"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

3 Οκτ 2016

Τι είχαμε, τι χάσαμε

Της Ειρήνης Αγαπηδάκη, από το liberal.gr

Η περιοχή που βρίσκεται η χώρα μας ήταν πάντα «φτωχογειτονιά». Όσο κι αν μας αρέσει να λέμε ότι ζούμε στο «φιλέτο της Μεσογείου», η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε υπήρξαν εδώ πλουτοπαραγωγικές πηγές τέτοιες, που να επιτρέψουν την άνθηση βαριάς βιομηχανίας. Είναι επίσης αλήθεια ότι για να μπορεί το κράτος να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών χρειάζεται η χώρα να έχει ισχυρή οικονομία. Τι σημαίνει ισχυρό κράτος; Ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο, σταθερότητα, πρόνοια για τους πολίτες που δε μπορούν να τα βγάλουν πέρα, ανεξαρτησία αρχών και θεσμών - όλα εκείνα δηλαδή που διαθέτει μια χώρα και κάνουν τους πολίτες της να αισθάνονται υπερήφανοι και γεμάτοι αυτοπεποίθηση. Αυτά που δεν έχουμε και ζηλεύουμε στους Σουηδούς, τους Γερμανούς, τους «ξένους». Επειδή λοιπόν, η εμπιστοσύνη και η αυτοπεποίθηση που εμπνέει το ισχυρό κράτος στους πολίτες του δεν υπάρχει στην Ελλάδα, συχνά καταφεύγουμε στην εξιδανίκευση του παρελθόντος, κάτι φυσικό, διότι κανείς δεν αντέχει να ζει ως πολίτης μιας χώρας και να αισθάνεται ντροπιασμένος, ανασφαλής και υποτιμημένος για την εθνική του ταυτότητα.
 Είναι σαν να λέμε ότι κάποιος αισθάνεται ντροπή για την καταγωγή του, για τους γονείς του. Ποιος μπορεί να ζήσει έτσι, χωρίς να βρει έναν τρόπο να νιώσει υπερήφανος για το παρελθόν του; Αφού λοιπόν δε μπορούμε να αισθανθούμε υπερήφανοι για την Ελλάδα του τώρα, προσπαθούμε να νιώσουμε υπερήφανοι για την Ελλάδα του τότε.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σε κοινωνικό επίπεδο με τη λεγόμενη «μεσαία-αστική» τάξη και τα χαμηλότερα στρώματα. Αυτό που είχαμε δεδομένο τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν η κοινωνική κινητικότητα. Δεν έχει σημασία με ποιον τρόπο, θέλετε να πούμε ότι ήταν με δανεικά; Ήταν. Υπήρχε όμως. Αν κάτι μας έδωσε η δυτικού τύπου Δημοκρατία είναι να μπορούμε δουλεύοντας, να αλλάξουμε κοινωνική τάξη και να μη ζούμε καταδικασμένοι εξαιτίας της ατυχίας να γεννηθούμε σε μια φτωχή οικογένεια. Ήταν αυτονόητο για τους περισσότερους κατοίκους της χώρας, ότι τα παιδιά τους μπορούσαν να μορφωθούν, να δουλέψουν, και να καταφέρουν να βγάλουν χρήματα, να απολαύσουν τα υλικά και κοινωνικά αγαθά που προσφέρει το να ανήκει κάποιος στη μεσαία-αστική τάξη.
Τα προηγούμενα χρόνια, ειδικά κατά τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης, ήταν βέβαια αυτονόητο ότι για να μπορέσει το παιδί μιας αγροτικής οικογένειας να αισθανθεί την ασφάλεια και την αυτοπεποίθηση που ένιωθε το παιδί από υψηλότερο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, θα έπρεπε να προσπαθήσει διπλά για να καλύψει την απόσταση. Υπήρχε διαφορετικό σημείο εκκίνησης, αλλά μπορούσε να συμβεί, δεν ήταν άπιαστο όνειρο. Είναι για παράδειγμα εντελώς διαφορετικό το να έχουν οι γονείς σου μια τεράστια βιβλιοθήκη από την οποία το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να απλώσεις το χέρι σου και να πάρεις ένα βιβλίο, από το να έχεις πρόσβαση σε βιβλία μόνο μέσω της βιβλιοθήκης που υπάρχει στο σχολείο, τον Δήμο, στο σπίτι του γείτονα. Άλλαξαν γρήγορα όλα αυτά, αλλά δε θα πρέπει να τα ξεχνάμε. Περάσαμε πολλά για να μπορέσουμε να βγάλουμε από την κοινωνία μας το στίγμα της μη-αστικής καταγωγής και δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι τα καταφέραμε.
Αν τα πρώτα Μνημόνια αμφισβήτησαν την προσδοκία των πολλών να αλλάξουν κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, τα Μνημόνια της Αριστεράς έβαλαν ταφόπλακα στο όνειρο. Πλέον οι περισσότεροι, άσχετα με το πώς ήμασταν πριν, βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση: όχι μόνο δε μπορούμε να έχουμε το επίπεδο ζωής που απολαμβάναμε προ Μνημονίων, αλλά προσπαθούμε να συνηθίσουμε ένα επίπεδο φτώχειας που δεν ξέρουμε ακόμη πόσο χαμηλά θα είναι. Θα έχουμε να φάμε; Θα έχουμε να πληρώσουμε το ηλεκτρικό; Πόσο ακόμη θα κατρακυλήσουμε; Το χειρότερο; Προσπαθούν να μας πείσουν ότι αξίζουμε αυτή την «τιμωρία» γιατί ήμασταν διεφθαρμένοι.
Η ενοχοποίηση του κέρδους και η εξιδανίκευση της φτώχειας ήταν πάντα στον πυρήνα της Αριστερής ιδεολογίας άσχετα με την κοινοβουλευτική της δύναμη. Αυτή η άποψη έχει διαποτίσει οριζόντια την κοινωνία μας και συντελεί στη διατήρηση μιας τεράστιας αντίφασης: τα χρήματα είναι κακά, αλλά τα θέλουμε. Αυτό που δε μας είπε η Αριστερά και το ανακαλύψαμε πρόσφατα, ήταν ότι ήθελε τα χρήματα για τον εαυτό της και γι’ αυτό, ήταν αναγκαίο να μας κάνει να πιστέψουμε ότι πρέπει να ζήσουμε ως φτωχοί πλην τίμιοι «ραγιάδες» - χωρίς χρήματα, μόνο με «αξιοπρέπεια» και έξω από την Ευρώπη. Ίσως μάλιστα, αυτή η ενοχοποίηση του κέρδους να βοήθησε στο να αναπτυχθεί το ρουσφέτι. Ποιος μπορεί να με κατηγορήσει ότι επιδιώκω να πλουτίσω αν το μόνο που γυρεύω είναι μια θέση στο Δημόσιο; Βολεύονται και οι δύο: πολίτες και πολιτικοί.
Είναι ώρα να καταλάβουμε ότι, αυτό που χάσαμε με την εφαρμογή των Μνημονίων, είναι η προοπτική να βγάλουμε λεφτά, να αλλάξουμε κοινωνική τάξη, να ζήσουμε με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έζησαν οι γονείς μας. Αυτό ήταν το λάθος της προηγούμενη κυβέρνησης. Η άνοδος των εισοδημάτων που υπήρχε για πολλά χρόνια και μας έκανε να αγγίζουμε το όνειρο του «μεσοαστού» ακόμη κι αν ήταν μόνο υλικό, χωρίς την πνευματική καλλιέργεια που θα έπρεπε να το συνοδεύει, διακόπηκε. Δεν πρόκειται απλά για το ότι χάσαμε χρήματα με την αύξηση της φορολογίας και την περικοπή μισθών και συντάξεων, αλλά ότι χάσαμε την προσδοκία να βγάλουμε χρήματα, να αλλάξουμε τρόπο ζωής - αυτό σημαίνει προοπτική.
Ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο πέτυχαν να διαχειριστούν πιο αποτελεσματικά την κρίση, αλλά απέτυχαν να εξηγήσουν πως μεταφράζεται η άνοδος του ΑΕΠ, το κούρεμα του χρέους, οι μεταρρυθμίσεις, σε βελτίωση των πραγματικών συνθηκών της ζωής καθενός και καθεμιάς μας. Έκαναν ένα σημαντικό λάθος, για το οποίο χρειάζεται βαθιά αυτοκριτική: αποφεύγοντας να δεχτούν ότι ΕΜΕΙΣ ζητήσαμε τα Μνημόνια για να μη χρεοκοπήσουμε και αναγκαστούμε να ζήσουμε κατοχικές καταστάσεις, εξουδετέρωσαν την αναγκαιότητα ύπαρξης πολιτικής και προετοίμασαν το έδαφος για τον ΣΥΡΙΖΑ. Απόρροια αυτού ήταν η άποψη που κυριάρχησε στην κοινωνία πριν ένα χρόνο «αν τα Μνημόνια τα φέρνουν οι κακοί ξένοι και δεν τα θέλαμε ποτέ, γιατί να μην ψηφίσουμε ΣΥΡΙΖΑ να τα καταργήσει με έναν νόμο και ένα άρθρο;» αλλά και αυτή που επικρατεί τώρα, «αν τα Μνημόνια δεν επιτρέπουν την ιδεολογική αντιπαράθεση, αλλά πρέπει απλά να εφαρμοστούν, γιατί να μην τα αφήσουμε να τα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πρέπει να κάνουμε εκλογές;». Και είναι αυτό το τελευταίο που συνδράμει την άποψη, «όλοι ίδιοι είναι».
Έτσι, από το «οικονομικό διάλειμμα» των ετών 2011-2014, περάσαμε στο «διάλειμμα της ιστορίας» των ετών 2015-2016, που μοιάζει σαν να αμφισβητούνται τα πάντα, όχι μόνο η προοπτική της κοινωνικής κινητικότητας, αλλά και εκείνη της αστικής δημοκρατίας, ακόμη και η ίδια η ύπαρξη της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι απλά μια «αριστερή παρένθεση», αλλά κάτι πολύ χειρότερο - είναι ένα «ιστορικό διάλειμμα», όπως όταν κάποιος πέφτει σε κώμα.
Το πολιτικό σύστημα διαγράφει την πορεία του. Παράλληλα, οι πολίτες ζουν, παρακολουθούν, είναι παρόντες. Είναι σίγουρο, ότι δε θα διστάσουν να υπερασπιστούν τη ζωή και την πατρίδα τους. Αν δε μας αφήσουν να δουλέψουμε, το κεφάλαιο που ξεκίνησε τη Μεταπολίτευση με το «Ψωμί – Παιδεία - Ελευθερία» θα κλείσει με το  «Δουλειά - Παιδεία - Δημοκρατία». Στο δρόμο.
Μας έκανε ένα μεγάλο δώρο ο ΣΥΡΙΖΑ: μας θύμισε τη χαρά της δουλειάς και του μόχθου. Τα καλοζωισμένα του στελέχη που αποτελούν σύμβολα τεμπελιάς, ανικανότητας και αμορφωσιάς, προκαλούν στο λαό, αηδία. Φύγετε και αφήστε μας ήσυχους. Ήρθε η ώρα να δουλέψουμε και να σταθούμε στα πόδια μας.
Δεν είμαστε πια αιχμάλωτοι της Αριστερής σας τρέλας: μας αρέσει να δουλεύουμε, να βγάζουμε χρήματα και να τα κάνουμε ότι θέλουμε. Δικά μας είναι, δικά μας ήταν και αυτά και τα όνειρά μας, οι προσδοκίες μας. Και σε αυτές, δε μπορείτε να βάλετε capital controls.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου