"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

31 Μαΐ 2013

Τι έγινε στον Ζάλογγο, πατριώτες;

Του Γιάννη Παντελάκη, από τους protagon.gr
Σύμφωνα με πολλά ειδησεογραφικά sites και ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, η Μαρία Ρεπούση χθες "ξαναχτύπησε". Και αυτό που περιέγραφαν ως "νέο χτύπημα", ήταν πως η ιστορικός και βουλευτής αμφισβήτησε τον χορό του Ζαλόγγου "προκαλώντας για μια ακόμα φορά την εθνική μας μνήμη". Κάπως έτσι το έλεγαν και το έγραφαν.
Θα ήθελα πολύ να ακούσω τι ακριβώς είπε η κα Ρεπούση. Τι αμφισβητεί και με ποια στοιχεία το κάνει. Η επιθυμία μου, δεν προκλήθηκε από κάποια εθνική ανησυχία, μάλλον δεν έχω τέτοιες. Ήθελα να ακούσω τα στοιχεία μιας Πανεπιστημιακού αναφορικά μ’ ένα γεγονός που είχα διδαχτεί εγώ και εκατομμύρια άλλα παιδιά στο σχολείο. Και το οποίο έχουν αμφισβητήσει κι άλλοι ιστορικοί στο παρελθόν. Ήταν η περιέργειά μου να μάθω, ήταν η διάθεσή μου να καταλάβω περισσότερα πράγματα για ιστορικούς μύθους και αλήθειες, ήταν η θέλησή μου να επιβεβαιώσω αν όσα κάποιοι ιστορικοί αμφισβητούν ότι συνέβησαν σ' αυτό τον τόπο, έχουν βάση ή όχι.

Εψαξα και άκουσα τη ραδιοφωνική συνέντευξη της Μαρίας Ρεπούση. Ηταν φανερό πως ο δημοσιογράφος που έπαιρνε τη συνέντευξη ήθελε να βγάλει ένα "λαβράκι", να πολυσυζητηθεί δηλαδή το προϊόν της συνέντευξης, άρα και να επιβεβαιωθεί και ο ίδιος. Έτσι, χωρίς αφορμή, ρώτησε την ιστορικό αν αμφισβητεί τον "χορό του Ζαλόγγου"! Η κυρία Ρεπούση προτίμησε να μην απαντήσει ευθέως, αλλά να επικαλεστεί ένα καλό ιστορικό βιβλίο (όχι δικό της) που αναφέρεται στο θέμα. Δεν πρόλαβε καν να πει τον τίτλο του βιβλίου, ας ελπίσω να τον βρω από αλλού. Είπε πως δεν θέλει να μιλήσει για ένα θέμα για το οποίο δεν είναι ειδική και συνέχισε λέγοντας πως κάθε λαός δημιουργεί τους εθνικούς του μύθους, κάτι που συμβαίνει για να εμφυσήσει εθνικό αίσθημα όταν η χώρα του βρίσκεται σε ταραγμένες περιόδους. Το είπε, δηλαδή, με έναν πολύ έμμεσο τρόπο και διόλου κατηγορηματικό.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση από αυτή την ιστορία, δεν ήταν οι παραποιήσεις, οι μεγεθύνσεις και οι κριτικές που δέχτηκε λίγες ώρες μετά η ιστορικός γι’ αυτό που είπε. Το εντυπωσιακό ήταν, πως ενώ ήταν φανερό ότι είχε ξεκάθαρη άποψη για το θέμα, απέφευγε να την πει με ευθύ και ξεκάθαρο τρόπο. Άκουσα δυο-τρεις φορές τη συγκεκριμένη της απάντηση. Ήταν σαφές, πως ενός είδους φόβος ή επιφύλαξη για τις επιπτώσεις αυτών που θα έλεγε, έκανε την απάντησή της πιο θολή, πιο στρογγυλεμένη. Σίγουρα, αν αναφερόταν για το γεγονός σε ένα φιλικό προς αυτήν περιβάλλον, θα ήταν πιο ξεκάθαρη.
Δεν αναζητώ από την κυρία Ρεπούση ή οποιονδήποτε άλλο να παίρνει περισσότερα ρίσκα στις δημόσιες παρουσίες του. Άλλωστε, η συγκεκριμένη, όταν πήρε το δικό της ρίσκο (με τον περίφημο "συνωστισμό"), το πλήρωσε με το παραπάνω. Αναρωτιέμαι όμως, γι’ αυτό που συμβαίνει. Ζούμε σε μια κοινωνία, όπου η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν επιτρέπει την απόλυτη έκφραση της διαφορετικής άποψης, εκτίμησης ακόμα και αποδεδειγμένης αλήθειας. Ακόμα και αν πρόκειται για έναν επιστήμονα. Που τυχαίνει να είναι και πολιτικός. Φαντάζομαι τι θα συνέβαινε αν η κυρία Ρεπούση έλεγε με ξεκάθαρο τρόπο: "ναι, ο χορός του Ζαλόγγου, είναι ένας εθνικός μύθος...".
Δεν θα ήθελα να βρίσκομαι στη θέση της...

27 Μαΐ 2013

Ξυπνήστε... ο «Ευρωγεδδών» είναι προ των πυλών

Της Ζέζας Ζήκου, από την Καθημερινή.
Ύφεση, λιτότητα, χρέος, μνημόνιο, δόσεις, ανεργία είναι λέξεις που μονοπωλούν τις σκέψεις μου και τις συζητήσεις μου συνεχώς τα τελευταία χρόνια, ενώ άλλες όπως π.χ. η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου που μας υποσχέθηκε προεκλογικά ο Αντώνης Σαμαράς, ή ο «Ευρωγεδδών», δηλαδή η απειλή μιας οικονομικής κατάρρευσης της Ευρωζώνης, αποδεικνύονται αρκετά ενοχλητικές στην επιρροή τους. Από χθες προστέθηκε και η λέξη-τίτλος «The Sleepwalkers» του περιοδικού Economist που απεικονίζει τους Ευρωπαίους ηγέτες -μεταξύ τους και ο Σαμαράς- ως... υπνοβάτες μέσα σε μία οικονομική έρημο, βαδίζοντας με μαθηματική ακρίβεια προς τον γκρεμό.
Δυστυχώς, η ιδέα ότι το ευρώ είναι ένα πρόβλημα του παρελθόντος είναι μία επικίνδυνη μυθοπλασία, ενώ η ευρω-καταστροφή είναι προ των πυλών, προειδοποιεί ο Economist. Αντί να περιμένουν τις γερμανικές εκλογές, θα πρέπει να χαλαρώσουν τη λιτότητα και να ενισχύσουν την απασχόληση των νέων και των επενδύσεων στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της περιφέρειας, αξιοποιώντας χρήματα από τον πυρήνα της Ευρωζώνης, επισημαίνει: «Εάν οι υπνοβάτες ενδιαφέρονται για το νόμισμα και τους λαούς τους, πρέπει να ξυπνήσουν», καταλήγει ο Economist. Ok.
Όμως για μας είναι μάλλον αργά. Η χώρα βαδίζει τυφλά, η σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένη οικονομία ζει με τις δόσεις των δανειστών και η χρεοκοπία βαθαίνει, καθώς δύσκολα αναχαιτίζεται ο εκφυλισμός των υποσυστημάτων (υγεία, παιδεία, αυτοδιοίκηση κ.λπ.) που συγκροτούν το κράτος. Η ανεργία καταστρέφει ραγδαία το μέλλον των νέων, η φτώχεια των νοικοκυριών επιδεινώνεται, το κλείσιμο εκατοντάδων χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων συνεχίζεται. Αλλά το τελευταίο διάστημα υπάρχει στη χώρα μια εισαγόμενη αισιοδοξία, η οποία αναπαράγεται από τους οπτιμιστές στην Ελλάδα.
Όμως, η ζοφερή πραγματικότητα δεν αιτιολογεί καμία αισιοδοξία. Το πολιτικό σύστημα απέτυχε στην αποφυγή της κρίσης. Αποτυγχάνει, όμως, και στη διαχείρισή της. Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις, η καταπολέμηση της διαφθοράς και διαπλοκής, η τιμωρία των επίορκων λειτουργών και πολιτικών, η ανάκτηση των κλοπιμαίων, η διακρίβωση των κατόχων ελβετικών λογαριασμών με «μαύρο» χρήμα της λίστας Λαγκάρντ, η τιμωρία και φορολόγησή τους, η προσέλκυση επενδύσεων, η μάχη κατά της γραφειοκρατίας, διαρκώς αποτυγχάνουν... Αντίθετα συνεχίζουν να φορολογούν ό,τι κινείται. Το Δημόσιο είναι σαν ζόμπι που έχει βγει στους δρόμους και ζητάει να ρουφήξει το αίμα των ζωντανών. Ενα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αποστερείται βιαίως απ’ όλες τις ώς τώρα διαθέσιμες επιβιωτικές διεξόδους.
Οι πάντες γνωρίζουν πλέον ότι μόνο ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να συγκριθεί με τις συνέπειες της κρίσης στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία. Η λιτότητα μείωσε την κατανάλωση, εκτόξευσε την ανεργία, βάθυνε την ύφεση και θρυμμάτισε την κοινωνική συναίνεση. Η μεγέθυνση της ύφεσης κατέστρεψε τον ιδιωτικό τομέα και σάπισε τις τράπεζες, οι οποίες, φορτωμένες με «κόκκινα» δάνεια και «κουρεμένα» κρατικά ομόλογα, σταμάτησαν τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Όταν επικρατούν τέτοιες συνθήκες καμία οικονομία δεν σώζεται, ακόμη και αν πραγματοποιηθούν όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές μέσα σε μία νύχτα.
Η κεϊνσιανή συμφωνία κατέρρευσε. Η διεθνής οικονομική πολιτική κατέληξε να έχει πολύ μικρή σχέση με τα οικονομικά. Έγινε μια άσκηση στην ερασιτεχνική ψυχολογία, όπου το ΔΝΤ και οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης επέβαλαν στις χώρες να πάρουν μέτρα που ήλπιζαν πως θα τα εκλάμβανε η αγορά ως ευνοϊκά. Έτσι ουδείς απορεί που μόλις ενέσκηψε η κρίση πετάχθηκαν από το παράθυρο όλα τα εγχειρίδια της οικονομίας. Η πολιτική απέτυχε να αντιμετωπίσει την καταστροφική διαδικασία ανάδρασης που προκαλεί την κατάρρευση της μιας οικονομίας μετά την άλλη. Το παράδοξο της ιστορίας είναι ότι εκείνοι που διαμορφώνουν την πολιτική, πίστευαν και πιστεύουν, ότι έπρεπε να παίξουν το παιχνίδι της εμπιστοσύνης γύρω από τον μονόδρομο της λιτότητας και αυτό είχε ως συνέπεια να ακολουθήσουν οικονομική πολιτική που επιδεινώνει τις υφέσεις αντί να τις μετριάζει. Το ερώτημα εάν ήταν αναγκαίο να παιχθεί αυτό το παιχνίδι έχει αποδειχθεί ύπουλο, με αποτέλεσμα να υποστεί καίριο πλήγμα όχι μόνο η κοινωνία αλλά και η ίδια η δημοκρατία.
Γιατί, άραγε, στην Ευρώπη της κρίσης που ζούμε, όλοι έχουν βαλθεί να επιβάλουν τις λάθος συνταγές; Η «εσωτερική υποτίμηση» και η «αντεργατική λαίλαπα» στην Ελλάδα, έχουν αποβεί μοιραίες. Τα εργασιακά μέτρα ανατρέπουν και εκθεμελιώνουν κάθε έννοια εργασιακού δικαιώματος. Αλλά και όλα τα κρυφά μέτρα που ούτε που ξέρουμε πότε ψηφίζονται, δημιουργούν μια βίαιη προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας σε ένα δύσκολο μέλλον. Πράγματι, η Ελλάδα είναι ένα απίστευτο χάλι, με τεράστια προβλήματα. Πράγματι, οι Ελληνες πολιτικοί έστησαν ένα τρελό πάρτι και έφαγαν δισεκατομμύρια, δίνοντας και ορισμένα ψίχουλα στους πολίτες. Πράγματι, όλοι οι πολίτες καλόμαθαν σε μια κοινωνία ευημερίας που βασίστηκε σε δανεικά λεφτά. Όλα αυτά ας τα αποδεχθούμε.
Όμως, ποτέ κανένας λαός δεν εξαναγκάστηκε σε μια τόσο τρομερή και σύντομη αλλαγή του τρόπου ζωής του, χωρίς όμως από την άλλη να αλλάζει η χώρα από τον εναγκαλισμό της διαπλοκής. Οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργούν, η διαφθορά βασιλεύει, η φοροδιαφυγή δεν ελέγχεται, οι σπατάλες συνεχίζονται, η γραφειοκρατία εμποδίζει οποιαδήποτε αναπτυξιακή προοπτική. Αυτός ο βιασμός της ελληνικής κοινωνίας τόσο άγρια και τόσο γρήγορα θα είναι μοιραίος. Οι κήνσορες του λαϊκού συμφέροντος θα είναι οι πρώτοι που θα σαρωθούν. Μαζί με τους ψεύτες και τους άρπαγες των ονείρων όλων μας για μια καλύτερη ζωή.

25 Μαΐ 2013

Γράμμα σε ένα κορίτσι που θα αποτύχει στις Πανελλαδικές

Του Χρήστου Χωμενίδη, από τους protagon.gr
Το χειρότερο, όταν θα βγουν τα αποτελέσματα, δεν θα είναι η προσωπική, η δική σου τσαντίλα. Εσύ, από προχθές, που έγραψες άλλα αντ’ άλλων στην Ιστορία, ξέρεις περίπου τι να περιμένεις. Το χειρότερο τότε θα ’ναι η απογοήτευση των γονιών σου. Το ελαφρώς αφ’ υψηλού βλέμμα του πατέρα σου - εκείνος, βλέπεις, είχε πετύχει με την πρώτη το 1980 στην ΑΣΟΕΕ κι ας μεγάλωσε στο χωριό, και ας μάζευε ελιές αντί να κάνει φροντιστήριο. Το παρηγορητικό χάδι της μάνας σου και οι κουβέντες της με συγγενείς και φίλους: «Το παιδί είχε μιαν ατυχία… Ναι, εννοείται πως θα ξαναδώσει…». Κι ο θείος Στέλιος να δικαιώνεται που πάντα πίστευε πως είσαι ηλίθια. Και η κολλητή της μάνας σου να ρωτάει -μες στην αδιακρισία- μήπως τυχόν είχες περίοδο εκείνη τη μοιραία μέρα και οι πόνοι δεν σε άφησαν να συγκεντρωθείς.
Το χειρότερο θα είναι οι νοεροί τους υπολογισμοί πόσα ξοδέψανε σε ιδιαίτερα τα τρία τελευταία χρόνια και πόσα έχουν να πληρώνουν ακόμα. Και η πίκα τους με τον φιλόλογο που τους είχε διαβεβαιώσει πως θα πετύχαινες, ο κόσμος να χαλάσει. Νιώθουν -κι ας μην το ομολογούν ούτε στους εαυτούς τους- σαν να ποντάρανε σε λάθος άλογο. Τα ρίχνουν στον προπονητή, τα ρίχνουνε στο στάβλο -δηλαδή στο σχολείο- τα ρίχνουν στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε μες στο σπίτι αφότου η μαμά έπιασε τον μπαμπά σχεδόν στα πράσα με εκείνη τη συνάδελφό του, στους συνεχείς καβγάδες τους οι οποίοι σε αποσπούσαν απ’ το διάβασμα. Τα ρίχνουνε σε εκείνους κι εν τέλει σε εσένα…
Πώς να τους εξηγήσεις ότι και καθαρόαιμο του ιπποδρόμου να ήσουν, οι Πανελλαδικές δεν μοιάζουν με κανονική κούρσα; Έχουν τόσο παράλογους κανόνες, ώστε το μόνο που μετράει ουσιαστικά είναι να φοράς χοντρές παρωπίδες, να βάζεις το κεφάλι κάτω και να τρέχεις δίχως να σκέφτεσαι τίποτα απολύτως. Στο μάθημα της Ιστορίας, φερ’ ειπείν, οφείλεις να αποστηθίσεις καμιά τριακοσαριά σελίδες, με τα «και» και με τα κόμματα τους, ώστε το γραπτό που θα παραδώσεις να μοιάζει με φωτοτυπία του διδακτικού βιβλίου. Στην Έκθεση, πρέπει να μάθεις να υποστηρίζεις τις πιο ανόητες απόψεις, ότι το διαδίκτυο απομονώνει δήθεν τους ανθρώπους, πως τα παιδιά νιώθουν βαριά στους ώμους τους την ευθύνη για τη σωτηρία του περιβάλλοντος… Πού τους κατέβηκαν όλα ετούτα του Υπουργείου Παιδείας και των καθηγητών; Τα έχουν δει ποτέ τα παιδιά; Ή καθρεφτίζουν απλώς στα μάτια των μαθητών τη δική τους αλαζονεία; Τα είχες πει μια μέρα έξαλλη στον πατέρα σου. «Έτσι λειτουργεί το σύστημα», σου είχε απαντήσει εκείνος, με ένα ηττημένο μάλλον ύφος. «Μακάρι όταν εσύ μεγαλώσεις να καταφέρεις να τους αλλάξεις. Για αυτό, για να έχεις δύναμη κι επιρροή, πρέπει να μπεις στο Πανεπιστήμιο…».
Και τώρα που τα σκάτωσες στις εξετάσεις; Που τον Σεπτέμβριο ο γιος των κουμπάρων θα μετακομίσει στην Ξάνθη -έκτος, παρακαλώ, επιτυχών στο Πολυτεχνείο!- και η κόρη των Αλβανών του ισογείου θα γραφτεί, άκουσον άκουσον, στην Παιδαγωγική; Εσύ, μικρή μου αποτυχία, τι σκοπεύεις να κάνεις; Να πας στο παρακατιανό ΤΕΙ που σε έριξε η κακιά ώρα και δεν (θες να) θυμάσαι ούτε καν το όνομά του; Όχι ασφαλώς! Θα στρώσεις κάτω κώλο και θα ξαναδοκιμάσεις! Τον Μάιο του 2014, θα βγάλεις από πάνω σου το στίγμα. Θα απαλλάξεις τους καλούς γονείς σου από το μαράζι. Σε λίγα χρόνια δε, όταν θα αριστεύεις στη Σχολή και θα ετοιμάζεσαι για μεταπτυχιακά, κανείς δεν θα θυμάται πως είχες μπει με τη δεύτερη.
Τόσο καλά… Έλα όμως που και μόνο η θέα των σχολικών βιβλίων σού φέρνει πλέον αναγούλα; Που η προοπτική να ξαναμπείς απ’ το φθινόπωρο στο ίδιο μαγγανοπήγαδο -γνωστό κείμενο, άγνωστο κείμενο, γραμματικά φαινόμενα, συνώνυμα και αντώνυμα- σου φαίνεται εφιάλτης; Και έχεις από πάνω κι εκείνους που ισχυρίζονται ότι δεν έχουν νόημα όλα αυτά καθότι η ανεργία των νέων -και ειδικά των πτυχιούχων- καλπάζει. Εκείνους που σε προειδοποιούν ότι σε λίγα χρόνια οι μισθοί θα έχουν πέσει σε επίπεδα Βουλγαρίας -τι Βουλγαρίας; Κίνας!- κι ότι οι Έλληνες θα δουλεύουν μέχρι τα ογδόντα. «Αντί να ασχολείσαι με τις πανελλαδικές, πάλεψε για να ανατραπεί το σύστημα!», σε είχε προτρέψει ένας συμμαθητής σου με μπλουζάκι Τσε Γκεβάρα. Ο ίδιος, βέβαια, ευχόταν να απεργήσουν οι καθηγητές για να έχει στη διάθεσή του περισσότερες μέρες για διάβασμα. Πρώτος στα μαθήματα, πρώτος και στον αγώνα…
Ντρέπεσαι να το ομολογήσεις, μα στην πραγματικότητα δεν χολοσκάς για τον μελλοντικό μισθό ούτε βεβαίως για τη σύνταξή σου. Είσαι δεκαοχτώ χρονών! -ότι βρίσκεται σε ορίζοντα μακρύτερο από λίγους μήνες, σου φαίνεται εξαιρετικά αβέβαιο και άρα αδιάφορο. Έλα όμως που όλοι, ακόμα και το αγόρι σου, σε καλούν να σχεδιάσεις τη ζωή σου; Να σοβαρέψεις. Να θέσεις τις βάσεις…
Θέλεις τη γνώμη μου; Μην τους ακούς! Μοναδικός λόγος να δώσεις δεύτερη φορά, στο καπάκι, Πανελλαδικές είναι να λαχταράς να μπεις σε μια συγκεκριμένη σχολή. Να ονειρεύεσαι μέσα από την καρδιά σου να γίνεις αρχιτέκτονας ή δικηγόρος ή οπτικός. Άμα κάτι τέτοιο δεν σου συμβαίνει, τότε απλώς χαλάρωσε. Εάν κατά βάθος θα ’θελες να φτιάχνεις μαλλιά ή νύχια ή ακόμα και κοκτέiλ πίσω απ’ τον πάγκο ενός μπαρ, ακολούθησε την κλίση σου. Χίλιες φορές μία ευτυχισμένη -και άρα επιτυχημένη- κομμώτρια, παρά μία γιατρός με το στανιό.
Σε πολλές χώρες του λεγόμενου «ανεπτυγμένου κόσμου», σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία, θεωρείται αυτονόητο σχεδόν πως τα παιδιά -τελειώνοντας το σχολείο- θα πάρουν έναν χρόνο off, για να ταξιδέψουν, για να απασχοληθούν από εδώ κι από εκεί, για να καταλάβουν τι πραγματικά συμβαίνει γύρω τους και μέσα τους. Μονάχα στην Ελλάδα τα ταξίδια θεωρούνται αναψυχή πολυτελείας και οι ευκαιριακές δουλειές παρηγοριά -και ταπείνωση παράλληλα- για τον άνεργο.
Καλά, μην τρομάζεις! Δεν σου προτείνω να πας στον πατέρα σου, που του ’χουν κόψει τον μισό μισθό, και να του ζητήσεις λεφτά για να γυρίσεις τον κόσμο. Σε πληροφορώ απλώς πως όταν εγώ, το 1985, βαθμολογήθηκα με 12 στην Έκθεση κι έμεινα έξω για ένα μόριο από τη Νομική, κατέβηκα με τον τότε κολλητό μου στον Πειραιά και εκδώσαμε ναυτικά φυλλάδια. Το ότι δεν μπάρκαρα τελικά το θεωρώ προσωπική μου αποτυχία. Κι αν η δουλειά του μούτσου ή του καμαρότου παραμένει καθαρά ανδρική, σίγουρα θα υπάρχουν αντίστοιχες ευκαιρίες για κορίτσια που δεν κωλώνουν να βγουν απ’ την πεπατημένη, να αγνοήσουν τις προκαταλήψεις του περιβάλλοντός τους.
Δεν σε καλώ ντε και καλά να επαναστατήσεις. Δεν σε προτρέπω να εκβιάσεις την περιπέτεια. Σου ενημερώνω απλώς (με το δικαίωμα της πείρας που εγώ έχω, ενώ εσύ στερείσαι) πως η ζωή είναι αδιανόητα μεγάλη και εξαιρετικά απρόβλεπτη. Η τράπουλα θα μοιραστεί πολλές-πολλές φορές, οι έσχατοι θα γίνουν πρώτοι και θα ξαναγίνουν έσχατοι. Ασφαλή σχέδια, σίγουρες επενδύσεις δεν υπάρχουν - το απέδειξε άλλωστε περίτρανα και η κρίση, η οποία μας πήρε και μας σήκωσε, από το 2009. Η μόνη, συνεπώς, πυξίδα που έχει νόημα να συμβουλεύεσαι, βρίσκεται μέσα σου. Όσοι την ακολούθησαν, ακόμα και αν έχασαν, δεν χάθηκαν. Όσοι την αγνόησαν, καταδίκασαν τους εαυτούς τους σε «επιτυχημένες» ίσως πλην σκυφτές ζωές.
Ο Ξενοφών -ο αρχαίος εκείνος συγγραφέας- μας παραδίδει την ιστορία ενός ανθρώπου που όταν τον καταδίκασαν να πιει το κώνειο, το κατέβασε άσπρο πάτο και γλείφοντας τα μουστάκια του, είπε «γεια στα χέρια σου!» στον δήμιό του. «Εκείνο γαρ κρίνω του ανδρός αγαστόν, το -του θανάτου παρεστηκότος- μήτε το φρόνιμον μήτε το παιγνιώδες απολίπειν εκ της ψυχής…». Υποκλίνεται, δηλαδή, μπροστά στον άνδρα που στην πιο δεινή του ώρα διατηρεί τόσο την ψυχραιμία, όσο και το χιούμορ του. Μια αποτυχία στις Πανελλαδικές Εξετάσεις απέχει -στο ορκίζομαι- έτη φωτός από τις δυσκολίες που σου είναι, που είναι σε όλους μας, γραφτές. Κράτα λοιπόν το κέφι σου, φίλα το σαν τα μάτια σου! Μην το ανταλλάξεις με καμία -ενήλικη δήθεν- σοβαρότητα.
Να σε κεράσω ένα παγωτό;

24 Μαΐ 2013

Το ελληνικό ευρω-δίλημμα: Διαχείριση της αυταπάτης ή κόψιμο του γόρδιου δεσμού;

 

Του Αλέκου Παπαδόπουλου, από το ΤΟ ΒΗΜΑ

Το συμφέρον της Ελλάδας είναι να παραμείνει στην Ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, είναι πεποίθησή μου ότι το πρόγραμμα οικονομικής και λειτουργικής ανάταξης, που συγκρότησε και επέβαλε ο τριμερής Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, σε συνδυασμό με την απουσία εθνικής αυτενέργειας, την οδηγεί, παρά τα κύματα εισαγόμενης και εδωδίμως καλλιεργούμενης εσχάτως αισιοδοξίας, σε “πλήρες τέλμα” εντός της επόμενης τριετίας. Παρά την σημερινή ρητορική του διεθνούς παράγοντα ότι η Ελλάδα δεν θα εκδιωχθεί από την Ευρωζώνη, εκτιμώ ότι αυτή τη στιγμή οι πιθανότητες να αχθεί μόνη της εκτός αυτής είναι πολύ μεγαλύτερες από την παραμονή της. Η συνεχιζόμενη εγγενής αδυναμία της να κατανοήσει το βάθος του προβλήματός της και να προσαρμοστεί στις σημερινές αλλά και στις μέλλουσες οικονομικές συνθήκες ανταγωνισμού που θα επικρατήσουν στην Ευρώπη και όχι μόνο θέτουν εξαρχής το όλο θέμα της παραμονής της στην Ευρωζώνη.
Το «τέλος» του μνημονίου;
Η συμφωνία του 2010, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ανάμεσα στη χώρα μας και στο Τριμερές Σχήμα για την χρηματοπιστωτική διάσωσή της, καθώς και τα κάθε μορφής μέτρα που περιελάμβανε - και ανεξάρτητα από τις όψιμες θεωρίες και άλλοθι, που εν τω μεταξύ αναπτύχθηκαν, περί “λάθους υπολογισμού του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή” - ήταν απολύτως αναγκαία και επιβεβλημένη για τη διατήρησή της στο Ευρώ και την απαλλαγή της από παραμορφώσεις και δυσλειτουργίες, οι οποίες την οδήγησαν σε κατάσταση “χρεοστασίου”.
Παρά τα κάποια θετικά και εξυγιαντικά αποτελέσματα από την εφαρμογή αυτής της συμφωνίας (μνημόνιο), τα οποία δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς λογικός άνθρωπος, το πρόγραμμα αυτό, εκτός από τις ιδεοληψίες του και τα προβλήματα που δημιούργησε κυρίως στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, έπαυσε να οικοδομεί ουσιαστικές προϋποθέσεις δημιουργίας νέων διατηρήσιμων οικονομικών συνθηκών. Είναι πλέον ανεπαρκές, ατελές και εμβαλωματικό. Εξελίσσεται τελικά σαν λογιστικό μοντέλο πάνω σε μια αποξηραμένη παραγωγική βάση και σε μια καχεκτική οικονομία. Μια οικονομία που πριν την κατάρρευσή της ήταν απλώς “μεγενθυμένη” από δάνεια κεφάλαια και περιορισμένα “ανεπτυγμένη”, αφού την αποβιομηχανοποίηση του ’70 και του ’80 ακολούθησε η αποβιοτεχνοποίηση κυρίως των τελευταίων χρόνων της κρίσης. Ήταν ήδη, ούτως ή άλλως, μια μικρομεσαία οικονομία που επέζησε κυρίως χάριν της φοροδιαφυγής.
Η ενσκήψασα «αισιοδοξία» - Ζητήματα Εθνικής Αξιοπρέπειας
Πού όμως οφείλεται παρ’ όλα αυτά η ξαφνική επέλαση του κλίματος δοξαστικής αισιοδοξίας, και μάλιστα όταν επικρατούν συνθήκες συνεχούς περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και παρατεταμένου οικονομικού παγετώνα; Νομίζω καταρχάς ότι σε κάποιους προέκυψε η ανάγκη ενός ακόμα “ιαματικού ψεύδους”, το οποίο δεν αφορά στις υποθέσεις της χώρας, αλλά στις εφήμερες εντυπώσεις μιας αμήχανης και εξαντλημένης πλέον διαχείρισης της κρίσης. Αυτό όμως κάνει μια μεγαλύτερη ζημιά. Καλλιεργεί ψευδαισθήσεις και υπονομεύει την επίπονη, αλλά άκρως αναγκαία, διαδικασία που οδηγεί στην βαθειά κατανόηση του προβλήματος και της πραγματικής κατάστασης, ώστε να δημιουργηθούν ουσιαστικές προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση.
Παιχνιδίζει ο οπτιμισμός με το αίσθημα του ατομικού κινδύνου και της ατομικής ελπίδας. Δεν αφήνει να αναπτυχθεί στην ελληνική κοινωνία η αίσθηση του συλλογικού κινδύνου, ώστε να ληφθούν στέρεες εθνικού χαρακτήρα αποφάσεις και όχι ν'αναπτυχθούν λογικές ατομικής αυτοπροστασίας από τις συνέπειες της κρίσης. Η ελπίδα και η αισιοδοξία δομούνται, δεν διακηρύσσονται.
Όσοι λοιπόν επιμένουν να υποδύονται τους "αισιόδοξους", μοχλεύοντας επικοινωνιακά σε κάποια πράγματι θετικά αποτελέσματα που προκύπτουν από την εφαρμογή του μνημονίου, ή όσοι άλλοι θέλουν να πιστεύουν γενικώς στην τελική διάσωση της χώρας, οφείλουν να γνωρίζουν ότι η "αισιοδοξία" τους αυτή, αλλά και η "απαισιοδοξία", μπορεί να είναι μια σεβαστή ατομική τους επιλογή, αλλά στην πολιτική δεν έχει καμιά αξία ούτε σαν ατομικό γνώρισμα, ούτε σαν μεταφυσικό φαινόμενο πίστης, ούτε σαν ειδύλλιο.
Στην πολιτική υπάρχει μόνο η "δύσκολη αισιοδοξία" που οικοδομείται μόνο με σκληρή συλλογική προσπάθεια, με σχέδιο και θυσίες, με ρεαλισμό, ορθολογισμό και με κοινωνική δικαιοσύνη.
Στο επίπεδο της τρέχουσας πολιτικής είναι βέβαιο ότι η ιστορία θα αναγνωρίσει τις προσπάθειες της σημερινής κυβέρνησης να παραμείνει η χώρα στην Ευρωζώνη, εφαρμόζοντας αποφασιστικά τα επιβληθέντα οικονομικά και θεσμικά μέτρα του μνημονίου. Όπως επίσης πρέπει να της καταλογιστεί στα αρνητικά της το γεγονός ότι δεν ανέλαβε μέχρι σήμερα καμιά σημαντική πρωτοβουλία που να έχει τη δική της σφραγίδα σε κανένα σημαντικό πεδίο.
Για να αρχίσει η απομείωση του χρέους απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα σταθερά τουλάχιστον για μία επταετία σε ποσοστό πάνω από 5% του ΑΕΠ καθώς και υψηλούς ρυθμούς πραγματικής ανάπτυξης. Είναι τουλάχιστον άκομψο και πρωτοφανές να προβάλλεται ως η νέα “Μεγάλη Ιδέα του Έθνους” η επίτευξη κάποιου ελάχιστου πρωτογενούς πλεονάσματος, με τους γνωστούς τρόπους, και μάλιστα για ένα τρίμηνο! Αυτό είναι μια ακόμη ένδειξη μειωμένων φιλοδοξιών και προσδοκιών.
Θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι την περίοδο 1994-1996, σε συνθήκες βαθειάς κρίσης χρέους και μηδενικής ανάπτυξης, χωρίς περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων, αλλά κυρίως με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, επετεύχθη για πρώτη φορά πρωτογενές πλεόνασμα 4,2%, 3% και 4% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Η επιτυχία αυτή δεν προβλήθηκε συνειδητά, ούτε η τότε κυβέρνηση πανηγύρισε, έχοντας επίγνωση ότι αυτό δεν ήταν «λεία» προς διανομή από τον τότε λαϊκισμό, αλλά προοριζόταν αποκλειστικά για τη μείωση και του τότε υπέρογκου χρέους. Τα πρωτογενή πλεονάσματα διατηρήθηκαν μέχρι το 2001.
Στη χώρα επίσης επικρατούν συγχύσεις από τη συνεχή αντιφατικότητα και την πολλαπλότητα των διαβρωτικών μηνυμάτων του παραπλανητικού λαϊκισμού. Αναπτύσσονται επικίνδυνες και ανεύθυνες απόψεις, όπως εκείνες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ότι η σωτηρία της χώρας "περνά" δήθεν μέσα από μία απλή κατάργηση του "αντιλαϊκού μνημονίου", κάτι που όμως θα μας οδηγούσε σε περαιτέρω ακραία επιδείνωση της σημερινής κατάστασης. Οι απόψεις αυτές είναι το ίδιο καταστροφικές και επικίνδυνες με εκείνες που καλλιεργούν στο λαό την "αισιόδοξη παραμυθία" ότι δήθεν η κρίση είναι πλέον πίσω μας και σύντομα θα επανέλθουμε στην “προ αυτής κατάσταση”. Αυτό είναι το νέο ψεύδος της περιόδου.
Είναι ταυτόχρονα επίσης αναξιοπρεπές για κάθε λαό να εναποθέτει μοιρολατρικά την τύχη των επόμενων γενεών του στα εκλογικά αποτελέσματα άλλων χωρών (πχ. Γαλλία, Γερμανία). Είναι εθνική δειλία και έλλειψη εθνικής ζωτικότητας να μην παράγει μια χώρα τα δικά της γεγονότα (πολιτικά, οικονομικά, θεσμικά, κλπ) και να αφήνεται στις διαθέσεις τρίτων που δυστυχώς πολλές φορές συνοδεύονται και από μη δημοσιοποιημένα προσβλητικά σχόλια του τύπου «άσε να τελειώσουν οι εκλογές και θα δούμε τι θα κάνουμε με δαύτους». Είναι επίσης εξίσου αναξιοπρεπές να πανηγυρίζουμε με τα πλαστά πιστοποιητικά που μας χορηγεί απλόχερα την περίοδο αυτή ο Διεθνής Παράγων περί δήθεν “βιωσιμότητας” της ελληνικής οικονομίας και του δημόσιου χρέους. Είναι προφανές ότι λόγω της άγνωστης ακόμη κατάληξης της ευρωπαϊκής κρίσης δεν επιθυμούν, εταίροι και μη, η Ελλάδα να λειτουργήσει αυτή την περίοδο ως η ανεξέλεγκτη “παράφρων μεταβλητή” του Ευρωσυστήματος.
Πολλές χώρες βρέθηκαν στην ανάγκη καταφυγής σε διεθνή αρωγή. Οι διαφορετικοί χειρισμοί ήταν ανάλογοι με την ποιότητα και την βαρύτητα των αποφάσεων των χωρών αυτών να διαπραγματευτούν σωστά, να εφαρμόσουν τις συμφωνίες αποτελεσματικά και να εξέλθουν σύντομα από την κρίση. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα δύο (2) χωρών, οι οποίες υπέγραψαν “μνημόνια”, αλλά πολύ σύντομα αποφάσισαν να κινηθούν και πέραν αυτών έως ότου διασφαλίσουν μια παραγωγική, ανταγωνιστική και διατηρήσιμη οικονομία. Ανασυγκρότησαν την οικονομία τους πάνω σε δικό τους σχέδιο οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής ανάπτυξης, που οι ίδιοι κατέστρωσαν και υπεράσπισαν ως κοινωνίες που τις διακρίνει η ζωτικότητα και η ευθύνη.
Οι αναδυόμενες πλέον ως σημαντικές οικονομικές υπερδυνάμεις της Βραζιλίας και της Τουρκίας αυτό τον δρόμο ακολούθησαν. Τα θαυμαστά αποτελέσματα που πέτυχαν οι χώρες αυτές μέσα σε λίγα χρόνια δεν ήταν έργο μόνο κάποιων πεφωτισμένων προσώπων. Προικισμένοι άνθρωποι προέκυψαν, αλλά δεν θα έφταναν από μόνοι τους, όπως πολλοί ίσως να πιστεύουν. Η ταχύτατη, στέρεη και διατηρήσιμη συνολική ανάπτυξη των χωρών αυτών, βεβαίως με τις ιδιαιτερότητές τους, είναι αποτέλεσμα της απελευθέρωσης μεγάλων κοινωνικών δυνάμεων. Δεν αρκέστηκαν οι κοινωνίες τους μόνο στις υπερσυντηρητικές και εν πολλοίς διαβρωμένες και βολεμένες ηγέτιδες τάξεις τους. Συνειδητοποίησαν και οι δύο λαοί ότι έχουν συλλογική ευθύνη στη διαμόρφωση του μέλλοντός τους και διαισθάνθηκαν ότι έχουν χρέος να υποστηρίξουν το αντικειμενικό συμφέρον της χώρας τους.
Οι «ηγέτιδες» τάξεις της χώρας μας
Κάθε κοινωνία συνήθως, σε περιόδους κρίσης, καθοδηγείται από ένα κυρίαρχο πνεύμα, που είναι η συνισταμένη της συλλογικής αντίληψης και του τρόπου με τον οποίο “κοιτάει τον εαυτό της” και χαράζει την προοπτική της. Στη χώρα μας έχει εγκατασταθεί το πνεύμα “του ακαταμάχητου λαϊκισμού”, που σε συνδυασμό με την καλλιέργεια του “ατομισμού” και ενός εγκαθιδρυμένου καταναλωτισμού, την έφερε, και δυστυχώς φοβάμαι ότι θα τη διατηρήσει για πολλά χρόνια ακόμη, σε καθεστώς “ Διεθνούς Ζητείας”. Να εκλιπαρεί δηλαδή η χώρα νέες περικοπές χρέους, νέες παρατάσεις αποπληρωμής του καθώς και νέα δάνεια. Και όλα αυτά να προβάλλονται ως οι νέες μέλλουσες “επιτυχίες” της χώρας. Αλλοίμονο! Υπεύθυνες γι’ αυτό είναι όλες ανεξαιρέτως οι σημερινές ηγέτιδες τάξεις της χώρας και κατά σειρά ευθύνης:
(α) Η πολιτική ελίτ, από όπου προέρχομαι - και με τις δικές μου ευθύνες να με βαρύνουν - κυριαρχείται από το πνεύμα του βαθέως λαϊκισμού, το οποίο διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Γι’ αυτό ο πολιτικός αγώνας στην Ελλάδα διεξάγεται ανάμεσα στις διάφορες αποχρώσεις του λαϊκισμού και μάλιστα με αρκετή δόση οπορτουνισμού ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες. Δυστυχώς δεν διακρίνεις πλέον, όπως άλλοτε, πτυχές είτε πεφωτισμένης Αριστεράς (αυτή χάθηκε με το θάνατο του Γληνού), είτε πεφωτισμένης Δεξιάς, είτε του αστικού Κέντρου. Εξαιρέσεις υπήρχαν και υπάρχουν, αλλά ήταν και εξακολουθούν να είναι αποδυναμωμένες και ως εκ τούτου "αργούσες". Ο λαϊκισμός στη χώρα μας δεν λειτουργεί απλά και μόνο σαν δημαγωγικό εμπόριο ελπίδων προς τις ασθενέστερες τάξεις και τους «κυνηγούς» της εύκολης ευμάρειας. Δυστυχώς, κατέληξε με την πάροδο του χρόνου σε πολιτισμικό μόρφωμα που λειτουργεί σαν φιλοσοφία, νοοτροπία, αντίληψη ζωής, με συγκεκριμένες πρακτικές και συμπεριφορές, οι οποίες τελικά αποθεσμοποίησαν και διέλυσαν τη χώρα.
(β) Η οικονομική ελίτ, που συγκροτήθηκε μεταπολεμικά, πορεύτηκε αλληλοεξαρτώμενη με τις άλλες ηγέτιδες τάξεις και κυρίως με την πολιτική. Λειτούργησε χωρίς ανεπτυγμένη συνείδηση εθνικής ευθύνης, εκτός από κάποιες και εδώ εξαιρέσεις. Ιθύνουσα Εθνική Αστική Τάξη δεν θέλησαν να γίνουν ποτέ, υποδύθηκαν μόνο «ρόλους» που δεν πίστεψαν και παρέμειναν απλά ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Δεν ανέλαβαν ποτέ ευθύνες εγγύησης και πρωτοβουλίες υπεράσπισης της χώρας. Ανέχθηκαν, αν δεν υποδαύλισαν, τον λαϊκισμό για τα δικά τους συμφέροντα και συνέβαλαν αποφασιστικά στη θεσμική και οικονομική αποδυνάμωση της χώρας.
(γ) Η πνευματική ελίτ, έπαψε από καιρό να διαδραματίζει ρόλο πνευματικής καθοδήγησης. Δεν απέχει από την αλήθεια το γεγονός ότι η χώρα μας αντλεί ακόμη κυρίως από τα αποθέματα της πνευματικής παραγωγής που ανακόπηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Η όαση, και εδώ, των ελάχιστων εξαιρέσεων δεν συνιστά συγκροτημένη καθοδηγούσα πνευματική τάξη. Το γεγονός αυτό εξηγεί μελαγχολικά γιατί η Ελληνική κοινωνία δεν ολοκληρώθηκε πολιτισμικά και εν τέλει γιατί δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και θεσμικά.
(δ) Η ακαδημαϊκή ελίτ, βαρύνεται για την κατάσταση στο χώρο της Παιδείας και ιδιαίτερα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Δεν λειτούργησαν ως πρωτοπορία και ασπίδα της Ελληνικής κοινωνίας.
(ε) Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τις άλλες κοινωνικές ελίτ, όπως η Εκκλησία, με τον διαχρονικό εθνοφυλετισμό, ο συνδικαλισμός, με τον τυφλό διεκδικητισμό, τα media, με την υιοθέτηση επί σειράν ετών ακραίων συντεχνιακών διεκδικήσεων και με την υπερπροβολή καταναλωτικών προτύπων και πολιτισμικών υποπροϊόντων, ο αγροτικός συνδικαλισμός, που καλλιέργησε για πολλά χρόνια την αντίληψη του αγρότη – εισοδηματία του Δημοσίου και της ΕΕ, κ.λ.π.
Το αποκορύφωμα του «θριάμβου» όλων αυτών των ελίτ της χώρας ήταν την περίοδο 2008-2010, κατά την οποία, αντί, ως όφειλαν, να συλλάβουν τα ηχηρά σήματα της επερχόμενης κατάρρευσης της χώρας, προκειμένου να απαιτήσουν να ληφθούν τα ελάχιστα αναγκαία τότε μέτρα, σε σχέση με τα σημερινά, για τη διάσωση της χώρας, επέδειξαν δόλια άγνοια, ιδιοτελή “τύφλωση και κώφευση”.
Αυτές είναι περίπου οι ηγέτιδες τάξεις που διαθέτει σήμερα η χώρα. Εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες και να ορίζουν τις εξελίξεις. Αυτές καλούνται να διατηρήσουν τη χώρα εντός της Ευρωζώνης και ταυτόχρονα να προσελκύσουν επενδύσεις και να αναλάβουν πρωτοβουλίες με τις οποίες θα οικοδομηθεί μια νέα, βιώσιμη παραγωγική οικονομία και όχι μια οικονομία της υπερκατανάλωσης.
Η Ευθύνη και η Σωτηρία “εις ημάς αυτούς”
Μπορούν οι ηγέτιδες τάξεις της χώρας να σηκώσουν ένα τέτοιο βάρος; Μπορούν να μεταμορφωθούν σε οδηγούς της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να παραμείνει η Ελλάδα στο κοινό νόμισμα και να υπηρετήσει το ένα και πραγματικό εθνικό συμφέρον;
Φοβάμαι ότι η μέχρι σήμερα εμπεδωμένη σ’ αυτές κυρίαρχη κουλτούρα δεν μπορεί να κρατήσει τη χώρα στην Ευρωζώνη. Πρόκειται για μια σκληρή διαπίστωση, αλλά για να διασφαλιστεί Εθνικά αξιοπρεπής συμμετοχή στην Ευρωζώνη απαιτείται να συναντηθούν και να δράσουν και άλλες Κοινωνικές και Πνευματικές Δυνάμεις. Υπάρχουν. Είναι ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας που είναι απαλλαγμένος από ιδεολογήματα και είναι προικισμένος με τον ορθολογισμό των πραγμάτων και πιστεύει ότι η χώρα έχει συμφέρον να παραμείνει στην Ευρωζώνη. Δεν υποκύπτει στις "ψυχρές αφαιρέσεις" της πολιτικής, αλλά υιοθετεί το γνήσιο "συναισθηματικό κριτήριο" στις επιλογές του.
Είναι οι δυνάμεις που κατανοούν την ανάγκη να ληφθούν Αποφάσεις Εθνικών Διαστάσεων. Αποφάσεις μεγάλης υπέρβασης του σημερινού μνημονίου. Δυνάμεις ικανές να απαιτήσουν και να συμβάλουν στο να συγκροτηθεί ένα άλλο νέο, ρεαλιστικό, αυστηρά πειθαρχημένο, χρονοστοχευμένο, θαρραλέο και ριζοσπαστικό σχέδιο εξόδου από την κρίση με τη δημιουργία διατηρήσιμων προϋποθέσεων θεσμικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Να ενσωματώνει βεβαίως όλες τις συμφωνίες που δεσμεύουν τη χώρα, αλλά και να προχωρά πέρα από αυτές. Να περιλαμβάνει καθολικές μεταρρυθμίσεις που θα εξαφανίσουν κάθε μορφή κοινωνικού και κρατικού συντεχνιασμού και κάθε κακόηθες παραθεσμικό μόρφωμα σε όλα τα πεδία, της Διοίκησης, της Οικονομίας, της Παιδείας, των Επενδύσεων, του Κοινωνικού Κράτους, των Συνταγματικών και Πολιτικών Θεσμών κ.λ.π.
Βασική επιδίωξη θα πρέπει να είναι η ριζική αναθέσμιση της χώρας που θα περιλαμβάνει 3 πυλώνες: α) το πολιτικό σύστημα β) το Κράτος γ) την οικονομία. Συγκεκριμένες και ριζοσπαστικές προτάσεις μου, από κοινού με άλλους, έχουν ήδη δημοσιευθεί πρόσφατα στον Τύπο και είναι ανηρτημένες σε αυτή την ιστοσελίδα. Στο χώρο δε ιδιαίτερα της οικονομίας, κύρια επιδίωξη θα είναι η δημιουργία σταθερών Δημοσιονομικών και Μακροοικονομικών Πεδίων, με την οικοδόμηση νέων μηχανισμών άσκησης και ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής επί των δαπανών, με αποτελεσματική εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας σε διευρυμένη φορολογική βάση, όχι μόνο επί των ισχνών πλέον εισοδημάτων (αυτό δεν θα είναι απλώς ακραία αδικία, αλλά θα συνιστούσε και αντιοικονομική πολιτική) αλλά επί του συνόλου του ιδιωτικού πλούτου. Οι νέοι οικονομικοί θεσμοί θα κατατείνουν στην μετατροπή του παρασιτικού οικονομικού μοντέλου σε παραγωγικό, με την οργάνωση και κατεύθυνση των διαθέσιμων ανθρωπίνων και οικονομικών πόρων στη δημιουργία παραγωγικών μονάδων και υγιών θέσεων εργασίας.
Με το νέο αυτό πρόγραμμα θα προκύψουν και νέα επώδυνα μέτρα. Η κατάργηση π.χ. αθέμιτων προνομίων που ακόμα διατηρούνται θα προκαλούσε εμμέσως μειώσεις εισοδημάτων σε διάφορες κοινωνικές ομάδες.
Η Ελλάδα πρέπει πρώτα να κερδίσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της, για να διεκδικήσει και την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών προκειμένου να στεριώσει μια νέα υγιή παραγωγική οικονομία. Το πνεύμα του υπερκαταναλωτισμού που κυριάρχησε στη χώρα παραμένει ακόμα και καλλιεργείται δυστυχώς και σήμερα σαν δήθεν “κεκτημένος” τρόπος ζωής και συμπεριφοράς σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Πρέπει σύντομα ν’ αντικατασταθεί από την αντίληψη του “λιτού βίου” ως αξιακής επιλογής. Διαφέρει εννοιολογικά και ουσιαστικά από την λιτότητα, που είναι ο κάθε φορά επιλεγόμενος “εχθρός” του δημαγωγικού λαϊκισμού και του πνεύματος του άκρατου καταναλωτισμού.
Αυτός, κατά την άποψή μου, είναι ο ρεαλιστικός δρόμος ευθύνης για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την παραμονή της στο ευρώ. Όσο όμως και αν θεωρώ ότι αυτή είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα, άλλο τόσο δεν φαίνεται ακόμη ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι οι σημερινές κατεστημένες ελίτ της χώρας, διαβρωμένες από αυταρέσκεια και αυτισμό, και με τα χαρακτηριστικά “ποιότητας” που περιγράφηκαν παραπάνω, θα αφυπνίζονταν ξαφνικά και θα συναινούσαν σε ένα αυτόχθον και ολιστικό πρόγραμμα οικονομικής, θεσμικής και λειτουργικής ανασυγκρότησης στη θέση του σημερινού μνημονίου, ώστε η χώρα να παραμείνει στο Ευρώ.
Για αυτό το λόγο είναι απαραίτητο να συντρέξουν και να κινητοποιηθούν και άλλες υπαρκτές, αλλά σχολάζουσες κοινωνικές και πνευματικές δυνάμεις, προκειμένου να καταστεί η χώρα ικανή να προστατεύσει τα συμφέροντά της σε βάθος χρόνου.
Επίλογος ή εισαγωγή;
Η Ελλάδα ή θα αποφασίσει τώρα την οριστική διάσωσή της και την αξιοπρεπή παραμονή της στο ευρώ ή θα οδηγηθεί μέσα στην επόμενη τριετία έξω από αυτό. Ο χρόνος όμως που έχει στη διάθεσή της για να το αποφασίσει εξαντλείται. Η «Μεγάλη Απόφαση» πρέπει να ληφθεί στο αμέσως επόμενο διάστημα, χωρίς βραδύτητα, πριν η κατάσταση γίνει μη αναστρέψιμη. Η χώρα δεν μπορεί να “σταφιδιάζει” άπραγη και επί ματαίω μέσα σε αδιέξοδες προοπτικές. Ούτε να “σαπίζει” από την ανημπόρια για εθνικές πρωτοβουλίες. Το δίλημμα είναι βαρύ, οι ευθύνες γιγάντιες και το κόψιμο του γόρδιου δεσμού της απραξίας απαιτεί να διατρέξουν την κοινωνία ισχυρές εσωτερικές δυνάμεις.
Η ιστορία θα είναι ανελέητη για όσους θα έχουν τελικά την ευθύνη της διολίσθησης της χώρας εκτός ευρώ. Θα είναι όμως περισσότερο ανελέητη με την ολιγωρία και την έλλειψη διορατικότητας εκείνων που θα την οδηγήσουν σε μια καταστροφική άτακτη έξοδο από την Ευρωζώνη.
Αν “ο μη γένοιτο” η χώρα οδηγηθεί εκτός ευρώ, ελπίζω οι τότε εκπρόσωποί της να διαθέτουν τις πολιτικές ικανότητες να το αντιληφθούν τουλάχιστον έγκαιρα. Εκείνες τις στιγμές, με ενότητα και νηφαλιότητα, να επιδιώξουν μια λιγότερο καταστροφική λύση από εκείνη της άτακτης φυγής, αλλά όμως καταστροφική και αυτή, προς άρση κάθε παρεξήγησης: να υιοθετήσουν σχεδιασμένες πολιτικές νομισματικής μετάπτωσης. Αυτό, δε, σημαίνει κυρίως συνεννοημένες με τους εταίρους μορφές εγγυήσεων και διευκολύνσεων στο χρηματοπιστωτικό, στο συναλλαγματικό, στο δημοσιονομικό και στο λειτουργικό πεδίο.
Οι τεχνικές λεπτομέρειες υλοποίησης αυτής της μετάπτωσης δεν αφορούν αυτό το άρθρο. Η αγωνία αυτών των σκέψεων σχετίζεται μόνο με το πώς θα αποφύγουμε, αν μπορούμε, την κατάληξη αυτή. Και πιστεύω ότι με τις προϋποθέσεις που περιγράφω θα μπορούσε να αποφευχθεί το να γίνουμε το «ανάπηρο καθυστέρημα» της Ευρώπης.

23 Μαΐ 2013

Το πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι η μαζική διολίσθηση στον ανορθολογισμό και στη βία.

Του Φώτη Γεωργελέ, από  athensvoice.
Φοβάμαι πως, όπως όλα τα θέματα τα αντιμετωπίζουν «επικοινωνιακά», το ίδιο κάνουν και με την αυξανόμενη απήχηση του νεοναζισμού. Δεν απευθύνονται στους πολίτες που επηρεάζονται απ’ αυτόν, αλλά «χειρίζονται» το ζήτημα, απευθύνονται στο δικό τους ακροατήριο. Χειρότερα ακόμα. Χρησιμοποιούν το θέμα στη μεταξύ τους διαμάχη, για να κερδίσουν πόντους στην αδιάκοπη αντιπαράθεση ανούσιας ανταλλαγής δηλώσεων. Το πόσο εννοούν το «δημοκρατικό τόξο» φάνηκε μέσα στο ίδιο 24ωρο. Οι μεν, στα πλαίσια της θεωρίας των δύο άκρων, κατηγορούν τον Σύριζα ότι έχει πολλές ομοιότητες με τη Χ.Α. και οι δε ότι η ΝΔ είναι στο ίδιο άκρο, τη συνδέει ομφάλιος λώρος με τη Χ.Α. Έτσι, με τις εκατέρωθεν κατηγορίες δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να τη νομιμοποιούν, δεν είναι και τίποτα διαφορετικό, συνδέεται, έχει ομοιότητες, μοιάζει με τους υπόλοιπους.
Και, επιπλέον, τη δικαιώνουν. Το ακροατήριό της θα θεωρήσει το περιστατικό μια ακόμη απόδειξη του στημένου παιχνιδιού από τη μεριά του συστήματος εναντίον της «πραγματικά αντισυστημικής» δύναμης. Δηλαδή σ’ αυτή τη Βουλή που έχει ακούσει για καλάσνικοφ, για λιντσαρίσματα, για δοσίλογους, για δυνάμεις κατοχής, για κατοχικές κυβερνήσεις που θα φύγουν με ελικόπτερο, για φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους, ύβρις προς πολιτικό αρχηγό ήταν το «μίστερ αλέξις»; Τα επικοινωνιακά τρικ κατόπιν εορτής φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Την κατηγορούν γι’ αυτό που υπερηφανεύεται. Ότι τους βρίζει όλους.
Φοβάμαι πως τα ίδια αμφιλεγόμενα αποτελέσματα θα έχει και το ανάλογο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που ετοιμάζεται. Το οποίο διαμορφώνεται όπως ακριβώς κατασκευάζονται οι νόμοι σ’ αυτή τη χώρα. Να περιλαμβάνουν τόσο πολλές, διαφορετικές και αμφιλεγόμενες έννοιες, ώστε πρακτικά να είναι ανεφάρμοστοι. Να ερμηνεύονται α λα καρτ, να οδηγούν σε μια δικαιοσύνη ιδεολογικοποιημένη, όπου ο κάθε δικαστής, λες και είναι πολιτικός ή δημοσιογράφος, θα ερμηνεύει το νόμο ανάλογα με τις δικές του πεποιθήσεις. Τι είναι η εχθροπάθεια και τι το μίσος; Πόσες είναι οι γενοκτονίες και ποια τα εγκλήματα πολέμου; Περιλαμβάνει τα εγκλήματα πολέμου στη Βοσνία, όπως θεωρεί όλος το κόσμος εκτός των Ελλήνων που δεν είχαν ακούσει τίποτα; Περιλαμβάνει μόνο τη γενοκτονία των Εβραίων ή θεωρεί γενοκτονία και την καταστροφή των Ποντίων, όπως λέμε εμείς, και των Ουκρανών από τον Στάλιν, όπως πιστεύουν οι Ουκρανοί; Πολύ φοβάμαι πως τέτοιες αβέβαιες και γενικές διατυπώσεις που προσπαθούν να λύσουν πολιτικά ζητήματα με αμήχανες νομικές κατασκευές, φέρνουν επίσης το αντίθετο αποτέλεσμα. Σχετικοποιούν και τη δικαιοσύνη, κάνουν τους κανόνες ρευστούς, πράγμα που οδηγεί στην ακύρωση κάθε κανόνα.
Στο τέλος, κατηγορούμενη θα είναι η γνωστή άτυχη ποιήτρια. Η οποία θα διώκεται και για τους δυο αντίθετους λόγους. Και για προτροπή βίαιης απομάκρυνσης των ξένων από τα παγκάκια μας και για προτροπή βίαιων πράξεων εναντίον των νεοναζί, τους οποίους θέλει «να σκοτώσει». Κάθε αστοχία του λόγου, κάθε άτυχη στιγμή θα ποινικοποιείται, κι επειδή αυτό δεν γίνεται, άρα καμία.
Γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι οι 18 μαυροφορεμένοι της Βουλής. Δεν αισθάνθηκε ξαφνικά το 10-12% του ελληνικού λαού τη γοητεία του μουσολινικού φασισμού μετά από 80 χρόνια. Αμφιβάλλω κι αν ξέρουν όλοι αυτοί ποιος είναι ο Χίτλερ, μπορεί αν τους ρωτήσεις να νομίζουν ότι παίζει στη Μπουντεσλίγκα. Το πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι η μαζική διολίσθηση στον ανορθολογισμό και στη βία. Είναι η ενστικτώδης αντίδραση κάθε φοβισμένου, απροετοίμαστου, με μειωμένα εφόδια μυαλού, μπροστά στον κίνδυνο: Να σηκώσει το χέρι, να βρει έναν εχθρό δίπλα του, να ρίξει μια μπουνιά. Να πιστέψει στην οποιαδήποτε παράνοια, μπας και καταλάβει τον κόσμο που δεν μπορεί αλλιώς να ερμηνεύσει. Αυτή όμως η αντίδραση νομιμοποιήθηκε από πολλούς άλλους πριν την κληρονομήσουν οι νεοναζί.
Έγινε εδώ, στην Ελλάδα, δυνατή η επανεμφάνιση του ολοκληρωτισμού, γιατί μόνο εδώ έγινε κοινότοπο το αδιανόητο: η μισαλλοδοξία, η πολιτική βία, η εξόντωση του αντιπάλου. Μόνο εδώ απενοχοποιήθηκε η βία. Η αντιμετώπιση του ολοκληρωτισμού δεν θα γίνει με την αντίθεση απλώς στο κόμμα που τον αντιπροσωπεύει. Γιατί έτσι μάλλον το δυναμώνει. Αλλά με την αντιμετώπισή του συνολικά. Η κοινωνία μας οφείλει να βάλει μια τελεία στο παρελθόν, τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να επανατοποθετήσουν τους κανόνες τους οποίους παραδεχόμαστε και σεβόμαστε όλοι. Δεν είναι δυνατόν, δηλαδή, να αποβάλλεται ο βουλευτής της Χ.Α. για προσβολή του κοινοβουλίου και την ίδια μέρα ένας πολιτικός αρχηγός να λέει ότι ζούμε σε μια «κατ’ όνομα» δημοκρατία που έχει κάνει τα σχολεία στρατόπεδα. Δεν μπορούμε να τρελαίνουμε τον κόσμο. Δεν μπορούμε να μιλάμε για χούντες και κατοχές το πρωί και το βράδυ να αποκλείουμε τη Χ.Α. από το «κοινοβουλευτικό τόξο». Γιατί, έτσι, απλώς ενισχύεται.
Θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο, αν έκαναν τα κόμματα άλλα πράγματα. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο, γιατί 3 χρόνια νιώθουν την αδικία της στοχοποίησης επάνω τους, αλλά θα ’πρεπε οι βουλευτές του Πασόκ να πάνε στο Τυμπάκι και να πουν, το ξέρουμε ότι θέλετε την επένδυση, ότι χρειάζεστε το λιμάνι, κι εμείς μαζί σας είμαστε, αλλά στη δημοκρατία όταν έρχονται οι βουλευτές του Σύριζα να εκφράσουν την αντίθετη άποψη τους ακούμε, δεν τους γιαουρτώνουμε.
Αυτή είναι η δημοκρατία, έτσι συγκρίνουμε τις απόψεις μας. Και οι βουλευτές του Σύριζα θα έπρεπε να πάνε όλοι στην Ιερισσό και να πούνε, μπορεί να μη θέλετε τα ορυχεία, ούτε εμείς τα θέλουμε, αλλά στη δημοκρατία διαφωνούμε, διαμαρτυρόμαστε, διαδηλώνουμε, κάνουμε προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ψηφίζουμε τα κόμματα που συμφωνούν μαζί μας. Μέχρι εκεί. Δεν πυροβολούμε αστυνομικούς, δεν πυρπολούμε αστυνομικά τμήματα, δεν καίμε εγκαταστάσεις επιχειρήσεων, δεν περιλούζουμε εργαζόμενους με πετρέλαιο, δεν οχυρώνουμε τα χωριά μας, δεν εμποδίζουμε την αστυνομία να κάνει συλλήψεις. Γιατί αν συνέβαιναν αυτά σε οποιοδήποτε κράτος του κόσμου, σε οποιοδήποτε, αν αστυνομικό τμήμα δεχόταν επίθεση, θα αμυνόταν με τα όπλα. Και θα είχαμε δεκάδες νεκρούς. Και τώρα θα κλαίγαμε.
Και η πολιτεία, αντί για νόμους καινούργιους, πιο χρήσιμο θα ήταν να έκανε τη δουλειά της. Δεν είναι δυνατόν να είναι κοινό μυστικό της Αθήνας ότι κάθε βράδυ οργανώνονται πογκρόμ εναντίον ανυπεράσπιστων ανθρώπων και να περνάει στα ψιλά των εφημερίδων. Αν η τρομοκρατία θεωρείται εχθρός της δημοκρατίας, αν οι 20χρονοι ληστές τραπεζών είναι νούμερο ένα δημόσιοι κίνδυνοι και μιλάμε για γιάφκες, για επιχειρήσεις, για οπλισμούς και πολύκροτες δίκες, τότε πολύ περισσότερο θα έπρεπε να μας απασχολούν οι καθημερινές ρατσιστικές επιθέσεις, τραυματισμοί και δολοφονίες που διαλύουν την κοινωνία μας, δημιουργούν υπόγειες αντιδράσεις που ούτε μπορούμε να φανταστούμε και κατοχυρώνουν την Ελλάδα στη συνείδηση όλου του πλανήτη ως ένα πρωτόγονο, επικίνδυνο, υποανάπτυκτο μέρος που πρέπει να αποφεύγουν.
Και τα μέσα ενημέρωσης, όπως πρόβαλαν την τραγική ιστορία της μικρής στην Πάρο που δέχτηκε την επίθεση του Πακιστανού με πρωτοσέλιδους τίτλους για το «τέρας», έτσι πρέπει να μιλάνε για τα «τέρατα» που χτυπάνε και δολοφονούν ανυπεράσπιστους ανθρώπους κάθε βράδυ στους δρόμους μας. Και η ATHENS VOICE θα ’πρεπε εξώφυλλο, αντί για έργο τέχνης, να βάλει το πρόσωπο του 14χρονου με τα δεκάδες ράμματα και τίτλο «αυτό είναι το επίπεδο του πολιτισμού σήμερα στη πόλη μας». Μήπως καταλαβαίναμε όλοι τι γίνεται. Και ίσως έτσι, χωρίς νόμους για τις φράσεις και κανονισμούς της βουλής και κομματικά σχέδια αντιμετώπισης, πραγματικά αντιδρούσαμε και αντιμετωπίζαμε το πρόβλημα στην πράξη.
Με άλλα λόγια, η ελληνική κοινωνία θα αντιμετωπίσει το νεοναζιστικό φαινόμενο όταν η ίδια εγκαταλείψει τον ανορθολογισμό και την πολιτική βία. Όταν αρχίσει να λειτουργεί πάλι το κράτος. Όταν επαναεπιβεβαιώσουμε όλοι τους κανόνες. Απαγορεύεις κάτι, όταν η κοινωνία ξέρει ήδη ότι είναι εκτός της πολιτισμένης κοινωνικής συμβίωσης. Αν δεν το ξέρει, οι απαγορεύσεις μπορεί να γίνουν μπούμερανγκ. Αν, δηλαδή, φωνάζεις με το διπλανό σου στην πάνω πλατεία να καεί το μπουρδέλο η Βουλή, δεν γίνεται μετά, όταν συνεχίσει να καεί και του Πακιστανού το μαγαζί και του Εβραίου η συναγωγή, να πεις α, εδώ διαφωνούμε. Γιατί το θέμα δεν είναι ο στόχος. Αλλά το κάψιμο. Σ’ αυτό συμφωνούμε πράγματι όλοι;

19 Μαΐ 2013

Ο μόνος δρόμος


 
Του Αλέξη Παπαχελά, από την Καθημερινή.
 
Κάποιοι κατασκεύασαν ένα «κτήνος» και τώρα που το βλέπουν αναρωτιούνται «τι είναι τούτο πάλι;». Τη Χρυσή Αυγή, αλλά και τα συνθήματα και τις συμπεριφορές της, την έφτιαξαν όχι ένας αλλά πολλοί. Πρώτα απ’ όλα η Δεξιά, η οποία όχι απλώς έχασε τη μάχη για τον νόμο και την τάξη, αλλά ζητούσε και συγγνώμη όταν έπρεπε να τα επιβάλει. Οταν οι γειτονιές της Αθήνας παραδόθηκαν στην ανομία και σε συμμορίες κάθε εθνικότητας, κάποιος έπρεπε να καλύψει το κενό. Οι φοβισμένοι συντηρητικοί νοικοκυραίοι ένιωσαν ότι δεν ανήκαν πουθενά και πως σε λίγο θα έπρεπε να ντρέπονται για αυτά που πιστεύουν... Ήλθαν και οι περικοπές του Μνημονίου και έδεσε η σούπα.
Τη Χρυσή Αυγή όμως την έφτιαξαν και όλοι εκείνοι οι οποίοι στο όνομα του ιερού αντιμνημονιακού αγώνα καθιέρωσαν τις ύβρεις, τους προπηλακισμούς, τις βαριές κουβέντες για δωσίλογους και ταγματασφαλίτες. Είναι τρελή υποκρισία να θυμώνουμε σήμερα με τη Χρυσή Αυγή όταν έχουν προηγηθεί δεκάδες πολιτικοί, δημοσιογράφοι, «προσωπικότητες» που έχουν πει πολύ χειρότερα πράγματα είτε από το βήμα της Βουλής είτε από τα ραδιοτηλεοπτικά μικρόφωνα. Ο φασίζων μικροαστικός λαϊκισμός της Χρυσής Αυγής κρυβόταν μέσα στα μεγάλα και μικρά κόμματα, στον συνδικαλιστικό αλλά και τον τηλεοπτικό λόγο. Διαβάστε ανακοινώσεις καθωσπρέπει συνδικαλιστικών οργανώσεων που εκπροσωπούσαν επιστήμονες και καμαρώστε τον χρυσαυγίτικο λόγο σε όλη του την ανάπτυξη. Τι κάνει η Χρυσή Αυγή; Αποθεώνει και φτάνει στα απώτατα όρια τον ακραίο λαϊκίστικο λόγο διαφόρων πολιτικών, τις θεωρίες συνωμοσίας που ανέδειξε το κομμάτι του Διαδικτύου που μοιάζει με υπόνομο και τα συνθήματα που εκτόξευσαν οι πλασιέ της αγανάκτησης. Ο λόγος της Χρυσής Αυγής έχει λίγο από όλες τις φάσεις του καταραμένου μεταπολιτευτικού λαϊκισμού: λίγο «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», λίγο «βρισκόμαστε σε κατοχή», λίγο «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» και λίγο «όλα τα αποφασίζουν οι Αμερικανοί, οι Eβραίοι και οι μασόνοι». Ο ρατσισμός και η δολοφονική βία κατά μεταναστών είναι ασφαλώς τα στοιχεία που την κάνουν να διαφέρει από όλους τους άλλους.
Το ζήτημα είναι τι κάνουμε τώρα. Αν το σημερινό πολιτικό σύστημα συνεχίσει να παίζει με τους επικοινωνιακούς όρους της Χρυσής Αυγής, ζήτω που καήκαμε. Αν πάλι ένα κομμάτι της Αριστεράς ακολουθήσει μια πιο ακραία γραμμή με το επιχείρημα «αν δεν εκφράσουμε εμείς την οργή, ο κόσμος θα πάει στη Χρυσή Αυγή», θα μπούμε σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Για μένα ένας είναι ο δρόμος. Πρέπει όλα τα κόμματα της δημοκρατικής νομιμότητας να αποφασίσουν ποιοι βασικοί κανόνες πρέπει να γίνονται σεβαστοί, όσο και να πιέζονται από αγανακτισμένους οπαδούς τους ή τις δημοσκοπήσεις. Η μη χρήση βίας, η προστασία της ελευθερίας του λόγου, ανεξαρτήτως διαφωνιών, η αποφυγή ακραίου διχαστικού λόγου, η προστασία των ανίσχυρων έναντι κάθε άρρωστου διώκτη, η επιβολή του νόμου έναντι όλων ανεξαιρέτως είναι -υποθέτω- θεμελιώδεις κανόνες που μπορούν να ενώσουν όλους όσοι ανησυχούν πράγματι για τη δημοκρατία σε αυτόν τον τόπο.
 
 
 

18 Μαΐ 2013

Η γερμανική ωριμότητα του ΚΚΕ

Του Γιώργου Κράλογλου, από το capital.gr
Είναι η δεύτερη φορά που δικαιώνεται το ΚΚΕ σε συνδικαλιστική στρατηγική και ας μην περάσει απαρατήρητο. Παλαιότερα αποστασιοποιήθηκε από τις υπερβολές της ΓΕΝΟΠ. Σήμερα αποτραβήχτηκε από την «επανάσταση» της ΟΛΜΕ. Την ίδια (πρόσφατη) στρατηγική θα συναντήσουμε μόνο στο δυναμικότατο σοσιαλιστικό συνδικάτο μετάλλου της Γερμανίας: «απεργούμε αλλά δεν διαλύουμε την χώρα».

Είμαι ο τελευταίος που μπορώ να πείσω ότι χειροκροτώ το ΚΚΕ όταν χρόνια ολόκληρα καταγγέλλω, με τα σημειώματά μου, το ΠΑΜΕ και τις ατυχείς επιλογές του όπως στα λιμάνια, στην χαλυβουργία, παλαιότερα στην Pirelli αλλά και σε σχολεία.

Εξ άλλου δεν παραγνωρίζω το ενδεχόμενο η στάση του ΚΚΕ στις κινητοποιήσεις των καθηγητών να συνδυάζεται με την πολιτική αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την προσπάθειά του να ανακτήσει χαμένο έδαφος.

Και βεβαίως δέχομαι ότι ασφαλώς και δεν μπορούν να συγκριθούν οι αρχές και οι στόχοι συνδικαλισμού του ΠΑΜΕ με εκείνες των συνδικάτων των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σκέφτομαι όμως μήπως (ανεξάρτητα από τις πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες στον απαξιωμένο ελληνικό συνδικαλισμό) μπορούσε να κυριαρχήσει ωριμότητα όπως στις συγκεκριμένες περιπτώσεις του ΚΚΕ.

Γιατί αν το ΠΑΜΕ είχε επιβάλλει απόλυτα την βούλησή του στην ΟΛΜΕ, εκτός από την αποφυγή της αναταραχής των ημερών, δεν θα είχε οδηγηθεί τόσο η Ομοσπονδία των περίπου 90.000 καθηγητών στο ρεζιλίκι που όλοι είδαμε να «φτύνονται» συνδικαλιστές της μέσα στους δρόμους και μπροστά στην τηλεόραση με την ΑΔΕΔΥ και την ΓΣΕΕ.
Τα σκέφτομαι αυτά με αφορμή το ενδεχόμενο πραγματικής επιτυχίας της κυβερνητικής εκστρατείας για την προσέλκυση επενδυτών και επενδύσεων.

Την κυβερνητική προσπάθεια που επικροτώ (προς το παρόν) επειδή ο κ. Σαμαράς έσπασε τουλάχιστον το πολιτικό ταμπού της μεταπολίτευσης για αποστασιοποίηση των πολιτικών από τους «επάρατους» βιομήχανους (όπως την δεκαετία 1974-1984) και τους «τρισκατάρατους» ιδιώτες επιχειρηματίες, Έλληνες και πολυεθνικούς, από το 1984 μέχρι σήμερα και ηγήθηκε ογκωδέστατης επιχειρηματικής αποστολής στην Κίνα σήμερα και στην Γερμανία και άλλου χθες.

Μόνο για την μεταστροφή αυτή (από την φοβία που είχαν καλλιεργήσει και τα συνδικάτα και οι επαγγελματικές συντεχνίες -ταξιτζήδες, φορτηγατζήδες, βυτιοφόρα- στην ελληνική επιχειρηματική κοινωνία αξίζει να πούμε ότι ο πρωθυπουργός κινήθηκε σωστά.

Τι θα συμβεί όμως αν μας πάρουν πράγματι στα σοβαρά και ξεκινήσουν επενδυτικές αποστολές να κάνουν επισκέψεις στον τόπο μας για να εγκλιματισθούν;

Αυτό που βέβαια θα ψάξουν θα είναι (κυρίως) το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον πράγμα για το οποίο ευθύνεται μόνο η κυβέρνηση.

Προσωπικά έχω μάλιστα πολλούς φόβους γιατί οι Κινέζοι, οι Ρώσοι, οι Άραβες και οι Αμερικανοεβραίοι (που τους έχουμε στην λίστα) δεν παίζουν με τις δουλειές.

Αλλά ας το ξεπεράσουμε αυτό με την ευχή ότι η κυβέρνηση θα καταλάβει τα κενά και τα αντικίνητρα και ίσως προλάβει να τα διορθώσει τουλάχιστον αυτά που βγάζουν μάτι.

Τι θα συμβεί όμως με τον ΣΥΡΙΖΑ που θεωρεί ότι είναι θέμα χρόνου να κυβερνήσει και την Χρυσή Αυγή που πιστεύει ήδη ότι είναι τρίτο κόμμα και ονειρεύεται αξιωματική αντιπολίτευση;
Τι θα γίνει με την αντιπαράθεση ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ;

Θα κατέβουν οι Κινέζοι να φτιάξουν μαρίνες στην Κρήτη και εμείς θα έχουμε τις «κοινωνικές ομάδες» του ΣΥΡΙΖΑ να ισχυρίζονται ότι η τουριστική ανάπτυξης της Κρήτης... είναι θέμα της Μέσης Ανατολής και πρέπει να το συνεξετάσουμε με τους Άραβες;

Γιατί κάπου εκεί το πάνε οι συνιστώσες οι οποίες μάχονται οτιδήποτε λέγεται ανάπτυξη πίσω από το γελοίο επιχείρημα «Εμείς δεν έχουμε κυβερνήσει και άρα δεν έχουμε ευθύνες».

Πρόκειται για γελοίο επιχείρημα όταν οι εργαζόμενοι και το 1.500.000 άνεργοι είναι αυτοί που έχουν πληρώσει τους διωγμούς επιχειρήσεων και επιχειρηματιών και από τις «στρατηγική» προστασίας των εργατών όλων των αριστερών κομμάτων.

Το ΠΑΜΕ μαζί με τα διάφορα αριστερά μορφώματα έχουν τεράστιες ευθύνες στην αποβιομηχάνιση της χώρας και στην μετατροπή της σε ένα τόπο γνωστό μόνο για το σουβλάκι και το συρτάκι...
Αν ορθώσουν ένα τέτοιο «τείχος αντίδρασης» στην ανάπτυξη της χώρας τα κομματικοποιημένα συνδικάτα να είστε βέβαιοι ότι θα το μετρήσουν (έστω και σε δεύτερη φάση) πολύ σοβαρά οι επενδυτές.

Οπότε η ευθύνη των συνδικάτων και των συντεχνιών είναι τεράστια.

Εάν λοιπόν δεν κυριαρχήσει η ωριμότητα στην πιθανή προσέλκυση επενδυτών πράγμα που ουδέποτε θα δεχθεί η αριστερή αντιπολίτευση η κυβέρνηση θα έχει μεγάλες ευθύνες.

Μήπως λοιπόν έφθασε η στιγμή για την κυβέρνηση, εφόσον η αριστερή αντίδραση φθάσει να μην σεβαστεί πάλι τους άνεργους και τους εργαζόμενους, να καταφύγει και στην επανεξέταση (ως προς τους συνδικαλιστές) του σοβιετικού καθεστώτος προστασίας που καθιέρωσε πριν 30 ακριβώς χρόνια ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον νόμο 1264 του 1982 δίδοντας προνόμια που (όπως αποδείχθηκε) ούτε τα άξιζαν ούτε τα τίμησαν προστατεύοντας την προκοπή των εργαζομένων και της οικονομίας της χώρας. Τα εκμεταλλεύτηκαν μόνο για συντεχνιακή προστασία και την κομματική τους σταδιοδρομία.

16 Μαΐ 2013

Απεργία η ελληνική



Αναδημοσίευση από το Blog, το ελληνάκι.
 
Η απεργία εδραιώθηκε ως αναπόφευκτο μέσο αντίδρασης στα τέλη του 19ου αιώνα, τότε που η βιομηχανική επανάσταση άλλαζε ραγδαία τις κοινωνικές δομές και τις υπάρχουσες τάξεις. Ελλείψει της αστικής τάξης, που μετέπειτα λειτούργησε ως ένα είδος φίλτρου ανάμεσα στα ανώτερα και κατώτερα οικονομικά στρώματα, αλλά και ελλείψει οποιασδήποτε εργατικής νομοθεσίας και δικαιοδοσίας, αναγκαστικά η απεργία αποτέλεσε τον μοναδικό τρόπο αντίδρασης εργατών και υπαλλήλων για τις αδικίες που πολύ συχνά έπρεπε να υποστούν. Εξαντλητικά ωράρια, 6-7ήμερη εργασία, μισθοί αποσυνδεμένοι από την παραγωγικότητα και την κερδοφορία, ανθυγιεινές συνθήκες και ανυπαρξία οποιασδήποτε επαφής και διαλόγου με την εργοδοσία, ήταν μερικά από τα στοιχεία που έπρεπε να ανταπεξέλθουν εκατομμύρια άνθρωποι, προκειμένου να επωφεληθούν με ένα απειροελάχιστο ποσοστό από τον πλουτισμό των εκάστοτε ελίτ.
Η απεργία βασίστηκε στο απλό σκεπτικό ότι εφόσον δεν υπήρχαν νόμοι ή καλλιεργημένη κοινωνική συνείδηση που θα «κατανοούσε» και θα προστάτευε τους εργαζόμενους από αυτά τα στοιχεία, ο μόνος τρόπος για να έρθει η οποιαδήποτε εργοδοσία σε διάλογο, θα ήταν να ζημιωθεί οικονομικά ώστε να κατανοήσει την πραγματική παραγωγική αξία των εργαζομένων. Άρα βασική αρχή της απεργίας ήταν πρωτίστως η οικονομική ζημιά της εργοδοσίας, που στη συνέχεια θα εξαναγκάζονταν σε διαπραγμάτευση με τα όποια αιτήματα των εργαζομένων. Ένας άτυπος εκβιασμός που αφορούσε κυρίως τον κλειστό κύκλο της σχέσης εργαζόμενου - εργοδότη.

Τα χρόνια πέρασαν, η δημοκρατία αναπτύχθηκε στα δυτικά κράτη, η αστική τάξη διογκώθηκε και μαζί με τις κοινωνικές απαιτήσεις για βελτίωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, επήλθε και βελτίωση των εργασιακών που συνεχώς, ακόμα και σήμερα μοιάζουν με ένα παιχνίδι «tug-o-war» που προσαρμόζεται στις εκάστοτε οικονομίες. Σε κάθε περίπτωση όμως, υπάρχει η εργατική νομοθεσία, η συνεχής έρευνα για την ασφάλεια και υγιεινή στην εργασία, και θεσμικοί μηχανισμοί στους οποίους μπορεί καταφεύγει ο εργαζόμενος. Οι απεργίες εξελίσσονται συνήθως μετά από διαρκή διάλογο, ως ύστατη λύση και ως μέσο πίεσης σε συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα.

Στην Ελλάδα τα πράγματα εξελίχθηκαν ελαφρώς διαφορετικά. Ενώ ακολουθήθηκε κουτσά στραβά το ίδιο μοντέλο, οι απεργίες άκμασαν κυρίως στο χώρο του Δημοσίου Τομέα, όπου όσον αφορά το καθεστώς της εργοδοσίας, ισχύει κάτι που συνεχώς ξεχνάμε. Ότι εργοδότης δεν είναι η εκάστοτε Κυβέρνηση, αλλά το Κράτος. Δηλαδή, ένα σύνθετο μόρφωμα όπου η μισθοδοσία εξασφαλίζεται από τους πόρους των πολιτών, και η διαχείριση από ανώνυμα τμήματα που ονομάζονται Υπουργεία και κατά κανόνα εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα. Έτσι, σε οποιαδήποτε απεργία στον Δημόσιο Τομέα, ο εργοδότης που ζημιώνεται οικονομικά είναι οι πολίτες, και αυτός που ζημιώνεται, ας πούμε θεσμικά, το εμπλεκόμενο Υπουργείο. Δεν υπάρχει σαφής, επώνυμος εργοδότης που θα καταγράψει ζημιές, πέρα από κάποιο ενδεχόμενο πολιτικό κόστος. Και στην ουσία, αυτό το τελευταίο είναι στο οποίο στοχεύουν οι όποιες απεργίες. Να δημιουργηθεί, δηλαδή, ένα είδος δυσφήμισης για το χαρτοφυλάκιο του εκάστοτε Υπουργού που ενδεχομένως να ξεσηκώσει κάποια αόριστη κοινωνική αποδοχή.

Οι ελληνικές απεργίες στον Δημόσιο Τομέα παίζουν στην ίδια σκακιέρα που παίζεται το πολιτικό παιχνίδι της μεταπολίτευσης εδώ και 30 χρόνια. Αυτό όπου απλά κομματικοί στρατοί και συγκεκριμένα συμφέροντα αλληλοσυγκρούονται. Οργανωμένες συντεχνίες, ή μεμονωμένες κλαδικές περιπτώσεις, προσπαθούν με πολιτικό τρόπο (και φυσικά με τη στήριξη κάποιου συστημικού κόμματος) να εκβιάσουν καταστάσεις, πάντα όμως εντός της ίδιας σκακιέρας. Ποτέ σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία, άσχετα αν τελικά, επί του πρακτέου, ο εργοδότης τους είναι η υπόλοιπη κοινωνία, η ευρυθμία της οποίας ζημιώνεται άμεσα από την απεργία. Γι' αυτό και οι συγκεκριμένοι απεργοί φροντίζουν να διανθίζουν τις κινητοποιήσεις τους με εθνοπατριωτικές φανφάρες, και συνεχώς αναφέρονται στο συμφέρον του λαού. Γενικά και αόριστα. Απλά για να δημιουργήσουν έναν εικονικό κρίκο που θα συνδέσει την κοινωνία με τα αιτήματά τους. Το κομματικοποιημένο ελληνικό Κράτος, που εδώ και 190 σχεδόν χρόνια γίνεται βορά σε διάσπαρτα πολιτικά και οικονομικά μικρά και μεγάλα συμφέροντα, απλά προσφέρει το έδαφος για τέτοιου είδους παιχνίδια που τελικά αφορούν μόνο το ίδιο το σύστημα και όχι την κοινωνία. Η τελευταία, απλά κάνει υπομονή ή αναλώνεται σε ανούσιες ρητορικές που, καθαρά για λόγους αντιπερισπασμού, ανάγουν ρεαλιστικά προβλήματα σε ιδεοπολιτικά.

14 Μαΐ 2013

Γιατί έφυγα από την Ελλάδα

Του Ανδρέα Σουβαλιώτη, δημοσιευμένο στο Huffington Post.
Απόδοση στα ελληνικά: Άντζελα Κροκίδη.
 
Κάνοντας την πρωινή μου βόλτα με το ποδήλατο πρόσφατα, πρόσεξα έναν κατσούφη γέρο να βγαίνει από το σπίτι του, να βάζει το χέρι στην τσέπη, να βγάζει ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα και να το πετάει στο δρόμο.
Οι παραπανίσιες ενδορφίνες που κατέκλυζαν το κορμί μου εκείνη την ώρα, με βοήθησαν να αντικαταστήσω τον αρχικό μου θυμό με βαθιά σκέψη.
Η κίνηση εκείνου του κατσούφη γέρου, μου φάνηκε τόσο ενοχλητικά οικεία.
Μου θύμισε την απογοήτευση που ένιωθα ως ονειροπόλος έφηβος, καθώς μεγάλωνα σε μια απολύτως εγωιστική, ανώριμη, ανισόρροπη και βαθιά αντιδημοκρατική κοινωνία.
Μου θύμισε το λόγο που αποφάσισα να φύγω από την Ελλάδα και να μετακομίσω στον Καναδά, πριν από 30 χρόνια.
Τότε που ήμουν ακόμα παιδί, ο τόπος που γεννήθηκα δεν ήταν η χώρα της χρεοκοπίας και των μαζικών απολύσεων, ήταν όμως μια πολύ παράξενη κοινωνία απίστευτου ατομισμού.
Οι σύγχρονοι Έλληνες φημίζονται για το πάθος, την περηφάνια, την ευρηματικότητα και την επιχειρηματικότητά τους.
Όμως, είναι διαβόητοι για την έντονη αυταρέσκειά τους και τη μόνιμη ανικανότητα να αποδεχτούν το λάθος τους.
Στη χώρα που μεγάλωσα, συχνά σε χλεύαζαν αν ήσουν ευγενικός με τους άλλους, αν εφάρμοζες τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και αν πλήρωνες τους φόρους σου.
Δεν υπήρχε περίπτωση να επιτύχεις, αν δε γνώριζες πώς να κάνεις απατεωνιές και πώς να κοιτάξεις το συμφέρον σου πρωτίστως.
Δεν υπήρχε η έννοια του κοινού καλού -για την ακρίβεια, το επιχείρημα «Αν κάνουν όλοι έτσι, τι θα γίνει στο τέλος;» δεν σήμαινε τίποτα απολύτως για τους συμπατριώτες μου.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, σήμερα, εκείνη η κοινωνία βρίσκεται σε πλήρη κρίση που δεν επιδρά μόνο σε αυτήν, αλλά, με έμμεσο τρόπο και σε όλους τους υπόλοιπους.
Η νοοτροπία τους του «Πρώτα εμείς», η επιφανειακή και διαστρεβλωμένη ερμηνεία τους για τη δημοκρατία, η αδιαπέραστη αλαζονεία και η έντονη επιθυμία τους να κατηγορήσουν οποιονδήποτε άλλο, εκτός από τον εαυτό τους, όλα τούτα τα βρήκαν μπροστά τους και τώρα δυσκολεύονται υπερβολικά να κατανοήσουν γιατί και πώς τους συνέβη όλο αυτό.
Πολλοί Έλληνες εξακολουθούν να ζητάνε από την Κυβέρνηση να απαγκιστρωθεί από τα επώδυνα μέτρα της λιτότητας, παρόλο που γνωρίζουν, ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε το έθνος τους, άμεσα, σε άτακτη χρεοκοπία.
Η οδύνη και η ταπείνωση των τελευταίων ετών, δε φαίνεται να έχουν επιδράσει πολύ στην εθνική ψυχολογία.
Εξακολουθούν να σκέπτονται και να συμπεριφέρονται σαν να αξίζουν περισσότερα, σαν η ύπαρξή τους να μην εξαρτάται από κανέναν και από τίποτα άλλο γύρω τους…
Ακόμα και στις καλύτερες μέρες τους, όταν όλα πήγαιναν καλά και είχαν γίνει ως έθνος εξπέρ στο να ξοδεύουν παραπάνω από όσα είχαν, οι Έλληνες πολίτες δεν ήταν απαραίτητα πιο ευτυχισμένοι από όλους εμάς.
Με το να ψάχνεις να βρεις πώς θα πετάξεις το πακέτο σου στο δρόμο, όπου εμείς οι υπόλοιποι θα χρειαστεί να το μαζέψουμε, δεν σου κάνει τη ζωή ευκολότερη.
Ακριβώς επειδή σε έναν τέτοιο κόσμο, πιθανότατα θα πρέπει να ανησυχείς κι εσύ με τη σειρά σου, πότε ο δικός σου γείτονας θα πετάξει τα σκουπίδια του στο δικό σου κήπο.
Το να πρέπει να βρίσκεσαι ένα βήμα μπροστά από το σύστημα και μια απατεωνιά μπροστά από το διπλανό σου, ίσως είναι διεγερτικό, αλλά δεν σου προσφέρει και μεγάλη ανταμοιβή.
Εκείνος ο κατσούφης γέρος, δεν φαινόταν καθόλου ευτυχισμένος, παρόλο που «τα έβαζε» με το σύστημα.
Και το πιο ειρωνικό είναι, ότι εκείνος ο κατσούφης γέρος έβγαινε από ένα σπίτι στην ελληνική γειτονιά του Τορόντο.

13 Μαΐ 2013

Στης συντεχνίας τα θρανία...

 
Του Πάσχου Μανδραβέλη, από την Καθημερινή.
Οι Ελληνες καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης έχουν τις λιγότερες ώρες διδασκαλίας από όλους τους συναδέλφους τους στις 34 χώρες του ΟΟΣΑ. Ενώ στις ΗΠΑ οι καθηγητές είναι μέσα στην τάξη 1.068 ώρες ετησίως, οι Ελληνες καθηγητές μόνο 415. Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 704 ώρες ετησίως (OECD, Education at a Glance 2012). Οι δύο ώρες επιπλέον την εβδομάδα που επιχειρεί να περάσει το υπουργείο Παιδείας δεν θα αλλάξουν την κατάταξη. Πάλι στον πάτο θα είμαστε με 477 ώρες ετησίως, αφού στην Ελλάδα έχουμε και το «προνόμιο» των λιγότερων διδακτικών εβδομάδων: 31 ανά έτος, έναντι 38 που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ και 40 στην Αυστραλία (όπου κάνει περισσότερη ζέστη) ή 42 στη Δανία (όπου κάνει περισσότερο κρύο).
Πιο εξωφρενική όμως είναι η απαίτηση της ΟΛΜΕ στο αμετάθετο. Σύμφωνα με τη ρητορική του προέδρου της κ. Νίκου Παπαχρήστου με τις υποχρεωτικές μεταθέσεις των εκπαιδευτικών εκεί όπου υπάρχουν ανάγκες, μετατρέπει τους καθηγητές σε «περιπλανώμενους φαντάρους». Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας προβλέπεται να μετατίθενται οι υπεράριθμοι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν λιγότερες από 12 ώρες την εβδομάδα, ήτοι λιγότερες από 372 τον χρόνο. Σύμφωνα δε με επιστολή που έστειλε το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των εκπαιδευτικών στον κ. Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο: «δεν είναι δυνατόν να θεωρείται υπεράριθμος κάποιος εκπαιδευτικός επειδή έτυχε να μειωθούν τα τμήματα στο σχολείο του ή να έγιναν συγχωνεύσεις κ.λπ.».
Σύμφωνοι! Αυτό θα μπορούσε να είναι το συντομότερο συντεχνιακό (και σε άσχημα ελληνικά) ανέκδοτο: Ανεξαρτήτως των συνθηκών, π.χ. αν μειώνονται τα τμήματα στα σχολεία, η μόνη σταθερά στο σύστημα είναι ο αριθμός των καθηγητών στο σχολείο. Δηλαδή, αν μια εκπαιδευτική μονάδα δεν έχει για τους χ, ψ λόγους μαθητές, οι καθηγητές θα διδάσκουν τις έστω λίγες ώρες τους σε άδειες αίθουσες;
Όμως, πέρα από τα ανέκδοτα υπάρχει και η τραγική πραγματικότητα. Αυτοί που στέλνουν αυτές τις παράλογες επιστολές είναι οι άνθρωποι που -κατά τα άλλα- διδάσκουν το μάθημα της Λογικής στα σχολεία· μη μιλήσουμε για ήθος, φιλοπονία, κοινωνική προσφορά κ.λπ. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που διαμορφώθηκαν γενιές νέων ανθρώπων που μπουκάρουν στα γραφεία καθηγητών των ΑΕΙ για να επιβάλουν εύκολα θέματα στις εξετάσεις, υπογράφοντας μάλιστα με το σύνθημα «Κάτω οι νόμοι και οι κανονισμοί, νόμος οι ανάγκες κάθε φοιτητή». Με τέτοιους δασκάλους της ΟΛΜΕ κάθισαν, τέτοια γράμματα έμαθαν. Διδάσκονται τοις πράγμασι ότι η εκπαιδευτική διαδικασία δεν θέλει κόπο, θέλει «αγωνιστικό» τρόπο. Διδάσκονται από τα τρυφερά τους χρόνια την αήθεια νυν υπέρ πάντων η ατομική βολή, ακόμη και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Στο ενδιάμεσο ρίχνουν και μερικές κατάρες στον νεοφιλελευθερισμό.
Είναι τεράστια η ευθύνη των συνδικαλιστών της εκπαίδευσης για το σημερινό μας χάλι. Στα θρανία τους θήτευσαν γενιές Ελλήνων το μοναδικό όραμα «Κυριακή, γιορτή και σχόλη». Οι νέοι έμαθαν εμπράκτως από τους δασκάλους τους να δουλεύουν λίγο και να διεκδικούν πολλά. Δεν διδάσκονται την τέχνη του επιχειρήματος για τη διεκδίκηση, μαθαίνουν από τα μικρά τους χρόνια την αναίδεια να ξεφουρνίζεις παραλογισμούς και να τους επιβάλλεις πατώντας στις ανάγκες της κοινωνίας. Ξέρουν, το διαβάζουν από τις ανακοινώσεις των καθηγητών τους, ότι οι αντικειμενικές συνθήκες (αν μειώνονται π.χ. οι τάξεις σε ένα σχολείο) δεν έχουν σημασία. Υπεράνω όλων είναι η βολή τους και ουαί σε όποιους την αμφισβητήσουν.

11 Μαΐ 2013

Το τέλος εποχής αυτού του συνδικαλισμού

του Λεωνίδα Καστανά, από το Blog, μη μαδάς τη μαργαρίτα
Το μόρφωμα που αποκαλείται ηγεσία των λειτουργών της ΜΕ προκήρυξε απεργία μέσα στις πανελλαδικές εξετάσεις. Αυτό αφορά ένα 10% των εκπαιδευτικών που παρακολουθούν τις δραστηριότητες του μορφώματος, συμμετέχουν αραιά και που στις συνελεύσεις, στις εκλογές και ενίοτε στις απεργίες του. Δεν αφορά το σύνολο του εκπαιδευτικού κόσμου. Ποτέ δεν τον αφορούσε.
Τα «αιτήματα» είναι γνωστά και προκαλούν ως συνήθως το γέλωτα της κοινωνίας.
Όχι στις δυο ώρες παραπάνω διδασκαλία την εβδομάδα για να καλυφθούν τα χιλιάδες κενά λόγω της αδυναμίας διορισμών.
Όχι στην αξιολόγηση με το έτσι θέλω.
Όχι στις υποχρεωτικές μεταθέσεις, γιατί η θέση είναι οργανική, δηλαδή είναι ιδιοκτησία του υπαλλήλου και δεν μπορεί να καταργηθεί, όσο αυτός βρίσκεται εν ζωή.
Και όλα αυτά σε ένα σχολείο που ζήτημα είναι αν δουλεύει πραγματικά 7 μήνες το χρόνο. Σε μια χώρα υπό πτώχευση, με 1.300.000 ανέργους. Σε μια εποχή που χιλιάδες συμπολίτες μας μεταναστεύουν για να βρουν δουλειά.
Αυτοί που εξάγγειλαν την απεργία δεν έχουν αυταπάτες. Ξέρουν ότι η κοινωνία στέκεται απέναντί τους και ήδη σηκώνεται από τον καναπέ της για να τους συντρίψει. Βλέπουν όμως ότι είναι το τέλος εποχής, το τέλος της δικής τους εποχής και πρέπει να πέσουν, να διαλυθούν, να εξαφανιστούν με κάποιο πάταγο. Είναι το δικό τους ταρατατζούμ πριν αποχωρήσουν για πάντα από την ορχήστρα της Ιστορίας καθώς το σκηνικό πίσω τους καταρρέει.
Φεύγοντας, θέλουν να υποδηλώσουν το μίσος τους για το σχολείο, τα παιδιά, την κοινωνία, απόρροια της λύπης τους για την Αλεξάνδρεια που έχασαν ανεπιστρεπτί. Τόσα χρόνια, χέρι με χέρι με τα κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς κατέστρεφαν τη Μέση Εκπαίδευση, απολαμβάνοντας την ασυλία και τα προνόμια του πελατειακού κράτους.
Σήμερα, οι νέοι συσχετισμοί δεν τους περιλαμβάνουν στο σχέδιο. Τελείωσαν. Είναι στημένες λεμονόκουπες. Οι δανειστές επιβάλλουν στη χώρα σύγχρονη, πραγματική και στοχευμένη εκπαίδευση τη λεγόμενη και εκπαίδευση της Αγοράς και αυτοί σαν άτομα, σαν ιδεολογία και σαν πρακτική είναι πλέον εκτός.
Τους βλέπετε, είναι Πασόκοι, είναι Δεξιοί είναι Αριστεριστές είναι ένα κλειστό επάγγελμα που δεν ανοίγει, απλά εξαφανίζεται. Είναι τα απομεινάρια της θεωρίας ότι οι δημόσιες υπηρεσίες ανήκουν αποκλειστικά στους εργαζόμενους σε αυτές και δη στα κόμματα και στους συνδικαλιστές τους. Οι δάσκαλοι πάνω από τους μαθητές. Οι γιατροί πάνω από τους αρρώστους. Οι οδηγοί πάνω από τους επιβάτες. Οι πολιτικοί πάνω από τους πολίτες.
Θα ανεχθούμε την πτώση τους, θα την παρακολουθήσουμε, θα την απολαύσουμε.
Θα τους αποχαιρετήσουμε ψύχραιμοι. Η κοινωνία εν δράσει.

9 Μαΐ 2013

"Οικονομική ανάπτυξη μόνον αν πέσουν οι φραγμοί που στήνουν οι κομματικοί διακόπτες"

Του Φώτη Γεωργελέ, από το athensvoice.gr
Στη χώρα μας αυτά τα χρόνια διεξάγονται δυο πόλεμοι. Ο ένας, στις κομματικές ανακοινώσεις και στα ΜΜΕ, ανάμεσα σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, ανάμεσα σε περήφανους Έλληνες και προδότες, ανάμεσα σε εθνικοπατριώτες και υποτελείς των ξένων κατακτητών. Αυτός ο πόλεμος είναι προορισμένος για το φιλοθεάμον κοινό και έχει στόχο να κρύψει το δεύτερο, τον πραγματικό. Που είναι ο πόλεμος του χρεοκοπημένου πελατειακού και παρασιτικού συστήματος να καθυστερήσει τις εξελίξεις, να διασώσει ό,τι περισσότερο μπορεί από τα προνόμια και τα έσοδά του.
Στο δεύτερο αυτό πόλεμο, τις προηγούμενες μέρες, το σύστημα εξουσίας δέχτηκε μια σημαντική απώλεια. Την ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ. Μετά τη χρεοκοπία των κρατικών τραπεζών, του Τ.Τ. και της Αγροτικής με τα κομματικά δάνεια και τα δάνεια στους κομματικά ελεγχόμενους συνεταιρισμούς, ο μεγαλύτερος ομφάλιος λώρος του πελατειακού κράτους με το δημόσιο χρήμα ήταν ο ΟΠΑΠ. Κόμματα μέσω ιδρυμάτων, ινστιτούτων και κομματικών media, συνδικαλιστικές ομάδες, εκκλησία, ολιγάρχες προμηθευτές, πολιτικοί της διαπλεκόμενης υπογραφής, χιλιάδες σύλλογοι, σωματεία, ενώσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις, της επιδοτούμενης φιλανθρωπίας, των επιχορηγούμενων λαογραφικών σκοπών, του χορηγημένου τοπικού ενδιαφέροντος, χρεοκοπημένα Μέσα ενημέρωσης και ηλεκτρονικές σελίδες του απροκάλυπτου εκβιασμού, το κρατικοδίαιτο ποδόσφαιρο των προέδρων που διοικούν τις ομάδες τους από τον Κορυδαλλό και ο κρατικός αθλητισμός των επιτροπών, των ομοσπονδιών φαντάσματα και των κομματικών υπαλλήλων, έχασαν τον τροφοδότη λογαριασμό.
Οι επιπτώσεις της πρόσφατης ιδιωτικοποίησης θα είναι πολύ μεγαλύτερες από μία οποιαδήποτε αποκρατικοποίηση. Το κομματικό σύστημα και οι πελάτες του χάνουν την πιο άμεση επαφή με το ζεστό χρήμα. Τα αποτελέσματα θα φανούν πολύ γρήγορα σε όλο το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων. Θα φανούν ιδιαίτερα σ’ εκείνο το τμήμα των ανύπαρκτων «μέσων ενημέρωσης» που ύψωναν μαχητικά τη σημαία «ενάντια στους δοσίλογους», για να περάσουν μετά από το ταμείο και να εξαργυρώσουν τη λήξη εχθροπραξιών.
Η σχεδόν σιωπηλή, όμως, μεταβίβαση σε ιδιώτες επενδυτές της πρώτης μεγάλης δημόσιας επιχείρησης που αποκρατικοποιείται, είναι διπλά αποκαλυπτική. Πού είναι εκείνες οι χιλιάδες φλογερές φωνές που τρία χρόνια πριν, από τον Μάιο του 2010, διαδήλωναν «ενάντια στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας»; Την ίδια βδομάδα έπεσε ένα ακόμα ταμπού, αυτό των απολύσεων στο Δημόσιο. Και όμως, η μόνη αντίδραση ήταν μια θλιβερή συγκέντρωση στο Σύνταγμα λίγων εκατοντάδων ανθρώπων την οποία σχεδόν ούτε κάλυψαν τα δελτία ειδήσεων.
Δεν είναι περίεργο; Μιλάμε για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, έγινε η πρώτη μεγάλη αποκρατικοποίηση, οι οικονομικές συνθήκες για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού μετά από 3 χρόνια ύφεσης είναι πολύ χειρότερες από το 2010. Οι άνεργοι έχουν φτάσει το 1 εκ. 300 χιλιάδες. Κι όμως, τότε, τέτοιες μέρες ακριβώς πριν 3 χρόνια, είχαμε τις πιο βίαιες και αιματηρές διαδηλώσεις, τρεις άνθρωποι δολοφονήθηκαν στο κέντρο της Αθήνας. Πριν τις αποκρατικοποιήσεις, πριν τις απολύσεις, πριν την ανεργία, πριν τους φόρους, πριν τα λουκέτα. Επί δύο χρόνια, το 2010 και το 2011, κάθε μέρα με βίαιες διαδηλώσεις, διαλύθηκε το κέντρο της πόλης, εξοντώθηκε η εμπορική ζώνη, υπονομεύτηκε ο τουρισμός. Σήμερα, λεκτικοί διαξιφισμοί ρουτίνας στα τηλεοπτικά παράθυρα.
Γιατί τότε κι όχι τώρα; Οι απίστευτης βιαιότητας συγκρούσεις, η παρανοϊκή ατμόσφαιρα εμφυλίου που στήθηκε μόνο στη χώρα μας, ήταν η επίδειξη δύναμης του χρεοκοπημένου συστήματος εξουσίας, ήταν η λυσσασμένη άρνησή του να πληρώσει το μερίδιο που του αναλογούσε. Ήταν η προσπάθεια όλου του ελληνικού παρασιτισμού να μεταφέρει το βάρος στους ασθενέστερους. Οι μέσα και υψηλότερα στο πελατειακό κράτος πολέμησαν και κατάφεραν να μεταφέρουν όλο το κόστος της μείωσης των ελλειμμάτων στους πιο χαμηλά και στους εκτός.
Υπονόμευσαν τις μεταρρυθμίσεις, διαφύλαξαν τα προνόμιά τους, κέρδισαν πολύτιμο χρόνο. Πλήρωσαν περισσότερα αυτοί που πλήρωναν πάντα, έχασαν τις δουλειές τους αυτοί που δεν είχαν κομματική προστασία.Τώρα που το μεγαλύτερο μέρος των πρωτογενών ελλειμμάτων καλύφθηκε με θυσίες αυτών που ήταν λιγότερο υπεύθυνοι, ω της έκπληξης, με κατεστραμμένη οικονομία, με 27% ανεργία, παρ’ όλα αυτά, γίναμε ξανά μια κανονική χώρα. Αντιμετωπίζουμε με ψυχραιμία τα προβλήματά μας. Δεν καίμε, δεν δέρνουμε κόσμο στο δρόμο, δεν σπάμε μάρμαρα, δεν διώχνουμε τους τουρίστες, δεν καταστρέφουμε τα καταστήματα.
Φτηνά κομματικά συμφέροντα, ιδιοτελείς επιδιώξεις επαγγελματικών ελίτ, συμμορίες της δραχμής, ο εκτεταμένος μαφιόζικος ελληνικός παρασιτισμός, σαμπόταραν την προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων, προτίμησαν να βυθίσουν όλη τη χώρα σε μια περίοδο αστάθειας και χάους, για να μην πληρώσουν το τίμημα που τους αναλογούσε.
Καναλιζάρισαν το φόβο και την αγανάκτηση του κόσμου σε αντιδημοκρατικές, αντικοινοβουλευτικές και αυτοκαταστροφικές οδούς της «δικαιολογημένης οργής», οι οποίες καθυστέρησαν την προσπάθεια ανάταξης. Όταν οι σκοποί επετεύχθησαν, όταν τα κομματικά κέρδη εξαργυρώθηκαν, άρχισαν όλα να επανέρχονται στο φυσιολογικό. Ας προσέχαμε. Η ευθύνη είναι και των δυο πλευρών. Η ελληνική κοινωνία πρέπει κάποτε να αναρωτηθεί γιατί τόσο εύκολα μπήκε σ’ αυτό το τούνελ της παράνοιας.
Ακόμα και τώρα, τίποτα δεν έχει κριθεί. Το κομματικό, μιντιακό και ολιγαρχικό σύστημα εξουσίας προσπαθεί να παραχωρήσει έκταση, αλλά να διατηρήσει ανέπαφες τις πελατειακές δομές που του επιτρέπουν την αναπαραγωγή του. Νομιμοποιεί αυθαίρετα, ανασταίνει τα περιβόητα «stages» του Κ. Καραμανλή ως ολιγόμηνους διορισμούς στο δημόσιο, τρία χρόνια δεν τελειώνει την έρευνα για τις πλαστές συντάξεις στα ασφαλιστικά ταμεία, «συγχωνεύει» οργανισμούς και δημοτικές επιχειρήσεις αφήνοντάς τις ανέπαφες, εφευρίσκει «διαμάχες» υπουργών και τροπολογίες για να αποφύγει την εκκαθάριση των αργόμισθων και επίορκων από το Δημόσιο. Προστατεύει τον εαυτό του και την πελατεία του. Και κάνει ταξίδια στις Κίνες και τις Αραβίες για να βρει επενδυτές. Είναι μάταιες προσπάθειες. Δεν θα υπάρξουν επενδύσεις αν πρώτα δεν αλλάξει άρδην η δικαιοσύνη, η παιδεία, ο κρατικός μηχανισμός. Δεν θα υπάρξει οικονομική ανάπτυξη αν δεν πέσουν οι φραγμοί που στήνουν οι κομματικοί διακόπτες στην κυκλοφορία του χρήματος με σκοπό τη δημιουργία πολιτικού χρήματος.
Η Ελλάδα θα πάρει μπρος μόνο με μικρές και μεγάλες νίκες, νίκες εσωτερικές, εναντίον του παρασιτισμού. Μόνο με αλλαγές, με μεταρρυθμίσεις, μόνο αν γκρεμίσει ό,τι την κρατάει καθηλωμένη. Όσοι δεν παίρνουν θέση σ’ αυτή την αντίθεση, όσοι εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να δημιουργούν εχθρούς έξω από τα σύνορα, έξω από την κοινωνία μας, εχθρούς βολικούς, «κατακτητές και ναζί», έχουν στην πραγματικότητα πάρει ήδη θέση. Με την Ελλάδα που χρεοκόπησε. Την Ελλάδα της καθυστέρησης.

8 Μαΐ 2013

Η σκουριασμένη αιχμή

Του Χρήστου Χωμενίδη, από protagon.gr
Με το που εμφανίστηκε στη στροφή του δρόμου η φιλαρμονική και η χορωδία οι οποίες προηγούνταν του Επιταφίου, εκατοντάδες χέρια υψώθηκαν. Δεν κρατούσαν κεριά αλλά κινητά τηλέφωνα και ψηφιακές κάμερες. Ανήκαν σε ανθρώπους που δεν είχαν έρθει για να ακολουθήσουν, μα για να παρακολουθήσουν απλώς την πομπή. Που δεν βρίσκονταν εκεί για να ζήσουν, αλλά για να βιντεοσκοπήσουν τα Πάθη του Χριστού. Σε ανθρώπους οι οποίοι αγνοούσαν τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής και αντιμετώπιζαν τη Λαμπρή σαν μια λαμπρή απλώς ευκαιρία προκειμένου να σκάσουν βαρελότα και να κρατσανίσουν την πέτσα του αρνιού. Και στη συνέχεια να αναρτήσουν στο διαδίκτυο στιγμιότυπα από τις πασχαλινές τους ημέρες. Υπερβάλλω; Αρκεί να ακούγατε τους μεταξύ τους ανελλήνιστους διαλόγους και θα διαπιστώνατε πως κάθε άλλο…
Η αιχμή του δόρατος -πιστεύω ακράδαντα- μιας κοινωνίας είναι η παιδεία της. Όχι αναγκαστικά το ποσοστό των πτυχιούχων, ο αριθμός των μελών των επιστημονικών σωματείων ή οι ξεχωριστές διάνοιες που διαπρέπουν διεθνώς. Παιδεία είναι η δυνατότητα του «μέσου» πολίτη να αντιλαμβάνεται και να συμμετέχει στα συλλογικά δρώμενα. Τα κριτήρια που διαθέτει για να ξεχωρίζει το ωραίο από το άσχημο, το καλό από το κακό. Η διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα, το ξεσκαρτάρισμα του σημαντικού από το ασήμαντο, του αξιόλογου από το ευτελές. Θλίβομαι που το γράφω, διαπιστώνω ωστόσο καθημερινά πως η αιχμή αυτή έχει επικίνδυνα σκουριάσει.

Σιχαίνομαι την εξιδανίκευση του παρελθόντος. Τη νοσταλγία των περασμένων μεγαλείων που κανείς μας δεν έζησε, την αγιοποίηση των σπουδαίων νεκρών που κανείς μας δεν γνώρισε. Θυμάμαι, εντούτοις. Θυμάμαι πως στα πρώτα νιάτα μου ο Έλληνας απόφοιτος του γυμνασίου -και του δημοτικού ακόμα- ξεκοκάλιζε καθημερινά μία τουλάχιστον εφημερίδα και ήταν σε θέση να αφηγηθεί συναρπαστικά μία τουλάχιστον ιστορία. Πως οι «εθνικόφρονες» γιαγιάδες τράβαγαν τα εγγονάκια τους στην εκκλησία, όπου πιθανόν να μην αποκτούσε κανείς χριστιανικό φρόνημα, ανέπτυσσε όμως στέρεο γλωσσικό αισθητήριο. Και οι δικές μας γιαγιάδες, οι Αριστερές, μας διέπλαθαν με διηγήσεις ηρωισμών και θυσιών, οι οποίες μπορεί να μη μας έκαναν κομμουνιστές, μας προίκισαν όμως με έναν ηθικό κώδικα που ήθελε κότσια για να τον αμφισβητήσεις.
Πότε εξέπεσε η παιδεία μας; Άλλοι ενοχοποιούν το ξεχαρβάλωμα του εκπαιδευτικού συστήματος. Άλλοι την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Άλλοι την κυριαρχία του “life style”, που -με το πρόσχημα πως «η ζωή είναι πολύ μικρή για να ’ναι θλιβερή»- ξεχώριζε τους ανθρώπους σε “losers” και σε “winners” ανάλογα με το αυτοκίνητο που οδηγούσαν, τη Μύκονο που παραθέριζαν, τη βίζιτα που άντεχε το πορτοφόλι τους… Εκείνο που, προσωπικά, μου προξένησε τη μεγαλύτερη φρίκη ήταν η ανακήρυξη του τραγουδιού του “Gummy Bear” σε δίσκο της χρονιάς. «Εάν μυριάδες» -σκέφτηκα- «Έλληνες σερβίρουν στα παιδιά τους ως μουσική το ηχητικό αντίστοιχο του χειρότερου junk food, τότε δεν υπάρχει σωτηρία…».

Η κρίση ήταν ο γάιδαρος που έφαγε το ήδη στραβό κλήμα. Δίχως έρμα παιδείας, ανερμάτιστες, οι πλατιές λαϊκές μάζες υπέκυψαν σε εκείνους που τους ξεφούρνιζαν τα πιο χοντρά ψέματα. Αγκάλιασαν με φανατισμό τα πλέον παιδαριώδη σενάρια. Όταν δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα, τότε είσαι διατεθειμένος να πιστέψεις τα πάντα. Η κυβερνώσα ελίτ -υπεύθυνη αντικειμενικά για το κακό που συντελέστηκε σε βάθος δεκαετιών- βρέθηκε αίφνης να απειλείται από τους εξαγριωμένους «αντισυστημικούς», οι οποίοι στερήθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει. Την καταναλωτική τους δύναμη. Θα το πω απλά: Κάποιος που δεν καταλαβαίνει γρι απ’ το «Η ζωή εν τάφω», αλλά γνωρίζει απέξω κι ανακατωτά το τραγούδι του Gummy Bear, είναι εντελώς αναμενόμενο να ψηφίζει Χρυσή Αυγή.
Διαβάζω, τις τελευταίες ημέρες, αισιόδοξες ειδήσεις. Η οικονομία -λέει- έχει εισέλθει επιτέλους σε τροχιά σταθεροποίησης και ανόδου, οι αναλυτές μάς επαινούν και οι επενδυτές προετοιμάζονται να ποντάρουν και πάλι στην Ελλάδα. Μακάρι να είναι έτσι. Ακόμα όμως κι αν η κρίση ξεπεραστεί στα λόγια και στα νούμερα, θα πρόκειται -φοβάμαι- για πύρρειο νίκη. Θα αφήσει πίσω της έναν «λαό μουνούχων», όπως θα το εξέφραζε ο Κώστας Βάρναλης. Όχι τόσο γιατί θα έχουν εξανεμιστεί τα εργασιακά δικαιώματα και η οικονομική τους ισχύς. Αυτά, με το χρόνο και με τους αγώνες, θα αποκατασταθούν. Αλλά επειδή πάρα πολλοί, επικίνδυνα πολλοί, Έλληνες θα βγουν από τα βάσανα των τελευταίων ετών δίχως να έχουν διδαχθεί παρά τη μισαλλοδοξία, τη συνωμοσιολογία και τη μετάθεση ευθυνών ως στάση ζωής. Ό,τι ακριβώς εξέθρεψε η έλλειψη παιδείας. Και ό,τι κάνει έναν λαό εύκολη λεία, υποχείριο, όποιου κι αν θέλει να τον χειραγωγήσει.
Χρέος κοινό -πατριωτικό συνάμα και υπαρξιακό- είναι να ξεσκουριάσουμε την αιχμή του δόρατός μας.