ζητήματα οι ΑΝΕΛ ήταν μεταξύ των λιγότερο πιθανών διαθέσιμων εταίρων. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε επιλογές επειδή επί μήνες είχε πολώσει την πολιτική αντιπαράθεση. Πώς θα μπορούσε να συνεργαστεί με κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ ή το Ποτάμι, ενώ τα είχε κατηγορεί ότι ανήκαν στη «διεφθαρμένη» και «προδοτική» ελίτ; Επομένως, είναι προφανές ότι ο Τσίπρας δεν σκέφτηκε ποτέ σοβαρά κάποια εναλλακτική στη θέση των ΑΝΕΛ. Αυτός και ο αρχηγός των ΑΝΕΛ Πάνος Καμμένος φαινόταν να έχουν αναπτύξει μια ξεκάθαρη και σταθερή σχέση συνεργασίας, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κυβερνά σχεδόν ανενόχλητος, εφόσον δεν ανακατευόταν στο Υπουργείο Άμυνας του Καμμένου.
Ωστόσο, αυτό που φαίνεται να μην υπολόγισε σωστά ο Τσίπρας είναι ότι η παθητικότητα των ΑΝΕΛ αφορά κυρίως τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα, που είναι δευτερεύοντα για το κόμμα. Αναφορικά με τα κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα, ιδιαίτερα τα πιο σημαντικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝΕΛ δεν έχουν απλώς διαφορετικές απόψεις, έχουν παγιωμένες απόψεις. Όπως είναι συγκεκριμένα η περίπτωση που αφορά δύο παραδοσιακές ευαισθησίες της ελληνικής Αριστεράς, την ισχυρή θέση της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του στρατού.
Η πολιτική εξουσία της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν συναντάται σχεδόν πουθενά στην ΕΕ και το μέγεθός της παρουσιάζεται απολύτως από το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις ορκίζονται με θρησκευτικό όρκο ενώπιον Ορθόδοξων επισκόπων. Οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν αποτέλεσαν την εξαίρεση σε αυτό.
Ομοίως, ο ελληνικός στρατός παραμένει ένας από τους πιο δαπανηρούς εντός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ). Η χώρα πλήρωσε το τεράστιο ποσοστό του 2,4 τοις εκατό του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες το 2015. Παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει καταρρεύσει κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008, με το ΑΕΠ να πέφτει από τα 355 δις το 2008 στα 238 δις το 2014 (μια απώλεια ενός τρίτου!), ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε ελάχιστες περικοπές, και αύξησε μάλιστα τον προϋπολογισμό τους κατά 0,1 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2014.
Μετά από έναν χρόνο στην εξουσία, η Εκκλησία και ο Στρατός παραμένουν εξίσου ισχυρά. Όπως έδειξε ο Βασίλης Πετσίνης, ο ΣΥΡΙΖΑ σε γενικές γραμμές εγκατέλειψε το αίτημά του να μειώσει τη σημασία τους, επειδή αντιμετώπισε έντονη αντίθεση από τους ΑΝΕΛ. Αυτό μείωσε την πολιτική ατζέντα του κόμματος ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα στα κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα. Μεταξύ των ελάχιστων επιτυχιών του ήταν η νέα νομοθεσία που ψηφίστηκε τον περασμένο μήνα, με την οποία νομιμοποιείται το σύμφωνο συμβίωσης ομοφυλόφιλων ζευγαριών. Αν και πρόκειται για κάτι σημαντικό, ιδιαίτερα για αυτά τα ζευγάρια, είναι στην καλύτερη περίπτωση μια μικρή νίκη χωρίς να φέρνει την Ελλάδα σε υψηλή θέση στα ζητήματα των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων στην ΕΕ.
Η προσφυγική κρίση θα μπορούσε να δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ μια ευκαιρία να ξανακερδίσει τη θέση του εντός της ΕΕ καθώς και εντός της εθνικής και διεθνούς Αριστεράς. Με περισσότερο από το 80 τοις εκατό των προσφύγων να εισέρχονται στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας, η χώρα βρίσκεται στο προσκήνιο του αγώνα της ΕΕ να ελέγξει την πρωτοφανή εισροή. Όμως ενώ πολλοί απλοί Έλληνες πολίτες ξεπέρασαν το αναμενόμενο προσφέροντας υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης στους πρόσφυγες, παρά τα δικά τους οικονομικά προβλήματα, η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε κατά κύριο λόγο στο, όντως απαιτητικό, καθήκον της να τους παρέχει στέγη και να τους καταγράψει. Καθώς ο Τσίπρας κάνει (αξιέπαινες) εκκλήσεις για μια πιο ανθρωπιστική προσφυγική πολιτική από την ΕΕ, η πρακτική ανικανότητα της κυβέρνησής του υπονομεύει τις πιθανότητες να βρουν ευήκοα ώτα μεταξύ των πιο σημαντικών εταίρων του στον Βορρά. Στην πραγματικότητα, αντί να μετατρέψει την προσφυγική κρίση από κρίση σε ευκαιρία, όπως έκανε τόσο επιδέξια ο Τούρκος Πρόεδρος Ρεσίπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Τσίπρας έκανε και πάλι την Ελλάδα τον αποδιοπομπαίο τράγο της ΕΕ γενικά, και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Και τώρα η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με πιθανό αποκλεισμό από τη ζώνη Σένγκεν.
Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δημιούργησε ούτε την οικονομική ούτε την προσφυγική κρίση, η ανικανότητά του και ο καιροσκοπισμός του επιδείνωσαν τις επιπτώσεις τους για την Ελλάδα και υπονομεύουν τη θέση της εντός της Ευρώπης. Ο Τσίπρας ακόμα πιστεύει ότι οι υπερφίαλες ομιλίες αρκούν για να αλλάξουν οι πολιτικές και η πραγματικότητα, επενδύοντας ελάχιστο χρόνο και προσπάθεια στη δημιουργία εποικοδομητικών συνασπισμών με διάρκεια εντός της Ελλάδας ή της ΕΕ. Με το να μην κάνει την επιλογή μεταξύ της επιστροφής του ΣΥΡΙΖΑ στις ριζοσπαστικές αριστερές ρίζες του ή της μετατροπής του σε ένα «λογικό» κεντροαριστερό κόμμα, αλλά αντίθετα να τα κουτσοκαταφέρνει με ένα μείγμα αυτών των δύο θεμελιακά αντίθετων μοντέλων, παραμένει πολιτικά απομονωμένος και επομένως ευάλωτος, τόσο στο εσωτερικό, ακόμα και από τον ίδιο τον εταίρο του στον συνασπισμό, όσο και στο εξωτερικό.