"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

25 Ιαν 2015

Το τέλος του μίσους

Του Ανδρέα Πετρουλάκη, από τους protagon.gr
 Όσο είναι καιρός ας πούμε ορισμένα πράγματα για τη χώρα που αφήνουμε πίσω μας -κάθε εκλογική μάχη μάς πάει σε μια άλλη χώρα. Η νέα χώρα είναι αχαρτογράφητη αλλά ελπίζω σε δύο πράγματα από αυτήν. Να βρίσκεται μέσα στην Ευρώπη και να έχει λιγότερο μίσος.
Η αυριανή ημέρα ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ. Πιστεύω ότι, ασχέτως των πραγμάτων που έχει πει τα προηγούμενα χρόνια, θα κάνει ό,τι μπορεί για να μείνει αδιατάραχτη η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Μακάρι να τα καταφέρει. Θα μείνω στο μίσος, για τoν όγκο του οποίου στην ελληνική κοινωνία το κόμμα αυτό φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης. Και πραγματικά ελπίζω ότι από αύριο θα κάνει προσπάθειες να το καταλαγιάσει και να γίνει κυβέρνηση και εκείνων εναντίον των οποίων κατηύθυνε το μίσος. Ας μην ξεχνά ότι στην καλύτερη περίπτωση το 65% θα εξακολουθεί να μην εμπιστεύεται την πρότασή του. Και μη μας πουν, όπως είναι αναμενόμενο, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν κατηγόρησε τον λαό αλλά μόνο τις κυβερνήσεις και τις τράπεζες -ευχαριστούμε, το μίσος που τροφοδότησε η ρητορεία του απλώθηκε παντού, οικογένειες και φιλίες χάλασαν και άνθρωποι που δεν ήσαν ούτε υπουργοί ούτε τραπεζίτες διασύρθηκαν δημοσίως και προπηλακίστηκαν.
Η καλλιέργεια του μίσους και η διαρκής ανατροφοδότησή του από το 10 και μετά βασίστηκε σε τρία μεγέθη. Το πρώτο ήταν ασφαλώς η ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων και η εξαθλίωση της ζωής μεγάλου μέρους τους-από τη δυστυχία εύκολα πηγάζει το μίσος αν το κατευθύνεις σωστά. Το δεύτερο ήταν το μονοπώλιο της ευαισθησίας, κυρίως από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και το τρίτο ήταν ο πόλεμος εναντίον όλων ανεξαιρέτως εκείνων που δεν τους αναγνωρίστηκε το δικαίωμα να έχουν κι αυτοί ευαισθησία απλώς γιατί είχαν άλλη οπτική στα πράγματα από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μάλιστα. Οι άνθρωποι ήσαν σε πόλεμο και συχνά το ομολογούσαν. Ξαφνικά στην Ελλάδα εξαφανίστηκε το δημοκρατικό δικαίωμα της διαφωνίας, με κύριο ιμάντα το κόμμα της μέχρι χτες αξιωματικής αντιπολίτευσης και το σύστημα του δημοσίου λόγου, δημοσιογραφικού και άλλου, που κινείται γύρω του. Όποιος δεν συμφωνούσε ή απλώς δυσπιστούσε προς την κυρίαρχη μέχρι πρότινος πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για εξαφάνιση των Μνημονίων με ένα νόμο, για μονομερείς διαγραφές χρέους κ.λπ., με το σύνολο δηλαδή της πολιτικής που έλεγε στον λαό ότι υπάρχει ο εύκολος τρόπος, κατασπαρασσόταν. Γινόταν αυτομάτως παπαγαλάκι κάποιου, ενεργούμενο λαμόγιο ή απλώς ηλίθιος που δεν καταλαβαίνει τα αυτονόητα, και σίγουρα αναίσθητος για το 1.500.000 ανέργους, για τα παιδιά που πεινούν και για τις χιλιάδες αυτοκτονίες. Μη σου πω και συνένοχος. Το να πονάς το ίδιο με αυτούς για όσα βλέπεις γύρω σου αλλά να μην πιστεύεις σε αυτά που σου προτείνουν ως λύση δεν περιλαμβάνεται στα ενδεχόμενα.
Οι κίνδυνοι στη διαχείριση αυτού του μίσους που ασφαλώς δεν έχει εξατμιστεί είναι τρεις. Ο πρώτος είναι να συνεχίσει να συντηρείται εξ αδρανείας και να διοχετεύεται σταθερά εναντίον των ίδιων παλιών εχθρών, στους οποίους θα αποδίδονται μονίμως τα προβλήματα. Ο δεύτερος είναι να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη ύλη ρεβανσισμού στους τομείς που θα δίδεται η ευκαιρία (π.χ. ΕΡΤ). Και ο τρίτος και κυριότερος, όταν όλοι θα έχουν καταλάβει ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, να στραφεί εναντίον του ίδιου του κόμματος που τότε θα κυβερνά, όπως έγινε και με τον Σαμαρά.
Σε κάθε περίπτωση από αύριο τελειώνουν οι ψευδαισθήσεις. Και ο πιο ανυποψίαστος θα καταλάβει ότι από την αρχή υπήρχαν μόνο πολύ επώδυνες επιλογές. Και η ελπίδα μου είναι αυτή η κοινή παραδοχή να αποτελέσει και την αρχή του τέλους του μίσους.

24 Ιαν 2015

Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;


Του Λεωνίδα Καστανά, από το Blog, μη μαδάς τη μαργαρίτα

Μετά και την πρόσφατη παρέμβαση του Ντράγκι τα πράγματα είναι σαφέστατα. Η ΕΚΤ θα αγοράζει ελληνικά ομόλογα στο μέτρο που η Ελλάδα ακολουθεί το πρόγραμμα προσαρμογής και ολοκληρώσει την αξιολόγηση. Δηλαδή αν θέλουμε ρευστότητα πρέπει να κάνουμε μεταρρυθμίσεις. Όχι γενικά, αλλά αυτές που επιβάλουν η ΕΕ και το ΔΝΤ. Ενδεικτικά αναφέρω μερικά από τα προαπαιτούμενα για να ξέρουμε για τι συζητάμε.

1. Κάλυψη δημοσιονομικού κενού που η τρόικα το υπολογίζει στα 2,6 δισ. για το 2015.
 2. Αλλαγές στη ρύθμιση των οφειλών σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία ( περιορισμός των 100 δόσεων).
3. Δέσμευση της κυβέρνησης ότι δεν θα κάνει οριζόντια ρύθμιση δανείων για νοικοκυριά (δηλαδή στεγαστικών και καταναλωτικών). Επίσης ότι θα άρει τους περιορισμούς στους πλειστηριασμούς στο τέλος του έτους.
4. Ολοκλήρωση της φορολογικής αναδιάρθρωσης με ανεξαρτησία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
5. Στο ασφαλιστικό, αλλαγές σε όρια ηλικίας, ποσοστά αναπλήρωσης, απαιτούμενα έτη ασφάλισης, περιορισμός των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και ο εξορθολογισμός του συστήματος της ελάχιστης σύνταξης.
6. Διεύρυνση του αριθμού υπηρεσιών και προϊόντων που βρίσκονται στον υψηλό συντελεστή του ΦΠΑ (23%) και κατάργηση εξαιρέσεων και εκπτώσεων (που συνήθως παρέχονται στα νησιά).
7. Υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά προϊόντων χρησιμοποιώντας τις προτάσεις της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ.
8. Μεταρρύθμιση για τις ομαδικές απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα ώστε να είναι σύμφωνη με τις δεσμεύσεις στο Μνημόνιο.
9. Αλλαγές στο πτωχευτικό δίκαιο ( εξωδικαστικοί μηχανισμοί).
10. Παρουσίαση του νέου ενιαίου μισθολογίου για τον δημόσιο τομέα.
11. Περιορισμός των επιδομάτων εκτός από τις βασικές αποδοχές στο Δημόσιο και περιορισμός των μισθολογικών διαφορών στη δημόσια διοίκηση.
12. Αξιολόγηση δαπανών και στα υπουργεία και όχι μόνο στους δημόσιους φορείς.
13. Προτάσεις αναδιάρθρωσης των ΔΕΚΟ.
14. Βελτίωση «δημοσιονομικών κανόνων» που θα προσφέρουν μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία και δημοσιονομική ευελιξία στους δημόσιους φορείς.
15. Πρόοδος στις ιδιωτικοποιήσεις, στην είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών, στις επιστροφές φόρων και στις απολύσεις στο δημόσιο.
16.  Πώληση των μετοχών του ΟΤΕ, αλλά και στην ιδιωτικοποίηση των λιμανιών του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, του ΟΣΕ και παραχώρηση των περιφερειακών αεροδρομίων.
17. Επέκταση της θητείας της ανεξάρτητης συμβουλευτικής επιτροπής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ).
18. Υιοθέτηση  της απλοποίησης των διαδικασιών αδειοδότησης.
19. Κατάθεση στη Βουλή του νόμου για την απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου.

Δηλαδή πρέπει να γίνουν όλα εκείνα για τα οποία η συγκυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ δεν έκλεισε τη συμφωνία στα τέλη του 2014 και έτσι δεν ολοκληρώθηκε η αξιολόγηση. Δυστυχώς γι αυτόν ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να επιδείξει εντονότερη μνημονιακή συγκατάβαση και φυσικά να εγκαταλείψει τους λεονταρισμούς αν θέλει να κρατήσει τη χώρα στην Ευρώπη και στη ζωή. Δηλαδή να εφαρμόσει το πιο σκληρό μνημόνιοever.

Είναι φανερό ότι η ελπίδα όσων επιζητούν πραγματικές μεταρρυθμίσεις και πιστεύουν ότι μόνο με αυτές θα βγούμε κάποτε από την κρίση, εναποτίθεται στα χέρια των εταίρων που τυγχάνουν και δανειστές. Ανεξάρτητα από την επακριβή ή όχι υλοποίηση των προαπαιτούμενων και την όποια δυνατή διαπραγμάτευση, το πλαίσιο είναι καθορισμένο και στενό. Η χώρα μπορεί να έχει ρευστότητα άρα και δυνατότητα παραγωγικής ανασύνταξης μόνο στο μέτρο που προχωρήσει στην μετουσίωσή της σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος σε περιβάλλον δημοσιονομικής εγκράτειας. Ενδεχομένως να υπάρξει δυνατότητα διαπραγμάτευσης πάνω στα 19 σημεία, ενδεχομένως το αναλυτικό περιεχόμενο αυτών να επιδέχεται συζητήσεων αλλά το πλαίσιο είναι AYTO. Ο άλλος δρόμος είναι το grexit. Αλλά οι πληροφορίες που φτάνουν απέξω δείχνουν ότι οι ευρωπαίοι εταίροι δεν το θεωρούν πιθανό. Κάτι θα ξέρουν, κάτι παραπάνω θα έχουν συζητήσει με το ΣΥΡΙΖΑ. Ποιον ΣΥΡΙΖΑ; Υποθέτω την ηγετική ομάδα που φιλοδοξεί να παραμείνει ηγετική και την επομένη των εκλογών δοθέντων τότε και των συσχετισμών της κοινοβουλευτικής ομάδας.

Συνεπώς, όσοι ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ για να φύγουμε από την ΕΕ (και είναι πολλοί), ή για να προστατεύσουν τη συντεχνία τους, ή να ανακτήσουν τα προνόμιά τους, ή για να φύγουμε από τη λιτότητα, καλόν είναι να το ξανασκεφτούν. Τα πράγματα είναι υπό έλεγχο και τον έλεγχο δεν θα τον έχει καμιά ελληνική κυβέρνηση. Το θέμα είναι αν η όποια αυριανή κυβέρνηση μας προκύψει θα έχει τη διάθεση να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις δίκαιες κατά το δυνατόν, σε αναπτυξιακή κατεύθυνση που θα απελευθερώνουν την οικονομία και θα ανοίγουν την κοινωνία και δεν θα καταφύγει σε κρυφτούλι με τους εταίρους όπως έκανε η απερχόμενη. Γιατί η συγκυβέρνηση δεν έκλεισε τη συμφωνία φοβούμενη ότι αν προχωρούσε στις απαιτούμενες ρυθμίσεις δεν θα εύρισκε ούτε την ψήφο της στις κάλπες. Το θέμα δεν είναι ποιος θα τολμήσει να πάει κόντρα στο αντιμεταρρυθμιστικό ρεύμα, αλλά πως θα διαχειριστεί το πολιτικό κόστος από τις μεταρρυθμίσεις που του επιβάλει το πρόγραμμα; Γιατί ο άλλος δρόμος είναι η έξοδος.

Υπάρχει όμως ένα ακόμα πρόβλημα που αφορά την καθημερινότητα του Έλληνα. Αν υπάρξει τόσο θεαματική τούμπα στη σχέση με τους εταίρους ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο της ματαίωσης του προγράμματος των ζουρνάδων; Γιατί κάτι θα πρέπει να δώσει αυτή η Αριστερά στους παλιούς και νέους φίλους της που προσδοκούν κάτι από το κορυφαίο γεγονός της «πρώτης φοράς Αριστερά». Γιατί ο κόσμος που ψηφίζει σήμερα ΑΡΙΣΤΕΡΑ δεν θέλει προφανώς αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Οι περισσότεροι δεν θέλουν καμιά μεταρρύθμιση. Και εδώ ανοίγεται ένα πεδίο δόξης λαμπρό. Το μάρμαρο θα πληρώσουν όλοι εκείνοι οι τομείς που δεν εμπίπτουν στο στενό κορσέ του μνημονίου. Η δημόσια τάξη, η παιδεία, ο πολιτισμός, η δημόσια διοίκηση, οι υπηρεσίες.

Φυσικά και δεν θα γίνει καμιά αξιολόγηση ΔΥ, θα περιοριστεί ο ελεγκτικός ρόλος των διευθυντών, ενώ η συνδικαλιστική νομενκλατούρα μπορεί να ελπίζει σε μέρες μεγάλης δόξας. Αυτή αναμένεται να αναλάβει και τη διοίκηση του κράτους. Οργανισμοί και διευθύνσεις που έκλεισαν θα ανοίξουν και πάλι και το προσωπικό που μετακινήθηκε θα βρει ξανά την ησυχία του. Δημόσιο και κάθε μέρα γιορτή.

 Όταν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ,  κλείνουν εδώ και χρόνια το μάτι στους «αναρχοαυτόνομους» και εισηγούνται αφοπλισμό των αστυνομικών στις διαδηλώσεις είναι απορίας άξιο ποιος θα διευθύνει το κυνήγι της αριστερής τρομοκρατίας η οποία αναμένεται να ισχυροποιηθεί.

Αλήθεια τι θα είναι η κρατική τηλεόραση την επόμενη μέρα; Σύμφωνα με προεκλογικές διακηρύξεις αναμένονται νεοκομμουνιστικές κρατικές παρεμβάσεις και στο χώρο του πολιτισμού με ότι αυτό συνεπάγεται.

Ειδικά στην εκπαίδευση σχεδιάζεται μια βίαιη επιστροφή στο παρελθόν. Θα καταργηθεί η δευτεροβάθμια τεχνική εκπαίδευση (υποθέτω παγκόσμια πρωτοτυπία),  θα χαλαρώσει ακόμα περισσότερο το σχολείο με την κατάργηση της Τράπεζας Θεμάτων και την αραίωση των εξετάσεων. Ήδη οι μαθητές παράτησαν το διάβασμα γιατί ακούνε ότι θα καταργηθούν οι εξετάσεις. Η ματαίωση του προγράμματος της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών δεν θα διώξει απλά το «φόβο» αλλά θα επαναφέρει και την ανεμελιά. Δημόσιο και κάθε μέρα γιορτή.
Τα πανεπιστήμια θα επανέλθουν στο θεσμικό πλαίσιο του 1982 για να ανασάνει επιτέλους σύσσωμο το καθηγητικό κατεστημένο. Η συμμετοχή των φοιτητών και των διοικητικών στις εκλογές των οργάνων επανέρχεται, το νέο άσυλο  εγγυάται την απρόσκοπτη καταστροφή των ιδρυμάτων από όποιον το επιθυμεί.  Φυσικά θα γίνουν ρυθμίσεις ώστε να ξεκοπούν παντελώς από το «παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό σύστημα». Δεν ξέρω αν το δέλεαρ συμμετοχής στα προσοδοφόρα διεθνή προγράμματα θα κολώσει τους αριστερούς μεταρρυθμιστές. Γιατί υπάρχει και το μεροκάματο. Αλήθεια όλοι αυτοί που καθοδήγησαν και χρησιμοποίησαν τις καταλήψεις ως άξονα εκπαιδευτικής πολιτικής ποια στάση θα κρατήσουν αύριο απέναντι στο φαινόμενο που προφανώς και θα συνεχιστεί,  αν δεν ενταθεί,  ως μέσο πίεσης; Υποθέτω ότι θα συνεχίσουν να το υποθάλπουν μιας και αυτό βολεύει και πολλούς εντός των τειχών.

Όσο η Ελλάδα θα προσαρμόζεται οικονομικά στις ευρωπαϊκές επιταγές, τόσο οι κοινωνικοί  θεσμοί  θα απομακρύνονται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Γιατί αυτό θα βρει άφθονους θιασώτες μέσα στους πολίτες που αρέσκονται να ζουν σε ένα τριτοκοσμικό περιβάλλον για να κάνουν πιο εύκολα τις δουλειές τους. ¨Όπως ήξεραν, δηλαδή. Θα γίνει μια προσπάθεια να αναπληρωθούν οι κωλοτούμεπες στο δανειακό ζήτημα, με την πλήρη αποκατάσταση των συνηθειών του Έλληνα, πασπαλισμένη με μπόλικη επαναστατική ρητορεία.

Φυσικά όλα αυτά δεν οδηγούν σε καμιά ανάπτυξη και έξοδο από την κρίση, σε κανένα εκσυγχρονισμό. Αυτή όμως είναι και η επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κόμμα που μισεί την Ευρώπη και τον καπιταλισμό είναι αδύνατον πολιτιστικά και πολιτικά να επιδιώξει τη μεταρρύθμιση θεσμών που θωρακίζουν αυτά που μισεί.

Εδώ είναι και ο ρόλος των μικρότερων κομμάτων που θα θελήσουν  να συνδράμουν, με όποιο τρόπο, μια κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ο ρόλος τους θα είναι να προστατεύσουν την κοινωνία από τον πολιτιστικό χειμώνα που θα θελήσουν να της επιβάλλουν  οι νέοι κυβερνώντες. Δυστυχώς θα είναι πολύ δύσκολο  μικρότερα κόμματα όπως ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ή το ΠΑΣΟΚ να επιβάλλουν τις απόψεις τους που προφανώς απέχουν πολύ από τις αριστερές εμμονές των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρέπει να διαθέτουν ικανότατα αλλά και χαλκέντερα στελέχη με ξεκάθαρες υλοποιήσιμες προτάσεις για να αντιπαρατεθούν στην παράνοια. Είναι σαφές ότι πολλοί νόμοι και ρυθμίσεις της παρούσας κυβέρνησης θέλουν ξήλωμα. Αλλά ποιοι θα είναι αυτοί που θα τους αντικαταστήσουν και προς ποια κατεύθυνση θα στρέψουν την κοινωνία μας; Η αναπαλαίωση είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την επομένη των εκλογών.  Ακόμα και στην περίπτωση της αυτοδυναμίας, ο ρόλος των κομμάτων του κέντρου θα είναι καίριος. Γιατί κάποιοι πρέπει να προστατεύσουν την αστική δημοκρατία η οποία και θα δεχθεί περιφερειακά πλήγματα αλλάζοντας τις σταθερές στην καθημερινότητα των Ελλήνων.

Γι’ αυτό κόμματα σαν ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ πρέπει να βγουν ενισχυμένα από την εκλογική μάχη. Με έμπειρα πολιτικά στελέχη στη βουλή. Γι αυτό όλες οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις αυτής της χώρας, όλη η προοδευτική διανόηση, θα πρέπει να έχει ισχυρή φωνή στις δύσκολες μέρες που έρχονται. Γι αυτό το προοδευτικό κέντρο θα πρέπει να αποκτήσει γερή ραχοκοκαλιά και ρίζες μέσα στην κοινωνία.

Γιατί το καθήκον τους δεν θα είναι απλά να αλλάξουν τη χώρα χωρίς να τη γκρεμίσουν. Θα είναι και να την προστατεύσουν από την επιστροφή στο παρελθόν. Η πιθανή αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ένα καταστρεπτικό ενδεχόμενο για όλους μας. Μένει να δούμε αν ο χώρος του μεταρρυθμιστικού κέντρου μπορεί να συσπειρωθεί και να αντιτάξει μια συνολική και στιβαρή πρόταση. Για τη μεθεπόμενη μέρα.  

22 Ιαν 2015

Έχουν φτιάξει έναν ανεμόμυλο, το χρέος, για να κρύψουν το πρόβλημα: Ότι το σύστημα δεν είναι βιώσιμο και χρειάζεται συνεχώς δανεικά.

Του Φώτη Γεωργελέ, από την athensvoice
Αν, το 2000, εποχή που προετοιμαζόμαστε να μπούμε στο ευρώ και να διοργανώσουμε Ολυμπιακούς Αγώνες, μας έλεγαν ότι ο αρχηγός της Αριστεράς θα αμόλαγε περιστέρια-Άγιο Πνεύμα στον ουρανό και ο πρωθυπουργός θα φώναζε «δεν θα επιτρέψουμε να κατεβάσουν τις εικόνες», θα γελούσαμε. Η χώρα, αντί με την οικονομική κρίση να συνειδητοποιήσει την κατάσταση και να ξεκινήσει μια εθνική προσπάθεια για να ξεπεράσει τα προβλήματά της, προτίμησε να κλείσει τα μάτια και να βρει καταφύγιο στο μακρινό παρελθόν. Οι μεν μιλάνε για την πρώτη ευκαιρία της Αριστεράς μετά από 70 χρόνια, δηλαδή μετά τον Εμφύλιο, οι δε δηλώνουν ότι θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να μην παραδώσουν την Ελλάδα στους κομμουνιστές. «Κουμμουνισταί και ταγματασφαλίτες», η παλιά Δεξιά και Αριστερά του 20ού αιώνα συγκρούονται, ενώ τα προβλήματα του 21ου αιώνα ούτε καν συζητούνται.
Το πολιτικό σύστημα επί 5 χρόνια, για να μη χάσει τους πελάτες, έστησε ένα σκηνικό «Τρόικα εναντίον Ελλήνων». Για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, το πρόβλημα δεν είναι η κρίση αλλά το μνημόνιο. Μας φταίει δηλαδή όχι το γεγονός ότι χρεοκοπήσαμε και δεν ζούμε χωρίς δανεικά, αλλά τα δανεικά που μας κρατάνε στη ζωή. Γιατί δεν είναι περισσότερα. Ζούμε ακόμα με τα λεφτά του μνημονίου, πήραμε το μεγαλύτερο δάνειο και διαγραφή χρέους της ιστορίας και εμείς ακόμα κατηγορούμε την Ευρώπη. Το «αντιμνημονιακό» μέτωπο μέσα κι έξω από τις κυβερνήσεις προστάτευσε τις συντεχνίες, τα προνόμια των κερδισμένων της μεταπολίτευσης, τη μετριοκρατία της επετηρίδας, τους 50ρηδες συνταξιούχους, την ασυδοσία χωρίς αξιολόγηση, την ατιμωρησία στα πειθαρχικά, τη σπατάλη του δημόσιου πλούτου. Και όλο αυτό το ονόμασε «μάχη εναντίον της λιτότητας». Μέσα στους 300 της Βουλής, ζήτημα είναι αν υπήρχαν 10 άνθρωποι που έλεγαν γιατί πρέπει να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις, ποιοι ωφελούνται, τι κέρδος για το σύνολο θα προκύψει. Κάναμε «διαπραγματεύσεις». Δεν διαπραγματεύονται το χρέος. Διαπραγματεύονται για να μην αλλάξει το χρεοκοπημένο σύστημα.
Έχουν φτιάξει έναν ανεμόμυλο, το χρέος, για να κρύψουν το πρόβλημα: Ότι το σύστημα δεν είναι βιώσιμο και χρειάζεται συνεχώς δανεικά. Και ότι δεν κάνουν καμία προσπάθεια για να το αλλάξουν. Γι’ αυτό δεν προτείνουν καμία άλλη εναλλακτική, λένε τα ίδια ή αρνούνται την πραγματικότητα. Γι’ αυτό για άλλη μια φορά πάμε σε εκλογές. Από το 2008 που άρχισε η ύφεση, κάθε 2 χρόνια πάμε σε εκλογές. Αν υπολογίσεις και τις διπλές και τις δημοτικές, βρισκόμαστε σε μόνιμη προεκλογική περίοδο. Είναι το μόνο που ξέρουμε να κάνουμε. Καταφέραμε έστω και με άδικο τρόπο να μειώσουμε τα ελλείμματα, την ανάγκη μας δηλαδή να δανειζόμαστε κάθε χρόνο. Και πρέπει τώρα να βρούμε τους τρόπους που θα διαμορφώσουμε τη νέα οικονομία, τη νέα οργάνωση της κοινωνίας ώστε να μη χρειαζόμαστε πια δανεικά για να σταθούμε στη ζωή.
Υπάρχουν διαφορετικές προτάσεις για τα προβλήματα, υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι, άλλοι, λιγότερο φθαρμένοι, που μπορούμε να επιλέξουμε. Αλλά εμείς δεν κάνουμε αυτό. Κανείς δεν συζητάει γι’ αυτό. Δεν συζητάει γιατί στην πραγματικότητα οι επιδιώξεις είναι κοινές, η επιστροφή στο 2009. Γι’ αυτό μας ζητάνε να γυρίσουμε πίσω. Να ξαναπαίξουμε το έργο από την αρχή. Να «ξαναδιαπραγματευτούμε».
Δυστυχώς, το πολιτικό έργο που ανεβάζεται είναι πειστικό μόνο για ιθαγενείς θεατές, μπερδεμένους από την πολύχρονη παραπλάνηση. Όλος ο υπόλοιπος πλανήτης ξέρει ότι το πρόβλημα δεν είναι το χρέος, το οποίο όσο μεγάλο κι αν είναι θα το κουρεύουν, όπως το ’χουν κάνει ήδη δύο φορές, θα το επιμηκύνουν, θα το μειώνουν μέσω των χαμηλών επιτοκίων. Ήδη το κάνουν και έχουν πει, από το 2012 ακόμα, ότι θα το ξανακάνουν. Το πρόβλημά μας είναι ότι χρειαζόμαστε πάντα δανεικά γιατί δεν προχωράμε στις βαθιές αλλαγές που χρειάζονται. Αυτό είναι το πραγματικό ζητούμενο, αυτή η ανάγκη είναι επιτακτική και αυτή την αντίθεση αποκρύπτουν όλοι. Και γι’ αυτό επαναφέρουν στις εκλογές του 2015 το ερώτημα του 2010, του 2012. Προκειμένου να συνεχιστεί η παραπλάνηση, προτιμούν να ξαναμπεί στο τραπέζι η άτακτη χρεοκοπία.
Ξανά απ’ την αρχή. 
Πέντε χρόνια είναι πάρα πολύς χρόνος. Θα έπρεπε όλοι να έχουν βγάλει τα συμπεράσματά τους. Δεν μπορούν γιατί δεν θέλουν. Φαίνεται ότι το πολιτικό σύστημα είναι πια εντελώς αυτονομημένο. Δεν μπορεί να φανταστεί το ρόλο του σ’ ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον ανεπτυγμένης οικονομίας χωρίς κρατισμό, προμήθειες, πελατειακές σχέσεις, κομματικές επιχειρήσεις. Γι’ αυτό παίρνει τις επιθυμίες του για πραγματικότητα, μετράει συνεχώς στραβά τις διαθέσεις των άλλων, κάνει λάθη. Πιστεύει ότι η ελληνική παραπλάνηση μπορεί να προβάλλεται και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στα κράτη δανειστές, εσαεί, με επιτυχία. Πιστεύει ότι με κόλπα θα παρατείνει συνεχώς τη ζωή του χρεοκοπημένου μοντέλου. Θα φορτώνει τις δύσκολες αποφάσεις στους αντιπάλους, θα φορτώνει τα αδιέξοδα στην Ευρώπη και, μετά, ο καθένας με τη σειρά του θα περνάει από τη θέση του κρατικού ταμία.
Ο Τσίπρας κάνει τώρα ό,τι έκανε ο Σαμαράς στον Παπανδρέου. Οι λάθος εκτιμήσεις οδηγούν στις λάθος στρατηγικές. Δεν αρκεί η λιτότητα και οι φόροι για να ξεφύγει η χώρα από το μόνιμο κίνδυνο πτώχευσης. Χωρίς βαθιές αλλαγές δεν έρχεται η ανάκαμψη. Οπότε, ο καθένας απλώς παραλαμβάνει το πρόβλημα από τον προηγούμενο.
Την ώρα που η οικονομία χρειάζεται λίγο χρόνο να ισορροπήσει, να πάρει πάλι μπρος, εμείς για άλλη μια φορά κάνουμε εκλογές που ξαναβάζουν την αβεβαιότητα στο παιχνίδι. Εκλογές που στην πραγματικότητα δεν συμφέρουν κανέναν, ακόμα και ο Σύριζα είχε μεγαλύτερο συμφέρον να τελειώσουν τα προγράμματα από την προηγούμενη κυβέρνηση. Το τέρας του λαϊκισμού που έχουν όμως εκθρέψει, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο, δεν αφήνει περιθώρια για ορθολογικές πολιτικές. Μισές αλήθειες, ψέματα, κρυφές επιδιώξεις, προσωπικές στρατηγικές, έχουν συσκοτίσει την αλήθεια. Η κοινωνία μας δεν ομονοεί ούτε καν στο ποια είναι η πραγματικότητα. Πώς να επιλέξει λύσεις όταν δεν αντιλαμβάνεται τα δεδομένα; Όταν λέω ότι το πολιτικό προσωπικό οφείλει να πει όλη την αλήθεια, δεν εννοώ χριστιανικά, επειδή οι άνθρωποι πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Αλλά ως πολιτική πράξη. Για να αντιμετωπίσει τον ανορθολογισμό, το λαϊκισμό που το ίδιο δημιούργησε και τώρα εμποδίζει κάθε λογική κίνηση απεγκλωβισμού από το αδιέξοδο. Η ευκαιρία και αυτών των εκλογών χάθηκε. Η ατμόσφαιρα γύρισε πολύ πιο πίσω από το 2010. Η παραπλάνηση θα συνεχιστεί μέχρι την Κυριακή. Μετά θα επιστρέψει η πραγματικότητα. Με ακόμη πιο δύσκολους όρους.

18 Ιαν 2015

Πλησίστιοι στα βράχια

Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, από τη μεταρρύθμιση.
Στους ανά την Ελλάδα καφενέδες, κατά την εύστοχη έκφραση του Χάρη Μπουσμπουρέλη, οι πολιτικές συζητήσεις έχουν ανάψει, εκτοπίζοντας κάθε άλλο θέμα. Στους χώρους κοινωνικής συνάθροισης δεν υπάρχει άλλο θέμα πέραν των επικείμενων εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Ακόμα και οι αδιάφοροι υποχρεώνονται να λάβουν μέρος στις συζητήσεις. Η Ελλάδα αναστενάζει στο γήπεδο της πολιτικής.
Σε αυτή τη διαδικασία «κοινωνικοποίησης» της πολιτικής, τα επιχειρήματα σταδιακά απλοποιούνται, απλουστεύονται και σιγά σιγά μετατρέπονται σε εδραίες πεποιθήσεις, σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Με τον τρόπο αυτό, ο «κοινός νους» γεμίζει με βεβαιότητες και δεν έχει αμφιβολίες για τις επιλογές του. Οι πεποιθήσεις μετατρέπονται σε στερεότυπα.
Η διαφαινόμενη εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ εδράζεται σε τρεις στερεοτυπικές κατασκευές που έχουν αποκτήσει διαστάσεις αυτονοήτου. Αυτές είναι:
1) Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κάνει αυτά που επαγγέλλεται και θα κάνει κυβίστηση.
2) Οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν.
3) Η κατάσταση, ατομικά αλλά και στη χώρα, είναι τόσο χάλια που δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα.
Αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε αυτές τις τρεις στερεοτυπικές πεποιθήσεις για να διαπιστώσουμε εάν αντέχουν στη βάσανο της κριτικής ανάλυσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κάνει αυτά που επαγγέλλεται
Η πεποίθηση αυτή δεν απαντάται μόνο στις απλοϊκές προσεγγίσεις αλλά και σε πολλές, σοβαρές, πολιτικές αναλύσεις. Πρόκειται για αξιοπερίεργο αλλά και εντυπωσιακό φαινόμενο. Την ίδια στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει ότι μετεκλογικά επιθυμεί να συνεργαστεί με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πολλοί αναλυτές μιλούν για μετριοπαθή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και εξετάζουν ενδεχόμενα συνεργασίας με μετριοπαθή κόμματα, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας. Εάν δεν πρόκειται για μετατροπή επιθυμιών σε πραγματικότητα, τότε είναι σοβαρότατη λογική αστοχία.
Αρχικά, πρέπει να επισημάνουμε ότι μια τέτοια άποψη, ότι ένα κόμμα ψηφίζεται για να μην κάνει αυτά που εξαγγέλλει, συνιστά ευτελισμό της πολιτικής. Το επιχείρημα ότι έτσι γινόταν πάντα είναι εξαιρετικά ασθενές, δεδομένου ότι αφ’ ενός σε συνθήκες κρίσης επιβάλλεται να αποβάλουμε τις φαύλες πρακτικές του παρελθόντος και αφ’ ετέρου ποτέ στη μεταπολιτευτική πολιτική πρακτική δεν είχαμε τέτοια διάσταση προεκλογικών εξαγγελιών και μετεκλογικών προσδοκιών. Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία και στο Grexit, ενώ οι προσδοκίες φαντασιώνονται παραμονή στη ζώνη του ευρώ και έξοδο από την κρίση.
Έστω όμως ότι, για τις ανάγκες της ανάλυσης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κυβιστήσει και θα επιτευχθεί μια συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές για το θέμα του χρέους. Έστω ότι ο Αλέξης Τσίπρας, στο όνομα του ρεαλισμού (;) και της σωτηρίας της χώρας, θα κάνει τη στροφή, θα ξεφύγει από τον αυτοεγκλωβισμό στον ρόλο του παράκλητου, του προφήτη που θα απαλλάξει την Ευρώπη από τον νεοφιλελευθερισμό. Έστω ότι η κοινωνία που αναμένει σκίσιμο των μνημονίων και επιστροφή στις παλιές καλές ημέρες θα κατανοήσει το εξωπραγματικό των προσδοκιών και θα συναινέσει. Έστω ότι το Αριστερό Ρεύμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη θα συμφωνήσει ή θα εξοβελιστεί.
Εάν όλα τα παραπάνω συμβούν σωρευτικά, η χώρα ενδέχεται να παραμείνει σε πρόγραμμα διάσωσης. Θα συνεχίσουμε να είμαστε στη ζώνη του ευρώ και θα έχει διευθετηθεί το πρόβλημα του χρέους. Εδώ όμως τίθεται το άλλο ερώτημα: Τι θα γίνει με τις υπόλοιπες εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ; Πώς θα κυβερνήσει τη χώρα; Για παράδειγμα, θα εγκαταλείψει τις προγραμματικές διακηρύξεις που αποπνέουν παλιομοδίτικο κρατισμό; Θα ελέγχει όλες τις ανεξάρτητες αρχές με την υπαγωγή τους στον έλεγχο του πρωθυπουργού; Θα ακυρώσει τις αξιολογήσεις των δημοσίων υπαλλήλων; Θα ακυρώσει τις όποιες μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια; Θα καταργήσει τη χρήση των γενοσήμων; Θα αγωνιστεί για την απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ και την κατάργησή του; Θα αφοπλίσει τα Σώματα Ασφαλείας; Θα εφαρμόσει τις παλαιοσταλινικές απόψεις του για τον πολιτισμό; Θα ιδρύσει κρατικές αερογραμμές; Θα ξαναλειτουργήσει τα κρατικά ΚΤΕΟ; Θα υλοποιήσει τις εξαγγελίες για κρατικοδίαιτη ανάπτυξη; Θα κρατικοποιήσει το τραπεζικό σύστημα;
Ο ενδεικτικός κατάλογος των ανωτέρω προσπαθεί να τεκμηριώσει το επιχείρημα ότι το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν περιορίζεται στις ασυνάρτητες θέσεις του για το χρέος και το Μνημόνιο. Αντίθετα, το σύνολο των προτάσεών του συγκροτεί μια λαϊκιστική δυστοπία, ανάμεικτη με παλαιολιθικές εμμονές που, ακόμα και εάν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του χρέους, θα ρίξουν τη χώρα στα βράχια, αργά ή γρήγορα.
Εάν ισχύουν τα ανωτέρω, το στερεότυπο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κάνει αυτά που λέει στερείται λογικής βάσης. Ακόμα και εάν αυτό συμβεί (απίθανο κατά την άποψή μας) η πολιτική του στα υπόλοιπα θέματα θα ακυρώσει, εν τοις πράγμασι, την όποια συμφωνία για το χρέος και θα οδηγήσει τη χώρα στην καταστροφή.
Οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν
Το δεύτερο στερεότυπο, που πιστεύει η πλειοψηφία των συμπολιτών μας είναι ότι οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν. Σε δημοσκόπηση της GPO (MEGA 7 Ιανουαρίου 2015), όταν ερωτώνται τι πιστεύουν στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση έρθει σε ρήξη με τους εταίρους, το 52,6% των πολιτών δηλώνει ότι πιστεύει πως οι εταίροι μας θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν, και το 36,1% ότι οι εταίροι μας θα οδηγήσουν την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης. «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ» δηλώνει το 11,3%.
Η πεποίθηση αυτή καλλιεργείται συστηματικά από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό STAR και στον δημοσιογράφο Νίκο Χατζηνικολάου, στις 12 Ιανουαρίου, στην ερώτηση του δημοσιογράφου τι θα γίνει «αν απαντήσει “όχι” η Μέρκελ», υποστήριξε ότι «Δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να απαντήσει “όχι” η Μέρκελ, κ. Χατζηνικολάου».
Ακόμα πιο γλαφυρός ο Γιάνης Βαρουφάκης μας διαβεβαιώνει, όταν ερωτάται εάν υπάρχει πιθανότητα διακοπής της ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ότι «δίνω τόσες πιθανότητες να πει ο Ντράγκι ότι κόβει τη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, όσες να μην ανατείλει αύριο ο ήλιος».
Κάθε λογικός άνθρωπος δικαιούται να αναρωτηθεί πού εδράζεται αυτή η βεβαιότητα. Στον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων; Στις συμμαχίες με άλλες χώρες; Στην έλλειψη προετοιμασίας των εταίρων για Grexit; Στη διαπραγματευτική δεινότητα του Αλέξη Τσίπρα; Στο κλειδί για πυρηνικό πόλεμο που ισχυριζόταν στις προηγούμενες εκλογές ότι κατείχε ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Δεν εδράζεται σε τίποτα από τα παραπάνω. Αντίθετα, σε συνδυασμό με το πρώτο στερεότυπο, επιφανειακά αντιφατικό με το δεύτερο, αποκαλύπτει έναν ηγεμονικό τρόπο σκέψης, ή μάλλον μη σκέψης, που μεταβάλλει τις επιθυμίες σε πραγματικότητα. Χωρίς καμία λογική βάση, επινοούμε εξωπραγματικά σενάρια. Εάν κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα, η σκληρή αλήθεια είναι ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει κωλοτούμπα, γιατί είναι δέσμιος της ρητορείας και των προσδοκιών που έχει καλλιεργήσει, ούτε οι εταίροι και δανειστές θα υποχωρήσουν, γιατί αυτό θα έθετε σε κίνδυνο όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου.
Η χώρα οδεύει πλησίστια στα βράχια. Οι δυνάμεις της μετριοπάθειας και της λογικής έχουν οριακή πολιτική επιρροή. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας φαντασιώνονται, στην πλειονότητά τους, ότι ο από μηχανής Θεός, ο Θεός της Ελλάδας, θα την σώσει την τελευταία στιγμή. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Στις 26 Ιανουαρίου θα εισέλθουμε, κατά πάσα πιθανότητα, σε αχαρτογράφητα ύδατα με το σκάφος ακυβέρνητο. Θα ζήσουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις που θα κάνουν την έως τώρα κρίση να μοιάζει με ειδυλλιακή εκδρομή ενωμοτίας προσκόπων.
Μακάρι να κάνω λάθος.

Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα…
Το τρίτο στερεότυπο, όταν αποδομηθούν τα δύο προηγούμενα, είναι η ύστατη γραμμή άμυνας. Στο κάτω κάτω της γραφής, τι θα γίνει αν πάμε στη δραχμή; Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, παρά μόνον τις αλυσίδες μας. Τα έχουμε χάσει όλα. Το ακούμε πολύ συχνά από ανθρώπους που το επίπεδο των εισοδημάτων τους, ακόμα και μετά τις σοβαρές μειώσεις λόγω κρίσης, δεν δικαιολογεί, αντικειμενικά, μια τέτοια δήλωση.
Πρόκειται για κραυγαλέο ψέμα, για διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Όταν μιλάμε για εισοδήματα, τον πρώτο λόγο έχουν οι αριθμοί, όχι οι ιδεοληψίες. Παρά την κρίση, η Ελλάδα σε ό,τι αφορά στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) είναι η 43η πλουσιότερη χώρα του κόσμου, αμέσως μετά τη Φινλανδία και πάνω από χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ουγγαρία και δεκάδες άλλες (στοιχεία για το 2013 από τη Διεθνή Τράπεζα). Σ’ έναν πιο σύνθετο δείκτη, εκείνον της κοινωνικής ευημερίας, που μετράει ο ΟΟΣΑ, για το 2013 η Ελλάδα είναι στην 30η θέση.
Ο ισχυρισμός μεγάλου μέρους της μέσης τάξης ότι πένεται είναι ο θρίαμβος των ιδεοληψιών επί της πραγματικότητας. Είναι ο θρίαμβος της μιζεραμπιλιστικής ρητορείας των φαιοκόκκινων λαϊκιστών επί των αριθμητικών δεδομένων. Είναι η υλική δύναμη που αποκτούν εξωπραγματικές ιδέες όταν απευθύνονται σε πολιτικά ανώριμο ακροατήριο που έχει για δεκαετίες εθιστεί σε πελατειακές πρακτικές, τις οποίες νοσταλγεί και ελπίζει ότι θα επιστρέψουν με τον μανδύα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Είναι ο θρίαμβος μιας νεοσταλινικής εσχατολογίας που προέβλεπε ότι ο χειμώνας του 2013 θα ήταν χειρότερος από τον χειμώνα του 1941, όταν πέθαναν χιλιάδες άνθρωποι από την πείνα. Είναι η απόλυτη ηγεμονία του ανορθολογισμού. Είναι στρουθοκαμηλισμός το να μην βλέπει κανείς το επίπεδο διαβίωσης των γειτονικών χωρών και να θεωρεί ότι είναι κεκτημένο δικαίωμα η επίπλαστη ευημερία με δανεικά, τα οποία επιθυμεί να είναι και αγύριστα.
Όταν ανέπτυσσα αυτά τα επιχειρήματα σ’ έναν φίλο, όταν είδε ότι δεν είχε λογικά επιχειρήματα να αντιτάξει, ανέσυρε από τη φαρέτρα το τελευταίο επιχείρημα του «κοινού νου»: Εντάξει με αυτά που λες, αλλά ας τους δοκιμάσουμε και αυτούς. Αναγκάστηκα να του απαντήσω ότι δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που ορμάει και χτυπάει εθελουσίως το κεφάλι του στον τοίχο για να διαπιστώσει εάν θα σπάσει ο τοίχος ή το κεφάλι του. Επίσης δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που δοκιμάζει ηρωίνη για να έχει ιδία αντίληψη περί των βλαβερών συνεπειών της. Σε τελευταία ανάλυση, το «ας τους δοκιμάσουμε» υποβιβάζει την πολιτική επιλογή σε γευσιγνωσία, παραβλέποντας ότι μια τέτοια δοκιμή μπορεί να οδηγήσει σε μια πορεία χωρίς επιστροφή.
Συμπερασματικά, αυτά τα τρία νέα στερεότυπα επιβεβαιώνουν ένα επίμονο χαρακτηριστικό της ελληνικής νεωτερικότητας: τη φαντασιακή απόδραση από την πραγματικότητα σε καιρούς κρίσης, την αδυναμία ορθολογικής αντιμετώπισης και στάθμισης των δεδομένων και τη μετατροπή επιθυμιών σε πραγματικότητα.
Όσα εκτέθηκαν ανωτέρω έχουν ένα σοβαρό μειονέκτημα. Προσπαθούν να πείσουν λογικά ένα κοινωνικό σώμα το οποίο, όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, επιθυμεί, ταυτοχρόνως, παραμονή στο ευρώ, διαπραγμάτευση με τους εταίρους και όχι στάση πληρωμών, θεωρεί ότι θα ήταν καλύτερος διαπραγματευτής ο Σαμαράς και όχι ο Τσίπρας, πιστεύει ότι σε περίπτωση διαφωνίας Τσίπρα-Μέρκελ εκείνος που θα υποχωρήσει θα είναι η Μέρκελ, θεωρεί καλύτερο για πρωθυπουργό τον Σαμαρά και όχι τον Τσίπρα, ενώ επιλέγει να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει πρωθυπουργός ο Τσίπρας. Όπως μου είπε και ένας αμερικάνος αναλυτής, αυτό που βλέπω είναι πρωτόγνωρο: Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού θέλει την ατζέντα Σαμαρά με πρωθυπουργό τον Τσίπρα. Όταν μου ζήτησε να του δώσω μια λογική εξήγηση, του απάντησα ότι σηκώνω τα χέρια ψηλά. Τα αναλυτικά μου εργαλεία είναι προφανώς ανεπαρκή. Ίσως κάποιοι που έχουν ασχοληθεί με άλλες επιστημονικές ειδικότητες, πέραν της πολιτικής επιστήμης, να είναι αρμοδιότεροι.

14 Ιαν 2015

Η χαμένη γοητεία του πολυκομματισμού

Του Νίκου Μαραντζίδη, από την Καθημερινή

Από την υπογραφή του Μνημονίου το 2010 έως σήμερα, το κομματικό σύστημα γνώρισε μια πρωτοφανή, για τα δεδομένα της μεταπολίτευσης, πολυδιάσπαση. Η διαίρεση γύρω από το Μνημόνιο και η κρίση αξιοπιστίας του καθιερωμένου πολιτικού συστήματος συνέβαλαν στη δημιουργία μιας κατάστασης ακραίου κομματικού κατακερματισμού.

Πράγματι, η κατάρρευση του δικομματισμού της μεταπολίτευσης προκάλεσε τη γέννηση μιας πανσπερμίας κομμάτων. Μέσα σε πέντε μόλις χρόνια δημιουργήθηκαν περισσότερα από τριάντα κόμματα και κινήσεις όλων των αποχρώσεων. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των περισσότερων ήταν ο αντιμνημονιακός λόγος (ακραίος ή ήπιος) και η αμφισβήτηση της ικανότητας της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ να βγάλουν τη χώρα από το τέλμα.

Τα νέα κόμματα κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα της εκλογικής ζήτησης. Συναντάμε εξτρεμιστές όπως η Χρυσή Αυγή (η οποία βεβαίως δεν ιδρύθηκε τη στιγμή της κρίσης, αλλά ουσιαστικά τότε έγινε γνωστή στο πανελλήνιο καθώς πριν ήταν ένα ασήμαντο γκρουπούσκουλο)· δεξιούς εθνολαϊκιστές όπως οι ΑΝΕΛ· φιλελεύθερους όλων των ειδών· διάφορα σχήματα αποχωρησάντων από το ΠΑΣΟΚ· ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα όπως το Σχέδιο Β ή μετριοπαθή όπως η ΔΗΜΑΡ και, τέλος, κόμματα του ριζοσπαστικού κέντρου (το «Ποτάμι»).

Η αγανάκτηση για τις συνέπειες της κρίσης και η απογοήτευση από τις κυβερνητικές επιδόσεις του καθιερωμένου πολιτικού προσωπικού συνέβαλαν στην επιτυχία των νέων κομμάτων. Στις εκλογές του Μαΐου 2012 πέτυχαν να κερδίσουν την ψήφο του 1/3 των ψηφοφόρων. Δύο χρόνια αργότερα, στις ευρωεκλογές του 2014, ένας στους τέσσερις έκανε το ίδιο. Η πτώση δεν ήταν δραματική, αλλά ήταν σημαδιακή. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις τα πράγματα εμφανίζονται ακόμη χειρότερα για τα νέα κόμματα. Η ΔΗΜΑΡ εξαφανίστηκε, οι ΑΝΕΛ μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ενώ σχετικώς καλύτερα, αλλά χωρίς να εντυπωσιάζουν, πηγαίνουν το «Ποτάμι» και η Χ.Α. Οι υπόλοιποι κυμαίνονται στο 1%. Ένας νέος δικομματισμός δείχνει να συγκροτείται. Τι συνέβη λοιπόν και ο πολυκομματισμός έχασε την αρχική του γοητεία;

Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί σε αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε «τέλος της εποχής των Αγανακτισμένων», εποχής κατά την οποία σε ένα σημαντικό ακροατήριο κυριάρχησε η οργή και επιζητήθηκε η ριζική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού με όρους τιμωρίας του παλιού. Σταδιακά, όμως, οι Αγανακτισμένοι ξεθύμαναν και η οργή πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Ο πολυκομματισμός δείχνει να μην είναι πια της μόδας γιατί δεν απαντά πειστικά στο ζήτημα του συνεκτικού σχεδίου για το μέλλον και της αποτελεσματικής διακυβέρνησης (και σε αυτό έχει βάλει το χέρι του το μπόνους των 50 εδρών).

Στο σημερινό τοπίο κυριαρχούν δύο διαφορετικά ιδεολογικοπολιτικά σχέδια: αυτό μιας «ρεπουμπλικανικής» Δεξιάς κι εκείνο της νεομαρξιστικής Αριστεράς. Η πρώτη υπερασπίζει συντηρητικές αξίες (θρησκεία, οικογένεια, εθνικές παραδόσεις, ευταξία και μηδενική ανοχή), είναι εχθρική στους μετανάστες, ήπια αυταρχική και εθνικιστική και (από ανάγκη) φιλοευρωπαϊκή. Προτείνει μια στρατηγική «ασφαλούς» διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους εταίρους, είναι υπέρ του περιορισμού του κράτους, αλλά υποστηρίζει προστατευτικές ρυθμίσεις για αρκετές επαγγελματικές κατηγορίες. Στηρίζεται στην Εκκλησία και στα σώματα ασφαλείας και τα εκλογικά της προπύργια αποτελούν οι ηλικιωμένοι ψηφοφόροι και οι κάτοικοι της περιφέρειας, αν και διατηρεί επιρροή σε τμήματα της ελίτ.

Η δεύτερη προσδιορίζεται από τις ιδεολογίες του εξισωτισμού και την εχθρότητα ενάντια στην ελεύθερη οικονομία και την παγκοσμιοποίηση. Δίνει έμφαση στην καταπολέμηση της φτώχειας και έλκεται από λαϊκιστικά συνθήματα του τύπου «είμαστε το 99%». Ως προς την ουσία της πολιτικής, είναι φιλική έναντι των μεταναστών, κρατικιστική και έντονα παρεμβατική στην οικονομία, αμφίθυμη έναντι της φιλελεύθερης Ευρώπης. Μην έχοντας να κρατηθεί από ευρωπαϊκά πρότυπα, υιοθετεί λατινοαμερικανικά λαϊκιστικά υποδείγματα, όπως αυτό του Τσάβες, του Μοράλες ή του Λούλα. Έχει μεγάλη επιρροή στις παραγωγικές ηλικίες, ιδιαίτερα στους μισθωτούς των πόλεων και τους δημοσίους υπαλλήλους.

Ανάμεσα στους δύο κυρίαρχους πόλους, κατακερματισμένο, αδύναμο αλλά υπαρκτό, επιβιώνει το πολιτικό κέντρο (τόσο στη φιλελεύθερη όσο και στη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του) καθώς εκφράζει περίπου το 10% του εκλογικού σώματος. Συνδυάζει τον βαθύ φιλοευρωπαϊσμό με αξίες όπως η ελευθερία και η ανεκτικότητα. Είναι ο πιο φιλικός έναντι της ελεύθερης αγοράς πολιτικός χώρος στην Ελλάδα (ακόμη και στη σοσιαλδημοκρατική του εκδοχή). Υποστηρίζεται από τμήματα των μορφωμένων και κοσμοπολίτικων μεσαίων τάξεων και της ελίτ των μεγάλων πόλεων, αλλά και από παραδοσιακούς κεντρώους ψηφοφόρους των μεγαλύτερων ηλικιών. Βασικό πρόβλημά του... η απόσταση από τη μέση ελληνική πολιτική κουλτούρα και η έλλειψη μιας ηγεσίας ικανής να ενοποιήσει τον χώρο και να δώσει ηγεμονική δυναμική.

Οι τρεις παραπάνω πόλοι απηχούν σε μεγάλο βαθμό τις ιδεολογικές αναζητήσεις και πολιτικές αντιλήψεις της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Ποια θα είναι η τύχη τους σε αυτές τις εκλογές και πώς θα αναδιοργανωθούν στη συνέχεια, είναι προς το παρόν αναπάντητα ερωτήματα. Εξάλλου, ίσως μια νέα περίοδος «αγανακτισμένων» να είναι μπροστά μας και να συμβάλει σε ανακατατάξεις εφόσον η αντιμνημονιακή χίμαιρα φαίνεται να μας οδηγεί σε καινούργιες περιπέτειες.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

11 Ιαν 2015

Θα κηρυχθεί πόλεμος στη διάχυτη διαφθορά;


Του Κώστα Καλλίτση, από την Καθημερινή

Η Ιρλανδία μπήκε σε πρόγραμμα τον Νοέμβριο 2010, πήρε 85 δισ. ευρώ και βγήκε μετά μια 3ετία. Η Πορτογαλία μπήκε Απρίλιο 2011, πήρε 78 δισ. και βγήκε μετά μια 3ετία. Εμείς μπήκαμε τον Μάιο 2010, έχουμε πάρει περίπου 230 δισ., αλλά παραμένουμε εκτός αγορών. Η Ελλάδα μπήκε σε πρόγραμμα με ανεργία 12,6% κι έχει 26,6%, η Ιρλανδία με 13,9% και τη μείωσε στο 13,1%, η Πορτογαλία με 12% και την έφτασε στο 16,5%. Στην Ελλάδα οι επενδύσεις μειώθηκαν 40%, στην Ιρλανδία 6%, στην Πορτογαλία 30%. Η Ελλάδα έχασε 25% του ΑΕΠ της, η Ιρλανδία κέρδισε 4,6%, η Πορτογαλία έχασε 4,4%. Οι δικές τους εξαγωγές αυξάνονταν, οι ελληνικές μειώνονται. Γιατί η Ελλάδα απέτυχε;

Η συνήθης εξήγηση είναι ότι στις άλλες δύο χώρες επιτεύχθηκε συναίνεση, ενώ στην Ελλάδα όχι. Είναι τόσο απλό; Οχι.

Εξηγούμαι: Μέχρι τις εκλογές του 2012 είχε ήδη επιτευχθεί το 81% της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής. Είχε ήδη γίνει το «κούρεμα» (PSI). Είχε ήδη υπογραφεί νέα δανειακή σύμβαση (172 δισ.) και είχε μόλις μπει στα ταμεία η πρώτη δόση (75 δισ. ευρώ) Από εκείνην τη δανειακή σύμβαση χρηματοδοτήθηκε η μετέπειτα επαναγορά ομολόγων, από εκείνην υπάρχουν τα λεφτά της υπό συζήτηση πιστοληπτικής γραμμής (όσα περίσσεψαν στο ΤΧΣ). Το τραπέζι ήταν περίπου στρωμένο. Κάθισε σε αυτό μια κυβέρνηση ευρείας συναίνεσης, τριών κομμάτων, με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Την οποία, μάλιστα, μεγάλα μέσα ενημέρωσης με πρωτοφανή πειθαρχία στήριζαν και υπηρετούσαν. Η συναίνεση ήταν εδώ, φαινομενικά θριαμβεύτρια. Τι πέτυχε η κυβέρνηση;

Ολοκλήρωσε το υπόλοιπο 19% της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής, διαλύοντας κράτος, οικονομία, κοινωνία. Γιατί; Γιατί η συναίνεση έγινε σε λάθος βάση. Οι ανάγκες της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας ήταν άλλες, πολύ βαθύτερο είναι το ελληνικό πρόβλημα. Για να πετύχει τα νούμερα του προγράμματος η Ελλάδα χωρίς να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, όφειλε να αντιμετωπίσει τις αιτίες που την υποχρέωσαν να μπει σε πρόγραμμα. Και αυτές δεν ήταν κάποιες μεμονωμένες «αστοχίες» των τραπεζών ή ένα συγκυριακό δημοσιονομικό ξεχείλωμα. Η υπερχρέωση, που εξερράγη την 5ετία 2004-2009, συνοδεύει ιστορικά το κοινωνικο- οικονομικό μοντέλο της χώρας, τον παρασιτικό καπιταλισμό. Το 2008, η κρίση σφύριξε τη λήξη του μοντέλου. Το πολιτικό σύστημα δεν άκουσε. Συνέχισε με το 4-2-1…

Τα ώριμα διλήμματα δεν ήταν «τεχνικά». Δεν ήταν ούτε αν θα μειωθούν ή όχι τα εισοδήματα – αναπόφευκτα θα μειώνονταν, είτε με δικαιοσύνη στην προοπτική νέας επανεκκίνησης είτε με την καταστροφή του εισοδήματος όσων θα έμεναν άνεργοι. Τα διλήμματα ήταν και είναι: Θα αποκατασταθεί και θα διευρυνθεί η αστική δημοκρατία, με τη διάλυση του πελατειακού κράτους και της πολιτικής συναλλαγής, με τη συγκρότηση ισχυρών θεσμών, την εκτόπιση του κομματισμού υπέρ της αξιοκρατίας; Θα μεταφερθούν πόροι από τα λιμνάζοντα ύδατα χρεοκοπημένων κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων, προς τον καπιταλισμό της εξωστρέφειας, του ανταγωνισμού, που εκτιμά τη γνώση, την καινοτομία, τον κόσμο της εργασίας; Θα αποκατασταθούν κοινωνική αλληλεγγύη, ισονομία, κράτος δικαίου, έντιμη και πολυφωνική ενημέρωση, με την πάταξη της διαπλοκής, της έναντι δανείων χειραγώγησης της κοινής γνώμης; Θα κηρυχτεί πόλεμος στη διάχυτη (οριζοντίως και καθέτως...) διαφθορά στο πολιτικό σύστημα;

Αυτό ήταν και είναι το πεδίο διεξαγωγής μιας σκληρής κοινωνικής, πολιτικής σύγκρουσης – τελείως διαφορετικό από Ιρλανδία και Πορτογαλία. Σε αυτό απέτυχε το πολιτικό σύστημα, γι’ αυτό απέτυχε η Ελλάδα. Σε αυτό θα κριθεί και η νέα κυβέρνηση. Γιατί η εντολή που θα λάβει δεν θα είναι να διαπραγματευτεί το χρέος. Θα είναι εντολή να κυβερνήσει τη χώρα.

10 Ιαν 2015

Ο επόμενος, παρακαλώ

Του Τάσου Τέλλογλου, από τους protagon.gr
Από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007/2008, η Ελλάδα θα αποκτήσει την 5η της κυβέρνηση στις 26 Ιανουαρίου. 6 στους 10 Έλληνες που ερωτήθηκαν -και εγώ μεταξύ τους- πιστεύουμε ότι η σύνθεσή της θα είναι διαφορετική από τη σημερινή. Ο Κώστας Καραμανλής έφυγε και ήρθε ο Γιώργος Παπανδρέου για να φύγει και να έρθει ο Λουκάς Παπαδήμος για να φύγει και να έρθει ο Αντώνης Σαμαράς. Ο διάδοχός του -πιθανά ο Αλέξης Τσίπρας- θα κληθεί να διαχειρισθεί ένα πρόβλημα που δεν αφήνει περιθώρια να είσαι ευχάριστος με εκείνους που σε ψήφισαν αλλά και τους άλλους που δεν σε ψήφισαν. Ο Σαμαράς άντεξε δυόμισι χρόνια, ο Καραμανλής δύο, ο Παπανδρέου δύο και ο Παπαδήμος που δεν ήταν πολιτικός το 6μηνο που του παρεχώρησαν οι πολιτικοί που στήριζαν την κυβέρνησή του.
Δεν θα χρειασθεί πολύ καιρός μετά τις 25 Ιανουαρίου για να δούμε αν ο Τσίπρας -μόνος του ή με πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους- θα μπορέσει να επιβιώσει του προβλήματος μιας οικονομίας και μιας χώρας που δεν είναι βιώσιμη. Αν ο Σαμαράς χάσει με μικρή διαφορά θα είναι η εφεδρεία για την επόμενη φορά που θα χρειασθεί κάποιος να διευθύνει έναν τόπο με 2,7 εκατομμύρια εργαζόμενους και 2,7 εκατομμύρια συνταξιούχους.
Τα προβλήματα ρευστότητας της χώρας είναι μεγαλύτερα από εκείνα που παραδέχεται δημόσια η κυβέρνηση. Τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων μειώθηκαν κατά 75% το 2014 και η Γενική Γραμματεία Εσόδων δεν έχει παραδώσει ακόμα δια του Λογιστηρίου του Κράτους τα στατιστικά από τους φόρους στις μεγάλες επιχειρήσεις. Εν όψει της σεισάχθειας που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι, οι ψηφοφόροι αποφάσισαν να πάρουν τη σεισάχθεια στα χέρια τους αρνούμενοι να πληρώσουν φόρους στην προεκλογική περίοδο. Ο χρόνος που θα έχει «ο επόμενος» δεν θα είναι πολύς και αν δεν θέλει να σκάσει η χώρα στα χέρια του, δεν έχει άλλη επιλογή από το να παρατείνει το δίμηνο που λήγει τον Φεβρουάριο. Μετά έχει καιρό να αφομοιώσει το σοκ της πραγματικότητας.